Σήμερα 17/2 εορτάζουν:
- Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων
- Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία οι βασιλείς
- Αγία Μαριάμνη η Ισαπόστολος αδελφή του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου
- Άγιος Αυξίβιος Επίσκοπος Σόλων Κύπρου
- Όσιος Θεοστήρικτος
- Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του Αγίου Μηνά του Καλλικέλαδου
- Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας ο Βυζαντινός
- Άγιος Μιχαήλ ο Μαυροειδής από την Αδριανούπολη
- Άγιος Ερμογένης ο Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας
- Άγιοι Ρωμύλος, Σεκουνδιανός και Δονάτος
- Άγιος Θεόδουλος
- Όσιος Θεόδωρος ο Σιωπηλός
- Όσιος Ρωμανός ο εκ Τυρνόβου
- Όσιος Βαρνάβας της Γεθσημανή
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων
Τήρων σημαίνει νεοσύλλεκτος. σ᾿ αὐτὸ τὸ στράτευμα κατετάγη καὶ ὁ Θεόδωρος. Ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀμάσειας στὴ Μαύρη Θάλασσα, Χουμιαλῶν λεγόμενο. Κατὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀναγκάζεται νὰ φύγει ἀπὸ τὸ στράτευμα, διότι ἦταν χριστιανός. Πηγαίνει στὴν πόλη Εὔχαιτα. Ἐκεῖ στὸ πυκνὸ δάσος, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη, εἶχε τὴν φωλιά του πελώριος καὶ φοβερὸς δράκος, ποὺ ἔκανε ἀπλησίαστο τὸ δάσος καὶ ἦταν πραγματικὴ μάστιγα γιὰ τὴν περιοχή. Τότε ὁ Θεόδωρος, μὲ τὴν τόλμη καὶ τὴν σωματικὴ δύναμη ποὺ τὸν διέκρινε, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστὸ ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει, εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ δάσους. Συναντάει τὸ δράκοντα, τὸν σκοτώνει καὶ ἀπαλλάσσει τὴν πόλη ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ φόβητρο. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Θεόδωρος μαθαίνει ὅτι συστρατιῶτες του χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ χάνουν τὸ θάῤῥος τους καί, προκειμένου νὰ πεθάνουν, πολλοὶ θυσίαζαν στὰ εἴδωλα. Ἀποφασίζει, λοιπόν, καὶ ἐπιστρέφει στὸ τάγμα του. Ἀγανακτεῖ ὅταν βλέπει τὰ βασανιστήρια τῶν χριστιανῶν καὶ μία νύκτα καίει ἕνα ξύλινο εἴδωλο τῆς θεᾶς Ῥέας. Ἔπειτα, φανερὰ πλέον, ἐνθαῤῥύνει τοὺς συστρατιῶτες του μὲ τὰ λόγια του Ἀπόστολος Παύλου: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδή, μένετε στερεοὶ καὶ ὄρθιοι στὴν πίστη. Ἀγωνιστεῖτε σὰν ἄνδρες γενναῖοι. Πᾶρτε δύναμη καὶ θάῤῥος, ποὺ προσφέρει ὁ μεγαλοδύναμος Θεός μας. Βέβαια, παράδειγμα ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος, ὅταν μὲ καρτερία καὶ ψυχικὴ εὐφροσύνη ἀντιμετώπισε τὸ μαρτυρικό του θάνατο, μέσα σὲ πυρακτωμένο καμίνι.
Ἡ Ἁγία Μαριάμνη, ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου
Χριστιανὴ καὶ αὐτή, εἶχε τὸν ἴδιο θεῖο ζῆλο μὲ τὸν ἀδελφό της. Φλεγόμενη ἀπὸ τὸν πόθο τῆς εὐρύτερης διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς σωτηρίας περισσότερων ψυχῶν, ἀκολούθησε ἐκεῖνον σὲ πολλὲς περιοδεῖες του βοηθῶντας τον στὸ φωτιστικὸ ἔργο του καὶ συμμεριζόμενη τοὺς κινδύνους του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της, ἀπτόητη ἡ Μαριάμνη ἐξακολούθησε τὴν ἀποστολική της ὑπηρεσία. Πρὸ πάντων ἔδρασε στὴν Λυκαονία, ὅπου τὰ κηρύγματά της καὶ οἱ ἰδιαίτερες προσπάθειές της, ἔφεραν πολλὲς ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τὸ τέλος τῆς ὑπῆρξε ἥσυχο, ἡσυχότερη δὲ ἡ εὐσεβὴς συνείδησή της.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος
Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν ποὺ γιορτάζουμε στὶς 10 Νεομβρίου. Ἀπὸ ἕνα Ἐξαποστειλάριο, ποὺ περισώθηκε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 976, μαθαίνουμε ὅτι ἔζησε τὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, σημειώνεται ὅτι πέθανε εἰρηνικά.
Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικελάδου
Ὁ ἅγιος μάρτυρας Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιμίνου (307-311). Στὰ χρόνια δὲ τοῦ φιλοχρίστου βασιλιᾶ Βασιλείου, φάνηκε τὴν νύκτα σὲ κάποιον ἄνθρωπο ὀνομαζόμενο Φιλομμάτη, ποὺ ἦταν στὴ στρατιωτικὴ σχολὴ τῶν Ἰκανάτων (Τὰ Ἰκανάτα ἦταν ἐκλεκτὸ σῶμα τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς τοῦ Βυζαντίου, διοικούμενο ἀπὸ ἄνδρες τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης τοῦ αὐτοκράτορα). Καὶ λέει σ᾿ αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μηνᾶς ὁ Καλλικέλαδος καὶ κρύβεται κάτω στὴ γῆ στὸ μέρος τοῦ γιαλοῦ, ὅπου εἶναι ἡ ἀκρόπολη. Ἔδειχνε μάλιστα μὲ τὸ δάκτυλό του καὶ τὸν τόπο. Ὁ Φιλομμάτης τότε σηκώθηκε πολὺ πρωὶ καὶ εἶπε τὴν ὀπτασία του μὲ λεπτομέρεια στὸν φίλο του Μαρκιανὸ τὸν νουμέριο. Ἐκεῖνος μὲ τὴν σειρά του τὸ εἶπε στὸν βασιλιὰ καὶ ἀμέσως ἐστάλησαν στρατιῶτες στὸν τόπο αὐτό, ὅπου ἔσκαψαν καὶ βρῆκαν σιδερένια θήκη, ποὺ μέσα ἦταν τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν ἦταν χαραγμένα γράμματα, ποὺ φανέρωναν τὴν χρονολογία ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο. Τετρακόσια χρόνια, ὑπολόγισαν, ὅτι εἶχαν περάσει ἀπὸ τότε. Ὁπότε ὅλο τὸ πλῆθος εὐχαρίστησε καὶ δόξασε τὸν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία οἱ Βασιλεῖς
Ἡ Πουλχερία γεννήθηκε 19 Ἰανουαρίου καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Βασιλιᾶ Ἀρκαδίου καὶ ἐγγονὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Μαρκιανὸς παντρεύτηκε τὴν Πουλχερία, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο τὸν Β´, τὴν 25η Αὐγούστου τοῦ 450. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβέστατος – καταγόταν ἀπὸ τὴν Θρᾴκη – καὶ ἔγινε μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του Πουλχερία, θερμὸς προστάτης τῆς Ἐκκλησίας. Συνεκάλεσε μάλιστα, τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα, στὴν ὁποία καὶ προήδρευσε μαζὶ μὲ τὴν Πουλχερία. Ἔτσι συνετέλεσε στὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, καταδικάζοντας τοὺς αἱρετικοὺς Εὐτυχὴ καὶ Διόσκορο, τῶν ὁποίων τὶς πλάνες ἀναφέραμε στὴ βιογραφία του Ἁγίου Φλαβιανοῦ (16 Φεβρουαρίου). Ἡ Πουλχερία πέθανε σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν τὴν 10η Σεπτεμβρίου τοῦ 453, ὁ δὲ Μαρκιανὸς τὸ 457. Ἔφυγαν δὲ καὶ οἱ δυό, μὲ τὴν συνείδηση ἀναπαυμένη, ὅτι ξεπλήρωσαν μὲ τὸν ἱερώτερο τρόπο τὰ βασιλικά τους καθήκοντα, τόσο πρὸς τὸ κράτος, ὅσο καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὁ θάνατός τους προκάλεσε μεγάλο πένθος, καὶ εἰλικρινῆ δάκρυα ἔτρεξαν στὶς κηδεῖες τους.
Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος (ἢ κατ᾿ ἄλλους Εὐξίφιος) ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου
Ἔζησε στὰ ἀποστολικὰ χρόνια. Γιὸς πλούσιας εἰδωλολατρικῆς οἰκογένειας τῆς Ῥώμης, εἶχε γνωρισθεῖ μὲ χριστιανοὺς τῆς Ῥώμης, ποὺ τὸν κατηχοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν μὲ εἰδωλολάτρισσα, ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ πῆγε στὴν Κύπρο. Ἐκεῖ βρισκόταν τότε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας καὶ ὁ νεαρὸς τότε Μᾶρκος, ὁ μετέπειτα Εὐαγγελιστής, ποὺ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Αὐξίβιος παρακολούθησε τὰ κηρύγματά του καὶ βαπτίστηκε. Ἔγινε μάλιστα Ἱερέας τοῦ Σόλους τῆς Κύπρου (πόλη ἀρχαία της Κύπρου, ὁμώνυμη ὑπῆρχε στὴν Κιλικία), ὅπου ἐργάστηκε μὲ πολὺ ἀποστολικὸ ζῆλο. Σὲ κάποια μάλιστα δημόσια διδασκαλία του, συναντήθηκε μὲ τὸν ἀδελφό του Θεμισταγόρα καὶ τὴν γυναῖκα του, ποὺ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ῥώμη τὸν χριστιανισμὸ καὶ ἦλθαν νὰ τὸν συναντήσουν. Ἡ χαρὰ ἦταν μεγάλη. Ἀφοῦ τοὺς κατήχησε μὲ μεγάλη ἀκρίβεια, τοὺς ἔκανε ἀχώριστους συνεργάτες του στὴν εὐαγγελική του ἀποστολή. Καρπὸς τῆς συνεργασίας αὐτῆς ἦταν ἡ θαυμάσια διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου σ᾿ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα τῶν Σόλων.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νέος ἡ Βυζάντιος
Τήν ἡμέρα πού ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, τήν ἴδια ἡμέρα, σέ ἄλλη ἐποχή, στά ἀγωνιστικά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ἕνας ἄλλος Θεόδωρος μαρτύρησε γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος.
1. Πτώση καί μετάνοια.
Βυζάντιος ὀνομάσθηκε, διότι καταγόταν ἀπό τό Νεοχώριο τοῦ Βυζαντίου (Κωνσταντινουπόλεως). Ἐκεῖ γεννήθηκε τό 1774 καί ἀνατράφηκε ἀπό τούς πιστούς γονεῖς του, Χατζηαναστάσιο καί Σμαράγδα. Ἀπό νωρίς παρουσιάσθηκε τό ἰδιαίτερο χάρισμα, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Θεόδωρο, τό τάλαντο τῆς ζωγραφικῆς. Κι ὅταν ὁ δάσκαλός του διαπίστωσε τό σπάνιο αὐτό ταλέντο, δέν δίστασε νά τόν πάρει μαζί του μικρό παιδί ἀκόμη στά ἀνάκτορα τοῦ Σουλτάνου, τότε πού ἐκλεκτοί ζωγράφοι τά ἀνακαίνιζαν καί τά ἐξωράϊζαν.
Καί ὁ φτωχός Θεόδωρος βρέθηκε τότε μέσα στόν πλούτο καί τή λάμψη τῶν σουλτανικῶν ἀνακτόρων, ἀνάμεσα σέ ἀγάδες καί βεζύρηδες, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἀγέρωχη ἀναστροφή τους, μέ τά πολύχρωμα ροῦχα τους καί τίς γοῦνες τους ἐντυπωσίασαν τό μικρό Ἑλληνόπουλο. Δέν ἦταν ὅμως μόνον αὐτά. Ὅλοι αὐτοί, μεγιστάνες καί ἄρχοντες, τεχνίτες καί ἐργάτες, ὅταν εἶδαν τή σεμνότητα, ἀλλά καί τήν πτωχεία τοῦ μικροῦ Χριστιανοῦ ζωγράφου, πῆραν ἀπόφαση ὅλοι μαζί νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν. Ἄλλωστε τό ὅλο τουρκικό τρυφηλό περιβάλλον ἦταν εὐνοϊκό γιά τό σκοπό τους.
