ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (12/2)

Σήμερα 12/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Μελέτιος Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας
  • Οσία Μαρία η μετονομασθείς Μαρίνος
  • Άγιος Χρήστος ο Κηπουρός
  • Άγιος Αντώνιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
  • Άγιοι Πλωτίνος και Σατορνίνος
  • Όσιος Μελέτιος ο εν Υψενή
  • Όσιος Ευγένιος
  • Άγιοι Ιουλιανός και Μόδεστος οι Μάρτυρες
  • Ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού της Θεοτόκου «εις Πούσγην».
  • Όσιος Πρόχορος εκ Γεωργίας
  • Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης ο Οσιομάρτυρας
  • Όσιος Αλέξιος ο Θαυματουργός Αρχιεπίσκοπος Μόσχας
  • Άγιος Βασιανός του Ούγκλιχ
  • Όσιος Μελέτιος Επίσκοπος Χαρκώβ
  • Άγιος Αλέξιος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Βορονέζ
  • Άγιος Μητροφάνης ο Ιερομάρτυρας εκ Ρωσίας
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ιβηριτίσσης στη Μόσχα

Ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας

12

Ὁ Μελέτιος γεννήθηκε στὴ Μελιτηνὴ τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας, περίπου τὸ 310. Ἦταν πολὺ μορφωμένος καὶ εὐσεβὴς χριστιανός. Τὸ 357 χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Σεβαστείας, κατόπιν μετατίθεται στὸν θρόνο τῆς Βεῤῥοίας τῆς Συρίας καὶ μετὰ τρία χρόνια γίνεται ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας (361). Δυστυχῶς, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὴ νέα του ἕδρα ὁ Μελέτιος, στὸ χριστιανικὸ στρατόπεδο ἐπικρατοῦσε μεγάλη ἀναταραχή, ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς. Τριάντα ἡμέρες ἔμεινε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο, καὶ κατόρθωσε μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ λίγο χρόνο νὰ θεμελιώσει μὲ τὸ ἔργο του τόσο τὴν πίστη τῶν Ὀρθόδοξων, ὥστε, ὅταν μετὰ τοὺς προσέβαλαν δυνατοὶ ἄνεμοι, αὐτοὶ ἔμειναν γερὰ ῥιζωμένοι. Ἔτσι, ὁ Μελέτιος ἔπραξε στὸ ποίμνιό του αὐτὸ ποὺ λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ἆρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους της πίστεως». Δηλαδή, ὅσο καιρὸ ἔχουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, ἂς ἐργαζόμαστε τὸ ἀγαθὸ πρὸς ὅλους, καὶ ἰδιαίτερα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μ᾿ ἐμᾶς. Μὲ διάφορες ῥᾳδιουργίες οἱ Ἀρειανοὶ κατορθώνουν νὰ τὸν ἐξορίσει ὁ Κωνστάντιος στὴν Ἀρμενία. Ἀλλὰ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θριάμβευσε. Στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381, ὁ Μελέτιος ὄχι μόνο λαμβάνει μέρος, ἀλλὰ καὶ προεδρεύει. Ἀπεβίωσε ἐνῷ ἀκόμα διαρκοῦσαν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἡ κηδεία του ἔγινε πάνδημος καὶ πανηγυρική, μὲ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου.

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ μετονομασθεῖσα Μαρῖνος

Ἡ Ὁσία αὐτὴ Μητέρα, ἄλλαξε τὰ γυναικεῖα φορέματα, φόρεσε ἀνδρικὰ καὶ ἀντὶ Μαρίας μετονομάσθηκε Μαρῖνος. Στὸ μοναστήρι μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν κατὰ σάρκα πατέρα της, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὑπηρετοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς νεότερους μοναχούς, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι εἶναι γυναῖκα. Μία μέρα ποὺ ἔμεινε σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς συκοφαντήθηκε ὅτι διέφθειρε τὴν κόρη τοῦ ξενοδόχου. Ἡ Ὁσία δέχτηκε τὴν συκοφαντία, ἂν καὶ εὔκολα ἐκ τῶν πραγμάτων θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀντικρούσει. Ὁπότε ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ γιὰ τρία ὁλόκληρα χρόνια ταλαιπωρήθηκε, τρέφοντας τὸ παιδὶ ποὺ δὲν γέννησε αὐτή. Ὅταν κάποτε ἔγινε πάλι δεκτὴ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀπεβίωσε, φανερώθηκε ὅτι ἦταν γυναῖκα. Ἡ δὲ κόρη τοῦ ξενοδόχου κυριεύτηκε ἀπὸ δαιμόνιο καὶ ὁμολόγησε ὅτι τὴν διέφθειρε κάποιος στρατιώτης καὶ ὄχι ἡ Ὁσία. Ὁ Ἡγούμενος λοιπὸν καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ πρῶτα τὴν ὀνόμαζαν ἄθλια, τότε τὴν ἀποκαλοῦσαν μακάρια καὶ τὴν ἔθαψαν μὲ πολλὲς τιμές.

Ἅγιος Χρήστος ὁ κηπουρός

12.-Agios-Xristos-o-Kipouros

Ὁ Βό­ρει­ος Ἤ­πει­ρος! Εἶ­ναι τό τι­μη­μέ­νο τμῆ­μα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γῆς, στό ὁ­ποῖ­ο τήν τε­λευ­ταί­α μα­κρά πε­ρί­ο­δο οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἕλ­λη­νες δι­ώ­χθη­καν καί δει­νο­πά­θη­σαν μέ τρό­πο φοβερό. Γι’ αὐ­τό καί συγ­κέν­τρω­σαν ἀ­μέ­ρι­στο τό ἐν­δι­α­φέ­ρον καί τήν κά­θε εἴ­δους φρον­τί­δα τῶν Ὀρθοδόξων πι­στῶν ὅ­λης τῆς γῆς. Ἤ­δη ἡ κα­τά­στα­ση σήμερα ἔχει πλέον ἀλλάξει καί οἱ πι­στοί δο­ξά­ζουν τόν Θε­ό. Αὐ­τός λοι­πόν ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἑλ­λη­νι­κός χῶ­ρος ἔ­χει νά πα­ρου­σιά­σει ἔν­δο­ξη ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί ἱ­ε­ρές θυ­σί­ες στόν βω­μό τῆς πί­στε­ως. Ἔ­χει νά πα­ρου­σιάσει ὁ­σί­ους καί μάρ­τυ­ρες καί νε­ο­μάρ­τυ­ρες, ἕ­νας ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους εἶ­ναι καί ὁ νε­ο­μάρ­τυρας Χρῆ­στος, ὁ κη­που­ρός.

Ὁ Χρῆ­στος στήν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα ἐ­πι­τε­λοῦ­σε μέ πολ­λή ἐ­πι­μέ­λεια τό ἔρ­γο τοῦ κη­που­ροῦ, ὄ­χι μό­νο στόν δι­κό του κῆ­πο, ἀλ­λά καί ὡς μι­σθω­τός σ’ ἐ­κεί­νους πού τόν εἶ­χαν ἀνάγ­κη. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σε τί­μια τά ἀ­πα­ραί­τη­τα γιά νά ζή­σει. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στήν ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α τῶν σα­ράν­τα ἐ­τῶν, ἀ­κο­λού­θη­σε τόν δρό­μο πού καί ἄλ­λοι πολ­λοί ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν, καί ἦλ­θε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά νά συ­νε­χί­σει ἐ­κεῖ τό ἔρ­γο του. Πῆ­ρε μα­ζί του ὡς ἱ­ε­ρά ἐ­φό­δια ὅ,τι τοῦ εἶ­χε κλη­ρο­δο­τή­σει ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του, τήν πί­στη, τήν εὐ­λά­βεια καί τήν ἀ­ρε­τή, μα­ζί μέ τήν ἐλ­πί­δα στόν Θε­ό, ὅ­τι αὐ­τός καί στή θρυ­λι­κή Πό­λη θά τόν προ­στα­τεύ­σει.

Ἄρ­χι­σε λοι­πόν ἐ­κεῖ τό ἔρ­γο του. Τό ἴ­διο τί­μιο ἔρ­γο τοῦ κη­που­ροῦ, μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη εἰ­δι­κό­τη­τα στά λα­χα­νι­κά καί τά φροῦ­τα. Ἐ­πι­με­λής, ὅ­πως ἦ­ταν, ἐ­πι­δι­δό­ταν σέ μιά ποιοτική καλλιέργεια καί τόν προ­τι­μοῦ­σαν πολ­λοί στήν ἀ­γο­ρά. Ἔ­τσι εἶ­χε τήν ἐ­κτί­μη­ση πολ­λῶν καί δι­έ­θε­τε τό κύ­ρος τοῦ εὐ­συ­νεί­δη­του Χρι­στια­νοῦ. Κι αὐ­τός χαι­ρό­ταν, δι­ό­τι ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σε τά ἔ­ξο­δά του καί ἔ­δι­νε στήν κοι­νω­νί­α ἔμ­πρα­κτη μαρ­τυ­ρί­α πι­στοῦ Χρι­στια­νοῦ. Γι’ αὐ­τό καί εὐ­γνω­μο­νοῦ­σε τόν Θε­ό γιά τήν προ­στα­σί­α καί τή χά­ρη του. Ἄλ­λω­στε πάν­το­τε ἐπιτελοῦ­σε τά θρη­σκευ­τι­κά του κα­θή­κον­τα καί τη­ροῦ­σε τίς ἱ­ε­ρές ἡ­μέ­ρες τῆς πίστεώς του.

Κά­ποι­α μέ­ρα ἕ­νας ἄ­γνω­στος Τοῦρ­κος πα­ρου­σι­ά­σθη­κε γιά πρώ­τη φο­ρά ὡς πε­λά­της του καί ζή­τη­σε νά τοῦ που­λή­σει τά μῆ­λα πού τοῦ εἶ­χαν ἀ­πο­μεί­νει. Ἔ­γι­νε ἡ συμ­φω­νί­α στήν τι­μή καί προ­χω­ροῦ­σαν στήν πα­ρά­δο­ση. Τό­τε ὁ Τοῦρ­κος ἄλ­λα­ξε γνώ­μη. Ζή­τη­σε νά πλη­ρώ­σει σέ μι­κρό­τε­ρη εὐ­τε­λή τι­μή, πράγ­μα γιά τό ὁ­ποῖ­ο ὁ Χρῆ­στος δέν συμ­φώ­νη­σε. Τόν πα­ρα­κά­λε­σε μέ τρό­πο εὐ­γε­νι­κό νά ἀ­γο­ρά­σει ἀ­πό ἀλ­λοῦ μῆ­λα, ἄλ­λης ποι­ό­τη­τος, γιά νά πε­τύ­χει τήν τι­μή πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε. Τό­τε ὁ Τοῦρ­κος ὡς προ­σβε­βλη­μέ­νος ἀ­φέν­της ὀργίσθη­κε. Μά­νια­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, ἐ­πι­τέ­θη­κε ἐ­ναν­τί­ον του γιά νά τόν κτυ­πή­σει. Ὅ­μως στα­μά­τη­σε. Ὁ πο­νη­ρός τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ἄλ­λον τρό­πο ἐκ­δι­κή­σε­ως. Φώ­να­ξε τούς γύ­ρω Τούρκους καί κα­τη­γό­ρη­σε τόν τί­μιο κη­που­ρό, ὅ­τι, ἐ­νῶ ἔ­δω­σε ὑ­πό­σχε­ση νά τουρ­κέ­ψει, τώ­ρα τό ἀρ­νεῖ­ται. Αὐ­τό ἦ­ταν ἕ­να συ­νη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο γιά τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη, συνηθισμέ­νη καί ἡ συ­κο­φαν­τί­α. Ἦ­ταν μιά πο­λύ­τι­μη εὐ­και­ρί­α γιά ψυ­χα­γω­γί­α καί ἐκ­δί­κη­ση τῶν Μω­α­με­θα­νῶν.

