ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (13/2)

Σήμερα 13/2 εορτάζουν:

  • Όσιος Μαρτινιανός
  • Άγιοι Ακύλας και Πρίσκιλλα οι Απόστολοι
  • Άγιος Ευλόγιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας
  • Άγιοι Πατήρ και Υιός
  • Όσιος Συμεών Κτήτορας της Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους
  • Άγιος Γεώργιος Αρχιεπίσκοπος Λευκορωσίας
  • Οσία Σεραφείμα εκ Ρωσίας
  • Ανάμνηση των Εγκαινίων του Ναού της Θεοτόκου και της Αγίας Θέκλας εν τω όρει Ποσαλέως
  • Όσιος Μαϋουμάς
  • Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Edward βασιλέα της Αγγλίας

Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός

13.-Agios-Martynianos

Ὁ Μαρτινιανὸς ἔζησε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ Ε´ μ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀπὸ μικρὸς ἔτρεφε στὴν ψυχή του, ἀκοίμητη τὴν φλόγα τῆς εὐσέβειας. Θέλοντας δὲ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρημικὴ ζωή, ἔστησε τὴν σκήτη του στὰ ὅρια τοῦ ὄρους Κιβωτοῦ, ὅπου ἁπλωνόταν κατάλληλη ἔρημος γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου. Ἐκεῖ περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ προσευχή, μελέτη, ἐργασία καὶ ἄσκηση. Ἡ φήμη τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς του, δὲν ἄργησε νὰ φθάσει σ᾿ ὅλη τὴν γύρω περιοχὴ καὶ νὰ φέρει στὸ κελλί του πλήθη μετανοούντων καὶ δυστυχισμένων, ποὺ ζητοῦσαν τὶς συμβουλὲς καὶ τὴν παρηγοριά του. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔρχονταν καὶ γυναῖκες καὶ κόρες, ζητῶντας στήριγμα κατὰ τῶν καταιγίδων καὶ ἀσπίδα κατὰ τῶν πειρασμῶν τῆς ζωῆς. Ὁ Μαρτινιανός, κάνοντας τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ, πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Τελικὰ κατέληξε σ᾿ ἕνα ἡσυχαστήριο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Συχνὰ δὲ ἔλεγε τὰ λόγια τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου: ὅτι ὁ Διάβολος περιέρχεται σὰ θηρίο καὶ ζητᾷ ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ προφυλαγώμαστε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις του, ἕτοιμοι πάντοτε γιὰ νὰ τὸν ἀποκρούσομε. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα στὸ ἐρημητήριό του.

Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ Ἀπόστολοι

Akilas-kai-Priskilla

Δυ­ό ἱ­ε­ρές μορ­φές τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων! Κα­τέ­χουν καί οἱ δυ­ό ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση στό βι­βλί­ο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων ὡς σπου­δαῖ­οι συ­νερ­γά­τες τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Ἀ­πο­τε­λοῦν πρό­τυ­πο Χρι­στια­νῶν συ­ζύ­γων καί ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων.

1. Συ­νάν­τη­ση καί συ­νερ­γα­σί­α.

Ἰ­ου­δαῖ­οι ἦ­ταν ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα καί κα­τά­γον­ταν μᾶλ­λον ἀ­πό τόν Πόν­το. Γρή­γο­ρα ὅ­μως ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στήν πο­λυ­άν­θρω­πη τό­τε Ρώ­μη. Ἀλ­λά κι ἐ­κεῖ δέν φαί­νε­ται νά ἔμει­ναν γιά πο­λύ. Δι­ό­τι ὅ­ταν ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Κλαύ­διος (49 μ.Χ.) μέ δι­ά­ταγ­μά του ἐκ­δί­ω­ξε ὅ­λους τους Ἑ­βραί­ους ἀ­πό τή Ρώ­μη, ἀ­ναγ­κά­σθη­καν καί οἱ δυ­ό αὐ­τοί εὐ­λα­βεῖς Ἰ­ου­δαῖ­οι νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τή ρω­μα­ϊ­κή πρω­τεύ­ου­σα καί νά ἐγ­κα­τα­στα­θοῦν στήν Κό­ριν­θο. Ἐ­δῶ συ­νέ­χι­σαν τό βι­ο­πο­ρι­στι­κό τους ἔρ­γο, πού ἦ­ταν ἡ κα­τα­σκευ­ή σκη­νῶν.