Μέ λόγια λοιπόν παραπλανητικά, πού πολλοί, ἐπί πολύ χρόνο, τόν βομβάρδιζαν, μέ δῶρα διάφορα καί ὑπερβολικές ὑποσχέσεις κατόρθωσαν νά ἐπηρεάσουν τόν ἄπειρο φτωχό ἔφηβο καί νά τόν τουρκέψουν. Πράγμα καθόλου ἐκπληκτικό, ἐφόσον πάντοτε καί παντοῦ τέτοιου εἴδους δελεαστικά καί πονηρά περιβάλλοντα, ἐπηρεάζουν καί μεταβάλλουν πάρα πολλούς. Καί γέμισαν τότε τά χέρια τοῦ Θεοδώρου μέ γρόσια πολλά, τόν ἔντυσαν μέ ροῦχα φανταχτερά καί γοῦνες καί τοῦ ἔδωσαν τό νέο του ὄνομα: Ἀπδούλ Ραχμάν.
Ὅμως, παρόλα αὐτά, μέσα στήν ψυχή τοῦ Θεοδώρου ὑπῆρχε ριζωμένη ἀπό τούς γονεῖς του καί διατηροῦνταν ἡ ἀγαθή διάθεση, ἡ ἀθωότητα, ἡ πίστη στόν Χριστό. Καί αὐτά εἶδε ὁ Θεός καί δέν τόν ἐγκατέλειψε. Χρησιμοποίησε ἠχηρή φωνή, ἀφυπνιστική, γιά νά τόν κάνει νά ἀνανήψει. Καί ἡ φωνή αὐτή ἦταν ἡ θλίψη. Συγκεκριμένα, τρία ἔτη μετά τήν ἀλλαξοπιστία του, εἶχε ἐνσκήψει στήν περιοχή φοβερή ἀσθένεια, ἡ πανώλης (πανούκλα), καί θέριζε πλήθη. Ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου συγκλονίσθηκε ὁ Θεόδωρος. Τότε κατανόησε τό βαρύ σφάλμα του. Συνετρίβη, μετανόησε καί ἔχυνε δάκρυα συνεχῶς τό πτωχό Ἑλληνόπουλο.
Ἐφηβικά δάκρυα συντριβῆς, πού ἀνέβηκαν στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς μετάνοια εἰλικρινής καί προσευχή ἐγκάρδια. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν βοήθησε νά πετύχει τό σχέδιο πού εἶχε καταστρώσει. Ἐπικαλέσθηκε ὁ Θεόδωρος τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί μία νύκτα, κρυφά, διέφυγε τούς φρουρούς τῶν ἀνακτόρων, ἄλλαξε ἔξω τά ροῦχα του μέ φτωχικά τοῦ ραγιᾶ καί ἀπομακρύνθηκε. Ἀπαρνήθηκε ἀνάκτορα, πλούτη, καλοζωΐα. Μιμήθηκε σ’ αὐτό τόν Μωϋσῆ, πού κι ἐκεῖνος ἔφυγε ἀπό τά ἀνάκτορα τοῦ Φαραώ, «μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν» (Εβρ. ια΄ 25).
Μ’ ἕνα καράβι ἔφυγε γρήγορα ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἦλθε στή Χίο. Ἡ πρώτη του μέριμνα εἶναι νά ἀναζητήσει καί νά βρεῖ πνευματικό. Κι ἀνοίγει τότε τήν καρδιά του τό μετανοημένο Χριστιανόπουλο καί ἐξομολογείται μέ λυγμούς τό μεγάλο του κρίμα. Ζητᾶ ἀπό τόν Θεό συγχώρηση καί ἀποκατάσταση στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ διακριτικός πνευματικός, ἀφοῦ πείσθηκε γιά τήν εἰλικρίνεια τοῦ Θεοδώρου, ἀνοίγει κι αὐτός τήν ἀγκαλιά του ὡς ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ καί δέχεται τόν μετανοημένο νέο μέ ἐπιείκεια καί σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ.
