ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (16/2)

Σήμερα 16/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Πάμφιλος και οι συν αυτώ Μάρτυρες
  • Άγιος Φλαβιανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
  • Όσιος Μαρουθάς ο επίσκοπος συν των Αγίων Μαρτύρων εν Μαρτυροπόλει
  • Όσιος Φλαβιανός
  • Άγιος Ρωμανός ο νέος Οσιομάρτυρας
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου «ἐν Κύπρῳ»
  • Άγιος Tanco Επίσκοπος Βέρντεν
  • Άγιος Μακάριος Μητροπολίτης Μόσχας
  • Άγιος Ηλίας ο Ιερομάρτυρας

Οἱ Ἅγιοι Πάμφιλος καί οἱ συν αὐτώ Μάρτυρες

16.-Agios-Pamfilos

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, ἐνῷ ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τόπους, ἦταν στενώτατα ἑνωμένοι μὲ τὸ σύνδεσμο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἄῤῥηκτος σύνδεσμος ἀγάπης καὶ δίνει ζωὴ σ΄ ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀγωνιζόμενου χριστιανοῦ. Μάλιστα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστι σύνδεσμος τῆς τελειότητας». Δηλαδή, πάνω σ΄ ὅλα αὐτὰ (τὰ καλὰ ἔργα) βάλτε τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι σὰν κρίκος καὶ δένει ὅλες τὶς ἀρετὲς σὲ τέλειο σύνολο. Σὰν ἕνα τέτοιο ἁρμονικὸ σύνολο καὶ οἱ ἐνάρετοι αὐτοὶ ἄνθρωποι ἐργάζονταν στὴν Καισάρεια (τῆς Παλαιστίνης). Ἡ μπόρα, ὅμως, τοῦ διωγμοῦ (290) ἔπληξε καὶ αὐτοὺς καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὸ Χριστό, μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Φιρμιλιανό. Καὶ οἱ μὲν Πάμφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σελεύκιος, Ἠλίας, Ἱερεμίας, Ἡσαΐας, Σαμουὴλ καὶ Δανιήλ, μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίζονται ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ὁ δὲ Θεόδουλος πεθαίνει μὲ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ τέλος, ὁ Πορφύριος, ποὺ ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Παμφίλου, καὶ ὁ Ἰουλιανός, ὅταν πῆγαν νὰ παραλάβουν τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων, ὁ ἔπαρχος κατάλαβε ὅτι ἦταν κι αὐτοὶ χριστιανοὶ καὶ διέταξε νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἔτσι, ἑνώθηκαν καὶ αὐτοὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μάρτυρες καὶ προστέθηκαν ὅλοι μαζὶ στὸ χορὸ τῶν γενναίων ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ὁ ἐπίσκοπος συν τῶν Ἀγίων Μαρτύρων εν Μαρτυροπόλει 

Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς (ποὺ ἦταν ἐπίσκοπος Ταγρίτης στὴ Μεσοποταμία) ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε κάποτε μὲ ἐπίσημη ἐντολὴ στὸ βασιλιὰ τῶν Περσῶν (Ἰσδιγέρθη). Αὐτὸς αἰσθάνθηκε βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ Χριστιανὸ Ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου θαύμασε τὸ ἦθος καὶ τὴν συμπεριφορά. Μάλιστα, ἔμεινε ὑποχρεωμένος ἀπέναντι στὸν Μαρουθᾶ, διότι ὁ Ὅσιος θεράπευσε τὴν βασιλοκόρη, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Τὸν ῥώτησε τότε, ποιὰ χάρη ἤθελε ἀπ΄ αὐτόν. Ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς ἀπάντησε, ὅτι τίποτα ἄλλο δὲν ζητοῦσε παρὰ μόνο νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ κτίσει πόλη, στὴν ὁποία θὰ μεταφέρονταν τὰ λείψανα ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία. Ὁ βασιλιὰς δέχτηκε. Χορήγησε λοιπὸν τὴν ἀπαιτούμενη δαπάνη καὶ ἡ πόλη κτίστηκε, καὶ ὀνομάστηκε Μαρτυρούπολη. Ἡ πόλη αὐτὴ βρίσκεται στὴ Μεγάλη Ἀρμενία πρὸς τὸν Νυμφαῖο ποταμό, ἔγινε μάλιστα μὲ τὸν καιρὸ καὶ ἐπισκοπικὴ ἕδρα. Ἀξιοσημείωτο δὲ εἶναι ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς πέθανε ἀκριβῶς τὴν ἐπέτειο τῆς ἡμέρας, ποὺ εἶχε ἐγκαινιάσει τὴν Μαρτυρούπολη. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς μνήμης του συνεορτάζουμε καὶ τὸ σύνολο ἐκεῖνο τῶν μαρτύρων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ποὺ τὰ λείψανά τους κατέθεσε στὴν πόλη ἐκείνη. (Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ Ὅσιος Μαρουθας, συνέγραψε πολλὰ μαρτύρια τῶν συγχρόνων αὐτοῦ μαρτύρων, στὴ Συριακὴ γλῶσσα, δημοσιευθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀσσαμάνη).

Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Διαδέχτηκε τὸν ἐπίσης Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο κατὰ τὸ 447. Σὰν Ἀρχιεπίσκοπος ὁ Φλαβιανὸς καταδίκασε, μὲ τοπικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε τὸ 448, τὴν πλάνη τοῦ ἀρχιμανδρίτου Εὐτυχοῦς, ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο θεία φύση, ἡ ὁποία ἀπεῤῥόφησε ἐντελῶς τὴν ἀνθρώπινη. Συγχρόνως δέ, ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαίρεσε καὶ ἀφόρισε τὸν Εὐτυχή. Ἀλλ΄ ὁ Εὐτυχής, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀναξίου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, κατάφερε νὰ συγκροτηθεῖ, τὸν Αὔγουστο τοῦ 449 στὴνἜφεσο, Σύνοδος ἡ λεγόμενη λῃστρικὴ Σύνοδος. Κατὰ τὴν Σύνοδο αὐτή, ὅλα ἦταν προετοιμασμένα κατὰ τοῦ Φλαβιανοῦ, καὶ μάλιστα, ὄχλος μὲ ἐπικεφαλῆς ἀγρίους μοναχοὺς καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία ἑνὸς ῥασοφόρου τέρατος, τοῦ ἀρχιμανδρίτη Βαρσουμᾶ, εἰσέβαλαν στὴ Σύνοδο καὶ κακοποίησαν βαριὰ τὸν Φλαβιανό, ὁ ὁποῖος μετὰ τρεῖς ἡμέρες πέθανε ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ τοῦ προκάλεσαν οἱ φονεῖς του. Ἀλλὰ μετὰ δυὸ χρόνια, τὸ 451, στὴ Δ΄ Οἰκ. Σύνοδο, ἡ αἵρεση καταδικάσθηκε, ὁ Εὐτυχὴς ἀναθεματίστηκε καὶ ὁ Διόσκορος καθαιρέθηκε. Τὸ δὲ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἄνακομισθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.

Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός

Ὁ Ὅσιος Φλαβιανὸς πῆγε στὴν κορυφὴ ἑνὸς ὄρους, ὅπου ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελλί. Ἐκεῖ μέσα κλείστηκε καὶ πέρασε 60 ὁλόκληρα χρόνια, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, προσευχὴ καὶ χωρὶς νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ κανέναν ἄνθρωπο. Ἀπὸ κάποιο μέρος ἔβγαζε μόνο τὰ χέρια του γιὰ νὰ παραλάβει τὴν τροφή του, ποὺ ἦταν βρεγμένα ὄσπρια μία φορὰ τὴν βδομάδα. Ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα, ποὺ μὲ τὴν προσευχή του, θανάτωσε μεγάλο δράκοντα, ἔδιωξε ἀπὸ κάποιο χωράφι τὶς ἀκρίδες ποὺ θὰ τὸ κατέστρεφαν, ἔβγαλε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ κάποιον νέο καὶ τὸν μαστὸ κάποιας γυναίκας θεράπευσε ἀπὸ καρκίνο. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν
μακάρια ψυχή του.

Ὁ ἅ­γιος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Ἠ­λί­ας ὁ Ρῶ­σος

Ἀ­νά­με­σα στοὺς χι­λιά­δες Ὀρ­θο­δό­ξους ἱ­ε­ρω­μέ­νους ποὺ ἐ­ξον­τώ­θη­καν ἀ­πὸ τὸ ἀ­θε­ϊ­στι­κὸ κα­θε­στὼς στὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Στά­λιν στὴ Ρω­σί­α ἀ­νή­κει καὶ ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος ἔγ­γα­μος ἀσκητικὸς ἱ­ε­ρεὺς π. Ἠ­λί­ας Νι­κο­λά­γι­ε­βιτς.

Γεν­νή­θη­κε σὲ κά­ποι­ο χω­ριὸ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Μό­σχα. Ἡ φλο­γε­ρὴ δί­ψα του γιὰ νὰ γνω­ρί­σει βα­θύ­τε­ρα τὸν Θε­ὸ τὸν ὤ­θη­σε νὰ σπου­δά­σει τὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ γράμ­μα­τα στὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α τῆς Μό­σχας. Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως ἀ­γω­νι­ζό­ταν καὶ γιὰ τὴ μόρ­φω­ση τοῦ χα­ρα­κτή­ρα του σύμ­φω­να μὲ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ.

Με­τὰ τὸ γά­μο του μὲ νέ­α εὐ­σε­βε­στά­τη, τὴν Εὐ­γε­νί­α, χει­ρο­το­νή­θη­κε δι­ά­κο­νος καὶ στὴ συ­νέ­χεια πρε­σβύ­τε­ρος.

Τό­σο στὸ μι­κρὸ να­ὸ ἑ­νὸς πτω­χο­κο­μεί­ου, ὅ­σο καὶ στὴν ἐ­νο­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Τολ­μα­τσὲφ στὴ Μό­σχα ὁ π.Ἠ­λί­ας δι­α­κό­νη­σε τὸ ποί­μνιό του μὲ πολ­λὴ αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ αὐτο­θυ­σί­α. Ἦ­ταν πάν­το­τε ἀ­κρι­βὴς καὶ ἐ­πι­με­λὴς στὰ ἱ­ε­ρα­τι­κά του κα­θή­κον­τα, γλυ­κὺς καὶ εὐ­γε­νὴς στοὺς τρό­πους του, συμ­πα­θὴς στοὺς ἁ­μαρ­τά­νον­τες καὶ φι­λεύ­σπλα­χνος πατέρας κά­θε πο­νε­μέ­νου ἀ­σθε­νοῦς ἢ πτω­χοῦ. Ἡ ἐ­νο­ρί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου ἔ­μοια­ζε μὲ ἀ­νοι­κτὴ ἀγ­κα­λιὰ μάν­νας, ὅ­που ἔ­βρι­σκαν ἀ­σφά­λεια καὶ προ­στα­σί­α χι­λιά­δες πι­στοί!

Οἱ ἐ­χθροὶ τοῦ Χρι­στοῦ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ἀ­πὸ και­ρὸ μὲ φθό­νο καὶ ἐμ­πά­θεια τὴ ζω­ὴ τοῦ ἐ­να­ρέ­του ἱ­ε­ρέ­ως π. Ἠ­λί­α. Καὶ με­θό­δευ­σαν τὴν ἐ­ξόν­τω­σή του.

Κά­ποι­α μέ­ρα τοῦ 1932 ἡ μυ­στι­κὴ ἀ­στυ­νο­μί­α συ­νέ­λα­βε τὸν δρα­στή­ριο καὶ ἀ­κέ­ραι­ο ἱ­ε­ρέ­α καὶ τὸν φυ­λά­κι­σε χω­ρὶς κα­μί­α αἰ­τι­ο­λο­γί­α. Στὴ συ­νέ­χεια τὸν ὁ­δή­γη­σαν σὲ ἐ­ξο­ρί­α στὴν περι­ο­χὴ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν πο­τα­μὸ Κράσ­να­για Βί­σε­ρα.

Ἡ εἴ­δη­ση τῆς συλ­λή­ψε­ως ἦ­ταν γιὰ τὴν πρε­σβυ­τέ­ρα Εὐ­γε­νί­α ὀ­δυ­νη­ρή. Τὴ νύ­κτα ἐ­κεί­νη τὴν πέ­ρα­σε μό­νη της γο­να­τι­στὴ στὰ εἰ­κο­νί­σμα­τα ἱ­κε­τεύ­ον­τας τὸν Θε­ὸ νὰ τὴν ἐν­δυ­να­μώ­σει στὸν πι­κρὸ πει­ρα­σμό τους. Σὲ κά­ποι­α στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε αἰ­σθάν­θη­κε δί­πλα της τὴν Πα­να­γί­α μας νὰ τὴν γλυ­κο­ε­νι­σχύ­ει μὲ τὸ λό­γο: «Μὴ φο­βᾶ­σαι, Εὐ­γε­νί­α»!