Δυ­ό χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα φθά­νει στήν Κό­ριν­θο ὁ ἀ­πό­στο­λος τῶν Ἐ­θνῶν, ὁ Παῦ­λος. Ἄ­φη­σε τήν «κα­τεί­δω­λη» πό­λη τῶν Ἀ­θη­νῶν μέ τή λύ­πη ὅ­τι τό κή­ρυγ­μά του δέν βρῆ­κε τήν ἀνάλο­γη ἀ­πή­χη­ση. Ἀλ­λά κι ἐ­δῶ, στήν Κό­ριν­θο, τί συ­ναν­τᾶ; Μέ­σα στήν κα­κο­φη­μι­σμέ­νη πό­λη, πού τό λι­μά­νι τῆς συγ­κεν­τρώ­νει δι­α­φό­ρων τύ­πων ἀν­θρώ­πους, βρί­σκε­ται ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος ἄ­γνω­στος ἐν μέ­σῳ ἀ­γνώστων. Ἀλλά ὁ Θε­ός ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει τό ἔ­δα­φος!

Καί νά τό πρῶ­το δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ, οἱ δυ­ό ἐ­κλε­κτοί σύ­ζυ­γοι. Πό­ση ἀ­να­κού­φι­ση θά αἰ­σθάν­θη­κε ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­ταν ­γνώ­ρι­σε τό ἰ­ου­δα­ϊ­κό ζεῦ­γος τῶν ὁ­μό­τε­χνών του σκηνοποι­ῶν, τόν Ἀ­κύ­λα καί τήν Πρί­σκιλ­λα! Δέν ἄρ­γη­σε καί ὁ Παῦ­λος νά δι­α­κρί­νει τή βα­θειά εὐ­λά­βεια, τήν κα­λό­καρ­δη δι­ά­θε­ση τῶν δυ­ό συ­ζύ­γων, ἀλ­λά καί τό ἐ­κλε­κτό ζεῦ­γος νά δι­α­πί­στω­σει καί αἰ­σθαν­θεῖ τό ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα τοῦ με­γά­λου τους ἐ­πι­σκέ­πτη. Ἄ­νοι­ξαν τό­τε οἱ ἀ­γα­θοί ἄν­θρω­ποι τό σπί­τι τους, γιά νά δώ­σουν στόν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο τοῦ Θε­οῦ στέ­γη καί στορ­γή, ἐρ­γα­σί­α καί τρο­φή. Χα­ρά γιά τόν Παῦ­λο, πού ἦλ­θε ξέ­νος καί μό­νος στήν Κό­ριν­θο. Χα­ρά καί γιά τό ἄ­τε­κνο ζεῦ­γος, πού ἀ­πέ­κτη­σε τόν Παῦ­λο ὡς ἀ­γα­πη­μέ­νο μέ­λος τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας του. Καί νά γνώ­ρι­ζαν κα­λά ποι­όν φι­λο­ξε­νοῦ­σαν!

Δέν τό ἤ­ξε­ραν ἀ­πό τήν ἀρ­χή. Τό ἀν­τι­λή­φθη­καν ὅ­μως σι­γά – σι­γά στή Συ­να­γω­γή, ἀλ­λά καί στό ἐρ­γα­στή­ριο. Στή Συ­να­γω­γή, ὅ­που ὁ Παῦ­λος κά­θε Σάβ­βα­το κή­ρυτ­τε σέ Ἰ­ου­δαί­ους καί προ­ση­λύ­τους ἐ­θνι­κούς μέ τή βα­θειά γνώ­ση καί τή με­γά­λη πεί­ρα τοῦ ἐμ­βρι­θοῦς νο­μο­δι­δα­σκά­λου. Ἀ­νέ­πτυσ­­σε τίς ἀ­λή­θει­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί μά­λι­στα τίς προ­φη­τεῖ­ες, πού εἶ­χαν σχέ­ση μέ τόν Μεσ­σί­α καί Λυ­τρω­τή. Καί μέ­σα στό ἐρ­γα­στή­ριο τῆς σκη­νο­πο­ϊ­ί­ας τοῦ δι­νό­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α νά ἑρ­μη­νεύ­ει βα­θύ­τε­ρα τίς ἀ­λή­θει­ες αὐ­τές καί νά τίς ἐ­ξη­γεῖ ἀναλυτικό­τε­ρα στό ζεῦ­γος τῶν ὁ­μο­τέ­χνων του. Δέν εἶ­χαν ἄλ­λω­στε μέ­χρι τό­τε κα­τη­χη­θεῖ τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα. Τί δέν ἄκου­σαν μέ­σα στό ἐρ­γα­στή­ριο αὐ­τό ἀ­πό τόν με­γά­λο Ἀ­πό­στο­λο! Κι ἐ­νῶ τά χέ­ρια καί τῶν τρι­ῶν δού­λευ­αν ἀ­κα­τά­παυ­στα στόν ἀρ­γα­λει­ό, ἄ­νοι­γαν τά αὐ­τιά τοῦ ζεύ­γους καί ἡ καρ­διά, γιά νά δε­χθοῦν θεί­α μηνύματα καί οὐ­ρά­νι­ες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις. Ἔ­τσι ἔ­γι­νε τό ἐρ­γα­στή­ριο ἐ­κεῖ­νο συγ­χρό­νως καί ἐρ­γα­στή­ριο ψυ­χῶν, ὅ­που καλ­λι­ερ­γή­θη­καν οἱ δυ­ό, γιά νά ἐ­ξε­λι­χθοῦν καί γί­νουν οἱ πολύτιμοι συ­νερ­γά­τες τοῦ Ἀ­πο­στό­λου στό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό ἔρ­γο. Ἐ­κεῖ­νο τό ἀ­πέ­ριτ­το ἐρ­γα­στή­ριο τοῦ Ἀ­κύ­λα καί τῆς Πρί­σκιλ­λας ἐ­πι­σκί­α­σε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον, γιά νά γρά­ψει ἐ­κεῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τίς δυ­ό του πρῶ­τες θε­ό­πνευ­στες ἐ­πι­στο­λές! Τίς δυ­ό πρός Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς.

