ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (14/2)

Σήμερα 14/2 εορτάζουν:

  • Όσιος Αυξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
  • Όσιος Μάρων
  • Άγιος Νικόλαος ο Τραπεζούντιος
  • Όσιος Αβραάμης
  • Άγιος Φιλήμων ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Γάζας
  • Άγιος Γεώργιος ο Παϊζάνος ο Νεομάρτυρας εκ Μυτιλήνης
  • Άγιος Δαμιανός ο μοναχός
  • Άγιος Νικόλαος ο Νεομάρτυρας ο εξ Ιχθύος της Κορινθίας
  • Όσιος Αυξέντιος ο εν Καρτιλίω ασκήσας
  • Οσίος Ιλαρίων ο Ιβηρίτης
  • Όσιος Ισαάκιος ο Έγκλειστος ο εκ Ρωσίας
  • Άγιος Ουαλεντίνος ο Ιερομάρτυρας
  • Άγιοι Πρόκλος, Απολλώνιος και Εφήβιος
  • Άγιος Ουαλεντίνος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Τέρνι
  • Άγιος Αγάθωνας ο Ιερομάρτυρας
  • Άγιοι Βάσσιος, Αντώνιος και Πρωτόλικος
  • Άγιος Άνθιμος ο μάρτυρας ο εν Ρώμη
  • Άγιοι Τιτίος, Ιούστος, Χλόη και Κρίσπος

Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει

Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη (καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία), στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (440) καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Σχολαρίου. Τὸν διέκρινε μεγάλη σωματικὴ δύναμη, εὐπρέπεια ἤθους, ἐπιείκεια, καθὼς καὶ ἄλλες ἀρετές. Ὅμως, ἡ φιλήσυχη διάθεσή του καὶ ὁ πόθος του νὰ καταγίνεται συστηματικότερα μὲ τὶς θρησκευτικὲς καὶ θεολογικὲς μελέτες, τὸν ἔφερε στὶς μοναχικὲς τάξεις. Ἄφησε, λοιπὸν τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ἀντικρινὸ βουνὸ ἑνὸς μικροῦ νησιοῦ καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Ὁ Αὐξέντιος ἀπέκτησε τόση πολλὴ ἐκτίμηση ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν θεολογικῶν του γνώσεων καὶ τὴν μεγάλη του ἀρετή, ὥστε προσεκλήθη σὰν ἁπλὸς μοναχὸς τὸ 451 νὰ παραστεῖ στὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Βέβαια ὁ Αὐξέντιος δὲν ἔμεινε στὴ θεωρία μόνο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ ἦταν καὶ πιστὸς ἐφαρμοστὴς τῆς πίστεως. Διότι, «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχει, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». Ἡ πίστη, δηλαδή, ἂν δὲν ἔχει καρπὸ ἔργα ἀρετῆς, εἶναι ὅλως διόλου ἀπὸ τὴν ῥίζα της νεκρή. Οἱ καθημερινοί, λοιπόν, ἐπισκέπτες του, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν πλούσιοι, τοῦ ἔφερναν ἄφθονα δῶρα καὶ τροφές. Ἐκεῖνος, ὅμως, κρατοῦσε τὰ ἀναγκαῖα. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς, ποὺ ἦταν τακτικοὶ «πελάτες» του. Διότι ἤξεραν ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα του θὰ ἔπαιρναν τροφὴ ψυχῆς καὶ ἀπὸ τὰ χέρια του τροφὴ τοῦ σώματος. Μάλιστα, ὁ μεγάλος σεβασμὸς πρὸς τὸν ὅσιο ἔγινε αἰτία νὰ ἱδρυθεῖ γυναικεῖο μοναστήρι, στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ποὺ ἀσκήτευε. Ὁ θάνατός του, σὲ μεγάλη ἡλικία, ἦταν γαλήνιος θάνατος δικαίου.

Ὁ Ὅσιος Μάρων

Εἶχε στήσει τὸ ἀσκητήριό του στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ τῆς ἐπαρχίας Ἀντιοχείας. Ἀλλ᾿ ἡ θερμὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, τὸν ἔκανε νὰ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὸ ἀσκητήριό του καὶ νὰ περιοδεύει σὲ πόλεις καὶ χωριά, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο. Ἐπίσης ἔδινε παρηγοριὰ καὶ συμβουλές, συμφιλίωνε καὶ συμβίβαζε, ἅρπαζε πολλοὺς ἀπὸ τὶς παγίδες τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ καμίνι τοῦ θυμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἀκολασίας. Καὶ ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὶς πόλεις, ἔρχονταν οἱ πόλεις πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε στὸ ἐρημικὸ ἀσκητήριό του ἀκατάπαυστα ἔρχονταν πυκνὲς ὁμάδες ἀνθρώπων, ποὺ ζητοῦσαν γιατρειὰ στὶς διάφορες ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀσθένειές τους. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς μοναχούς, ὁ Ὅσιος, ἔδειχνε μεγάλο ἐνδιαφέρον. Τοὺς παρακαλοῦσε λοιπὸν καὶ τοὺς ἱκέτευε, νὰ μένουν πιστοὶ στὰ καθήκοντά τους, νὰ εἶναι ὑποδείγματα τῆς πίστης, ζηλευτοὶ τύποι τῆς ἐγκράτειας, φρουροὶ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ θεῖα κάτοπτρα τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς. Σὲ τέτοιες λοιπὸν ἀσχολίες, βρῆκε τὸν Μάρωνα ἡ ἀσθένεια, ποὺ τὸν διαβίβασε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο στὸν ἄλλο, μὲ ἥσυχη τὴν συνείδηση, ὅτι ἔζησε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους του.

Ὁ Ἅγιος Φιλήμονας ἢ Φίλιππος, ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Γάζας

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266. (Ἄλλοι καταγράφουν τὰ δυὸ ὀνόματα σὰν δυὸ ξεχωριστοὺς ἐπισκόπους).

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας

Ἕ­να μι­κρό χω­ριό τῆς Κο­ριν­θί­ας εἶ­ναι ἡ πα­τρί­δα τοῦ Ἁ­γί­ου. Τό χω­ριό Ἰ­χθύς, τό ὁ­ποῖ­ο σή­με­ρα ὀ­νο­μά­ζε­ται Ψά­ρι. Ἐ­κεῖ γεν­νή­θη­κε ὁ Νι­κό­λα­ος, ἄ­ση­μος καί πτω­χός, ὅ­πως ὅ­λα τά Ἑλ­λη­νό­που­λα τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης, πού ἡ πα­τρί­δα μας ζοῦ­σε κάτω ἀ­πό τή σκλη­ρή τυ­ραν­νί­α τοῦ βαρ­βά­ρου τούρ­κου κα­τα­κτη­τῆ. Πλού­σιος ὅ­μως πνευ­μα­τι­κῶς, δι­ό­τι οἱ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του, Ἰ­ω­άν­νης καί Κα­λή, τόν πλού­τι­σαν μέ ὅ,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο καί τι­μι­ώ­τε­ρο εἶ­χαν, τήν χρι­στι­α­νι­κή καί Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη. Ἀλ­λά καί γνω­στός καί ἀ­γα­πη­τός ἀ­πό τόν Θε­ό, ὁ ὁποῖ­ος ὡς πα­τέ­ρας στορ­γι­κός πα­ρα­κο­λού­θη­σε καί προ­στά­τευ­σε τή ζω­ή του καί τόν ὁ­δή­γη­σε στά με­γά­λα καί ὑ­ψη­λά. Τόν ἔ­κα­νε Ὁ­μο­λο­γη­τή καί Μάρ­τυ­ρά του.