Ἐκεῖ πλέον ἔμεινε ὁ Θεόδωρος. Ἀναπαύθηκε ἡ νεανική του ψυχή. Ἀνακουφίσθηκε. Βάρος ὁλόκληρο ἔφυγε ἀπό μέσα του. Τώρα χαίρεται τήν ἐλευθερία «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Ἔμεινε ἐκεῖ καί ἀφοσιώθηκε στήν προσευχή καί τή μελέτη, μάλιστα τῆς ζωῆς τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας. Μελετοῦσε μαρτυρολόγια καί συγκινοῦνταν ἡ ψυχή του καί μακάριζε τούς Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι περιφρόνησαν κόσμο καί τιμές, πλούτη καί ὑποσχέσεις, ἔμειναν σταθεροί στήν πίστη τους μέχρι θανάτου καί ἔλαβαν τόν στέφανο τῆς δόξας.
Προτοῦ προχωρήσουμε στήν ἱστορία τοῦ μικροῦ Θεοδώρου, ἄς σταθοῦμε μέ προσοχή στό μεγάλο δίδαγμα, πού βγαίνει ἀπ’ τό πάθημά του. Τό δίδαγμα, τό ὁποῖο ἰσχύει γιά ὅλους μας. Νά φεύγουμε μακριά ἀπό ὁποιοδήποτε περιβάλλον ἀσέβειας καί πονηρίας. Δέν ἔχει σημασία ποιά ἡλικία ἤ ποιά μόρφωση ἔχουμε. Εἶναι βέβαιο, ὅτι τέτοιου εἴδους περιβάλλοντα μέ τήν προκλητικότητα καί τήν πονηριά τους μᾶς ἐπηρεάζουν καί εἶναι δυνατόν νά κλέψουν ὅ,τι ἱερότερο ἔχουμε, πίστη καί εὐλάβεια, σεβασμό καί σεμνότητα. «Φεῦγε καί σώζου»! Ἀντηχεῖ στ’ αὐτιά μας ἡ θεία προσταγή.
2. Χριστιανός πεθαίνω.
Μελετοῦσε στή Χίο τή ζωή καί τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων ὁ Θεόδωρος. Κι ἔτσι ὅπως τά μελετοῦσε, κατανόησε ζωηρότερα καί τό δικό του σφάλμα. Τό αἰσθάνθηκε τώρα βαρύτατο. Καί παρεκάλεσε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά ἀποπλύνει τό ὄνειδός του μέ μαρτύριο.
Τό μαρτύριο γιά τόν Θεόδωρο δέν ἦταν μόνο πόθος καί προσευχή του, ἦταν καί σταθερή του ἀπόφαση. Κι ἔτσι ὅπως καί οἱ ἄλλοι γύρω του τόν δοκίμαζαν, τόν ἔβλεπαν πράγματι ἀποφασισμένο καί σταθερό στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου μαρτυρικοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ πνευματικός του, μετά τήν ἀπαραίτητη δοκιμασία, τόν μύρωσε καί τόν ἀποκατέστησε στήν πρώτη του θέση, τή θέση τοῦ Χριστιανοῦ.
Δέν γνωρίζουμε βεβαίως πόσο ἀκριβῶς χρόνο ἔμεινε ὁ Θεόδωρος στή Χίο. Ἐκεῖνο πού ξέρουμε, εἶναι ὅτι ἡ Χίος ἀποτέλεσε γι’ αὐτόν τόπο ἐξαγνισμοῦ, ἐνδυναμώσεως καί ἁγίων ἀποφάσεων. Φεύγει πλέον ἀπό τήν Χίο καί ἔρχεται στήν Μυτιλήνη, ὅπου τόν περιμένουν ὁμολογία, ἀθλήματα καί μαρτυρικός θάνατος.
Ἐδῶ στή Μυτιλήνη δέν ἄργησε ὁ σφριγηλός χριστοκίνητος νέος νά βρεθεῖ ἐνώπιον τοῦ τούρκου δικαστοῦ. Μέ τό κεφάλι του ψηλά, χωρίς κανένα φόβο, μέ τόν πόθο τῆς ὁμολογίας, δίνει τή μαρτυρία τῆς πίστεως. Διηγεῖται τήν ἱστορία του καί τά περιστατικά τῆς ζωῆς του. Βεβαιώνει μέ θαυμαστή παρρησία, ὅτι ποτέ πλέον δέν θά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του, ὅσες τιμές κι ἄν τοῦ προσφέρουν.