Ἀλ­λά τό εὐ­λο­γη­μέ­νο ζεῦ­γος δο­κί­μα­σε καί ἄλ­λη χα­ρά στό φι­λό­ξε­νο σπί­τι του. Τούς ἐ­πι­σκέ­φθη­καν ἀ­πό τή Μα­κε­δο­νί­α οἱ δυ­ό μα­θη­τές καί συ­νο­δοί τοῦ Παύ­λου, ὁ Τι­μό­θε­ος καί ὁ Σί­λας. Πό­σο με­γά­λη ἱ­κα­νο­ποί­η­ση αἰ­σθάν­θη­καν! Ὅ­σο μι­κρό κι ἄν ἦ­ταν τό σπί­τι τους, ἡ με­γά­λη τους καρ­διά τό ἔ­κα­νε εὐ­ρύ­χω­ρο, γιά νά ἐ­παρ­κέ­σει, καί μά­λι­στα μέ ἄ­νε­ση, γιά ὅλους. Κι ὅ­ταν εἶ­δαν τούς τρεῖς τό­σο πο­λύ ψυ­χι­κά συν­δε­δε­μέ­νους κι ὅ­ταν τούς ἄ­κου­γαν νά συ­νο­μι­λοῦν μέ τό­ση ἐγ­καρ­δι­ό­τη­τα καί κα­τα­νό­η­ση γιά τά νέ­α τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Μακε­δο­νί­ας, τούς θαύ­μα­ζαν. Τό φω­τει­νό πα­ρά­δειγ­μα, ἡ ἑ­νό­τη­τα καί ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση τῶν ἐ­κλε­κτῶν Ἀ­πο­στό­λων τοῦ Χρι­στοῦ, τούς ἔ­δω­σε πεί­ρα τῆς ἀ­γά­πης, πού ἔ­χουν οἱ Χριστιανοί με­τα­ξύ τους. Ὁ Θε­ός συ­νε­χῶς καλ­λι­ερ­γοῦ­σε τήν ψυ­χή τοῦ ζεύ­γους.

Καί δέν ἄρ­γη­σε νά ἔλ­θει ἡ με­γά­λη ἡ­μέ­ρα τῆς νέ­ας τους γεν­νή­σε­ως, πού πε­ρί­με­ναν ἀ­πό και­ρό. Ἡ ­μέ­ρα, πού ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα, κα­τη­χη­μέ­νοι πλή­ρως στή χρι­στι­α­νι­κή ἀλή­θεια, ὁ­μο­λό­γη­σαν ἐ­πί­ση­μα πί­στη καί ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, δέ­χθη­καν ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Δι­δα­σκά­λού τους Ἀ­πο­στό­λου τό χρι­στι­α­νι­κό βά­πτι­σμα κι ἔ­γι­ναν Χρι­στια­νοί! Κι ὄ­χι μό­νον αὐ­τοί. Ἀλ­λά καί ἄλ­λο πλῆ­θος Κο­ριν­θί­ων μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τόν ἀρ­χι­συ­νά­γω­γο Κρί­σπο. Τί κι ἄν ἕ­νας ἄλ­λος συρ­φε­τός Ἰ­ου­δαί­ων ἀν­τι­δροῦ­σε μέ μα­νί­α ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἀποστο­λι­κοῦ ἔρ­γου; Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου μέ τή χά­ρη τοῦ Ἀ­να­στάν­τος θρι­αμ­βευ­τοῦ Ἰ­η­σοῦ εἶ­χε πλέ­ον ἱ­δρυ­θεῖ. Ἡ δι­α­βε­βαί­ω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου πρός τόν Παῦ­λο: «μή φο­βοῦ, ἀλλά λά­λει καί μή σι­ω­πή­σης…, δι­ό­τι λα­ός ἐ­στί μοι πο­λύς ἐν τῇ πό­λει ταύ­τῃ» (Πράξ. ι­η΄ 9 – 10), ἔ­γι­νε θαυ­μα­στή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος μέ ὑ­πο­μο­νή πολ­λή σ’ ὅ­λο τό μα­κρό δι­ά­στη­μα τῶν δε­κα­ο­κτώ μη­νῶν, πού ἔ­μει­νε στήν Κό­ριν­θο, ἑ­δραί­ω­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐρ­γά­σθη­κε, κα­τάρ­τι­σε καί ἐγκαθίδρυ­σε σ’ αὐ­τήν ποι­μέ­νες καί δι­δα­σκά­λους, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί ἀ­νέ­λα­βαν τή δι­α­ποί­μαν­σή της. Κι ὅ­λο αὐ­τό τό με­γά­λο ἔρ­γο τό ἐπιτέλεσε μέ πρώ­τη ἀν­θρώ­πι­νη βο­ή­θεια καί πρῶ­το στή­ριγ­μα τό θερ­μό καί συ­νε­τό ζεῦ­γος τῶν σκη­νο­ποι­ῶν, πού ἔ­θε­σαν στή δι­ά­θε­σή του χρό­νο καί δυ­νά­μεις καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἑ­αυ­τό τους.

Ὅ­μως ὁ Παῦ­λος ἔ­πρε­πε πλέ­ον νά ἀ­να­χω­ρή­σει ἀ­πό τήν Κό­ριν­θο. Τό ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό του κα­θῆ­κον τόν κα­λοῦ­σε στήν Ἔ­φε­σο. Ἀλ­λά ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα; Θά πα­ρα­μεί­νουν αὐ­τοί στήν Κό­ριν­θο; Ὄ­χι! Θά συ­νο­δεύ­σουν τόν εὐ­ερ­γέ­τη τους Ἀ­πό­στο­λο στή νέ­α του ἀ­πο­στο­λή, γιά νά τοῦ φα­νοῦν κι ἐ­κεῖ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι καί πο­λύ­τι­μοι, ὅ­σο καί στήν Κό­ριν­θο. Καί τοῦ φά­νη­καν.

2. Τόν ἑ­αυ­τῶν τρά­χη­λον….

Δέν χρει­ά­σθη­κε πο­λύς χρό­νος γιά νά δι­α­πι­στώ­σουν ὁ Παῦ­λος καί οἱ συ­νερ­γοί του τήν κα­τά­στα­ση στήν Ἔ­φε­σο. Ἐ­δῶ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἡ λα­τρεί­α τῆς θε­ᾶς Ἀρ­τέ­μι­δος. Ὁ παμμέγιστος να­ός μέ τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες ἱ­ε­ρεῖς του δέ­χον­ται τά πλή­θη τοῦ λα­οῦ, πού κα­θη­με­ρι­νά συρ­ρέ­ουν γιά τή λα­τρεί­α τῆς θε­ᾶς. Μεσ­σί­ας καί Λυ­τρω­τής, Χρι­στός Ἰ­η­σοῦς Σω­τήρ δέν ἀ­κού­σθη­κε πο­τέ ἐ­δῶ. Οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦν μέ­σα στό σκο­τά­δι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς ἄ­γνοι­ας. Πῶς λοι­πόν θά γί­νει κι ἐ­δῶ ἡ ἀρ­χή τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος;

Με­γά­λη ὑ­πη­ρε­σί­α θά προ­σφέ­ρει τό ζεῦ­γος τῶν σκη­νο­ποι­ῶν. Δι­ό­τι ἐ­νῶ ὁ Παῦ­λος με­τά τήν πρώ­τη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α στή Συ­να­γω­γή ἀ­να­χω­ρεῖ γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα στά Ἰ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἀφήνει τόν Ἀ­κύ­λα καί τήν Πρί­σκιλ­λα νά προ­ε­τοι­μά­σουν τό ἔ­δα­φος. Νά γνω­ρί­σουν πρό­σω­πα καί κα­τα­στά­σεις, νά ἑ­τοι­μά­σουν ψυ­χές. Κι ἔ­κα­νε πολ­λά τό χρι­στο­κί­νη­το ζεῦ­γος, γιά νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἱ­ε­ρή ἀ­πο­στο­λή του.

Μί­α σπου­δαί­α ἐ­πι­τυ­χί­α του μᾶς ἀ­να­φέ­ρουν οἱ Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Πα­ρου­σι­ά­σθη­κε κά­ποι­α μέ­ρα στή Συ­να­γω­γή ὁ ἐ­πι­φα­νής λό­γιος Ἰ­ου­δαῖ­ος Ἀ­πολ­λώς, βα­θύς γνώ­στης τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Καί κή­ρυ­ξε μέ δύ­να­μη, χω­ρίς ὅ­μως νά γνω­ρί­ζει τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο παρά τό κή­ρυγ­μα καί τό βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου. Κι ὅ­ταν τόν εἶ­δαν ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα θερ­μό καί πι­στό, μέ πολ­λές ἐλ­πί­δες γιά τό μέλ­λον, δέν δί­στα­σαν. «Προ­σε­λά­βον­το αὐ­τόν καί ἀ­κρι­βέ­στε­ρον αὐ­τῷ ἐ­ξέ­θεν­το τήν ὁ­δόν τοῦ Θε­οῦ». Τόν πλη­σί­α­σαν καί μέ ὅ­λη τους τήν ἀ­γά­πη τοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψαν τήν χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια. Γιά τόν Χρι­στό, τή δι­δα­σκα­λί­α του, τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α, τήν Ἀ­νά­στα­ση, τό χρι­στι­α­νι­κό βά­πτι­σμα. Ὅ­λα ὅ­σα καί οἱ ἴ­διοι ἀ­πό τόν Παῦ­λο εἶ­χαν ἀ­κού­σει καί δι­δά­χθη­καν. Κι ἄ­νοι­ξαν τό­τε τά μά­τια τοῦ Ἀ­πολ­λώ καί εἶ­δε φῶς, φῶς Χρι­στοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο γέ­μι­σε τήν ψυ­χή του. Γιά νά γί­νει σέ λί­γο ὁ κα­τη­χη­μέ­νος τους Ἀ­πολ­λώς ὁ δυ­να­τός δι­δά­σκα­λος τῶν ἀ­λη­θει­ῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γο ἔ­φθα­σε στήν Κό­ριν­θο, «συ­νε­βά­λε­το πο­λύ τοῖς πε­πι­στευ­κό­σι διά τῆς χά­ρι­τος». Ὠ­φέ­λη­σε ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­κεί­νους, πού μέ τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ εἶ­χαν πι­στεύ­σει στόν Χρι­στό (Πράξ. ι­η΄ 24 – 28).

Μέ τήν ἐ­νέρ­γειά του αὐ­τή τό ζεῦ­γος τῶν σκη­νο­ποι­ῶν πρό­σφε­ρε στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ὑ­πη­ρε­σί­α. Δια­φώ­τι­σαν καί ἑ­τοί­μα­σαν ἕ­να θερ­μουρ­γό ἐρ­γά­τη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ποῦ νά γνω­ρί­ζου­με καί σή­με­ρα πῶς μπο­ρεῖ νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ ἕ­νας κα­λο­προ­αί­ρε­τος νέ­ος, τόν ὁ­ποῖ­ο βο­η­θοῦ­με στή χρι­στι­α­νι­κή τοῦ ζω­ή! Μή­πως βρε­θοῦ­με ἀρ­γό­τε­ρα στή θέ­ση νά θαυμάσουμε ἕ­να πνευ­μα­το­κί­νη­το ἐρ­γά­τη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας!

Ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα ἔ­κα­ναν καί ὅ,τι ἄλ­λο ἦ­ταν δυ­να­τόν γιά τήν ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ ἔρ­γου τοῦ Παύ­λου. Κι ὅ­ταν ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί ἄρ­χι­σε τό κήρυγ­μά του συ­στη­μα­τι­κά στήν Ἔ­φε­σο, ἑ­τοι­μα­σμέ­νο καί κα­λο­δι­ά­θε­το τό πλῆ­θος συ­νέρ­ρε­ε κα­θη­με­ρι­νά ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο νά τόν ἀ­κού­ει. Στα­δια­κά ὁ να­ός τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος ἄδεια­ζε καί τό ἀ­κρο­α­τή­ριο τοῦ Παύ­λου πλη­θυ­νό­ταν. Ἔ­τσι, ὥ­στε νά γρά­φει πρός τούς Κο­ριν­θί­ους: «θύ­ρα μοι ἀ­νέ­ω­γε με­γά­λη καί ἐ­νερ­γής». Μοῦ ἀ­νοί­χθη­κε θύ­ρα με­γά­λη μέ ἀποτε­λε­σμα­τι­κή καί καρ­πο­φό­ρο δρά­ση. Βε­βαί­ως καί «ἀν­τι­κεί­με­νοι πολ­λοί» (Α΄ Κορ. ιστ΄ 9). Δι­ό­τι στήν Ἔ­φε­σο ἐ­πί δύο ἔ­τη ὁ Παῦ­λος θη­ρι­ο­μά­χη­σε μέ τούς ἀν­τί­θε­τους καί μάλιστα μ’ ἐ­κεί­νους, πού εἶ­χαν συμ­φέ­ρον­τα ἀ­πό τή λα­τρεί­α τῆς Ἀρ­τέ­μι­δος. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅ­μως ἦ­ταν θαυ­μα­στό: «Πά­ν­τας τους κα­τοι­κοῦν­τας τήν Ἀ­σί­αν ἀ­κοῦ­σαι τόν λό­γον Κυρί­ου Ἰ­η­σοῦ, Ἰ­ου­δαί­ους τε καί Ἕλ­λη­νας» (Πράξ. ιθ΄ 10).

Σ’ ὅ­λο αὐ­τό τό με­γά­λο καί σω­τή­ριο ἔρ­γο τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου ποιός δέν μπο­ρεῖ νά φαν­τα­σθεῖ τόν σπου­δαῖ­ο ρό­λο, πού ἔ­παι­ξαν ὁ Ἀ­κύ­λας καί ἡ Πρί­σκιλ­λα; Τό­σο, ὥ­στε ὁ Παῦλος νά μή τό λη­σμο­νεῖ πο­τέ καί μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη νά γρά­φει ἀρ­γό­τε­ρα πρός τούς Ρω­μαί­ους: «Ἀ­σπά­σα­σθε Πρί­σκιλ­λα καί Ἀ­κύ­λα τούς συ­νερ­γούς μου ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, οἵτινες ὑ­πέρ τῆς ψυ­χῆς μου τόν ἑ­αυ­τῶν τρά­χη­λον ὑ­πέ­θη­καν, οἷς οὐκ ἐ­γώ μό­νος εὐ­χα­ρι­στῶ, ἀλ­λά καί πᾶ­σαι οἱ ἐκ­κλη­σί­αι τῶν ἐ­θνῶν» (Ρωμ. ι­στ΄ 34). Θαυ­μα­στό ἐγ­κώ­μιο, τό ὁποῖ­ο μι­λᾶ γιά τούς κό­πους καί τούς μό­χθους, τούς ἀ­γῶ­νες καί τίς θυ­σί­ες τοῦ ζεύ­γους, τό ὁ­ποῖ­ο μέ τήν πί­στη του καί τό ζῆ­λο του πρό­σφε­ρε ὑ­πη­ρε­σί­ες, γιά τίς ὁποῖες τό εὐγνωμο­νοῦν ὅλες οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἴ­σως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ Πρί­σκιλ­λα μέ τή θαυ­μα­στή δρα­στη­ρι­ό­τη­τά της, πού ἀ­σφα­λῶς φά­νη­κε στόν θεῖ­ο Ἀ­πό­στο­λο συ­νερ­γός πο­λύ­τι­μος, δι­ό­τι πρό­σφε­ρε τίς ὑ­πη­ρε­σί­ες της στήν ἰ­δι­αί­τε­ρη κα­τή­χη­ση καί τή βά­πτι­ση τῶν γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ τό κή­ρυγ­μα τοῦ Παύ­λου πί­στευ­αν καί γί­νον­ταν Χρι­στια­νοί. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Ἀπόστο­λος στούς χαι­ρε­τι­σμούς του τήν ἀναφέρει πρώ­τη.

Τό ὅ­τι ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος ἀ­να­φέ­ρει τά ὀ­νό­μα­τα τῶν δυ­ό συ­νερ­γῶν του στήν πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή, δεί­χνει ὅ­τι τό ζεῦ­γος τῶν συ­ζύ­γων δέν ἔ­μει­νε πο­λύ ἀ­κό­μη στήν Ἔ­φε­σο. Ὅ­ταν κι ἐ­κεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­δραι­ώ­θη­κε, ἀ­να­χώ­ρη­σαν καί ἦλ­θαν στή Ρώ­μη. Ἦλ­θαν πλέ­ον Χρι­στια­νοί καί μέ ζῆ­λο ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό πρό­σφε­ραν κι ἐ­δῶ τίς ὑ­πη­ρε­σί­ες τους. Τό σπί­τι τούς ἔ­γι­νε «κα­τ’ οἶ­κον ἐκ­κλη­σί­α», ὅ­που συ­νη­θροί­ζον­ταν οἱ Χρι­στια­νοί για τίς λα­τρευ­τι­κές τους συ­νά­ξεις (Ρωμ. ιστ΄ 4).

Φαί­νε­ται ὅ­τι καί ἀ­πό τή Ρώ­μη γύ­ρω στό 67 μ.Χ. ἐ­πέ­στρε­ψαν καί πά­λι στήν Ἔ­φε­σο. Πι­θα­νόν ὡς βο­η­θοί καί συ­νερ­γοί τοῦ Τι­μο­θέ­ου, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Παῦ­λος ἐγ­κα­τέ­στη­σε ἐ­κεῖ Ἐπίσκο­πο. Νέ­ος τό­τε ὁ Τι­μό­θε­ος καί μέ ἐ­πι­σφα­λή ὑ­γεί­α μέ­σα στήν πο­λυ­άν­θρω­πη πό­λη εἶ­χε ἀ­νάγ­κη συμ­πα­ρα­στά­σε­ως συ­νε­τῶν ἀν­θρώ­πων, γιά νά τόν βο­η­θή­σουν στό πολύπτυ­χο καί πο­λύ­μο­χθο ἔρ­γο του. Ὁ Παῦ­λος ἀ­πό τή φυ­λα­κή τῆς Ρώ­μης στέλ­νει τή δευ­τέ­ρα του ἐ­πι­στο­λή στόν Τι­μό­θε­ο καί χαι­ρε­τί­ζει σ’ αὐ­τήν «Πρί­σκαν (Πρί­σκιλ­λα) καί Ἀκύλαν» (Β΄ Τιμ. δ΄ 19).

Γιά ὅ­λες αὐ­τές τίς με­γά­λες καί πο­λύ­τι­μες ὑ­πη­ρε­σί­ες τους ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­νό­μα­σε τόν Ἀ­κύ­λα καί τήν Πρί­σκιλ­λα Ἀ­πο­στό­λους. Ἀλ­λά καί Μάρ­τυ­ρες. Δι­ό­τι στό τέ­λος τῆς ζω­ῆς τούς ἀξιώ­θη­καν ἀ­πό τόν Θε­ό νά μαρ­τυ­ρή­σουν ὁ ἕ­νας με­τά τόν ἄλ­λο (πρώ­τη ἡ Πρί­σκιλ­λα) ὑ­πέρ τῆς ἀ­λη­θεί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καί νά λά­βουν μα­ζί μέ τόν ἀ­πο­στο­λι­κό καί μαρ­τυ­ρι­κό στέφα­νο. Καί ὡς Ἀ­πό­στο­λοι καί μάρ­τυ­ρες νά λάμ­πουν στόν οὐ­ρα­νό ὡς ἀ­στέ­ρες πρώ­του με­γέ­θους. Καί στή γῆ νά πα­ρα­μέ­νουν ὑ­πό­δειγ­μα ζεύ­γους συ­ζύ­γων, θερ­μουρ­γῶν συνερ­γῶν ἱ­ε­ρα­πο­στό­λων στό ἔρ­γο τῆς δι­α­δό­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος καί τῆς ἐ­πι­κρα­τή­σε­ως τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ στίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων. Πα­ρα­δείγ­μα­τα ἄ­ξια γιά μί­μη­ση καί σή­με­ρα.

Ἀ­πο­λυ­τί­κια. Ἦ­χος δ.