Οἱ κα­λοί γο­νεῖς του ἔ­φυ­γαν γρή­γο­ρα ἀ­πό τόν κό­σμο αὐ­τό καί ἄ­φη­σαν τόν Νι­κό­λα­ο ὀρ­φα­νό σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις δώ­δε­κα ἐ­τῶν. Ἀν­θρω­πί­νως ἀ­προ­στά­τευ­το, ἀλ­λά μέ ἐ­φό­δια τό ὅ­σιο πα­ρά­δειγ­μά τους, τήν Ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α καί κυ­ρί­ως τήν ἐλ­πί­δα στόν Παν­το­δύ­να­μο Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι «ὀρ­φα­νόν καί χή­ραν ἀ­να­λή­ψε­ται», θά τούς ἀ­να­λά­βει ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α του (Ψάλμ. ρμέ΄ 9).

Δυ­ό στορ­γι­κοί χω­ρια­νοί μέ συμ­πά­θεια πολ­λή πρός τό ἔ­ξυ­πνο καί σε­μνό ὀρ­φα­νό τό πῆ­ραν μα­ζί τους στή Ση­λυ­βρί­α τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Θρά­κης καί τό πα­ρέ­δω­σαν σέ οἰ­κο­γέ­νεια πιστή καί ἐ­νά­ρε­τη. Στό νέ­ο αὐ­τό πε­ρι­βάλ­λον ὁ μι­κρός Νι­κό­λα­ος ἀ­να­παύ­θη­κε πλή­ρως, δι­ό­τι αἰ­σθάν­θη­κε τούς νέ­ους προ­στά­τες του ὡς πραγ­μα­τι­κούς γο­νεῖς του. Καί αὐ­τοί μέ πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἔ­κα­ναν τό πᾶν γιά τή χρι­στι­α­νι­κή ἀ­να­τρο­φή του καί τήν ἐ­ξέ­λι­ξή του στή συ­νέ­χεια. Φι­λό­τι­μος κι αὐ­τός ἄρ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται μέ ζῆ­λο καί νά προ­ο­δεύ­ει συ­νε­χῶς, ἕ­ως ὅ­του, τέ­λει­ος ἄν­δρας πλέ­ον, δη­μι­ούρ­γη­σε τή δι­κή του οἰ­κο­γέ­νεια μέ σύ­ζυ­γο χρι­στια­νή, πι­στή καί ἐ­νά­ρε­τη.

Ἡ ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα τοῦ Νι­κο­λά­ου, ἡ εὐ­σέ­βεια καί ἡ ἀ­ρε­τή του, ἡ πι­στή καί ἐ­νά­ρε­τη οἰ­κο­γέ­νειά του, ἡ τι­μι­ό­τη­τα καί ἡ εὐ­γέ­νειά του εἵλ­κυ­σαν τή συμ­πά­θεια καί τήν ἐ­κτί­μη­ση ὅ­λων. Ἦταν πλα­νό­διος παν­το­πώ­λης, καί ἔ­τσι ὅ­πως περ­νοῦ­σε ἀ­πό τίς γει­το­νι­ές, μόλις τόν ἄκουγαν, πολ­λοί τόν προ­τι­μοῦ­σαν στίς ἀ­γο­ρές τους καί ἀ­πό αὐ­τούς ἀ­κό­μη τούς Μωαμεθανούς. Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς φθό­νη­σαν οἱ Τοῦρ­κοι καί κά­πο­τε σο­φί­σθη­καν ἕνα γνω­στό τέ­χνα­σμα καί ἀ­πό ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις, γιά νά τόν ἐκ­δι­κη­θοῦν. Τόν συ­κο­φάν­τη­σαν δηλα­δή, ὅ­τι κα­τη­γο­ρεῖ καί βρί­ζει τή θρη­σκεί­α τους καί μά­λι­στα τόν Μω­ά­μεθ. Ἦ­ταν εὐ­και­ρί­α γιά τούς συ­κο­φάν­τες, δι­ό­τι ἔ­παρ­χος τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ὁ Σι­νάν, συγ­γε­νής τοῦ Σουλ­τά­νου Σου­λει­μάν τοῦ Α΄, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν σκλη­ρός δι­ώ­κτης τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων. Ἔ­τσι ὁ Νι­κό­λα­ος γρή­γο­ρα βρέ­θη­κε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη μπρο­στά στόν βλο­συ­ρό ἔ­παρ­χο συ­κο­φαν­τη­μέ­νος καί ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στος. Ὄ­χι, ἀ­πήν­τη­σε, δέν ἔ­βρι­σα πο­τέ τόν Μω­ά­μεθ. Βε­βαι­ώ­νω ὅ­μως, ὅ­τι εἶ­μαι Χρι­στια­νός καί ὅ­τι μό­νο τόν Χρι­στό ἀ­να­γνω­ρί­ζω ἀληθινό Θε­ό!

Στό ἄ­κου­σμα τῆς θαρ­ρα­λέ­ας αὐ­τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας τό συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος, ἔ­ξαλ­λο, ἀ­λά­λα­ζε καί ζη­τοῦ­σε ἐ­πί­μο­να τόν θά­να­το τοῦ Νι­κο­λά­ου. Μπρο­στά στόν ἔ­παρ­χο, δέ­σμιος ὁ ὁμο­λο­γη­τής Χρι­στια­νός θυ­μή­θη­κε τόν Κύ­ριό του ἐ­νώ­πιον τοῦ Πι­λά­του, τήν ὥ­ρα πού οἱ μα­νι­α­σμέ­νοι Ἑ­βραῖ­οι φώ­να­ζαν τό «Ἆ­ρον, ἆ­ρον, σταύ­ρω­σον αὐ­τόν» (Ἰ­ω­άν. ιθ΄ 15). Καί μι­μη­τής του Κυ­ρί­ου του, μέ σθέ­νος χρι­στι­α­νι­κό καί μέ συ­νεί­δη­ση ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πα­νέ­λα­βε πολ­λές φο­ρές τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ώς του.

Ἀλ­λά καί ἀ­πέ­κρου­σε μέ στα­θε­ρό­τη­τα, μέ ἁ­γί­α ὑ­πο­μο­νή, τήν ὕ­που­λη πρό­τα­ση νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη του γιά νά σώ­σει τόν ἑ­αυ­τό του καί τήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Τήν πί­στη μου στόν Χρι­στό, φώ­να­ξε, θά τήν κρα­τή­σω μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α μου πνο­ή, ἔ­στω κι ἄν μέ βα­σα­νί­σε­τε μέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο!

Μέ πολ­λή πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα οἱ βι­ο­γρά­φοι του δι­η­γοῦν­ται στή συ­νέ­χεια τό μαρ­τύ­ριό του: Μέ βέρ­γες λε­πτές τό συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἄρ­χι­σε νά κτυ­πᾶ τό σῶ­μα του, τό ὁ­ποῖ­ο γρή­γο­ρα γέ­μι­σε πλη­γές καί αἵ­μα­τα. Καί στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή τῆς αἱ­μορ­ρα­γί­ας καί τῆς τέ­λειας ἐ­ξαν­τλή­σε­ως τόν ἔ­κλει­σαν στή φυ­λα­κή γιά νά δο­κι­μά­σουν τήν ἀν­το­χή του. Κι ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα τόν πα­ρου­σί­α­σαν στόν Κρι­τή, πα­ρά τήν ἐ­ξάν­τλη­σή του, αὐ­τός μέ δυ­να­τή φω­νή, μέ τή δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου του, βε­βαί­ω­σε καί πά­λι τήν πί­στη του καί ἔ­δω­σε τήν ὁμολογί­α του.