Τόν ὁ­δή­γη­σε τό­τε βί­αι­α στό δι­κα­στή­ριο καί τόν πα­ρου­σί­α­σε ἐ­νώ­πιον τῶν δι­κα­στῶν. Εὔ­κο­λοι καί πρό­θυ­μοι καί πολ­λοί οἱ ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες νά βε­βαι­ώ­σουν ὅ­σα κα­τέ­θε­σε ὁ ἀγοραστής τῶν μή­λων Τοῦρ­κος. Ἄλ­λω­στε, εἶ­παν, ἀ­κού­σα­με καί μεῖς τήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Χρή­στου.

Ὁ πι­στός Χρι­στια­νός ὄρ­θω­σε τό ἀ­νά­στη­μά του. Μέ φω­νή παλ­λο­μέ­νη ἀ­πό συγ­κί­νη­ση, ἀλ­λά καί μέ θάρ­ρος ἀ­πτό­η­το ἀρ­νή­θη­κε τήν κα­τη­γο­ρί­α καί δι­η­γή­θη­κε τά συμ­βάν­τα. Χριστια­νός Ἕλ­λη­νας Ἠ­πει­ρώ­της εἶ­μαι καί πο­τέ δέν ἔ­δω­σα τέ­τοι­α ὑ­πό­σχε­ση. Τήν πί­στη μου δέν τήν προ­δί­δω, ὅ,τι καί ἄν μοῦ κά­νε­τε. Τό πρό­σω­πό του κόκ­κι­νο, ἀλ­λά καί ἀγγελικό, ἔ­δει­χνε τή λα­χτά­ρα καί τόν πό­θο τοῦ χρι­στια­νοῦ Ὁ­μο­λο­γη­του μέ τήν ἁ­γνή καρ­διά τοῦ Ἕλ­λη­να. Ποι­ός ὅ­μως τόν ἄ­κου­σε; Ὅ­λοι γύ­ρω του, συρ­φε­τός ὁ­λό­κλη­ρος, ὠρύον­ταν καί ζη­τοῦ­σαν τι­μω­ρί­α. Ὁ δι­κα­στής δί­νει ἐν­το­λή καί τόν κτυ­ποῦν ἐ­πί τό­που ἀ­λύ­πη­τα, μέ ρα­βδιά σ’ ὅ­λο τό γυ­μνό σῶ­μα του. Μα­νι­α­σμέ­νοι ταῦ­ροι ἐ­ναν­τί­ον του. Τό αἷ­μα λού­ζει τό σῶ­μα του καί τρέ­χει καί πο­τί­ζει τή γῆ. Στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή τόν ὁ­δη­γοῦν στή φυ­λα­κή καί ἀ­σφα­λί­ζουν τά πό­δια του σέ ξύ­λα, ὅ­πως πε­ρί­που πα­λαι­ό­τε­ρά του ἀποστόλου Παύ­λου (Πράξ. ιζ΄ 24). Ὁ ἡ­ρω­ι­κός Μάρ­τυ­ρας τό ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται. Ὁ­δη­γεῖ­ται στό μαρ­τύ­ριο. Ἄγ­γε­λοι τόν πα­ρα­στέ­κουν καί μέ­σα στή φυ­λα­κή τόν ἐμ­πνέ­ουν καί τόν ἐνισχύ­ουν, ὅ­πως τό­τε τόν Κύ­ριο στή Γεθ­ση­μα­νή (Λουκ. κδ΄ 43). Ἰ­σχύ­ει καί γι’ αὐ­τόν ὅ,τι ἔ­γρα­ψε πρός τούς Ἑ­βραί­ους (ι΄ 36 – 37) ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος γιά τούς πα­λι­ούς Μάρ­τυ­ρες: «ἕ­τε­ροι δέ ἐμ­παιγ­μῶν καί μα­στίγων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δέ δε­σμῶν καί φυ­λα­κῆς». Μι­μη­τής τῶν Μαρ­τύ­ρων τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων καί ὁ Χρῆ­στος ἔ­ψαλ­λε μέ τή συ­νο­δεί­α Ἀγ­γέ­λου ὕ­μνους στόν Θε­ό καί ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γιά τό μαρ­τύ­ριο, ὅ­ποι­ο κι ἄν ἦ­ταν αὐ­τό. Ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τόν Κύ­ριο δύ­να­μη καί ἐ­νί­σχυ­ση μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τόν ἀ­ξι­ώ­σει καί τῆς Βα­σι­λεί­ας του. Εἶ­χε τήν εὐ­λο­γί­α ὁ Μάρ­τυ­ρας στή φυ­λα­κή νά ἔ­χει συγ­κρα­τού­με­νο τόν γνω­στό ἐ­κεῖ Και­σά­ριο Δα­πόν­τε, ἕ­ναν εὐ­λα­βῆ κλη­ρι­κό, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν ἐ­νί­σχυ­ε, ἀλ­λά καί μα­ζί δέ­χον­ταν μέ ὑ­πο­μο­νή τά βασανιστήρια.

Τέ­λος στίς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1748 ἔ­βγα­λαν οἱ δή­μιοι τόν Χρῆ­στο ἀ­πό τή φυ­λα­κή καί τόν ὁ­δή­γη­σαν στόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἐ­κεῖ πά­λι ὁ Μάρ­τυρας ὁ­μο­λό­γη­σε τήν πί­στη του στόν Χρι­στό καί δέ­χθη­κε τό ξί­φος στόν τρά­χη­λό του. Ἡ ψυ­χή του πέ­τα­ξε ἀ­μέ­σως στόν οὐ­ρα­νό, γιά νά πά­ρει τή θέ­ση του μα­ζί μέ τούς ἄλ­λους Μάρ­τυ­ρες δί­πλα στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ.

Εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο τό ἐ­πί­γραμ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, ὁ ὑ­μνη­τής τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων, συ­νέ­τα­ξε γιά τόν νε­ο­μάρ­τυ­ρα Χρῆ­στο:

Τμη­θείς ὁ Χρῆ­στος δί ἀ­γά­πην Κυ­ρί­ου κη­που­ρός ὤ­φθη τῆς Ἐ­δέμ τοῦ χω­ρί­ου.

Κη­που­ρός, ἀλ­λά καί καρ­πός ὥ­ρι­μος ἀ­να­δεί­χθη­κε στήν νο­η­τή Ἐ­δέμ, τόν Πα­ρά­δει­σο τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως καί ὅ­λοι οἱ ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες πι­στοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι καλ­λι­ερ­γή­θη­καν στό ἔ­δα­φος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς καρ­ποί τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί ὁ­μο­λό­γη­σαν μέ τήν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή τους τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Ἀ­κό­μη καί ὅ­σοι βα­σα­νί­σθη­καν μέ δι­ά­φο­ρα μαρ­τύ­ρια σέ δύ­σκο­λες πε­ρι­στά­σεις, ὅ­πως καί οἱ συμ­πα­τρι­ῶ­τες τοῦ Χρή­στου Βο­ρει­ο­η­πει­ρῶ­τες ἀ­δελ­φοί μας.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