Εἶ­χαν πε­ρά­σει δύ­ο χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ὁ π. Ἠ­λί­ας ὁ ὁ­μο­λο­γη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­χε ἐ­ξο­ρι­σθεῖ. Ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα του ἀ­πο­φά­σι­σε καὶ τόλ­μη­σε νὰ τα­ξι­δέ­ψει στὸν τό­πο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας του γιὰ νὰ μά­θει ἀ­πὸ κον­τὰ τὰ νέ­α του καὶ νὰ ἀλ­λη­λο­ε­νι­σχυ­θοῦν. Ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ ἕ­να μι­κρὸ φι­α­λί­διο μὲ Ἁ­για­σμό.

Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο οἱ φύ­λα­κες τὸ ἅρ­πα­ξαν ὡς λά­φυ­ρο. Γιὰ τὸν ἁ­για­σμὸ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν, δι­ό­τι ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν πρε­σβυ­τέ­ρα ὅ­τι εἶ­ναι κά­τι σὰν φάρ­μα­κο!­.­..

Ὁ ἔγ­κλει­στος π. Ἠ­λί­ας ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νος πε­ρι­έ­γρα­ψε μὲ ὀ­δύ­νη – ὅ­σο θυ­μό­ταν καὶ μπο­ροῦ­σε – τὸ πι­κρὸ πο­τή­ριο τῶν βα­σά­νων του, τὶς τα­πει­νώ­σεις καὶ ἐ­ξευ­τε­λι­σμοὺς ποὺ ὑπέστη λό­γῳ τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς του ἰ­δι­ό­τη­τος καὶ ἄλ­λα. Τὸ πιὸ πι­κρὸ ὅ­μως ἦ­ταν γι’ αὐ­τὸν ὅ­τι δὲν τοῦ ἐ­πέ­τρε­παν νὰ λει­τουρ­γεῖ.

Εἶ­παν καὶ ἄλ­λα.­..

Μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρη ὀ­δύ­νη ἄ­κου­σε ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα καὶ γιὰ τὶς ἄ­θλι­ες συν­θῆ­κες τῆς ὁ­δοι­πο­ρί­ας μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους κα­τα­δι­ω­κο­μέ­νους πρὸς τὸν τό­πο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας. Τοὺς εἶ­χαν ἀ­ναγ­κά­σει ὅ­λους τό­τε νὰ περ­πα­τοῦν πά­νω σὲ στρῶ­μα χι­ο­νιοῦ ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ λι­ώ­νει ἐ­πι­φα­νεια κά. Κα­θὼς βά­δι­ζαν, ἔ­σπα­ζε ἡ λε­πτὴ στρώ­ση πά­γου καὶ βυ­θί­ζον­ταν μέ­χρι τὴ μέ­ση στὰ κρύα νε­ρά. Μιὰ νύ­κτα πέ­ρα­σαν τε­λεί­ως νη­στι­κοὶ καὶ πα­γω­μέ­νοι σὲ μιὰ κα­λύ­βα. Καὶ τὴν ὥ­ρα ποὺ ὅ­λοι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νοι εἶ­χαν πέ­σει σὲ βα­θὺ ὕ­πνο, ὁ ἱ­ε­ρεὺς μό­νος προ­σευ­χό­ταν! Τί προσευ­χὴ ἦ­ταν αὐ­τή!­.­.. Κραυ­γὴ ἀ­γω­νί­ας ἢ πα­ρά­πο­νο εὐ­λα­βι­κό; «Θε­έ μου! Κύ­ρι­έ μου! Μὴ μὲ ἀ­φή­νεις μό­νο καὶ ὑ­πο­φέ­ρω τό­σο πο­λύ! Ξέ­ρεις πό­σο Σὲ ἀ­γά­πη­σα καὶ πό­σο πι­στὰ καὶ εὐ­λα­βι­κὰ Σὲ ὑ­πη­ρέ­τη­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Σου! Πό­σες φο­ρὲς λει­τούρ­γη­σα, δι­ά­βα­σα τὸν Ἀ­κά­θι­στο Ὕ­μνο καὶ τοὺς Κα­νό­νες!­.­.. Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κε, Ἅ­γι­ε Ἱ­ε­ράρ­χα Νι­κό­λα­ε. Ὅ­σι­ε Ἅ­γι­ε πά­τερ Σε­ρα­φείμ. Πάν­τες Ἅ­γιοι Θε­οῦ, πρε­σβεύ­σα­τε γιὰ μέ­να! Για­τί βα­σα­νί­ζο­μαι τό­σο;­».