Τό­τε οἱ δή­μιοι προ­χώ­ρη­σαν πλέ­ον ἀ­συγ­κρά­τη­τοι στό τε­λι­κό μαρ­τύ­ριο. Τοῦ ἔ­βγα­λαν τά ροῦ­χα, τόν τύ­λι­ξαν σέ μιά ψά­θα, τοῦ πέ­ρα­σαν ἁ­λυ­σί­δα στόν λαι­μό, καί, ἔ­τσι ὅ­πως ἦ­ταν, τόν ἔ­συ­ραν στούς δρό­μους γιά νά τόν ἐ­ξευ­τε­λί­σουν. Τόν ὁ­δή­γη­σαν μέ­χρι τόν ἱπ­πό­δρο­μο. Ἐ­κεῖ ἄ­να­ψαν φω­τιά καί μέ ἀ­πάν­θρω­πη σκλη­ρό­τη­τα τόν ἔ­ρι­ξαν μέ­σα, γιά νά κα­εῖ ζωντα­νός. Σέ μί­α στιγ­μή ὁ δή­μιος τρά­βη­ξε μέ τήν ἁ­λυ­σί­δα τό κε­φά­λι του ἔ­ξω ἀ­πό τή φω­τιά καί μέ τό μα­χαί­ρι του τό ἔ­κο­ψε καί τό πέ­τα­ξε στή γῆ, ἐ­νῶ τό ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα του καιγό­ταν σάν λαμ­πά­δα. «Ὀ­σμή εὐ­ω­δί­ας» ἀ­να­δι­ό­ταν καί «θυ­σί­α εὐ­ά­ρε­στος» προ­σφε­ρό­ταν στόν Κύ­ριο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη (14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1554) κα­τέ­γρα­φε τό ὄ­νο­μά του, με­τα­ξύ τῶν ψυ­χῶν «τῶν ἐ­σφαγ­μέ­νων διά τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ καί διά τήν μαρ­τυ­ρί­αν τοῦ Ἀρ­νί­ου» (Ἀ­ποκ. ς΄ 9).

Ἀ­πό τό­τε ὁ νε­ο­μάρ­τυς Νι­κό­λα­ος ἀ­πό τό Ψά­ρι τῆς Κο­ριν­θί­ας μέ­νει ὡς πα­ρά­δειγ­μα γνη­σί­ου Ἕλ­λη­να Ὀρ­θο­δό­ξου Χρι­στια­νοῦ. Πα­ρά­δειγ­μα ἀν­θρώ­που, πού αἰ­σθάν­θη­κε τήν τήν Ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κή πί­στη του, ὡς με­γά­λο θη­σαυ­ρό, ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λο ἐ­πί­γει­ο καί πα­ρο­δι­κό θη­σαυ­ρό, τόν ὁ­ποῖ­ο καί κρά­τη­σε μέ θυ­σί­α κι αὐ­τῆς ἀκόμη τῆς ζω­ῆς του. Με­γά­λο, φω­τει­νό καί λαμ­πρό πα­ρά­δειγ­μα, στή ση­με­ρι­νή μά­λι­στα ἐ­πο­χή, πού πολ­λοί που­λοῦν τήν πί­στη αὐ­τή καί τά ἄλ­λα ἰ­δα­νι­κά τῆς φυ­λῆς μας γιά λί­γα χρή­μα­τα ἤ κά­ποι­α θέση ἤ καί γιά νά μή χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κοί καί κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι! Ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ, πρέ­σβευ­ε στόν Κύ­ριο καί Θε­ό μας νά δυ­να­μώ­νει καί σή­με­ρα τήν πί­στη ὅ­λων μας καί μά­λι­στα τῶν νέ­ων μας!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΡΑΑΜΗΣ

Ἄ­γνω­στος εἶ­ναι στοὺς πολ­λοὺς συγ­χρό­νους Χρι­στι­α­νο­ύς ὁ Ἅ­γιος. Μέγας ὅ­μως ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πα­να­παυ­ό­ταν στὴν ὁ­σι­ό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς καὶ ζω­ῆς του καὶ εὐλόγησε τὸ πο­λυ­σχι­δὲς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό, ποι­μαν­τι­κὸ καὶ φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο του.

Ἔ­ζη­σε ὁ ὅ­σιος Ἀ­βρα­ά­μης ἐ­πὶ τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Με­γά­λου (395-408) καὶ κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη Κύρου(*). Γνώ­ρι­σε ἀ­πὸ τή μι­κρή του ἡ­λι­κί­α τὴν ἀλή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μὲ αὐ­τὴν ἀ­να­τρά­φη­κε. Συγ­χρό­νως μὲ πλή­ρη συ­να­ί­σθη­ση, ἀ­πὸ πο­λὺ νέ­ος στρά­φη­κε στὴν ἄ­σκησ. ῾Ως ἱ­ε­ρεὺς ζοῦ­σε κα­τε­ξο­χὴν πτω­χι­κά, τό­σο στὴν τροφή, ὅ­σο καὶ στήν ἐν­δυ­μα­σί­α του. Ὅ­σα τοῦ πε­ρίσ­σευ­αν τὰ δι­έ­θε­τε μὲ δι­ά­κρι­ση καὶ θεῖ­ο φω­τι­σμὸ σ’ ἐ­κε­ί­νους ποὺ εἶ­χαν ἀ­νά­γκη. Καὶ τὴν ὑ­λι­κή αὐ­τή προ­σφο­ρά του, τὴν συνδύα­ζε πά­ντο­τε μὲ τὴν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λήν.

Δι­η­γοῦν­ται οἱ βι­ο­γρά­φοι του, ὅ­τι σέ μί­α πο­λί­χνη τοῦ Λι­βά­νου δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη λάμ­ψει τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ κά­τοι­κοι ζοῦ­σαν «ἐν σκό­τει καὶ σκιᾷ θα­νά­του» (Ματθ. δ´ 16). Ὁ ῞Οσιος μὲ ζῆ­λο πο­λὺ καὶ μὲ ἀ­γά­πη γιά τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων ἔ­σπευ­σε ἐ­πὶ τό­που καὶ μὲ θερ­μὲς προ­σευ­χὲς πρὸς τὸν Σω­τῆ­ρα Κύριο ἐ­ρευ­νοῦ­σε τοὺς τρό­πους, μὲ τοὺς ὁποίους μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πι­δρά­σει στοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες. ῞Ο­ταν ὅ­μως αὐ­τοὶ πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν, ὅ­τι ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης των ἦ­ταν Χρι­στια­νός, καὶ γιὰ ποι­ό σκο­πὸ ἔ­φθα­σε μέ­χρις ἐ­κεῖ, ἀπαί­τη­σαν καὶ μὲ ἀ­πει­λὲς μά­λι­στα, νὰ φύ­γει μα­κριά τους. Τότε ἐ­πε­νέ­βη ὁ Κύριος καὶ φώ­τι­σε τὸν ἄν­θρω­πό Του. Ὁ ῞Ο­σιος συν­δύ­α­σε καὶ ἐ­δῶ τὴν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λὴ μὲ τὴν φιλανθρωπί­α.

Συ­νέ­βη δη­λα­δὴ νὰ βρί­σκον­ται τό­τε στὸν τό­πο ἐ­κεῖ­νο οἱ κρα­τι­κοὶ φο­ρο­ει­σπρά­κτο­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ τρό­πο φορ­τι­κὸ ἀ­παι­τοῦ­σαν καὶ πί­ε­ζαν τοὺς κα­το­ί­κους νὰ πλη­ρώ­σουν τοὺς φόρους. Καὶ ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ ἀρ­νοῦν­ταν, ὁ­δη­γοῦν­ταν σέ σύ­γκρου­ση καὶ τι­μω­ρί­α. Τότε ἐ­πε­νέ­βη ὁ Ἀ­βρα­ά­μης. Προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε καὶ πλή­ρω­σε ὁ ἴ­διος τοὺς φό­ρους καὶ ἀ­πάλ­λα­ξε τοὺς χω­ρι­κοὺς ἀ­πὸ τὸ βα­ρὺ φορ­τί­ο ποὺ τοὺς πί­ε­ζε τό­σο πο­λύ. Συγ­κι­νη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη του αὐ­τὴ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες κά­τοι­κοι, μα­λα­κω­μέ­νοι στὴν ψυ­χή, πε­ρι­έ­βα­λαν τὸ εὐεργέ­τη τους μὲ πολ­λὴ ἀ­γά­πη καὶ μὲ αὐ­θόρ­μη­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν ὄ­χι μό­νο νὰ μέ­νει πλέ­ον μα­ζί των μό­νι­μα, ἀλ­λὰ καὶ τὸν βε­βα­ί­ω­σαν ὅ­τι εἶ­ναι πρό­θυ­μοι νὰ ἀκο­ύ­σουν τὸν λό­γο του καὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­σουν ὅ,τι ἐ­κεῖ­νος θὰ τοὺς ζη­τοῦ­σε…

Γε­μά­τος χα­ρά ὁ ῞Ο­σιος καὶ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τὸν Θεό, ἀ­κο­ύ­ρα­στος δι­έ­θε­σε ὅ­λο τὸν χρό­νο του νὰ δι­δά­σκει, νὰ κα­τη­χεῖ, νὰ προ­τρέ­πει καὶ κα­τευ­θύ­νει. ῞Ο­λοι οἱ κά­τοι­κοι παρακινο­ύ­με­νοι με­τα­ξύ τους κα­τη­χή­θη­καν, βα­πτί­σθη­καν καὶ γρή­γο­ρα ἔ­κτι­σαν καὶ Να­ὸ χρι­στι­α­νι­κό. Εἶ­χαν μα­ζί τους ὡς ἱ­ε­ρέ­α λει­τουρ­γὸ καὶ κή­ρυ­κα τὸν ῞Ο­σιο Ἀ­βρα­ά­μη.

Τρί­α ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ἔ­μει­νε μα­ζί τους ὁ Ἀ­βρα­ά­μης πα­τέ­ρας στορ­γι­κός, δι­δά­σκα­λος με­γά­λων καὶ μι­κρῶν. Θὰ μπο­ροῦ­σε καὶ αὐ­τὸς νὰ ἐ­πα­να­λά­βει τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πα­ύ­λου τὸν λό­γο πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ᾿Εκ­κλη­σί­ας· «…τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον» (Πράξ. κ´ 31).

Με­τὰ τὸ τρι­ε­τὲς αὐ­τὸ δι­ά­στη­μα τῆς καρ­πο­φό­ρου πνευ­μα­τι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας του καὶ ἀ­φοῦ ἀ­σφά­λι­σε χρι­στι­α­νι­κῶς τοὺς νε­ο­φω­τί­στους ἀ­πὸ κά­θε πλευ­ρά, ὁ Ἀ­βρα­ά­μης ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ ἀ­σκη­τή­ριό του. ῎Ο­χι ὅ­μως γιὰ πο­λὺ δι­ά­στη­μα. Ὁ Θε­ὸς ἀ­νέ­θε­σε στὸν ἐρ­γά­τη του ἄλ­λη δι­α­κο­νί­α. Τὸν ἀ­πέ­στει­λε στὴν πό­λη τῶν Κα­ρῶν τῆς Πα­λαι­στί­νης, ὅ­που δέ­χθη­κε τὸν βαθμὸ τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης καὶ ἀ­νέ­λα­βε τὴν δι­α­πο­ί­μαν­ση τῶν λί­γων Χρι­στια­νῶν. ῞Ο­μως καὶ ἡ ἐ­δῶ ἐγ­κα­τά­στα­σή του δὲν ἦ­ταν χω­ρὶς δυ­σκο­λί­ες. Καὶ στὴν πό­λη αὐ­τὴν βρῆ­κε εἰδωλο­λα­τρί­α μὲ ὅ­λες τὶς συ­νέ­πει­ες τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς ζω­ῆς. ῞Ο­μως ἐρ­γά­σθη­κε μὲ πί­στη καὶ ἀ­γά­πη. Μὲ προ­σευ­χὴ καὶ λό­γο Θε­οῦ. Ἔ­βλε­πε κά­θε ἄν­θρω­πο ὡς εἰ­κό­να Θε­οῦ, μὲ τὸ δι­κα­ί­ω­μα νὰ σω­θεῖ ἐν Χρι­στῷ καὶ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σει Βα­σι­λε­ί­α Οὐ­ρα­νῶν. ῾Ω­ραῖ­α τὸ ση­μει­ώ­νει ὁ βι­ο­γρά­φος του· «῾Η πε­ρὶ αὐ­τῶν (τῶν ψυ­χῶν) μέ­ρι­μνα ἦ­το ἡ χα­ρά του. Ἀγρυπνῶν δι᾿ αὐ­τοὺς ἐ­τέρ­πε­το. ᾿Ε­τρύ­φα, ὅ­ταν πε­ρι­ω­ρί­ζε­το εἰς τὸ ἥ­μι­συ ἐκ τῆς ὀ­λί­γης τρο­φῆς του, διὰ νὰ δώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρον χορ­τα­σμὸν εἰς τὸ ὀρ­φα­νόν. ῏Η­το πα­τήρ, ὅ­στις ἠρέ­σκε­το νὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σει καὶ διὰ τοῦ θα­νά­του του τὴν εὐ­η­με­ρί­αν καὶ τὴν ζω­ὴν τῶν τέ­κνων του». Ποῖ­ος δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζει καὶ ἐ­δῶ τὸ ἴ­διο φρό­νη­μα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πα­ύ­λου, ὁ ὁποῖ­ος ἔ­γρα­φε πρὸς τοὺς Κο­ριν­θί­ους· «᾿Ε­γὼ ἥ­δι­στα δα­πα­νή­σω καὶ ἐκ­δα­πα­νη­θή­σο­μαι ὑ­πὲρ τῶν ψυ­χῶν ὑ­μῶν…»; Δη­λα­δή, ἐ­γὼ σὰν πα­τέ­ρας σας, ποὺ εἶ­μαι, μὲ ὅ­λη μου τὴν εὐ­χα­ρί­στη­ση θὰ δα­πα­νή­σω γιὰ σᾶς χρή­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ θὰ δα­πα­νη­θῶ ὁ­λό­κλη­ρος γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν σας (Β´ Κορ. ιβ´ 15). Καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ἡ ἐρ­γα­σί­α του εὐλογήθη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸ πο­ί­μνιό του πλή­θυ­νε καὶ καλ­λι­ερ­γοῦν­ταν πνευ­μα­τι­κῶς.

῾Η φή­μη του μὲ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ἄ­ο­κνη καὶ ποι­κι­λό­μορ­φη ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή, ποι­μαν­τι­κὴ καὶ φι­λαν­θρω­πι­κὴ δρά­ση, μα­ζὶ μὲ τὴν ὁ­σί­α ζωή του, ἔ­φθα­σε μέ­χρι τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Θεοδοσί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος πό­θη­σε καὶ ζή­τη­σε νὰ τὸν δεῖ. Καὶ ὅ­ταν ὁ Ἀ­βρα­ά­μης τα­πει­νός, πει­θάρ­χη­σε στὴν βα­σι­λι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α, ἡ βα­σι­λι­κὴ πορ­φύ­ρα ὑ­πο­κλί­θη­κε ἐ­νώ­πιον τῆς ἱερωσύνης τοῦ Ὁ­σί­ου καὶ εὐ­λα­βῶς ἀ­σπά­σθη­κε τό ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κό του χέ­ρι. Οἱ δύ­ο ἄν­δρες συγ­κι­νή­θη­καν βα­θύ­τα­τα καὶ δό­ξα­σαν τὸν Κύριο γιὰ τὴν γνω­ρι­μί­α ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς καὶ τὸν ἐν Κυ­ρί­ῳ ἱ­ε­ρὸ ἀ­σπα­σμό.

῞Ο­μως ὁ ῞Ο­σιος δὲν ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν ᾿Ε­πι­σκο­πή του. ᾿Ε­δῶ στὴν Βα­σι­λε­ύ­ου­σα ἔ­κλει­σε τά μά­τια του καὶ ἐν εἰ­ρή­νει με­τέ­στη στοὺς οὐ­ρα­νο­ύς, γιὰ νὰ δε­χθεῖ ἀ­πὸ τά ἅ­για χέ­ρια τοῦ Κυ­ρί­ου του τὸν στέ­φα­νο τῆς δό­ξης. Τὸ ἱ­ε­ρὸ σκή­νω­μα τοῦ ὁ­σί­ου ῾Ι­ε­ράρ­χου με­τα­φέρ­θη­κε στὴν πό­λη τῶν Κα­ρῶν καὶ ἐν­τα­φι­ά­σθη­κε μέ­σα σέ πλῆ­θος κό­σμου μὲ τι­μὲς Ὁ­σί­ου καὶ Ἁγί­ου.

Πα­ρά­δειγ­μα ἁ­γί­ου κλη­ρι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ πί­στη καὶ ἀ­φο­σί­ω­ση ἐν μέ­σῳ δυ­σχε­ρῶν συν­θη­κῶν ἐρ­γά­σθη­κε γιὰ τὴν ὠ­φέ­λεια τῶν ψυ­χῶν καὶ τὴν ἐ­πέ­κτα­ση τῆς Βα­σι­λε­ί­ας τοῦ Θε­οῦ στὴ γῆ.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς ὁ μοναχὸς

Πί­στη καί Πα­τρί­δα, ἀ­γά­πη στόν Χρι­στό καί στήν Ἐλ­λά­δα, εἶ­ναι συν­δυ­α­σμέ­να ἁρ­μο­νι­κά στόν τό­πο μας. Καί ὅ­σοι ἀ­γά­πη­σαν τόν Χρι­στό, ἀ­γω­νί­σθη­καν γιά τήν Πα­τρί­δα, ἐργάσθηκαν γιά τήν ὠ­φέ­λειά της, καί πολ­λοί μαρ­τύ­ρη­σαν. Αὐ­τό ἰ­δι­αι­τέ­ρως στήν μα­κρά πε­ρί­ο­δο τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, κα­τά τήν ὁ­ποί­α κλη­ρι­κοί καί μο­να­χοί μέ ἀ­γῶ­νες καί θυ­σί­ες κρά­τη­σαν τό Γέ­νος πι­στό στόν Χρι­στό καί ἑ­τοί­μα­σαν μέ τόν τρό­πο αὐ­τό τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Ὁ ὅ­σιος Δα­μια­νός εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πό τούς ἀ­γω­νι­στές αὐ­τούς καί μάρ­τυ­ρες.

1. Ἀ­κα­τά­βλη­τος ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος.

Ἀ­πό τό Ρί­χο­βο (Μυ­ρί­χο­βο) τῶν ἔν­δο­ξων καί ἱ­στο­ρι­κῶν Ἀ­γρά­φων κα­τα­γό­ταν ὁ Ἅ­γιος. Φύ­ση θρη­σκευ­τι­κή, ἔ­στρε­ψε τά βλέμ­μα­τά του κα­τά τά δύ­σκο­λα ἐ­κεῖ­να χρό­νια τῆς Τουρκοκρα­τί­ας στό Ἅ­γιο Ὅ­ρος. Ἐ­κεῖ, σκε­πτό­ταν, θά ἔ­βρι­σκε ἡ­συ­χί­α καί μέ­σα στήν ἡ­συ­χί­α πο­λύ­τι­μες εὐ­και­ρί­ες νά λα­τρεύ­ει ἀ­νεμ­πό­δι­στα τόν Θε­ό καί νά ἀ­σκεῖ­ται πνευ­μα­τι­κά, ὑπό τήν κα­θο­δή­γη­ση πε­πει­ρα­μέ­νων γε­ρόν­των. Καί τά βρῆ­κε! Στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Φι­λό­θε­ου βρῆ­κε μέ κά­θε ἄ­νε­ση ὅ,τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε, καί ἀ­να­παύ­θη­κε. Ἔ­γι­νε μο­να­χός. Αἰ­σθάν­θη­κε ἀγαλ­λί­α­ση καί ἀ­σφά­λεια μέ­σα στήν πνευ­μα­τι­κή ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς Μο­νῆς καί μά­λι­στα κον­τά στόν ἀ­σκη­τή Δο­μέ­τιο, στόν ὁ­ποῖ­ο καί ὑ­πά­κου­ε ὡς ὑ­πο­τα­κτι­κός.

Με­τά τήν πά­ρο­δο ὅ­μως τρι­ῶν ἐ­τῶν ἦλ­θε νά τόν ἐ­νο­χλή­σει ἡ ἔν­το­νη σκέ­ψη: Ἐ­σύ κα­λά· οἱ ἄλ­λοι ὅ­μως; Παι­διά καί νέ­οι, οἰ­κο­γε­νειά­ρχες καί ἐρ­γά­τες, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α, κά­τω ἀ­πό τό πέλ­μα τοῦ Τούρ­κου, τί θά γί­νουν; Ποι­ός θά τούς δώ­σει φῶς, ποι­ός θά τούς δι­δά­ξει τήν ἀ­λή­θεια, ποι­ός θά τούς φυ­λά­ξει ἀ­πό τήν ὀρ­γή καί τήν ὁρ­μή τοῦ Ἀ­γα­ρη­νοῦ; Κι ἔ­τσι ὅ­πως αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­λα αὐ­τά ὡς φω­νή καί ἐ­πι­τα­γή Θε­οῦ, σπεύ­δει στόν γέ­ρον­τά του νά ἐ­κ­μυ­­στη­ρευ­θεῖ τόν ἐ­νο­χλη­τι­κό λο­γι­σμό του. Τό συγ­κι­νη­τι­κό εἶ­ναι ὅ­τι οἱ γέ­ρον­τες καί οἱ συ­να­σκη­τές του, βέ­βαι­οι κι αὐ­τοί ὅ­τι πρό­κει­ται γιά ἱ­ε­ρή φω­νή τοῦ Θε­οῦ, κα­τευ­ο­δώ­νουν τόν Δα­μια­νό μέ τίς θερ­μές εὐ­χές καί προ­σευ­χές τους. Καί ὁ Ὅ­σιος ἀφή­νει τήν ἱ­ε­ρή Μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας του μέ τήν ἀ­πό­φα­ση καί τήν δι­α­βε­βαί­ω­ση πρός τόν γέ­ρον­τα καί τούς συ­να­σκη­τές του, ὅ­τι μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή θά φρον­τί­σει νά συν­δυά­ζει ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση καί μο­να­στι­κό φρό­νη­μα.

Φεύ­γει λοι­πόν ὁ Δα­μια­νός ἀ­πό τό Ἅ­γιο Ὅ­ρος καί ἔρ­χε­ται στά χω­ριά τοῦ Ὀ­λύμ­που καί ἀρ­χί­ζει τό ἀ­φυ­πνι­στι­κό καί ἐ­νι­σχυ­τι­κό κή­ρυγ­μά του. Βρί­σκει τούς Χρι­στια­νούς Ἕλ­λη­νες ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νους καί ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμέ­νους. Ἀ­γρι­ε­μέ­νους μέ­σα στήν ἄ­γνοι­α, τήν κα­κί­α καί ἀ­δι­κί­α. Πε­ρι­ο­δεύ­ει λοι­πόν τά χω­ριά καί μέ φω­νή ἠ­χη­ρῆς σάλ­πιγ­γος, μέ γλώσ­σα προ­φη­τι­κή κα­λεῖ σέ με­τά­νοι­α, σέ ζω­ή ἀ­ρε­τῆς καί δι­και­ο­σύ­νης, ἀ­γά­πης καί πί­στε­ως. Ζω­ή θε­ά­ρε­στη, ὥ­στε νά ἐ­πι­βλέ­ψει ὁ Θε­ός καί νά λυ­τρώ­σει τό Γέ­νος.

Τό­τε βε­βαί­ως κι­νή­θη­καν τά λι­μνά­ζον­τα νε­ρά. Τό ἔρ­γο τοῦ σα­τα­νᾶ ἐμ­πο­δί­σθη­κε. Γι’ αὐ­τό καί ὕ­ψω­σε κε­φά­λι «ὁ ἀ­παί­σιος δρά­κων» καί ἔ­θε­σε σέ ἐ­νέρ­γεια τό πο­νη­ρό σχέ­διο τῆς ἀν­τι­δρά­σε­ως καί ἐ­ξον­τώ­σε­ως. Πα­ρα­κί­νη­σε τά ὑ­πο­χεί­ρια ὄρ­γα­νά του καί συ­κο­φάν­τη­σαν τόν ἁ­γνό μο­να­χό ἱ­ε­ρα­πό­στο­λο ὡς πλά­νο καί ἀ­πα­τε­ώ­να. Κι­νή­θη­καν μέ κά­θε τρό­πο νά τόν δι­ώ­ξουν ὡς ἐ­πι­κίν­δυ­νο.

Ὁ ὅ­σιος Δα­μια­νός στίς συν­το­νι­σμέ­νες καί σκλη­ρές κι­νή­σεις τοῦ ἐ­χθροῦ δέν δεί­λια­σε. Θυ­μή­θη­κε τόν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «ὅ­ταν δι­ώ­κω­σιν ὑ­μᾶς ἐν τῇ πό­λει ταύ­τῃ, φεύ­γε­τε εἰς τήν ἄλ­λην» (Μάτθ. ι΄ 23). Ἔ­φυ­γε καί κα­τέ­φυ­γε στά μέ­ρη τοῦ Κισ­σά­βου καί τῆς Λα­ρί­σης, γιά νά συ­νε­χί­σει ἐ­κεῖ μέ τόν ἴ­διο πάν­το­τε ζῆ­λο τό ἐ­θνο­σω­τή­ριο ἔρ­γο του. Ἀλ­λά κι ἐ­κεῖ ὁ ἴ­διος δι­ωγ­μός τοῦ πο­νη­ροῦ καί τῶν πο­νη­ρῶν. Τί τό πα­ρά­ξε­νο; Παν­τοῦ ὁ δι­ά­βο­λος, πο­νη­ρός καί ἐ­φευ­ρε­τι­κός, «ὡς λέ­ων ὠ­ρυ­ό­με­νος πε­ρι­πα­τεῖ» (Α΄ Πέ­τρ. ε΄ 8). Ἀ­κα­τά­βλη­τος ἱεραπόστο­λος ὁ Ὅ­σιος φεύ­γει κι ἀ­πό ἐ­κεῖ γιά τά Ἄ­γρα­φα.

Κι ἐ­δῶ ἐρ­γά­ζε­ται μέ τό ἴ­διο πρό­γραμ­μα. Πε­ρι­ο­δεύ­ει, κη­ρύτ­τει, ἐ­λέγ­χει γιά τίς ἀ­νο­μί­ες. Ὅ­μως καί πα­ρη­γο­ρεῖ γιά τή θλί­ψη, συμ­βου­λεύ­ει γιά τό κα­λό. Ὅ­ταν κι ἀ­πό τά Ἀ­γρα­φα διώκε­ται, ἐ­πα­νέρ­χε­ται στόν Κίσ­σα­βο, μέ ἥ­συ­χη τή συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἐ­πι­τέ­λε­σε, ὅ­σο τοῦ ἦ­ταν δυ­να­τόν, τό κα­θῆκον του. Κι ἐ­άν ὁ­ρι­σμέ­νοι τόν ἔ­δι­ω­ξαν, πό­σοι ἄλ­λοι, πλή­θη λα­οῦ, συγ­κι­νή­θη­καν, δι­α­φω­τί­σθη­καν, ὠ­φε­λή­θη­καν! Γρά­φει γιά τόν Ὅ­σιο ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος: «Ὁ­λο­λαμ­πής κα­θά­περ ἥ­λιος ἐν τῇ Θεσ­σα­λίᾳ ἀ­νέ­τει­λας καί κα­ταυ­γά­ζε­τω φω­τί τοῦ λό­γου σου εὐ­σε­βούν­των τά πλη­ρώ­μα­τα ὡς μύ­στης Χρι­στοῦ».

Ἔ­χει πε­ποί­θη­ση ὁ Ἅ­γιος ὅ­τι ὁ Θε­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ ἔ­δω­σε τήν νεύ­ση νά ἀ­φή­σει τήν μο­να­στι­κή ἡ­συ­χί­α του καί νά ἀ­να­λά­βει τό ἔρ­γο τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τοῦ λα­οῦ, Ἐ­κεῖ­νος θά δώ­σει καί τήν καρ­πο­φο­ρί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος στίς ψυ­χές τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων. Ἐ­κεῖ­νος θά φρον­τί­σει καί γιά τή συ­νέ­χεια τοῦ ἔρ­γου του. Καί φρόν­τι­σε.

2. Μέ­χρις ἀγ­χό­νης καί πυ­ρός.

Ἔ­δι­ω­ξαν τόν Δα­μια­νό, τόν ζη­λω­τή κή­ρυ­κα μο­να­χό. Ὁ σα­τα­νάς καί τά ὄρ­γα­νά του χρη­σι­μο­ποί­η­σαν κά­θε μέ­σο νά τόν ἐ­ξον­τώ­σουν. Τόν ἀ­νάγ­κα­σαν νά δι­α­κό­ψει τίς πε­ρι­ο­δεῖ­ες του. Πα­ρό­λα αὐ­τά ὅ­μως ὁ ὅ­σιος ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος δέν μέ­νει καί τώ­ρα ἀ­δρα­νής. Ἐ­κλέ­γει κά­ποι­α κα­τάλ­λη­λη το­πο­θε­σί­α καί πά­νω στόν Κίσ­σα­βο ἱ­δρύ­ει (τό 1550) τήν μι­κρή Μο­νή τοῦ τι­μί­ου Προ­δρό­μου. Ἐ­δῶ μα­ζί μέ λί­γους ἀ­κό­μη μο­να­χούς δέ­ε­ται νύ­χτα καί μέ­ρα καί ἱ­κε­τεύ­ει συ­νε­χῶς καί θερ­μά τόν Θε­ό γιά τό ὑ­πό­δου­λο Γέ­νος τῶν ρα­γιά­δων Ἑλ­λή­νων. Νά τούς δι­α­φυ­λά­ξει, νά τούς σώ­σει!

Ἀλ­λά δέν ὑ­πῆρ­χε ἀμ­φι­βο­λί­α. Οἱ Χρι­στια­νοί τῶν γύ­ρω πε­ρι­ο­χῶν δέν ἄρ­γη­σαν νά τό πλη­ρο­φο­ρη­θοῦν. Καί ἄρ­χι­σαν τό­τε μέ πό­νο καί πό­θο ψυ­χῆς καί ζῆ­λο πο­λύ νά ἀ­νε­βαί­νουν πρός τήν μι­κρή Μο­νή, γιά νά συ­ναν­τή­σουν τόν ἱ­ε­ρα­πό­στο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πί τό­σα ἔ­τη μέ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς του καί μέ δι­ωγ­μούς τούς θέρ­μα­νε μέ τά κη­ρύγ­μα­τα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ. Καί τούς δε­χό­ταν ὁ ὅ­σιος Δα­μια­νός, τα­λαι­πω­ρη­μέ­νους, σω­μα­τι­κῶς καί ψυ­χι­κῶς, ὡς πα­τέ­ρας φι­λό­στορ­γος. Συ­νο­μι­λοῦ­σε μα­ζί τους καί τούς βο­η­θοῦ­σε σέ ὅ,τι ὁ καθένας εἶ­χε ἀ­νάγ­κη. Πα­ρη­γο­ροῦ­σε καί ἐ­νί­σχυ­ε. Θέρ­μαι­νε τήν πί­στη στόν Θε­ό, τήν ἀ­γά­πη πρός τήν πα­τρί­δα καί τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α. Δε­κα­ο­κτώ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ἡ Μο­νή τοῦ τι­μί­ου Προ­δρό­μου μέ κεν­τρι­κή μορ­φή τόν ὅ­σιο Δα­μια­νό ἀ­πο­τέ­λε­σε τό κέν­τρο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ τῶν γύ­ρω ὑ­πό­δου­λων Ἑλ­λή­νων. Ὡς προ­δρο­μι­κή Μο­νή ἦ­ταν «φω­νή βοῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ», ὅ­τι ἔρ­χε­ται, θά ἀ­να­τεί­λει ἡ ἡμέρα τῆς πο­θη­τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, γιά τήν ὁ­ποί­α χρει­ά­ζον­ταν κό­ποι καί θυ­σί­ες.

Δέν πα­ρέ­λει­πε ὁ ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος μο­να­χός νά ἐ­πι­χει­ρεῖ κά­πο­τε καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κές περιοδεῖες στά γύ­ρω χω­ριά, μέ προ­φύ­λα­ξη βε­βαί­ως πάν­το­τε. Ὅ­μως σέ μί­α κά­θο­δό του κατόρθω­σαν καί τόν συ­νέ­λα­βαν. Τό ἐ­πε­δί­ω­καν ἄλ­λω­στε οἱ Ἀ­γα­ρη­νοί ἐδῶ καί πο­λύ και­ρό. Καί τώ­ρα, στά τέ­λη τοῦ Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1568, τό πέ­τυ­χαν. Τόν ὁ­δη­γοῦν δε­μέ­νο στόν δι­οι­κη­τή τῆς Λα­ρί­σης μέ σει­ρά κα­τη­γο­ρι­ῶν: ὅ­τι ἐμ­πο­δί­ζει τούς Χρι­στια­νούς νά κά­νουν ἀ­γο­ρα­πω­λη­σί­ες τήν Κυ­ρια­κή· ὅ­τι τούς δι­δά­σκει γιά τόν Χρι­στό· τούς πα­ρα­κι­νεῖ νά μεί­νουν πι­στοί στόν Χρι­στό καί τό Ἔ­θνος τους ὡς Χρι­στια­νοί Ὀρ­θό­δο­ξοι.

Δέν χρει­α­ζό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρα. Γνω­στή ἄλ­λω­στε ἦ­ταν ἡ δρά­ση τοῦ Δα­μια­νοῦ στήν πε­ρι­ο­χή. Καί τώ­ρα πού εἶ­ναι στά χέ­ρια τους ὁ τολ­μη­ρός κή­ρυ­κας τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως, ἤ θά τήν ἀρ­νη­θεῖ ἤ γι’ αὐ­τήν θά βα­σα­νι­σθεῖ φο­βε­ρά. Τόν δέρ­νουν λοι­πόν σκλη­ρά μέ ὅ­ση δύ­να­μη δι­α­θέ­τουν οἱ Τοῦρ­κοι αἱ­μο­βό­ροι δή­μιοι. Τοῦ περ­νοῦν βα­ρει­ές ἁ­λυ­σί­δες στόν λαιμό κι ἔ­τσι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νο καί σι­δη­ρο­δέ­σμιο τόν ρί­χνουν στή φυ­λα­κή.

Δε­κα­πέν­τε ­μέ­ρες δο­κι­μά­ζουν τήν πί­στη του. Δε­κα­πέν­τε ­μέ­ρες μέ δε­λε­ά­σμα­τα καί ἀ­πει­λές προ­σπα­θοῦν νά τόν ἀ­ναγ­κά­σουν νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη του. Ὅ­μως αὐ­τός, στα­θε­ρός καί ἀ­λύ­γι­στος σάν τόν ἀ­γα­πη­τό του Ὄ­λυμ­πο καί Κίσ­σα­βο, δέν παύ­ει νά ἐ­λέγ­χει τήν θρη­σκεί­α καί τή δι­α­γω­γή τῶν Τούρ­κων. Ἀλ­λά καί νά κη­ρύτ­τει μέ­σα στή φυ­λα­κή, ὅ­τι ὁ Χριστός εἶ­ναι ὁ σω­τήρ τῶν ψυ­χῶν καί τῆς Ἑλ­λά­δος.

Ὅ­ταν πλέ­ον, με­τά ἀ­πό δε­κα­πέν­τε ­μέ­ρες, πεί­σθη­κε ὁ Τοῦρ­κος δι­οι­κη­τής ὅ­τι δέν πε­τυ­χαί­νει τί­πο­τε, δί­νει δι­α­τα­γή νά τόν κρε­μά­σουν καί νά τόν κά­ψουν. Καί σέρ­νουν τό­τε (14 Φεβρου­α­ρί­ου) τόν Ὅ­σιο μέ­χρι τήν ἀγ­χό­νη καί μέ θη­ρι­ώ­δη εὐ­χα­ρί­στη­ση τόν κρε­μοῦν ψη­λά σάν πρό­βα­το. Ἐ­κεῖ θά πέ­θαι­νε ὁ Ἅ­γιος, ἐ­άν δέν γι­νό­ταν τό ἑ­ξῆς πε­ρι­στα­τι­κό. Ἕ­νας ἀ­πό τούς δη­μί­ους μέ τό τσε­κού­ρι του, ἀν­τί νά χτυ­πή­σει τόν Δα­μια­νό, κα­τά λά­θος κτυ­πᾶ τό κλω­νά­ρι τοῦ δέν­δρου πού ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νος. Καί ὁ Ὅ­σιος πέ­φτει στή γῆ ἀ­ναί­σθη­τος καί μι­σο­πε­θα­μέ­νος. Στήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή πῆ­ραν τήν ἐν­το­λή καί τόν ρί­χνουν στή φω­τιά νά κα­εῖ. Καί­γε­ται ὁ Ὅ­σιος. Καί ἡ λάμ­ψη τῆς φω­τιᾶς δι­α­σχί­ζει τίς γύ­ρω πε­ρι­ο­χές καί διαλα­λεῖ στούς Χρι­στια­νούς τοῦ με­γά­λου ἱ­ε­ρα­πο­στό­λου καί ἐ­θνα­πο­στό­λου τή θυ­σί­α γιά τόν Χρι­στό καί τήν Ἑλ­λά­δα. Καί ἡ ὀ­σμή τῆς θυ­σί­ας δι­α­σχί­ζει τούς αἰ­θέ­ρες καί ἀ­νε­βαί­νει στόν οὐ­ρα­νό, ὡς ὀ­σμή εὐ­ω­δί­ας στόν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, κον­τά στόν ὁ­ποῖ­ο δο­ξά­ζον­ται μυ­ριά­δες ἄλ­λοι μάρ­τυ­ρες καί νε­ο­μάρ­τυ­ρες.

Μή­πως ὅ­μως με­τά τήν καύ­ση ἡ­συ­χά­ζουν οἱ δή­μιοι; Μα­ζεύ­ουν πα­νι­κό­βλη­τοι τήν στά­χτη τοῦ τι­μί­ου λει­ψά­νου του καί τή ρί­χνουν στόν Πη­νει­ό, γιά νά χα­θεῖ ἔ­τσι κά­θε ἴ­χνος τοῦ ἱερα­πο­στό­λου μάρ­τυ­ρος. Ὅ­μως οἱ Χρι­στια­νοί, ἄν καί δέν βρῆ­καν κά­τι νά τό ἔ­χουν ὡς ἱ­ε­ρό κει­μή­λιο τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη τους ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρα, ἔ­χουν μα­ζί τους ἀ­νε­ξί­τη­λη τήν ἱ­ε­ρή μνή­μη του, ἀλ­λά καί τήν εὐ­χή του.

Ὁ ὅ­σιος Δα­μια­νός ἄ­κου­σε τή φω­νή τοῦ Θε­οῦ, δέ­χθη­κε τήν κλή­ση του καί ἐ­πι­τέ­λε­σε τό κα­θῆ­κον του ὡς γνή­σιος Ἕλ­λη­νας καί Χρι­στια­νός Ὀρ­θό­δο­ξος τήν κρί­σι­μη ἐ­κεί­νη πε­ρί­ο­δο μέ­σα σέ κιν­δύ­νους καί δι­ωγ­μούς. Μέ­χρι τήν ἀγ­χό­νη καί τή φω­τιά! Καί τώ­ρα στε­φα­νη­φό­ρος στόν οὐ­ρα­νό ἄς δέ­ε­ται στόν Κύ­ριο νά δέ­χον­ται πάν­το­τε οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἕλ­λη­νες τήν ἀ­λή­θεια, τήν ὁ­ποί­α κι ἐ­κεῖ­νος κή­ρυ­ξε, καί νά μέ­νουν πι­στοί στόν Χρι­στό, ἑ­νω­μέ­νοι μ’ αὐ­τόν, ἐ­λεύ­θε­ροι καί εὐ­τυ­χεῖς.

Ἀ­πο­λυ­τί­κια. Ἦ­χος δ΄.

Εὔ­φραν­θη­τι σή­με­ρον ἡ ἐν Κισ­σά­βῳ Μο­νή, καί Λά­ρι­σα σκίρ­τη­σον, Δα­μια­νοῦ ἡ σε­πτή,

πα­νή­γυ­ρις πά­ρε­στι· δεῦ­τε οὖν καί συμ­φώ­νως ἐν αὐ­τῇ τῷ Σω­τῆ­ρι, ἄ­σω­μεν ἐν αἰ­νέ­σει,

τοῦτον ἀ­νευ­φη­μοῦν­τες, αὐ­τοῦ ταῖς ἱ­κε­σί­αις, ὅ­πως σω­ζώ­με­θα.

Ἦ­χος α΄.

Τήν πύ­λην τήν στε­νήν ὁ­λο­ψύ­χως προ­κρί­νας, ὁ­δόν τήν τοῦ Χρι­στοῦ ἠ­κο­λού­θη­σας χαί­ρων

καί πλοῦ­τον ἐ­θη­σαύ­ρι­σας ἀ­ρε­τῶν τόν ἀ­σύ­λη­τον. Ὅ­θεν γέ­γο­νας φῶς καί πα­ρά­δειγ­μα πᾶ­σι

καί τήν ἔν­δο­ξον ἐ­κλη­ρο­νό­μη­σας πό­λιν, παν­θαύ­μα­στε ὅ­σι­ε.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Παϊζάνος

Ἦταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ῥάφτης στὸ ἐπάγγελμα καὶ μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη,ἀφοῦ ἔμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη, στὶς 14 Φεβρουαρίου 1693. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Πλαγιὰ τῆς περιφερείας Πλωμαρίου.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Τραπεζούντιος

Ὁ νέος ὁσιομάρτυρας Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου, καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του σὲ κάποια μικρὴ κωμόπολη Κατίγογι λεγόμενη, τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ. Σὲ ἡλικία 18 χρονῶν μεταμφιέστηκε γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τ᾿ ἀδέλφια του, προκειμένου νὰ πάει σὲ μοναστήρι τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ μοναχικὸς πόθος τὸν ἔκαιγε ὑπερβολικά. Ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε καὶ τ᾿ ἀδέλφια του τὸν πάντρεψαν μὲ τὴν βία. Ἡ γυναῖκα του ὅμως πέθανε καὶ τὸν ἄφησε ἔρημο μὲ δυὸ παιδιά, ποὺ τὸ ἕνα πέθανε κι αὐτό, ἐνῷ τὸ ἄλλο τὸ πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του κάποιος συγγενής του. Ἔτσι, μόνος τώρα, ἐργάστηκε πνευματικὰ σ᾿αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Ἀπὸ τὴν πολλὴ μελέτη, ἔπαθαν ζημιὰ τὰ μάτια του καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμαθε θαυματουργικὰ τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὠφέλησε πολλοὺς πάσχοντες. Ἀργότερα χειροτονήθηκε μοναχὸς καὶ ἀπέκτησε τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ὁ δὲ ἐπίσκοπος Πάφρας Ἀμισοῦ Εὐθύμιος ὁ Ζήλων, διέκρινε τὶς μεγάλες ἀρετὲς τοῦ Νικολάου καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τῶν χωριῶν γύρω ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του. Ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν οἱ μαθητές του γιατί δὲν ἡσυχάζει καθόλου, αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Φοβᾶμαι, παιδιά μου, τὸν λόγο τοῦ Προφήτη, ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου ἀμελῶς». Ποίμανε τὸ ποίμνιό του 4-5 χρόνια, ὥσπου τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι σὰν κακοῦργο. Οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ βρῆκαν τρόπο νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Διότι ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε νὰ βαδίσει μετὰ χαρᾶς στὸ μαρτύριο. Μετὰ δὲ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὶς 14-2-1920 σὲ ἡλικία 66 χρονῶν. Τὰ θαύματά του καὶ μετὰ τὸν θάνατό του εἶναι ἐπίσης πολλά.