Ἔκπληκτος ἀκούει τά λόγια του ὁ τοῦρκος δικαστής. Κι ἐνῶ πρῶτα τόν ἐκλαμβάνει ὡς ἀνισόρροπο, στή συνέχεια τόν θαυμάζει γιά τήν ὡριμότητα καί τήν παρρησία του. Προσπαθεῖ μέ διαφόρους τρόπους νά τόν συγκινήσει καί νά τόν μεταπείσει, νά τόν σώσει. Γρήγορα ὅμως ἀντιλαμβάνεται ὅτι, ὅσα μέσα κι ἄν χρησιμοποιήσει, εἶναι ἀδύνατον νά τό πετύχει. Γι’ αὐτό δίνει ἐντολή νά τόν κλείσουν στή φυλακή.
Περνοῦν τότε στό λαιμό τοῦ Θεοδώρου μιά ἁλυσίδα καί τοῦ δένουν τά πόδια του στό ξύλο. Ἀνοίγουν ἔπειτα τήν πόρτα τῆς φυλακῆς καί μπαίνουν μέσα Τοῦρκοι καί γενίτσαροι, ἐλεύθεροι νά τόν βασανίσουν μέ ὅποιο τρόπο θέλουν. Ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς προσπαθοῦν νά τόν μεταπείσουν καί τοῦ ὑπόσχονται χρήματα καί ἀξιώματα. Καί ἄλλοι τόν εἰρωνεύονται, τόν κτυποῦν, τόν βασανίζουν. Ἄλλος τοῦ βάζει στά μηνίγγια του πυρακτωμένους πλίνθους, ἄλλος σφίγγει τόν λαιμό του μέ σχοινιά καί ἄλλος βάζει στό στόμα του ξύλα καί τοῦ σπάζει τά δόντια. Σέ λίγο ὁρμᾶ στή φυλακή μία ὁμάδα δεκαπέντε Τούρκων κι ἀρχίζουν νά κτυποῦν τόν Μάρτυρα μέ ξύλα. Τόν κτυποῦν στό σῶμα του σκληρά. Κι ὅταν βλέπουν ὅτι πληγώθηκε, τόν στρέφουν ἀπό τήν ἄλλη πλευρά καί συνεχίζουν.
Ὅμως στή φυλακή συνέβη καί κάτι τό συγκινητικό. Ἕνας Θεσσαλονικεύς Χριστιανός, Γεώργιος στό ὄνομα, κατορθώνει νά φυλακισθεῖ στήν ἴδια φυλακή μέ σκοπό νά συμπαρασταθεῖ, νά παρηγορήσει καί νά ἐνισχύσει τόν ὁμολογητή Μάρτυρα. Καί μένει τότε ἐκστατικός ὁ φιλάδελφος Χριστιανός, ὅταν βλέπει τόν Θεόδωρο νά ὑπομένει μέ τόση καρτερικότητα τά ποικίλα βασανιστήρια τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου. Ἦταν τότε ἡ ἀρχή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς τοῦ 1795. Καί οἱ δυό μαζί, Θεόδωρος καί Γεώργιος, παρά τήν τραγικότητα τῶν βασανιστηρίων, ψάλλουν ὕμνους κατανυκτικούς τοῦ Τριωδίου, μέσα στούς ὁποίους δεσπόζει τό συγκινητικό κοντάκιο: Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια…!
Κάποια μέρα ὁ ἡρωικός φυλακισμένος ὁμολογητής ἔγραψε στόν Μητροπολίτη Μυτιλήνης καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ στείλει τά Ἄχραντα Μυστήρια. Ἑτοιμασμένος ὁ Θεόδωρος, μέ ψαλμούς καί ὕμνους, κοινώνησε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Τώρα πλέον δέν φοβᾶται. Ἔχει μέσα του τόν Ἀρχηγό τῆς πίστεως, τόν Ἀρχηγό τῶν Μαρτύρων, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό!
