Σήμερα 14/2 εορτάζουν:
- Όσιος Αυξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
- Όσιος Μάρων
- Άγιος Νικόλαος ο Τραπεζούντιος
- Όσιος Αβραάμης
- Άγιος Φιλήμων ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Γάζας
- Άγιος Γεώργιος ο Παϊζάνος ο Νεομάρτυρας εκ Μυτιλήνης
- Άγιος Δαμιανός ο μοναχός
- Άγιος Νικόλαος ο Νεομάρτυρας ο εξ Ιχθύος της Κορινθίας
- Όσιος Αυξέντιος ο εν Καρτιλίω ασκήσας
- Οσίος Ιλαρίων ο Ιβηρίτης
- Όσιος Ισαάκιος ο Έγκλειστος ο εκ Ρωσίας
- Άγιος Ουαλεντίνος ο Ιερομάρτυρας
- Άγιοι Πρόκλος, Απολλώνιος και Εφήβιος
- Άγιος Ουαλεντίνος ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Τέρνι
- Άγιος Αγάθωνας ο Ιερομάρτυρας
- Άγιοι Βάσσιος, Αντώνιος και Πρωτόλικος
- Άγιος Άνθιμος ο μάρτυρας ο εν Ρώμη
- Άγιοι Τιτίος, Ιούστος, Χλόη και Κρίσπος
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη (καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία), στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (440) καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Σχολαρίου. Τὸν διέκρινε μεγάλη σωματικὴ δύναμη, εὐπρέπεια ἤθους, ἐπιείκεια, καθὼς καὶ ἄλλες ἀρετές. Ὅμως, ἡ φιλήσυχη διάθεσή του καὶ ὁ πόθος του νὰ καταγίνεται συστηματικότερα μὲ τὶς θρησκευτικὲς καὶ θεολογικὲς μελέτες, τὸν ἔφερε στὶς μοναχικὲς τάξεις. Ἄφησε, λοιπὸν τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ἀντικρινὸ βουνὸ ἑνὸς μικροῦ νησιοῦ καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Ὁ Αὐξέντιος ἀπέκτησε τόση πολλὴ ἐκτίμηση ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν θεολογικῶν του γνώσεων καὶ τὴν μεγάλη του ἀρετή, ὥστε προσεκλήθη σὰν ἁπλὸς μοναχὸς τὸ 451 νὰ παραστεῖ στὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Βέβαια ὁ Αὐξέντιος δὲν ἔμεινε στὴ θεωρία μόνο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ ἦταν καὶ πιστὸς ἐφαρμοστὴς τῆς πίστεως. Διότι, «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχει, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». Ἡ πίστη, δηλαδή, ἂν δὲν ἔχει καρπὸ ἔργα ἀρετῆς, εἶναι ὅλως διόλου ἀπὸ τὴν ῥίζα της νεκρή. Οἱ καθημερινοί, λοιπόν, ἐπισκέπτες του, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν πλούσιοι, τοῦ ἔφερναν ἄφθονα δῶρα καὶ τροφές. Ἐκεῖνος, ὅμως, κρατοῦσε τὰ ἀναγκαῖα. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς, ποὺ ἦταν τακτικοὶ «πελάτες» του. Διότι ἤξεραν ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα του θὰ ἔπαιρναν τροφὴ ψυχῆς καὶ ἀπὸ τὰ χέρια του τροφὴ τοῦ σώματος. Μάλιστα, ὁ μεγάλος σεβασμὸς πρὸς τὸν ὅσιο ἔγινε αἰτία νὰ ἱδρυθεῖ γυναικεῖο μοναστήρι, στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ποὺ ἀσκήτευε. Ὁ θάνατός του, σὲ μεγάλη ἡλικία, ἦταν γαλήνιος θάνατος δικαίου.
Ὁ Ὅσιος Μάρων
Εἶχε στήσει τὸ ἀσκητήριό του στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ τῆς ἐπαρχίας Ἀντιοχείας. Ἀλλ᾿ ἡ θερμὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, τὸν ἔκανε νὰ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὸ ἀσκητήριό του καὶ νὰ περιοδεύει σὲ πόλεις καὶ χωριά, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο. Ἐπίσης ἔδινε παρηγοριὰ καὶ συμβουλές, συμφιλίωνε καὶ συμβίβαζε, ἅρπαζε πολλοὺς ἀπὸ τὶς παγίδες τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ καμίνι τοῦ θυμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἀκολασίας. Καὶ ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὶς πόλεις, ἔρχονταν οἱ πόλεις πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε στὸ ἐρημικὸ ἀσκητήριό του ἀκατάπαυστα ἔρχονταν πυκνὲς ὁμάδες ἀνθρώπων, ποὺ ζητοῦσαν γιατρειὰ στὶς διάφορες ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀσθένειές τους. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς μοναχούς, ὁ Ὅσιος, ἔδειχνε μεγάλο ἐνδιαφέρον. Τοὺς παρακαλοῦσε λοιπὸν καὶ τοὺς ἱκέτευε, νὰ μένουν πιστοὶ στὰ καθήκοντά τους, νὰ εἶναι ὑποδείγματα τῆς πίστης, ζηλευτοὶ τύποι τῆς ἐγκράτειας, φρουροὶ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ θεῖα κάτοπτρα τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς. Σὲ τέτοιες λοιπὸν ἀσχολίες, βρῆκε τὸν Μάρωνα ἡ ἀσθένεια, ποὺ τὸν διαβίβασε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο στὸν ἄλλο, μὲ ἥσυχη τὴν συνείδηση, ὅτι ἔζησε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους του.
Ὁ Ἅγιος Φιλήμονας ἢ Φίλιππος, ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Γάζας
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266. (Ἄλλοι καταγράφουν τὰ δυὸ ὀνόματα σὰν δυὸ ξεχωριστοὺς ἐπισκόπους).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας
Ἕνα μικρό χωριό τῆς Κορινθίας εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ Ἁγίου. Τό χωριό Ἰχθύς, τό ὁποῖο σήμερα ὀνομάζεται Ψάρι. Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Νικόλαος, ἄσημος καί πτωχός, ὅπως ὅλα τά Ἑλληνόπουλα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πού ἡ πατρίδα μας ζοῦσε κάτω ἀπό τή σκληρή τυραννία τοῦ βαρβάρου τούρκου κατακτητῆ. Πλούσιος ὅμως πνευματικῶς, διότι οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἰωάννης καί Καλή, τόν πλούτισαν μέ ὅ,τι πολυτιμότερο καί τιμιώτερο εἶχαν, τήν χριστιανική καί Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀλλά καί γνωστός καί ἀγαπητός ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὡς πατέρας στοργικός παρακολούθησε καί προστάτευσε τή ζωή του καί τόν ὁδήγησε στά μεγάλα καί ὑψηλά. Τόν ἔκανε Ὁμολογητή καί Μάρτυρά του.
Οἱ καλοί γονεῖς του ἔφυγαν γρήγορα ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί ἄφησαν τόν Νικόλαο ὀρφανό σέ ἡλικία μόλις δώδεκα ἐτῶν. Ἀνθρωπίνως ἀπροστάτευτο, ἀλλά μέ ἐφόδια τό ὅσιο παράδειγμά τους, τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καί κυρίως τήν ἐλπίδα στόν Παντοδύναμο Θεό, ὁ ὁποῖος καί ὑποσχέθηκε ὅτι «ὀρφανόν καί χήραν ἀναλήψεται», θά τούς ἀναλάβει ὑπό τήν προστασία του (Ψάλμ. ρμέ΄ 9).
Δυό στοργικοί χωριανοί μέ συμπάθεια πολλή πρός τό ἔξυπνο καί σεμνό ὀρφανό τό πῆραν μαζί τους στή Σηλυβρία τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί τό παρέδωσαν σέ οἰκογένεια πιστή καί ἐνάρετη. Στό νέο αὐτό περιβάλλον ὁ μικρός Νικόλαος ἀναπαύθηκε πλήρως, διότι αἰσθάνθηκε τούς νέους προστάτες του ὡς πραγματικούς γονεῖς του. Καί αὐτοί μέ πολύ ἐνδιαφέρον ἔκαναν τό πᾶν γιά τή χριστιανική ἀνατροφή του καί τήν ἐξέλιξή του στή συνέχεια. Φιλότιμος κι αὐτός ἄρχισε νά ἐργάζεται μέ ζῆλο καί νά προοδεύει συνεχῶς, ἕως ὅτου, τέλειος ἄνδρας πλέον, δημιούργησε τή δική του οἰκογένεια μέ σύζυγο χριστιανή, πιστή καί ἐνάρετη.
Ἡ ἐργατικότητα τοῦ Νικολάου, ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή του, ἡ πιστή καί ἐνάρετη οἰκογένειά του, ἡ τιμιότητα καί ἡ εὐγένειά του εἵλκυσαν τή συμπάθεια καί τήν ἐκτίμηση ὅλων. Ἦταν πλανόδιος παντοπώλης, καί ἔτσι ὅπως περνοῦσε ἀπό τίς γειτονιές, μόλις τόν ἄκουγαν, πολλοί τόν προτιμοῦσαν στίς ἀγορές τους καί ἀπό αὐτούς ἀκόμη τούς Μωαμεθανούς. Αὐτό ἀκριβῶς φθόνησαν οἱ Τοῦρκοι καί κάποτε σοφίσθηκαν ἕνα γνωστό τέχνασμα καί ἀπό ἄλλες περιπτώσεις, γιά νά τόν ἐκδικηθοῦν. Τόν συκοφάντησαν δηλαδή, ὅτι κατηγορεῖ καί βρίζει τή θρησκεία τους καί μάλιστα τόν Μωάμεθ. Ἦταν εὐκαιρία γιά τούς συκοφάντες, διότι ἔπαρχος τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὁ Σινάν, συγγενής τοῦ Σουλτάνου Σουλειμάν τοῦ Α΄, ὁ ὁποῖος ἦταν σκληρός διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Ἔτσι ὁ Νικόλαος γρήγορα βρέθηκε στήν Κωνσταντινούπολη μπροστά στόν βλοσυρό ἔπαρχο συκοφαντημένος καί ἀνυπεράσπιστος. Ὄχι, ἀπήντησε, δέν ἔβρισα ποτέ τόν Μωάμεθ. Βεβαιώνω ὅμως, ὅτι εἶμαι Χριστιανός καί ὅτι μόνο τόν Χριστό ἀναγνωρίζω ἀληθινό Θεό!
Στό ἄκουσμα τῆς θαρραλέας αὐτῆς ὁμολογίας τό συγκεντρωμένο πλῆθος, ἔξαλλο, ἀλάλαζε καί ζητοῦσε ἐπίμονα τόν θάνατο τοῦ Νικολάου. Μπροστά στόν ἔπαρχο, δέσμιος ὁ ὁμολογητής Χριστιανός θυμήθηκε τόν Κύριό του ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, τήν ὥρα πού οἱ μανιασμένοι Ἑβραῖοι φώναζαν τό «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωάν. ιθ΄ 15). Καί μιμητής του Κυρίου του, μέ σθένος χριστιανικό καί μέ συνείδηση ἑλληνική ἐπανέλαβε πολλές φορές τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του.
Ἀλλά καί ἀπέκρουσε μέ σταθερότητα, μέ ἁγία ὑπομονή, τήν ὕπουλη πρόταση νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του γιά νά σώσει τόν ἑαυτό του καί τήν οἰκογένειά του. Τήν πίστη μου στόν Χριστό, φώναξε, θά τήν κρατήσω μέχρι τήν τελευταία μου πνοή, ἔστω κι ἄν μέ βασανίσετε μέ ὁποιονδήποτε τρόπο!
Μέ πολλή παραστατικότητα οἱ βιογράφοι του διηγοῦνται στή συνέχεια τό μαρτύριό του: Μέ βέργες λεπτές τό συγκεντρωμένο πλῆθος ἄρχισε νά κτυπᾶ τό σῶμα του, τό ὁποῖο γρήγορα γέμισε πληγές καί αἵματα. Καί στήν κατάσταση αὐτή τῆς αἱμορραγίας καί τῆς τέλειας ἐξαντλήσεως τόν ἔκλεισαν στή φυλακή γιά νά δοκιμάσουν τήν ἀντοχή του. Κι ὅταν ἀργότερα τόν παρουσίασαν στόν Κριτή, παρά τήν ἐξάντλησή του, αὐτός μέ δυνατή φωνή, μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου του, βεβαίωσε καί πάλι τήν πίστη του καί ἔδωσε τήν ὁμολογία του.
Τότε οἱ δήμιοι προχώρησαν πλέον ἀσυγκράτητοι στό τελικό μαρτύριο. Τοῦ ἔβγαλαν τά ροῦχα, τόν τύλιξαν σέ μιά ψάθα, τοῦ πέρασαν ἁλυσίδα στόν λαιμό, καί, ἔτσι ὅπως ἦταν, τόν ἔσυραν στούς δρόμους γιά νά τόν ἐξευτελίσουν. Τόν ὁδήγησαν μέχρι τόν ἱππόδρομο. Ἐκεῖ ἄναψαν φωτιά καί μέ ἀπάνθρωπη σκληρότητα τόν ἔριξαν μέσα, γιά νά καεῖ ζωντανός. Σέ μία στιγμή ὁ δήμιος τράβηξε μέ τήν ἁλυσίδα τό κεφάλι του ἔξω ἀπό τή φωτιά καί μέ τό μαχαίρι του τό ἔκοψε καί τό πέταξε στή γῆ, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο σῶμα του καιγόταν σάν λαμπάδα. «Ὀσμή εὐωδίας» ἀναδιόταν καί «θυσία εὐάρεστος» προσφερόταν στόν Κύριο, ὁ ὁποῖος τήν ὥρα ἐκείνη (14 Φεβρουαρίου 1554) κατέγραφε τό ὄνομά του, μεταξύ τῶν ψυχῶν «τῶν ἐσφαγμένων διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί διά τήν μαρτυρίαν τοῦ Ἀρνίου» (Ἀποκ. ς΄ 9).
Ἀπό τότε ὁ νεομάρτυς Νικόλαος ἀπό τό Ψάρι τῆς Κορινθίας μένει ὡς παράδειγμα γνησίου Ἕλληνα Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Παράδειγμα ἀνθρώπου, πού αἰσθάνθηκε τήν τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη του, ὡς μεγάλο θησαυρό, ἀνώτερο ἀπό κάθε ἄλλο ἐπίγειο καί παροδικό θησαυρό, τόν ὁποῖο καί κράτησε μέ θυσία κι αὐτῆς ἀκόμη τῆς ζωῆς του. Μεγάλο, φωτεινό καί λαμπρό παράδειγμα, στή σημερινή μάλιστα ἐποχή, πού πολλοί πουλοῦν τήν πίστη αὐτή καί τά ἄλλα ἰδανικά τῆς φυλῆς μας γιά λίγα χρήματα ἤ κάποια θέση ἤ καί γιά νά μή χαρακτηρίζονται ὀπισθοδρομικοί καί καθυστερημένοι! Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε στόν Κύριο καί Θεό μας νά δυναμώνει καί σήμερα τήν πίστη ὅλων μας καί μάλιστα τῶν νέων μας!
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΡΑΑΜΗΣ
Ἄγνωστος εἶναι στοὺς πολλοὺς συγχρόνους Χριστιανούς ὁ Ἅγιος. Μέγας ὅμως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπαναπαυόταν στὴν ὁσιότητα τῆς ψυχῆς καὶ ζωῆς του καὶ εὐλόγησε τὸ πολυσχιδὲς ἱεραποστολικό, ποιμαντικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο του.
Ἔζησε ὁ ὅσιος Ἀβραάμης ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (395-408) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου(*). Γνώρισε ἀπὸ τή μικρή του ἡλικία τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ αὐτὴν ἀνατράφηκε. Συγχρόνως μὲ πλήρη συναίσθηση, ἀπὸ πολὺ νέος στράφηκε στὴν ἄσκησ. ῾Ως ἱερεὺς ζοῦσε κατεξοχὴν πτωχικά, τόσο στὴν τροφή, ὅσο καὶ στήν ἐνδυμασία του. Ὅσα τοῦ περίσσευαν τὰ διέθετε μὲ διάκριση καὶ θεῖο φωτισμὸ σ’ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη. Καὶ τὴν ὑλική αὐτή προσφορά του, τὴν συνδύαζε πάντοτε μὲ τὴν ἱεραποστολήν.
Διηγοῦνται οἱ βιογράφοι του, ὅτι σέ μία πολίχνη τοῦ Λιβάνου δὲν εἶχε ἀκόμη λάμψει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι ζοῦσαν «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ματθ. δ´ 16). Ὁ ῞Οσιος μὲ ζῆλο πολὺ καὶ μὲ ἀγάπη γιά τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔσπευσε ἐπὶ τόπου καὶ μὲ θερμὲς προσευχὲς πρὸς τὸν Σωτῆρα Κύριο ἐρευνοῦσε τοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους μποροῦσε νὰ ἐπιδράσει στοὺς εἰδωλολάτρες. ῞Οταν ὅμως αὐτοὶ πληροφορήθηκαν, ὅτι ὁ ἐπισκέπτης των ἦταν Χριστιανός, καὶ γιὰ ποιό σκοπὸ ἔφθασε μέχρις ἐκεῖ, ἀπαίτησαν καὶ μὲ ἀπειλὲς μάλιστα, νὰ φύγει μακριά τους. Τότε ἐπενέβη ὁ Κύριος καὶ φώτισε τὸν ἄνθρωπό Του. Ὁ ῞Οσιος συνδύασε καὶ ἐδῶ τὴν ἱεραποστολὴ μὲ τὴν φιλανθρωπία.
Συνέβη δηλαδὴ νὰ βρίσκονται τότε στὸν τόπο ἐκεῖνο οἱ κρατικοὶ φοροεισπράκτορες, οἱ ὁποῖοι μὲ τρόπο φορτικὸ ἀπαιτοῦσαν καὶ πίεζαν τοὺς κατοίκους νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀρνοῦνταν, ὁδηγοῦνταν σέ σύγκρουση καὶ τιμωρία. Τότε ἐπενέβη ὁ Ἀβραάμης. Προθυμοποιήθηκε καὶ πλήρωσε ὁ ἴδιος τοὺς φόρους καὶ ἀπάλλαξε τοὺς χωρικοὺς ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίο ποὺ τοὺς πίεζε τόσο πολύ. Συγκινημένοι ἀπὸ τὴν πράξη του αὐτὴ οἱ εἰδωλολάτρες κάτοικοι, μαλακωμένοι στὴν ψυχή, περιέβαλαν τὸ εὐεργέτη τους μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ μὲ αὐθόρμητη εὐγνωμοσύνη. Τὸν παρακάλεσαν ὄχι μόνο νὰ μένει πλέον μαζί των μόνιμα, ἀλλὰ καὶ τὸν βεβαίωσαν ὅτι εἶναι πρόθυμοι νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο του καὶ νὰ ἐφαρμόσουν ὅ,τι ἐκεῖνος θὰ τοὺς ζητοῦσε…
Γεμάτος χαρά ὁ ῞Οσιος καὶ εὐγνωμοσύνη πρός τὸν Θεό, ἀκούραστος διέθεσε ὅλο τὸν χρόνο του νὰ διδάσκει, νὰ κατηχεῖ, νὰ προτρέπει καὶ κατευθύνει. ῞Ολοι οἱ κάτοικοι παρακινούμενοι μεταξύ τους κατηχήθηκαν, βαπτίσθηκαν καὶ γρήγορα ἔκτισαν καὶ Ναὸ χριστιανικό. Εἶχαν μαζί τους ὡς ἱερέα λειτουργὸ καὶ κήρυκα τὸν ῞Οσιο Ἀβραάμη.
Τρία ὁλόκληρα χρόνια ἔμεινε μαζί τους ὁ Ἀβραάμης πατέρας στοργικός, διδάσκαλος μεγάλων καὶ μικρῶν. Θὰ μποροῦσε καὶ αὐτὸς νὰ ἐπαναλάβει τοῦ ἀποστόλου Παύλου τὸν λόγο πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εκκλησίας· «…τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» (Πράξ. κ´ 31).
Μετὰ τὸ τριετὲς αὐτὸ διάστημα τῆς καρποφόρου πνευματικῆς ἐργασίας του καὶ ἀφοῦ ἀσφάλισε χριστιανικῶς τοὺς νεοφωτίστους ἀπὸ κάθε πλευρά, ὁ Ἀβραάμης ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητήριό του. ῎Οχι ὅμως γιὰ πολὺ διάστημα. Ὁ Θεὸς ἀνέθεσε στὸν ἐργάτη του ἄλλη διακονία. Τὸν ἀπέστειλε στὴν πόλη τῶν Καρῶν τῆς Παλαιστίνης, ὅπου δέχθηκε τὸν βαθμὸ τῆς Ἀρχιερωσύνης καὶ ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῶν λίγων Χριστιανῶν. ῞Ομως καὶ ἡ ἐδῶ ἐγκατάστασή του δὲν ἦταν χωρὶς δυσκολίες. Καὶ στὴν πόλη αὐτὴν βρῆκε εἰδωλολατρία μὲ ὅλες τὶς συνέπειες τῆς εἰδωλολατρικῆς ζωῆς. ῞Ομως ἐργάσθηκε μὲ πίστη καὶ ἀγάπη. Μὲ προσευχὴ καὶ λόγο Θεοῦ. Ἔβλεπε κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ, μὲ τὸ δικαίωμα νὰ σωθεῖ ἐν Χριστῷ καὶ νὰ κληρονομήσει Βασιλεία Οὐρανῶν. ῾Ωραῖα τὸ σημειώνει ὁ βιογράφος του· «῾Η περὶ αὐτῶν (τῶν ψυχῶν) μέριμνα ἦτο ἡ χαρά του. Ἀγρυπνῶν δι᾿ αὐτοὺς ἐτέρπετο. ᾿Ετρύφα, ὅταν περιωρίζετο εἰς τὸ ἥμισυ ἐκ τῆς ὀλίγης τροφῆς του, διὰ νὰ δώσει περισσότερον χορτασμὸν εἰς τὸ ὀρφανόν. ῏Ητο πατήρ, ὅστις ἠρέσκετο νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ διὰ τοῦ θανάτου του τὴν εὐημερίαν καὶ τὴν ζωὴν τῶν τέκνων του». Ποῖος δὲν ἀναγνωρίζει καὶ ἐδῶ τὸ ἴδιο φρόνημα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἔγραφε πρὸς τοὺς Κορινθίους· «᾿Εγὼ ἥδιστα δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν…»; Δηλαδή, ἐγὼ σὰν πατέρας σας, ποὺ εἶμαι, μὲ ὅλη μου τὴν εὐχαρίστηση θὰ δαπανήσω γιὰ σᾶς χρήματα, ἀλλὰ καὶ θὰ δαπανηθῶ ὁλόκληρος γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας (Β´ Κορ. ιβ´ 15). Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ἐργασία του εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ποίμνιό του πλήθυνε καὶ καλλιεργοῦνταν πνευματικῶς.
῾Η φήμη του μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἄοκνη καὶ ποικιλόμορφη ἱεραποστολική, ποιμαντικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ δράση, μαζὶ μὲ τὴν ὁσία ζωή του, ἔφθασε μέχρι τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου, ὁ ὁποῖος πόθησε καὶ ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Καὶ ὅταν ὁ Ἀβραάμης ταπεινός, πειθάρχησε στὴν βασιλικὴ ἐπιθυμία, ἡ βασιλικὴ πορφύρα ὑποκλίθηκε ἐνώπιον τῆς ἱερωσύνης τοῦ Ὁσίου καὶ εὐλαβῶς ἀσπάσθηκε τό ἀρχιερατικό του χέρι. Οἱ δύο ἄνδρες συγκινήθηκαν βαθύτατα καὶ δόξασαν τὸν Κύριο γιὰ τὴν γνωριμία ἐκ τοῦ σύνεγγυς καὶ τὸν ἐν Κυρίῳ ἱερὸ ἀσπασμό.
῞Ομως ὁ ῞Οσιος δὲν ἐπέστρεψε στὴν ᾿Επισκοπή του. ᾿Εδῶ στὴν Βασιλεύουσα ἔκλεισε τά μάτια του καὶ ἐν εἰρήνει μετέστη στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἀπὸ τά ἅγια χέρια τοῦ Κυρίου του τὸν στέφανο τῆς δόξης. Τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου ῾Ιεράρχου μεταφέρθηκε στὴν πόλη τῶν Καρῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε μέσα σέ πλῆθος κόσμου μὲ τιμὲς Ὁσίου καὶ Ἁγίου.
Παράδειγμα ἁγίου κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ πίστη καὶ ἀφοσίωση ἐν μέσῳ δυσχερῶν συνθηκῶν ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ψυχῶν καὶ τὴν ἐπέκταση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς ὁ μοναχὸς
Πίστη καί Πατρίδα, ἀγάπη στόν Χριστό καί στήν Ἐλλάδα, εἶναι συνδυασμένα ἁρμονικά στόν τόπο μας. Καί ὅσοι ἀγάπησαν τόν Χριστό, ἀγωνίσθηκαν γιά τήν Πατρίδα, ἐργάσθηκαν γιά τήν ὠφέλειά της, καί πολλοί μαρτύρησαν. Αὐτό ἰδιαιτέρως στήν μακρά περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατά τήν ὁποία κληρικοί καί μοναχοί μέ ἀγῶνες καί θυσίες κράτησαν τό Γένος πιστό στόν Χριστό καί ἑτοίμασαν μέ τόν τρόπο αὐτό τήν ἐλευθερία. Ὁ ὅσιος Δαμιανός εἶναι ἕνας ἀπό τούς ἀγωνιστές αὐτούς καί μάρτυρες.
1. Ἀκατάβλητος ἱεραπόστολος.
Ἀπό τό Ρίχοβο (Μυρίχοβο) τῶν ἔνδοξων καί ἱστορικῶν Ἀγράφων καταγόταν ὁ Ἅγιος. Φύση θρησκευτική, ἔστρεψε τά βλέμματά του κατά τά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας στό Ἅγιο Ὅρος. Ἐκεῖ, σκεπτόταν, θά ἔβρισκε ἡσυχία καί μέσα στήν ἡσυχία πολύτιμες εὐκαιρίες νά λατρεύει ἀνεμπόδιστα τόν Θεό καί νά ἀσκεῖται πνευματικά, ὑπό τήν καθοδήγηση πεπειραμένων γερόντων. Καί τά βρῆκε! Στήν Ἱερά Μονή Φιλόθεου βρῆκε μέ κάθε ἄνεση ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε, καί ἀναπαύθηκε. Ἔγινε μοναχός. Αἰσθάνθηκε ἀγαλλίαση καί ἀσφάλεια μέσα στήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς Μονῆς καί μάλιστα κοντά στόν ἀσκητή Δομέτιο, στόν ὁποῖο καί ὑπάκουε ὡς ὑποτακτικός.
Μετά τήν πάροδο ὅμως τριῶν ἐτῶν ἦλθε νά τόν ἐνοχλήσει ἡ ἔντονη σκέψη: Ἐσύ καλά· οἱ ἄλλοι ὅμως; Παιδιά καί νέοι, οἰκογενειάρχες καί ἐργάτες, ἄνδρες καί γυναῖκες, μέσα στήν κοινωνία, κάτω ἀπό τό πέλμα τοῦ Τούρκου, τί θά γίνουν; Ποιός θά τούς δώσει φῶς, ποιός θά τούς διδάξει τήν ἀλήθεια, ποιός θά τούς φυλάξει ἀπό τήν ὀργή καί τήν ὁρμή τοῦ Ἀγαρηνοῦ; Κι ἔτσι ὅπως αἰσθάνθηκε ὅλα αὐτά ὡς φωνή καί ἐπιταγή Θεοῦ, σπεύδει στόν γέροντά του νά ἐκμυστηρευθεῖ τόν ἐνοχλητικό λογισμό του. Τό συγκινητικό εἶναι ὅτι οἱ γέροντες καί οἱ συνασκητές του, βέβαιοι κι αὐτοί ὅτι πρόκειται γιά ἱερή φωνή τοῦ Θεοῦ, κατευοδώνουν τόν Δαμιανό μέ τίς θερμές εὐχές καί προσευχές τους. Καί ὁ Ὅσιος ἀφήνει τήν ἱερή Μονή τῆς μετανοίας του μέ τήν ἀπόφαση καί τήν διαβεβαίωση πρός τόν γέροντα καί τούς συνασκητές του, ὅτι μέχρι τήν τελευταία του πνοή θά φροντίσει νά συνδυάζει ἱεραποστολική δράση καί μοναστικό φρόνημα.
Φεύγει λοιπόν ὁ Δαμιανός ἀπό τό Ἅγιο Ὅρος καί ἔρχεται στά χωριά τοῦ Ὀλύμπου καί ἀρχίζει τό ἀφυπνιστικό καί ἐνισχυτικό κήρυγμά του. Βρίσκει τούς Χριστιανούς Ἕλληνες ἐγκαταλελειμμένους καί ἀποχρωματισμένους. Ἀγριεμένους μέσα στήν ἄγνοια, τήν κακία καί ἀδικία. Περιοδεύει λοιπόν τά χωριά καί μέ φωνή ἠχηρῆς σάλπιγγος, μέ γλώσσα προφητική καλεῖ σέ μετάνοια, σέ ζωή ἀρετῆς καί δικαιοσύνης, ἀγάπης καί πίστεως. Ζωή θεάρεστη, ὥστε νά ἐπιβλέψει ὁ Θεός καί νά λυτρώσει τό Γένος.
Τότε βεβαίως κινήθηκαν τά λιμνάζοντα νερά. Τό ἔργο τοῦ σατανᾶ ἐμποδίσθηκε. Γι’ αὐτό καί ὕψωσε κεφάλι «ὁ ἀπαίσιος δράκων» καί ἔθεσε σέ ἐνέργεια τό πονηρό σχέδιο τῆς ἀντιδράσεως καί ἐξοντώσεως. Παρακίνησε τά ὑποχείρια ὄργανά του καί συκοφάντησαν τόν ἁγνό μοναχό ἱεραπόστολο ὡς πλάνο καί ἀπατεώνα. Κινήθηκαν μέ κάθε τρόπο νά τόν διώξουν ὡς ἐπικίνδυνο.
Ὁ ὅσιος Δαμιανός στίς συντονισμένες καί σκληρές κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ δέν δείλιασε. Θυμήθηκε τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «ὅταν διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τήν ἄλλην» (Μάτθ. ι΄ 23). Ἔφυγε καί κατέφυγε στά μέρη τοῦ Κισσάβου καί τῆς Λαρίσης, γιά νά συνεχίσει ἐκεῖ μέ τόν ἴδιο πάντοτε ζῆλο τό ἐθνοσωτήριο ἔργο του. Ἀλλά κι ἐκεῖ ὁ ἴδιος διωγμός τοῦ πονηροῦ καί τῶν πονηρῶν. Τί τό παράξενο; Παντοῦ ὁ διάβολος, πονηρός καί ἐφευρετικός, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8). Ἀκατάβλητος ἱεραπόστολος ὁ Ὅσιος φεύγει κι ἀπό ἐκεῖ γιά τά Ἄγραφα.
Κι ἐδῶ ἐργάζεται μέ τό ἴδιο πρόγραμμα. Περιοδεύει, κηρύττει, ἐλέγχει γιά τίς ἀνομίες. Ὅμως καί παρηγορεῖ γιά τή θλίψη, συμβουλεύει γιά τό καλό. Ὅταν κι ἀπό τά Ἀγραφα διώκεται, ἐπανέρχεται στόν Κίσσαβο, μέ ἥσυχη τή συνείδηση ὅτι ἐπιτέλεσε, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατόν, τό καθῆκον του. Κι ἐάν ὁρισμένοι τόν ἔδιωξαν, πόσοι ἄλλοι, πλήθη λαοῦ, συγκινήθηκαν, διαφωτίσθηκαν, ὠφελήθηκαν! Γράφει γιά τόν Ὅσιο ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «Ὁλολαμπής καθάπερ ἥλιος ἐν τῇ Θεσσαλίᾳ ἀνέτειλας καί καταυγάζετω φωτί τοῦ λόγου σου εὐσεβούντων τά πληρώματα ὡς μύστης Χριστοῦ».
Ἔχει πεποίθηση ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τήν νεύση νά ἀφήσει τήν μοναστική ἡσυχία του καί νά ἀναλάβει τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ, Ἐκεῖνος θά δώσει καί τήν καρποφορία τοῦ κηρύγματος στίς ψυχές τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων. Ἐκεῖνος θά φροντίσει καί γιά τή συνέχεια τοῦ ἔργου του. Καί φρόντισε.
2. Μέχρις ἀγχόνης καί πυρός.
Ἔδιωξαν τόν Δαμιανό, τόν ζηλωτή κήρυκα μοναχό. Ὁ σατανάς καί τά ὄργανά του χρησιμοποίησαν κάθε μέσο νά τόν ἐξοντώσουν. Τόν ἀνάγκασαν νά διακόψει τίς περιοδεῖες του. Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ ὅσιος ἱεραπόστολος δέν μένει καί τώρα ἀδρανής. Ἐκλέγει κάποια κατάλληλη τοποθεσία καί πάνω στόν Κίσσαβο ἱδρύει (τό 1550) τήν μικρή Μονή τοῦ τιμίου Προδρόμου. Ἐδῶ μαζί μέ λίγους ἀκόμη μοναχούς δέεται νύχτα καί μέρα καί ἱκετεύει συνεχῶς καί θερμά τόν Θεό γιά τό ὑπόδουλο Γένος τῶν ραγιάδων Ἑλλήνων. Νά τούς διαφυλάξει, νά τούς σώσει!
Ἀλλά δέν ὑπῆρχε ἀμφιβολία. Οἱ Χριστιανοί τῶν γύρω περιοχῶν δέν ἄργησαν νά τό πληροφορηθοῦν. Καί ἄρχισαν τότε μέ πόνο καί πόθο ψυχῆς καί ζῆλο πολύ νά ἀνεβαίνουν πρός τήν μικρή Μονή, γιά νά συναντήσουν τόν ἱεραπόστολο, ὁ ὁποῖος ἐπί τόσα ἔτη μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του καί μέ διωγμούς τούς θέρμανε μέ τά κηρύγματα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Καί τούς δεχόταν ὁ ὅσιος Δαμιανός, ταλαιπωρημένους, σωματικῶς καί ψυχικῶς, ὡς πατέρας φιλόστοργος. Συνομιλοῦσε μαζί τους καί τούς βοηθοῦσε σέ ὅ,τι ὁ καθένας εἶχε ἀνάγκη. Παρηγοροῦσε καί ἐνίσχυε. Θέρμαινε τήν πίστη στόν Θεό, τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα καί τήν ἐλευθερία. Δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἡ Μονή τοῦ τιμίου Προδρόμου μέ κεντρική μορφή τόν ὅσιο Δαμιανό ἀποτέλεσε τό κέντρο τοῦ πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ τῶν γύρω ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Ὡς προδρομική Μονή ἦταν «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», ὅτι ἔρχεται, θά ἀνατείλει ἡ ἡμέρα τῆς ποθητῆς ἐλευθερίας, γιά τήν ὁποία χρειάζονταν κόποι καί θυσίες.
Δέν παρέλειπε ὁ ἱεραπόστολος μοναχός νά ἐπιχειρεῖ κάποτε καί ἱεραποστολικές περιοδεῖες στά γύρω χωριά, μέ προφύλαξη βεβαίως πάντοτε. Ὅμως σέ μία κάθοδό του κατόρθωσαν καί τόν συνέλαβαν. Τό ἐπεδίωκαν ἄλλωστε οἱ Ἀγαρηνοί ἐδῶ καί πολύ καιρό. Καί τώρα, στά τέλη τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1568, τό πέτυχαν. Τόν ὁδηγοῦν δεμένο στόν διοικητή τῆς Λαρίσης μέ σειρά κατηγοριῶν: ὅτι ἐμποδίζει τούς Χριστιανούς νά κάνουν ἀγοραπωλησίες τήν Κυριακή· ὅτι τούς διδάσκει γιά τόν Χριστό· τούς παρακινεῖ νά μείνουν πιστοί στόν Χριστό καί τό Ἔθνος τους ὡς Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι.
Δέν χρειαζόταν περισσότερα. Γνωστή ἄλλωστε ἦταν ἡ δράση τοῦ Δαμιανοῦ στήν περιοχή. Καί τώρα πού εἶναι στά χέρια τους ὁ τολμηρός κήρυκας τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἤ θά τήν ἀρνηθεῖ ἤ γι’ αὐτήν θά βασανισθεῖ φοβερά. Τόν δέρνουν λοιπόν σκληρά μέ ὅση δύναμη διαθέτουν οἱ Τοῦρκοι αἱμοβόροι δήμιοι. Τοῦ περνοῦν βαρειές ἁλυσίδες στόν λαιμό κι ἔτσι ἐξαντλημένο καί σιδηροδέσμιο τόν ρίχνουν στή φυλακή.
Δεκαπέντε μέρες δοκιμάζουν τήν πίστη του. Δεκαπέντε μέρες μέ δελεάσματα καί ἀπειλές προσπαθοῦν νά τόν ἀναγκάσουν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Ὅμως αὐτός, σταθερός καί ἀλύγιστος σάν τόν ἀγαπητό του Ὄλυμπο καί Κίσσαβο, δέν παύει νά ἐλέγχει τήν θρησκεία καί τή διαγωγή τῶν Τούρκων. Ἀλλά καί νά κηρύττει μέσα στή φυλακή, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρ τῶν ψυχῶν καί τῆς Ἑλλάδος.
Ὅταν πλέον, μετά ἀπό δεκαπέντε μέρες, πείσθηκε ὁ Τοῦρκος διοικητής ὅτι δέν πετυχαίνει τίποτε, δίνει διαταγή νά τόν κρεμάσουν καί νά τόν κάψουν. Καί σέρνουν τότε (14 Φεβρουαρίου) τόν Ὅσιο μέχρι τήν ἀγχόνη καί μέ θηριώδη εὐχαρίστηση τόν κρεμοῦν ψηλά σάν πρόβατο. Ἐκεῖ θά πέθαινε ὁ Ἅγιος, ἐάν δέν γινόταν τό ἑξῆς περιστατικό. Ἕνας ἀπό τούς δημίους μέ τό τσεκούρι του, ἀντί νά χτυπήσει τόν Δαμιανό, κατά λάθος κτυπᾶ τό κλωνάρι τοῦ δένδρου πού ἦταν κρεμασμένος. Καί ὁ Ὅσιος πέφτει στή γῆ ἀναίσθητος καί μισοπεθαμένος. Στήν κατάσταση αὐτή πῆραν τήν ἐντολή καί τόν ρίχνουν στή φωτιά νά καεῖ. Καίγεται ὁ Ὅσιος. Καί ἡ λάμψη τῆς φωτιᾶς διασχίζει τίς γύρω περιοχές καί διαλαλεῖ στούς Χριστιανούς τοῦ μεγάλου ἱεραποστόλου καί ἐθναποστόλου τή θυσία γιά τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα. Καί ἡ ὀσμή τῆς θυσίας διασχίζει τούς αἰθέρες καί ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, ὡς ὀσμή εὐωδίας στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, κοντά στόν ὁποῖο δοξάζονται μυριάδες ἄλλοι μάρτυρες καί νεομάρτυρες.
Μήπως ὅμως μετά τήν καύση ἡσυχάζουν οἱ δήμιοι; Μαζεύουν πανικόβλητοι τήν στάχτη τοῦ τιμίου λειψάνου του καί τή ρίχνουν στόν Πηνειό, γιά νά χαθεῖ ἔτσι κάθε ἴχνος τοῦ ἱεραποστόλου μάρτυρος. Ὅμως οἱ Χριστιανοί, ἄν καί δέν βρῆκαν κάτι νά τό ἔχουν ὡς ἱερό κειμήλιο τοῦ εὐεργέτη τους ὁσιομάρτυρα, ἔχουν μαζί τους ἀνεξίτηλη τήν ἱερή μνήμη του, ἀλλά καί τήν εὐχή του.
Ὁ ὅσιος Δαμιανός ἄκουσε τή φωνή τοῦ Θεοῦ, δέχθηκε τήν κλήση του καί ἐπιτέλεσε τό καθῆκον του ὡς γνήσιος Ἕλληνας καί Χριστιανός Ὀρθόδοξος τήν κρίσιμη ἐκείνη περίοδο μέσα σέ κινδύνους καί διωγμούς. Μέχρι τήν ἀγχόνη καί τή φωτιά! Καί τώρα στεφανηφόρος στόν οὐρανό ἄς δέεται στόν Κύριο νά δέχονται πάντοτε οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία κι ἐκεῖνος κήρυξε, καί νά μένουν πιστοί στόν Χριστό, ἑνωμένοι μ’ αὐτόν, ἐλεύθεροι καί εὐτυχεῖς.
Ἀπολυτίκια. Ἦχος δ΄.
Εὔφρανθητι σήμερον ἡ ἐν Κισσάβῳ Μονή, καί Λάρισα σκίρτησον, Δαμιανοῦ ἡ σεπτή,
πανήγυρις πάρεστι· δεῦτε οὖν καί συμφώνως ἐν αὐτῇ τῷ Σωτῆρι, ἄσωμεν ἐν αἰνέσει,
τοῦτον ἀνευφημοῦντες, αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις, ὅπως σωζώμεθα.
Ἦχος α΄.
Τήν πύλην τήν στενήν ὁλοψύχως προκρίνας, ὁδόν τήν τοῦ Χριστοῦ ἠκολούθησας χαίρων
καί πλοῦτον ἐθησαύρισας ἀρετῶν τόν ἀσύλητον. Ὅθεν γέγονας φῶς καί παράδειγμα πᾶσι
καί τήν ἔνδοξον ἐκληρονόμησας πόλιν, πανθαύμαστε ὅσιε.
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Παϊζάνος
Ἦταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ῥάφτης στὸ ἐπάγγελμα καὶ μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη,ἀφοῦ ἔμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη, στὶς 14 Φεβρουαρίου 1693. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Πλαγιὰ τῆς περιφερείας Πλωμαρίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Τραπεζούντιος
Ὁ νέος ὁσιομάρτυρας Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου, καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε καὶ ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του σὲ κάποια μικρὴ κωμόπολη Κατίγογι λεγόμενη, τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας καὶ Ἀμισοῦ. Σὲ ἡλικία 18 χρονῶν μεταμφιέστηκε γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τ᾿ ἀδέλφια του, προκειμένου νὰ πάει σὲ μοναστήρι τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ μοναχικὸς πόθος τὸν ἔκαιγε ὑπερβολικά. Ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε καὶ τ᾿ ἀδέλφια του τὸν πάντρεψαν μὲ τὴν βία. Ἡ γυναῖκα του ὅμως πέθανε καὶ τὸν ἄφησε ἔρημο μὲ δυὸ παιδιά, ποὺ τὸ ἕνα πέθανε κι αὐτό, ἐνῷ τὸ ἄλλο τὸ πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του κάποιος συγγενής του. Ἔτσι, μόνος τώρα, ἐργάστηκε πνευματικὰ σ᾿αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Ἀπὸ τὴν πολλὴ μελέτη, ἔπαθαν ζημιὰ τὰ μάτια του καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμαθε θαυματουργικὰ τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὠφέλησε πολλοὺς πάσχοντες. Ἀργότερα χειροτονήθηκε μοναχὸς καὶ ἀπέκτησε τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ὁ δὲ ἐπίσκοπος Πάφρας Ἀμισοῦ Εὐθύμιος ὁ Ζήλων, διέκρινε τὶς μεγάλες ἀρετὲς τοῦ Νικολάου καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τῶν χωριῶν γύρω ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του. Ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν οἱ μαθητές του γιατί δὲν ἡσυχάζει καθόλου, αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Φοβᾶμαι, παιδιά μου, τὸν λόγο τοῦ Προφήτη, ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου ἀμελῶς». Ποίμανε τὸ ποίμνιό του 4-5 χρόνια, ὥσπου τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι σὰν κακοῦργο. Οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ βρῆκαν τρόπο νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Διότι ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε νὰ βαδίσει μετὰ χαρᾶς στὸ μαρτύριο. Μετὰ δὲ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὶς 14-2-1920 σὲ ἡλικία 66 χρονῶν. Τὰ θαύματά του καὶ μετὰ τὸν θάνατό του εἶναι ἐπίσης πολλά.