Τὴν κρί­σι­μη αὐ­τὴ στιγ­μὴ ποὺ κλο­νί­στη­κε κά­πως ἡ πί­στη τοῦ πι­στοῦ ἱ­ε­ρέ­ως μας θυ­μᾶ­ται τὸ θαῦ­μα τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Μό­λις τε­λεί­ω­σε τὴν κραυ­γή – προ­σευ­χή του, ἄ­νοι­ξαν οἱ οὐ­ρα­νοὶ καὶ δέ­χθη­κε ἡ πο­νε­μέ­νη ψυ­χή του βάλ­σα­μο ἀ­νεί­πω­της θεί­ας γα­λή­νης καὶ εἰ­ρή­νης. Μιὰ ὑ­περ­κό­σμια πα­ρη­γο­ριὰ τὸν πλημ­μύ­ρι­σε, ἐ­νῶ ἡ φλό­γα τῆς ἀ­γά­πης του πρὸς τὸν Θε­ὸ εἶ­χε γι­γαν­τω­θεῖ.­.. Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ι­νὸ ἔ­νι­ω­σε μέ­σα του τε­ρά­στια ψυ­χι­κὴ ἀλ­λα­γή, σὰν νὰ εἶ­χε ἀ­να­γεν­νη­θεῖ.

Αὐ­τὴ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς δυ­να­τῆς προ­σευ­χῆς καὶ τῆς ἀ­παν­τή­σε­ως τοῦ Θε­οῦ τὴν κα­τέ­θε­σε μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ὁ π. Ἠ­λί­ας στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του πρε­σβυ­τέ­ρα.

Λί­γο πρὶν ἀ­πο­χω­ρι­σθοῦν, τῆς ἐμ­πι­στεύ­θη­κε τὰ τε­λευ­ταῖ­α του λό­για: «Ξέ­ρεις, ἡ καρ­διά μου φλέ­γε­ται ἀ­πὸ δυ­να­τὴ καὶ κα­θα­ρὴ ἀ­γά­πη γιὰ τὸν Χρι­στό.

Νο­μί­ζω ὅ­τι ἦρ­θα ἐ­δῶ γιὰ νὰ νι­ώ­σω ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε ἀ­νώ­τε­ρο, τί­πο­τε κα­λύ­τε­ρο καὶ τί­πο­τε πιὸ θαυ­μα­στὸ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Θὰ ἤ­θε­λα νὰ πε­θά­νω γι’ αὐ­τόν».

Ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα πῆ­ρε τὴν εὐ­χὴ τοῦ συ­ζύ­γου της π. Ἠ­λί­α καὶ ἀ­νε­χώ­ρη­σε πα­νευ­τυ­χὴς δο­ξά­ζον­τας τὸν Θε­ὸ γιὰ τὰ θαύ­μα­τα τῆς πα­ρου­σί­ας Του. Φθά­νον­τας στὴ Μό­σχα ἦρ­θε ἡ εἴδη­ση ὅ­τι στὸ στρα­τό­πε­δο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας ξέ­σπα­σε φω­τιά. Οἱ φλό­γες της εἶ­χαν τυ­λί­ξει 11 Χρι­στια­νοὺς μα­ζὶ μὲ τὸν ἱ­ε­ρέ­α π. Ἠ­λί­α. Ἡ θρι­αμ­βεύ­ου­σα Ἐκ­κλη­σί­α δε­χό­ταν 11 ἁ­γί­ους μάρ­τυ­ρες καὶ στὸ ἐ­που­ρά­νιό της θυ­σι α στή­ριο ἕ­ναν ἅ­γιο νε­ο­μάρ­τυ­ρα ἱ­ε­ρέ­α, γιὰ νὰ συ­νε­χί­σει νὰ λα­τρεύ­ει ἐ­κεῖ τὸν Θε­ό. Τώ­ρα ἀ­νεμ­πό­δι­στα καὶ πα­νευ­φρό­συ­να.­..

Πι­στεύ­ου­με ὅ­τι οἱ ἱ­κε­σί­ες τῶν ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων Ρώ­σων Νε­ο­μαρ­τύ­ρων τῆς Πί­στε­ως ἔ­φε­ραν τὴν Ἀ­νά­στα­ση στὴν αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρω­σί­ας.

Ἂς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Θε­ό, για­τὶ στὶς μέ­ρες μας φα­νε­ρώ­νει τὸν πλοῦ­το τοῦ βί­ου τῶν γνω­στῶν καὶ ἀ­γνώ­στων αὐ­τῶν συγ­χρό­νων Ἁ­γί­ων καὶ Μαρ­τύ­ρων. Καὶ ἀπὸ τὴν εὐχαριστία ἂς προχωροῦμε στὴ μελέτη καὶ στὴ μίμηση τῶν ἁγίων αὐτῶν προτύπων μας.