Δέν ἄργησαν οἱ δήμιοι νά στήσουν τήν ἀγχόνη. Τόν παίρνουν ἀπό τή φυλακή τό Σάββατο τῆς Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καί τόν μεταφέρουν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Πρῶτα τόν ξυλοκοποῦν ἄγρια. Θέλουν οἱ τίγρεις καί πρίν ἀπό τόν ἀπαγχονισμό νά κορέσουν τά θηριώδη ἔνστικτά τους. Κι ἔτσι ὅπως ὁ Μάρτυρας ἔπεσε ἀναίσθητος ἀπό τόν πόνο, μέ ὅση δύναμη τοῦ ἀπέμεινε, φώναξε δυνατά νά ἀκουσθεῖ μέχρι τόν οὐρανό: Χριστιανός εἶμαι, Θεόδωρος ὀνομάζομαι, Χριστιανός πεθαίνω! Καί δέχθηκε ὁ οὐρανός πρῶτα τήν ὁμολογία αὐτή τοῦ Θεοδώρου σέ ἀντιστάθμισμα τῆς παλαιᾶς ἀρνήσεως καί στή συνέχεια τήν ἡρωική ψυχή του, ἐφόσον σέ λίγο τό σχοινί τῆς ἀγχόνης ἔφερε τόν θάνατό του. Μετατέθηκε στούς οὐρανούς ὡς καλλίνικος Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ σέ ἡλικία «ἄνθους καί δυνάμεως», 21 ἐτῶν, τό Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 1795.
Ἡ Μυτιλήνη τιμᾶ ἰδιαιτέρως τή μνήμη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου, ὄχι μόνο διότι στήν πόλη τῆς μαρτύρησε, ἀλλά καί διότι τό ἔτος 1842 ὁ Ἅγιος τήν ἔσωσε ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς πανούκλας.
Μᾶς δίδαξε ὁ νεαρός Μάρτυς μέ τήν μετάνοιά του. Μᾶς δίδαξε μέ τήν παρρησία τῆς ὁμολογίας του. Μᾶς δίδαξε μέ τήν καρτερικότητα καί τή σταθερότητά του. Μᾶς δίδαξε καί μέ τό μαρτύριό του γιά χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄς πρεσβεύει τώρα στόν Κύριο νά δίνει Ἐκεῖνος καί στούς σημερινούς Χριστιανούς νέους μας ἀγωνιστικότητα καί σταθερότητα, ἐφόσον μάλιστα ζοῦν ἀνάμεσα σέ τόσους ὕπουλους ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἠθικῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄.
Τῷ Θεῷ ὥσπερ δῶρον φερωνύμως, Θεόδωρε, δι’ ἀθλήσεως πόνου προσηνέχθης πολύτιμον καί ἄμωμον θύμα
καί δεκτή παμμάκαρ ἐγένου προσφορά, ὅθεν πόθῳ προσελθόντες τούς σούς ἀγώνας ἐν ὕμνοις γεραίρομεν
καί δόξαν προσάγομεν Θεῷ, τῷ θαυμαστῶς σέ ἐνισχύσαντι κατ’ ἐχθρῶν ὁρωμένων καί ἀοράτων πολύαθλε.
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυροειδῆς ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη
Δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν νεομάρτυρα Μιχαὴλ τὸν Μαυρουδὴ ἀπὸ τὴν Γρανίτσα Ἀγράφων (10 Μαρτίου). Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιούς της Ἀδριανουπόλεως της Θρᾴκης καὶ συκοφαντήθηκε στὸν δικαστὴ τῆς πόλης ἀπὸ φανατικοὺς Τούρκους, ὅτι περιφρόνησε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τους. Ὁ δικαστής, ποὺ γνώριζε καλὰ τὴν ἐντιμότητα τοῦ Μιχαήλ, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ κάθε κατηγορία. Ἀλλ᾿ οἱ συκοφαντοῦντες ἀπείλησαν τὸν δικαστή, ὅτι θὰ τὸν καταγγείλουν στὸν Σουλτάνο, ἐπειδὴ δὲν ὑπερασπίζεται τὴν πίστη τους. Ὁ δικαστὴς φοβήθηκε καὶ φυλάκισε τὸν Μιχαήλ, ἀφοῦ ἐνημέρωσε τὸν Σουλτάνο καὶ περίμενε ἀπ᾿ αὐτὸν ἀπόφαση. Ἡ διαταγὴ ἦλθε καὶ ἔλεγε: ἢ νὰ ἀλλαξοπιστήσει ἢ νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ δικαστὴς προσπάθησε τότε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα τοῦ Μιχαήλ. Ἀλλὰ μάταια. Ὁ Μιχαὴλ παρέμενε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη. Τότε σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ τίμιο σῶμα του τὸ ἔκαψαν στὶς 17 Φεβρουαρίου, τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα.