Σήμερα 16/2 εορτάζουν:
- Άγιος Πάμφιλος και οι συν αυτώ Μάρτυρες
- Άγιος Φλαβιανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
- Όσιος Μαρουθάς ο επίσκοπος συν των Αγίων Μαρτύρων εν Μαρτυροπόλει
- Όσιος Φλαβιανός
- Άγιος Ρωμανός ο νέος Οσιομάρτυρας
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου «ἐν Κύπρῳ»
- Άγιος Tanco Επίσκοπος Βέρντεν
- Άγιος Μακάριος Μητροπολίτης Μόσχας
- Άγιος Ηλίας ο Ιερομάρτυρας
Οἱ Ἅγιοι Πάμφιλος καί οἱ συν αὐτώ Μάρτυρες
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, ἐνῷ ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τόπους, ἦταν στενώτατα ἑνωμένοι μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἄῤῥηκτος σύνδεσμος ἀγάπης καὶ δίνει ζωὴ σ΄ ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀγωνιζόμενου χριστιανοῦ. Μάλιστα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστι σύνδεσμος τῆς τελειότητας». Δηλαδή, πάνω σ΄ ὅλα αὐτὰ (τὰ καλὰ ἔργα) βάλτε τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι σὰν κρίκος καὶ δένει ὅλες τὶς ἀρετὲς σὲ τέλειο σύνολο. Σὰν ἕνα τέτοιο ἁρμονικὸ σύνολο καὶ οἱ ἐνάρετοι αὐτοὶ ἄνθρωποι ἐργάζονταν στὴν Καισάρεια (τῆς Παλαιστίνης). Ἡ μπόρα, ὅμως, τοῦ διωγμοῦ (290) ἔπληξε καὶ αὐτοὺς καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὸ Χριστό, μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Φιρμιλιανό. Καὶ οἱ μὲν Πάμφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σελεύκιος, Ἠλίας, Ἱερεμίας, Ἡσαΐας, Σαμουὴλ καὶ Δανιήλ, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίζονται ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ὁ δὲ Θεόδουλος πεθαίνει μὲ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ τέλος, ὁ Πορφύριος, ποὺ ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Παμφίλου, καὶ ὁ Ἰουλιανός, ὅταν πῆγαν νὰ παραλάβουν τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων, ὁ ἔπαρχος κατάλαβε ὅτι ἦταν κι αὐτοὶ χριστιανοὶ καὶ διέταξε νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἔτσι, ἑνώθηκαν καὶ αὐτοὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μάρτυρες καὶ προστέθηκαν ὅλοι μαζὶ στὸ χορὸ τῶν γενναίων ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ὁ ἐπίσκοπος συν τῶν Ἀγίων Μαρτύρων εν Μαρτυροπόλει
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς (ποὺ ἦταν ἐπίσκοπος Ταγρίτης στὴ Μεσοποταμία) ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε κάποτε μὲ ἐπίσημη ἐντολὴ στὸ βασιλιὰ τῶν Περσῶν (Ἰσδιγέρθη). Αὐτὸς αἰσθάνθηκε βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ Χριστιανὸ Ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου θαύμασε τὸ ἦθος καὶ τὴν συμπεριφορά. Μάλιστα, ἔμεινε ὑποχρεωμένος ἀπέναντι στὸν Μαρουθᾶ, διότι ὁ Ὅσιος θεράπευσε τὴν βασιλοκόρη, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Τὸν ῥώτησε τότε, ποιὰ χάρη ἤθελε ἀπ΄ αὐτόν. Ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς ἀπάντησε, ὅτι τίποτα ἄλλο δὲν ζητοῦσε παρὰ μόνο νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ κτίσει πόλη, στὴν ὁποία θὰ μεταφέρονταν τὰ λείψανα ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία. Ὁ βασιλιὰς δέχτηκε. Χορήγησε λοιπὸν τὴν ἀπαιτούμενη δαπάνη καὶ ἡ πόλη κτίστηκε, καὶ ὀνομάστηκε Μαρτυρούπολη. Ἡ πόλη αὐτὴ βρίσκεται στὴ Μεγάλη Ἀρμενία πρὸς τὸν Νυμφαῖο ποταμό, ἔγινε μάλιστα μὲ τὸν καιρὸ καὶ ἐπισκοπικὴ ἕδρα. Ἀξιοσημείωτο δὲ εἶναι ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς πέθανε ἀκριβῶς τὴν ἐπέτειο τῆς ἡμέρας, ποὺ εἶχε ἐγκαινιάσει τὴν Μαρτυρούπολη. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς μνήμης του συνεορτάζουμε καὶ τὸ σύνολο ἐκεῖνο τῶν μαρτύρων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ποὺ τὰ λείψανά τους κατέθεσε στὴν πόλη ἐκείνη. (Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ Ὅσιος Μαρουθας, συνέγραψε πολλὰ μαρτύρια τῶν συγχρόνων αὐτοῦ μαρτύρων, στὴ Συριακὴ γλῶσσα, δημοσιευθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀσσαμάνη).