Ἄλλοι νομίζουν, ὅτι ὁ ἑορταζόμενος τὴν 12η Φεβρουαρίου Ἀντώνιος ἀρχιεπ. Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ Ἀντώνιος Β´, ποὺ πατριάρχευσε τὸ 893 μὲ 895 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 893-901, διαδεχθεῖς τὸν πατριάρχη Στέφανο). Ὁ Ἀντώνιος αὐτὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, πρὸ τῆς πατριαρχείας του ὑπηρέτησε σὰ μοναχός, κατόπιν σὰν Ἱερομόναχος καὶ ἡγούμενος σὲ μία ἀπὸ τὶς μονὲς τῆς πρωτεύουσας. Ἦταν ἄνδρας ὅσιος, μὲ ἀρετὲς γεμάτος, ναὸς εὐσπλαχνίας καὶ καλωσύνης. Ἄλλοι, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Νικόδημος Ἁγιορείτης, νομίζουν ὅτι ὁ ἑορταζόμενος Πατριάρχης Ἀντώνιος, εἶναι ὁ Γ´ (974-980). Αὐτὸς ἄρχισε τὸν πνευματικό του ἀγῶνα ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου. Ὁ Λέων ὁ διάκονος γράφει γιὰ τὸν Ἀντώνιο αὐτό, ὅτι εἶχε ἀποστολικὸ τρόπο ζωῆς καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν ἐμπιστεύονταν βασιλεῖς, πλούσιοι καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσημοι, δίνοντάς του πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ὁ Ἀντώνιος μὲ τὴν σειρά του τὰ ἔδινε ὅλα στοὺς φτωχούς. Ὁ δὲ σύγχρονός του Ἱεράρχης, ἐπίσκοπος Χωνῶν, λέει ὅτι ὁ Ἀντώνιος ἦταν καθαρὸς στὴν καρδιά, ἐντελῶς ἀφιλοχρήματος, πολὺ ταπεινόφρων, τελείως ἄκακος, φίλος της ἁπλότητας, ὀπαδὸς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς εἰρήνης, τέλειος ἀσκητής, χωρὶς καμμιὰ ὀργή, μὲ πολλὴ συμπάθεια. Χαρά του ἦταν νὰ εὐεργετεῖ, πέλαγος εὐσπλαχνίας, τέλειος τύπος ἐπισκόπου με ἀποστολικὴ χάρη. Ἀλλ᾿ εἴτε γιὰ τὸν ἕνα Ἀντώνιο πρόκειται εἴτε γιὰ τὸν ἄλλο, καὶ οἱ δυὸ εἶναι ἄξιοι σεβασμοῦ καὶ τιμῆς.

                         Οἱ Ἅγιοι Πλωτῖνος καὶ Σατορνῖνος                         

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρας καὶ Γιός

Μᾶλλον οἱ ἴδιοι μ᾿ αὐτοὺς τῆς 13ης Φεβρουαρίου.

Ἐγκαίνια ναοῦ τῆς Θεοτόκου «εἰς Πούσγην»

Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590 καὶ ὅτι τὰ ἐγκαίνια αὐτὰ ἔγιναν τὸ 1002. Λόγος γι᾿ αὐτὰ τὰ ἐγκαίνια γίνεται καὶ στὸν 787 Κώδικα τῆς Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης.

Ὁ Ἅγιος Χρῆστος ὁ Κηπουρός

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλβανία. Σὲ ἡλικία 40 χρονῶν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κηπουροῦ. Κάποια μέρα φιλονίκησε μὲ ἕναν Τοῦρκο γιὰ τὴν τιμὴ τῶν μήλων ποὺ πουλοῦσε. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν Κριτή, συκοφαντούμενος πὼς εἶπε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, χωρὶς ψωμὶ καὶ νερό, καὶ τὸν βασάνισαν σκληρά. Στὴν ἴδια φυλακὴ βρισκόταν καὶ ὁ λόγιος Καισάριος Δαπόντε, ποὺ παρακολούθησε τὰ βασανιστήρια τοῦ Ἁγίου καὶ ἀργότερα ἔγραψε τὸ μαρτύριό του. Ὁ Χρῆστος παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη τῶν πατέρων του καὶ ἀποκεφαλίστηκε στὶς 12 Φεβρουαρίου 1748 στὴν Κωνσταντινούπολη

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ θαυματουργός

Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας (Ρῶσος, + 1378).