Τοῦ Παύ­λου συ­νέκ­δη­μος καί συ­νερ­γός γε­γο­νώς, Ἀ­κύ­λα Ἀ­πό­στο­λε, τῆς εὐ­σέ­βειας τό φῶς,

τοῖς πᾶ­σι κα­τή­στρα­ψας ὅ­θεν καί ἐ­να­θλή­σας, σύν Πρι­σκίλ­λῃ τῇ θείᾳ, στέ­φος ἀ­θα­να­σί­ας,

σύν αὐ­τῇ ἐ­κο­μί­σω, πρε­σβεύ­ον­τες ἀ­παύ­στως ὑ­πέρ τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ὅσιος Ἀβραάμης

Αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (395-408) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε ἀσκητικά. Ἔμαθε, ὅτι σὲ κάποιο χωριό του Λιβάνου, οἱ κάτοικοί του ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες. Πῆγε λοιπόν, ἐκεῖ, νοίκιασε ἕνα δωμάτιο καὶ κάθισε τρεῖς μέρες, ἐνῷ τὴν τέταρτη τὸν κατάλαβαν ὅτι ἦταν χριστιανὸς
καὶ μὲ τὴν βία θέλησαν νὰ τὸν διώξουν μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τους. Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴν ἐποχή, πίεζαν τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ ἐκείνου οἱ φοροεισπράκτορες νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους τους. Τότε ὁ Ἀβραάμης τοὺς ἀπάλλαξε, πληρώνοντας αὐτὸς τοὺς φόρους. Οἱ κάτοικοι ἐκτίμησαν πολὺ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνουν ὅλοι χριστιανοί, νὰ κτίσουν Ναὸ στὸ χωριό τους καὶ εἶχαν σὰν ἱερέα τὸν Ὅσιο. Μετὰ ἀπὸ τριετῆ θεάρεστη δράση, ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητικό του κελλί, καὶ ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος στὴν πόλη τῶν Κάρων στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ τὴν καθάρισε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του, ἔφτασε μέχρι καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν βασιλέα Θεοδόσιο, ποὺ τὸν κάλεσε καὶ τὸν εἶδε αὐτοπροσώπως στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἀπεβίωσε, μὲ βασιλικὴ διαταγή, ἐτάφηκε μὲ μεγάλες τιμὲς στὴν πόλη τῶν Κάρων. Τὴν ζωή του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος.

Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαυρικίου (582-602) καὶ ἔκανε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πρὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, στὰ χρόνια 579-607. Ἔζησε ζωὴ ἁγία, ἔκανε καὶ πολλὰ θαύματα, ἕνα ἀπὸ τὰ ὅποια εἶναι καὶ αὐτό. Ὅταν ὁ Ἅγιος Λέων, ἐπίσκοπος Ῥώμης, ἔγραψε τὴν πολυθρύλητη ἐκείνη ἐπιστολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἔστειλε στὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα, τὴν διάβασε ὁ Ὅσιος αὐτὸς Εὐλόγιος καὶ ὄχι μόνο τὴν ἐπαίνεσε ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλους τὴν διακήρυξε. Ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ χαροποιήσει καὶ τοὺς δυὸ Ἁγίους ἄνδρες, ἔστειλε Ἄγγελο στὸν Εὐλόγιο, μὲ σχῆμα Ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντα, ποὺ τὸν εὐχαριστοῦσε διότι ἀποδέχτηκε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Λέοντα. Ὁ Εὐλόγιος συνομιλοῦσε μὲ τὸν Ἄγγελο, νομίζοντας ὅτι συνομιλοῦσε μὲ τὸν Ἀρχιδιάκονο τοῦ Πάπα Λέοντα. Ὅταν ὅμως ἔγινε ἄφαντος ὁ Ἄγγελος ἀπὸ μπροστά του, τότε κατάλαβε ὅτι ἦταν Ἄγγελος Κυρίου καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια Του.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν κτήτορας τῆς Μονῆς Χιλιανταρίου Ἁγίου Ὄρους

Ἦταν βασιλιὰς τῶν Σέρβων μὲ τὸ ὄνομα Στέφανος Α´ Νεμάνια καὶ πατέρας τοῦ ὁσίου Σάββα, πρώτου Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας (14 Ἰανουαρίου). Τὸ 1196 παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν γιό του ἔκτισε τὴν Μονὴ Χιλιανταρίου καὶ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρας καὶ Γιός

Μαρτύρησαν μὲ σταυρικὸ θάνατο.

Ὁ Ὅσιος Μαϊουμᾶς

Μνήμη ἐγκαινίων ἱεροῦ ναοῦ Θεοτόκου καὶ τῆς ἁγίας ἰσαποστόλου Θέκλης, ἐν τῷ ὄρει Ποσαλέως