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Διαδέχτηκε τὸν ἐπίσης Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο κατὰ τὸ 447. Σὰν Ἀρχιεπίσκοπος ὁ Φλαβιανὸς καταδίκασε, μὲ τοπικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε τὸ 448, τὴν πλάνη τοῦ ἀρχιμανδρίτου Εὐτυχοῦς, ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο θεία φύση, ἡ ὁποία ἀπεῤῥόφησε ἐντελῶς τὴν ἀνθρώπινη. Συγχρόνως δέ, ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαίρεσε καὶ ἀφόρισε τὸν Εὐτυχή. Ἀλλ΄ ὁ Εὐτυχής, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀναξίου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, κατάφερε νὰ συγκροτηθεῖ, τὸν Αὔγουστο τοῦ 449 στὴνἜφεσο, Σύνοδος ἡ λεγόμενη λῃστρικὴ Σύνοδος. Κατὰ τὴν Σύνοδο αὐτή, ὅλα ἦταν προετοιμασμένα κατὰ τοῦ Φλαβιανοῦ, καὶ μάλιστα, ὄχλος μὲ ἐπικεφαλῆς ἀγρίους μοναχοὺς καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία ἑνὸς ῥασοφόρου τέρατος, τοῦ ἀρχιμανδρίτη Βαρσουμᾶ, εἰσέβαλαν στὴ Σύνοδο καὶ κακοποίησαν βαριὰ τὸν Φλαβιανό, ὁ ὁποῖος μετὰ τρεῖς ἡμέρες πέθανε ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ τοῦ προκάλεσαν οἱ φονεῖς του. Ἀλλὰ μετὰ δυὸ χρόνια, τὸ 451, στὴ Δ΄ Οἰκ. Σύνοδο, ἡ αἵρεση καταδικάσθηκε, ὁ Εὐτυχὴς ἀναθεματίστηκε καὶ ὁ Διόσκορος καθαιρέθηκε. Τὸ δὲ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἄνακομισθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανὸς πῆγε στὴν κορυφὴ ἑνὸς ὄρους, ὅπου ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελλί. Ἐκεῖ μέσα κλείστηκε καὶ πέρασε 60 ὁλόκληρα χρόνια, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, προσευχὴ καὶ χωρὶς νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ κανέναν ἄνθρωπο. Ἀπὸ κάποιο μέρος ἔβγαζε μόνο τὰ χέρια του γιὰ νὰ παραλάβει τὴν τροφή του, ποὺ ἦταν βρεγμένα ὄσπρια μία φορὰ τὴν βδομάδα. Ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα, ποὺ μὲ τὴν προσευχή του, θανάτωσε μεγάλο δράκοντα, ἔδιωξε ἀπὸ κάποιο χωράφι τὶς ἀκρίδες ποὺ θὰ τὸ κατέστρεφαν, ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ κάποιον νέο καὶ τὸν μαστὸ κάποιας γυναίκας θεράπευσε ἀπὸ καρκίνο. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν
μακάρια ψυχή του.
Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Ἠλίας ὁ Ρῶσος
Ἀνάμεσα στοὺς χιλιάδες Ὀρθοδόξους ἱερωμένους ποὺ ἐξοντώθηκαν ἀπὸ τὸ ἀθεϊστικὸ καθεστὼς στὴν ἐποχὴ τοῦ Στάλιν στὴ Ρωσία ἀνήκει καὶ ὁ εὐλαβέστατος ἔγγαμος ἀσκητικὸς ἱερεὺς π. Ἠλίας Νικολάγιεβιτς.
Γεννήθηκε σὲ κάποιο χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὴ Μόσχα. Ἡ φλογερὴ δίψα του γιὰ νὰ γνωρίσει βαθύτερα τὸν Θεὸ τὸν ὤθησε νὰ σπουδάσει τὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Παράλληλα ὅμως ἀγωνιζόταν καὶ γιὰ τὴ μόρφωση τοῦ χαρακτήρα του σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τὸ γάμο του μὲ νέα εὐσεβεστάτη, τὴν Εὐγενία, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος.
Τόσο στὸ μικρὸ ναὸ ἑνὸς πτωχοκομείου, ὅσο καὶ στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Τολματσὲφ στὴ Μόσχα ὁ π.Ἠλίας διακόνησε τὸ ποίμνιό του μὲ πολλὴ αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία. Ἦταν πάντοτε ἀκριβὴς καὶ ἐπιμελὴς στὰ ἱερατικά του καθήκοντα, γλυκὺς καὶ εὐγενὴς στοὺς τρόπους του, συμπαθὴς στοὺς ἁμαρτάνοντες καὶ φιλεύσπλαχνος πατέρας κάθε πονεμένου ἀσθενοῦς ἢ πτωχοῦ. Ἡ ἐνορία τοῦ ἁγίου Νικολάου ἔμοιαζε μὲ ἀνοικτὴ ἀγκαλιὰ μάννας, ὅπου ἔβρισκαν ἀσφάλεια καὶ προστασία χιλιάδες πιστοί!
Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ παρακολουθοῦσαν ἀπὸ καιρὸ μὲ φθόνο καὶ ἐμπάθεια τὴ ζωὴ τοῦ ἐναρέτου ἱερέως π. Ἠλία. Καὶ μεθόδευσαν τὴν ἐξόντωσή του.
Κάποια μέρα τοῦ 1932 ἡ μυστικὴ ἀστυνομία συνέλαβε τὸν δραστήριο καὶ ἀκέραιο ἱερέα καὶ τὸν φυλάκισε χωρὶς καμία αἰτιολογία. Στὴ συνέχεια τὸν ὁδήγησαν σὲ ἐξορία στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸν ποταμὸ Κράσναγια Βίσερα.
Ἡ εἴδηση τῆς συλλήψεως ἦταν γιὰ τὴν πρεσβυτέρα Εὐγενία ὀδυνηρή. Τὴ νύκτα ἐκείνη τὴν πέρασε μόνη της γονατιστὴ στὰ εἰκονίσματα ἱκετεύοντας τὸν Θεὸ νὰ τὴν ἐνδυναμώσει στὸν πικρὸ πειρασμό τους. Σὲ κάποια στιγμὴ ποὺ ἀποκοιμήθηκε αἰσθάνθηκε δίπλα της τὴν Παναγία μας νὰ τὴν γλυκοενισχύει μὲ τὸ λόγο: «Μὴ φοβᾶσαι, Εὐγενία»!
Εἶχαν περάσει δύο χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ π. Ἠλίας ὁ ὁμολογητὴς τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἐξορισθεῖ. Ἡ πρεσβυτέρα του ἀποφάσισε καὶ τόλμησε νὰ ταξιδέψει στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ κοντὰ τὰ νέα του καὶ νὰ ἀλληλοενισχυθοῦν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει τὸ ἀγαπημένο του ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἕνα μικρὸ φιαλίδιο μὲ Ἁγιασμό.
Τὸ Εὐαγγέλιο οἱ φύλακες τὸ ἅρπαξαν ὡς λάφυρο. Γιὰ τὸν ἁγιασμὸ ἀδιαφόρησαν, διότι ἄκουσαν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πρεσβυτέρα ὅτι εἶναι κάτι σὰν φάρμακο!...
Ὁ ἔγκλειστος π. Ἠλίας ἐξουθενωμένος περιέγραψε μὲ ὀδύνη – ὅσο θυμόταν καὶ μποροῦσε – τὸ πικρὸ ποτήριο τῶν βασάνων του, τὶς ταπεινώσεις καὶ ἐξευτελισμοὺς ποὺ ὑπέστη λόγῳ τῆς ἱερατικῆς του ἰδιότητος καὶ ἄλλα. Τὸ πιὸ πικρὸ ὅμως ἦταν γι’ αὐτὸν ὅτι δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ λειτουργεῖ.
Εἶπαν καὶ ἄλλα...
Μὲ ἰδιαίτερη ὀδύνη ἄκουσε ἡ πρεσβυτέρα καὶ γιὰ τὶς ἄθλιες συνθῆκες τῆς ὁδοιπορίας μαζὶ μὲ ἄλλους καταδιωκομένους πρὸς τὸν τόπο τῆς ἐξορίας. Τοὺς εἶχαν ἀναγκάσει ὅλους τότε νὰ περπατοῦν πάνω σὲ στρῶμα χιονιοῦ ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ λιώνει ἐπιφανεια κά. Καθὼς βάδιζαν, ἔσπαζε ἡ λεπτὴ στρώση πάγου καὶ βυθίζονταν μέχρι τὴ μέση στὰ κρύα νερά. Μιὰ νύκτα πέρασαν τελείως νηστικοὶ καὶ παγωμένοι σὲ μιὰ καλύβα. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἐξαντλημένοι εἶχαν πέσει σὲ βαθὺ ὕπνο, ὁ ἱερεὺς μόνος προσευχόταν! Τί προσευχὴ ἦταν αὐτή!... Κραυγὴ ἀγωνίας ἢ παράπονο εὐλαβικό; «Θεέ μου! Κύριέ μου! Μὴ μὲ ἀφήνεις μόνο καὶ ὑποφέρω τόσο πολύ! Ξέρεις πόσο Σὲ ἀγάπησα καὶ πόσο πιστὰ καὶ εὐλαβικὰ Σὲ ὑπηρέτησα στὴν Ἐκκλησία Σου! Πόσες φορὲς λειτούργησα, διάβασα τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο καὶ τοὺς Κανόνες!... Ὑπεραγία Θεοτόκε, Ἅγιε Ἱεράρχα Νικόλαε. Ὅσιε Ἅγιε πάτερ Σεραφείμ. Πάντες Ἅγιοι Θεοῦ, πρεσβεύσατε γιὰ μένα! Γιατί βασανίζομαι τόσο;».
Τὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ ποὺ κλονίστηκε κάπως ἡ πίστη τοῦ πιστοῦ ἱερέως μας θυμᾶται τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μόλις τελείωσε τὴν κραυγή – προσευχή του, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ δέχθηκε ἡ πονεμένη ψυχή του βάλσαμο ἀνείπωτης θείας γαλήνης καὶ εἰρήνης. Μιὰ ὑπερκόσμια παρηγοριὰ τὸν πλημμύρισε, ἐνῶ ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Θεὸ εἶχε γιγαντωθεῖ... Τὸ ἑπόμενο πρωινὸ ἔνιωσε μέσα του τεράστια ψυχικὴ ἀλλαγή, σὰν νὰ εἶχε ἀναγεννηθεῖ.
Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τῆς δυνατῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Θεοῦ τὴν κατέθεσε μὲ ἐμπιστοσύνη ὁ π. Ἠλίας στὴν ἀγαπημένη του πρεσβυτέρα.
Λίγο πρὶν ἀποχωρισθοῦν, τῆς ἐμπιστεύθηκε τὰ τελευταῖα του λόγια: «Ξέρεις, ἡ καρδιά μου φλέγεται ἀπὸ δυνατὴ καὶ καθαρὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό.
Νομίζω ὅτι ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ νιώσω ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο, τίποτε καλύτερο καὶ τίποτε πιὸ θαυμαστὸ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Θὰ ἤθελα νὰ πεθάνω γι’ αὐτόν».
Ἡ πρεσβυτέρα πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ συζύγου της π. Ἠλία καὶ ἀνεχώρησε πανευτυχὴς δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὰ θαύματα τῆς παρουσίας Του. Φθάνοντας στὴ Μόσχα ἦρθε ἡ εἴδηση ὅτι στὸ στρατόπεδο τῆς ἐξορίας ξέσπασε φωτιά. Οἱ φλόγες της εἶχαν τυλίξει 11 Χριστιανοὺς μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα π. Ἠλία. Ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία δεχόταν 11 ἁγίους μάρτυρες καὶ στὸ ἐπουράνιό της θυσι α στήριο ἕναν ἅγιο νεομάρτυρα ἱερέα, γιὰ νὰ συνεχίσει νὰ λατρεύει ἐκεῖ τὸν Θεό. Τώρα ἀνεμπόδιστα καὶ πανευφρόσυνα...
Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἱκεσίες τῶν ἑκατομμυρίων Ρώσων Νεομαρτύρων τῆς Πίστεως ἔφεραν τὴν Ἀνάσταση στὴν αἱματοβαμμένη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Ἂς εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, γιατὶ στὶς μέρες μας φανερώνει τὸν πλοῦτο τοῦ βίου τῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων αὐτῶν συγχρόνων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων. Καὶ ἀπὸ τὴν εὐχαριστία ἂς προχωροῦμε στὴ μελέτη καὶ στὴ μίμηση τῶν ἁγίων αὐτῶν προτύπων μας.