ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (17/2)

Σήμερα 17/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων
  • Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία οι βασιλείς
  • Αγία Μαριάμνη η Ισαπόστολος αδελφή του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου
  • Άγιος Αυξίβιος Επίσκοπος Σόλων Κύπρου
  • Όσιος Θεοστήρικτος
  • Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του Αγίου Μηνά του Καλλικέλαδου
  • Άγιος Θεόδωρος ο Νεομάρτυρας ο Βυζαντινός
  • Άγιος Μιχαήλ ο Μαυροειδής από την Αδριανούπολη
  • Άγιος Ερμογένης ο Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας
  • Άγιοι Ρωμύλος, Σεκουνδιανός και Δονάτος
  • Άγιος Θεόδουλος
  • Όσιος Θεόδωρος ο Σιωπηλός
  • Όσιος Ρωμανός ο εκ Τυρνόβου
  • Όσιος Βαρνάβας της Γεθσημανή

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων

17.-Agios-Theodoros-Tiron

Τήρων σημαίνει νεοσύλλεκτος. σ᾿ αὐτὸ τὸ στράτευμα κατετάγη καὶ ὁ Θεόδωρος. Ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀμάσειας στὴ Μαύρη Θάλασσα, Χουμιαλῶν λεγόμενο. Κατὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀναγκάζεται νὰ φύγει ἀπὸ τὸ στράτευμα, διότι ἦταν χριστιανός. Πηγαίνει στὴν πόλη Εὔχαιτα. Ἐκεῖ στὸ πυκνὸ δάσος, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη, εἶχε τὴν φωλιά του πελώριος καὶ φοβερὸς δράκος, ποὺ ἔκανε ἀπλησίαστο τὸ δάσος καὶ ἦταν πραγματικὴ μάστιγα γιὰ τὴν περιοχή. Τότε ὁ Θεόδωρος, μὲ τὴν τόλμη καὶ τὴν σωματικὴ δύναμη ποὺ τὸν διέκρινε, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστὸ ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει, εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ δάσους. Συναντάει τὸ δράκοντα, τὸν σκοτώνει καὶ ἀπαλλάσσει τὴν πόλη ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ φόβητρο. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Θεόδωρος μαθαίνει ὅτι συστρατιῶτες του χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ χάνουν τὸ θάῤῥος τους καί, προκειμένου νὰ πεθάνουν, πολλοὶ θυσίαζαν στὰ εἴδωλα. Ἀποφασίζει, λοιπόν, καὶ ἐπιστρέφει στὸ τάγμα του. Ἀγανακτεῖ ὅταν βλέπει τὰ βασανιστήρια τῶν χριστιανῶν καὶ μία νύκτα καίει ἕνα ξύλινο εἴδωλο τῆς θεᾶς Ῥέας. Ἔπειτα, φανερὰ πλέον, ἐνθαῤῥύνει τοὺς συστρατιῶτες του μὲ τὰ λόγια του Ἀπόστολος Παύλου: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδή, μένετε στερεοὶ καὶ ὄρθιοι στὴν πίστη. Ἀγωνιστεῖτε σὰν ἄνδρες γενναῖοι. Πᾶρτε δύναμη καὶ θάῤῥος, ποὺ προσφέρει ὁ μεγαλοδύναμος Θεός μας. Βέβαια, παράδειγμα ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος, ὅταν μὲ καρτερία καὶ ψυχικὴ εὐφροσύνη ἀντιμετώπισε τὸ μαρτυρικό του θάνατο, μέσα σὲ πυρακτωμένο καμίνι.

Ἡ Ἁγία Μαριάμνη, ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου

Χριστιανὴ καὶ αὐτή, εἶχε τὸν ἴδιο θεῖο ζῆλο μὲ τὸν ἀδελφό της. Φλεγόμενη ἀπὸ τὸν πόθο τῆς εὐρύτερης διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς σωτηρίας περισσότερων ψυχῶν, ἀκολούθησε ἐκεῖνον σὲ πολλὲς περιοδεῖες του βοηθῶντας τον στὸ φωτιστικὸ ἔργο του καὶ συμμεριζόμενη τοὺς κινδύνους του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της, ἀπτόητη ἡ Μαριάμνη ἐξακολούθησε τὴν ἀποστολική της ὑπηρεσία. Πρὸ πάντων ἔδρασε στὴν Λυκαονία, ὅπου τὰ κηρύγματά της καὶ οἱ ἰδιαίτερες προσπάθειές της, ἔφεραν πολλὲς ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τὸ τέλος τῆς ὑπῆρξε ἥσυχο, ἡσυχότερη δὲ ἡ εὐσεβὴς συνείδησή της.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος

Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν ποὺ γιορτάζουμε στὶς 10 Νεομβρίου. Ἀπὸ ἕνα Ἐξαποστειλάριο, ποὺ περισώθηκε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 976, μαθαίνουμε ὅτι ἔζησε τὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, σημειώνεται ὅτι πέθανε εἰρηνικά.

Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικελάδου

Ὁ ἅγιος μάρτυρας Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιμίνου (307-311). Στὰ χρόνια δὲ τοῦ φιλοχρίστου βασιλιᾶ Βασιλείου, φάνηκε τὴν νύκτα σὲ κάποιον ἄνθρωπο ὀνομαζόμενο Φιλομμάτη, ποὺ ἦταν στὴ στρατιωτικὴ σχολὴ τῶν Ἰκανάτων (Τὰ Ἰκανάτα ἦταν ἐκλεκτὸ σῶμα τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς τοῦ Βυζαντίου, διοικούμενο ἀπὸ ἄνδρες τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης τοῦ αὐτοκράτορα). Καὶ λέει σ᾿ αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μηνᾶς ὁ Καλλικέλαδος καὶ κρύβεται κάτω στὴ γῆ στὸ μέρος τοῦ γιαλοῦ, ὅπου εἶναι ἡ ἀκρόπολη. Ἔδειχνε μάλιστα μὲ τὸ δάκτυλό του καὶ τὸν τόπο. Ὁ Φιλομμάτης τότε σηκώθηκε πολὺ πρωὶ καὶ εἶπε τὴν ὀπτασία του μὲ λεπτομέρεια στὸν φίλο του Μαρκιανὸ τὸν νουμέριο. Ἐκεῖνος μὲ τὴν σειρά του τὸ εἶπε στὸν βασιλιὰ καὶ ἀμέσως ἐστάλησαν στρατιῶτες στὸν τόπο αὐτό, ὅπου ἔσκαψαν καὶ βρῆκαν σιδερένια θήκη, ποὺ μέσα ἦταν τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν ἦταν χαραγμένα γράμματα, ποὺ φανέρωναν τὴν χρονολογία ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο. Τετρακόσια χρόνια, ὑπολόγισαν, ὅτι εἶχαν περάσει ἀπὸ τότε. Ὁπότε ὅλο τὸ πλῆθος εὐχαρίστησε καὶ δόξασε τὸν Θεό.

Οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία οἱ Βασιλεῖς

Ἡ Πουλχερία γεννήθηκε 19 Ἰανουαρίου καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Βασιλιᾶ Ἀρκαδίου καὶ ἐγγονὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Μαρκιανὸς παντρεύτηκε τὴν Πουλχερία, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο τὸν Β´, τὴν 25η Αὐγούστου τοῦ 450. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβέστατος – καταγόταν ἀπὸ τὴν Θρᾴκη – καὶ ἔγινε μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του Πουλχερία, θερμὸς προστάτης τῆς Ἐκκλησίας. Συνεκάλεσε μάλιστα, τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα, στὴν ὁποία καὶ προήδρευσε μαζὶ μὲ τὴν Πουλχερία. Ἔτσι συνετέλεσε στὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, καταδικάζοντας τοὺς αἱρετικοὺς Εὐτυχὴ καὶ Διόσκορο, τῶν ὁποίων τὶς πλάνες ἀναφέραμε στὴ βιογραφία του Ἁγίου Φλαβιανοῦ (16 Φεβρουαρίου). Ἡ Πουλχερία πέθανε σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν τὴν 10η Σεπτεμβρίου τοῦ 453, ὁ δὲ Μαρκιανὸς τὸ 457. Ἔφυγαν δὲ καὶ οἱ δυό, μὲ τὴν συνείδηση ἀναπαυμένη, ὅτι ξεπλήρωσαν μὲ τὸν ἱερώτερο τρόπο τὰ βασιλικά τους καθήκοντα, τόσο πρὸς τὸ κράτος, ὅσο καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὁ θάνατός τους προκάλεσε μεγάλο πένθος, καὶ εἰλικρινῆ δάκρυα ἔτρεξαν στὶς κηδεῖες τους.

Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος (ἢ κατ᾿ ἄλλους Εὐξίφιος) ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου

Ἔζησε στὰ ἀποστολικὰ χρόνια. Γιὸς πλούσιας εἰδωλολατρικῆς οἰκογένειας τῆς Ῥώμης, εἶχε γνωρισθεῖ μὲ χριστιανοὺς τῆς Ῥώμης, ποὺ τὸν κατηχοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν μὲ εἰδωλολάτρισσα, ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ πῆγε στὴν Κύπρο. Ἐκεῖ βρισκόταν τότε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας καὶ ὁ νεαρὸς τότε Μᾶρκος, ὁ μετέπειτα Εὐαγγελιστής, ποὺ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Αὐξίβιος παρακολούθησε τὰ κηρύγματά του καὶ βαπτίστηκε. Ἔγινε μάλιστα Ἱερέας τοῦ Σόλους τῆς Κύπρου (πόλη ἀρχαία της Κύπρου, ὁμώνυμη ὑπῆρχε στὴν Κιλικία), ὅπου ἐργάστηκε μὲ πολὺ ἀποστολικὸ ζῆλο. Σὲ κάποια μάλιστα δημόσια διδασκαλία του, συναντήθηκε μὲ τὸν ἀδελφό του Θεμισταγόρα καὶ τὴν γυναῖκα του, ποὺ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ῥώμη τὸν χριστιανισμὸ καὶ ἦλθαν νὰ τὸν συναντήσουν. Ἡ χαρὰ ἦταν μεγάλη. Ἀφοῦ τοὺς κατήχησε μὲ μεγάλη ἀκρίβεια, τοὺς ἔκανε ἀχώριστους συνεργάτες του στὴν εὐαγγελική του ἀποστολή. Καρπὸς τῆς συνεργασίας αὐτῆς ἦταν ἡ θαυμάσια διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου σ᾿ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα τῶν Σόλων.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νέος ἡ Βυζάντιος

17.Agios-Theodoros-Byzantinos

Τήν ἡ­μέ­ρα πού ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει τή μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Τή­ρω­νος, τήν ἴ­δια ἡ­μέ­ρα, σέ ἄλ­λη ἐ­πο­χή, στά ἀ­γω­νι­στι­κά χρό­νια τῆς Τουρκοκρατί­ας, ἕ­νας ἄλ­λος Θε­ό­δω­ρος μαρ­τύ­ρη­σε γιά τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ὁ Θε­ό­δω­ρος ὁ Βυ­ζάν­τιος.

1. Πτώ­ση καί με­τά­νοι­α.

Βυ­ζάν­τιος ὀ­νο­μά­σθη­κε, δι­ό­τι κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τό Νε­ο­χώ­ριο τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου (Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως). Ἐ­κεῖ γεν­νή­θη­κε τό 1774 καί ἀ­να­τρά­φη­κε ἀ­πό τούς πι­στούς γο­νεῖς του, Χατζηα­να­στά­σιο καί Σμα­ρά­γδα. Ἀ­πό νω­ρίς πα­ρου­σι­ά­σθη­κε τό ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα, πού ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός στόν Θε­ό­δω­ρο, τό τά­λαν­το τῆς ζω­γρα­φι­κῆς. Κι ὅ­ταν ὁ δά­σκα­λός του διαπί­στω­σε τό σπά­νιο αὐ­τό τα­λέν­το, δέν δί­στα­σε νά τόν πά­ρει μα­ζί του μι­κρό παιδί ἀ­κό­μη στά ἀ­νά­κτο­ρα τοῦ Σουλ­τά­νου, τό­τε πού ἐ­κλε­κτοί ζω­γρά­φοι τά ἀ­να­καί­νι­ζαν καί τά ἐξωράϊ­ζαν.

Καί ὁ φτω­χός Θε­ό­δω­ρος βρέ­θη­κε τό­τε μέ­σα στόν πλού­το καί τή λάμ­ψη τῶν σουλ­τα­νι­κῶν ἀ­να­κτό­ρων, ἀνάμεσα σέ ἀ­γά­δες καί βε­ζύ­ρη­δες, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ τήν ἀ­γέ­ρω­χη ἀ­να­στρο­φή τους, μέ τά πο­λύ­χρω­μα ροῦ­χα τους καί τίς γοῦ­νες τους ἐν­τυ­πω­σί­α­σαν τό μι­κρό Ἑλ­λη­νό­που­λο. Δέν ἦ­ταν ὅ­μως μό­νον αὐ­τά. Ὅ­λοι αὐ­τοί, με­γι­στά­νες καί ἄρ­χον­τες, τε­χνί­τες καί ἐρ­γά­τες, ὅ­ταν εἶ­δαν τή σε­μνό­τη­τα, ἀλ­λά καί τήν πτω­χεί­α τοῦ μι­κροῦ Χρι­στια­νοῦ ζω­γρά­φου, πῆ­ραν ἀ­πό­φα­ση ὅλοι μαζί νά τόν ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σουν. Ἄλ­λω­στε τό ὅ­λο τουρ­κι­κό τρυφη­λό πε­ρι­βάλ­λον ἦ­ταν εὐ­νο­ϊ­κό γιά τό σκο­πό τους.

Μέ λό­για λοι­πόν πα­ρα­πλα­νη­τι­κά, πού πολ­λοί, ἐ­πί πο­λύ χρό­νο, τόν βομ­βάρ­δι­ζαν, μέ δῶ­ρα διάφορα καί ὑ­περ­βο­λι­κές ὑ­πο­σχέ­σεις κα­τόρ­θω­σαν νά ἐ­πη­ρε­ά­σουν τόν ἄ­πει­ρο φτωχό ἔ­φη­βο καί νά τόν τουρ­κέ­ψουν. Πράγ­μα κα­θό­λου ἐκ­­πλη­κτι­κό, ἐ­φό­σον πάν­το­τε καί παν­τοῦ τέ­τοι­ου εἴ­δους δε­λε­α­στι­κά καί πο­νη­ρά πε­ρι­βάλ­λον­τα, ἐ­πη­ρε­ά­ζουν καί μεταβάλλουν πά­ρα πολ­λούς. Καί γέ­μι­σαν τό­τε τά χέ­ρια τοῦ Θε­ο­δώ­ρου μέ γρό­σια πολ­λά, τόν ἔν­τυ­σαν μέ ροῦ­χα φαν­τα­χτε­ρά καί γοῦ­νες καί τοῦ ἔ­δω­σαν τό νέ­ο του ὄ­νο­μα: Ἀπδούλ Ραχ­μάν.

Ὅ­μως, πα­ρό­λα αὐ­τά, μέ­σα στήν ψυ­χή τοῦ Θε­ο­δώ­ρου ὑ­πῆρ­χε ρι­ζω­μέ­νη ἀ­πό τούς γο­νεῖς του καί δι­α­τη­ροῦν­ταν ἡ ἀ­γα­θή δι­ά­θε­ση, ἡ ἀ­θω­ό­τη­τα, ἡ πί­στη στόν Χρι­στό. Καί αὐ­τά εἶδε ὁ Θε­ός καί δέν τόν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἠ­χη­ρή φω­νή, ἀ­φυ­πνι­στι­κή, γιά νά τόν κά­νει νά ἀ­να­νή­ψει. Καί ἡ φω­νή αὐ­τή ἦ­ταν ἡ θλί­ψη. Συγ­κε­κρι­μέ­να, τρί­α ἔ­τη με­τά τήν ἀλ­λα­ξο­πι­στί­α του, εἶ­χε ἐν­σκή­ψει στήν πε­ρι­ο­χή φο­βε­ρή ἀ­σθέ­νεια, ἡ πα­νώ­λης (πα­νού­κλα), καί θέ­ρι­ζε πλή­θη. Ἀ­πό τό φό­βο τοῦ θα­νά­του συγ­κλο­νί­σθη­κε ὁ Θε­ό­δω­ρος. Τό­τε κατανό­η­σε τό βα­ρύ σφάλ­μα του. Συ­νε­τρί­βη, με­τα­νό­η­σε καί ἔ­χυ­νε δά­κρυ­α συ­νε­χῶς τό πτω­χό Ἑλ­λη­νό­που­λο.

Ἐ­φη­βι­κά δά­κρυ­α συν­τρι­βῆς, πού ἀ­νέ­βη­καν στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ ὡς με­τά­νοι­α εἰ­λι­κρι­νής καί προ­σευ­χή ἐγ­κάρ­δια. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Θε­ός τόν βο­ή­θη­σε νά ­πε­τύ­χει τό σχέ­διο πού εἶ­χε κα­τα­στρώ­σει. Ἐ­πι­κα­λέ­σθη­κε ὁ Θε­ό­δω­ρος τή δύ­να­μη τοῦ Χρι­στοῦ καί μί­α νύ­κτα, κρυ­φά, δι­έ­φυ­γε τούς φρου­ρούς τῶν ἀ­να­κτό­ρων, ἄλ­λα­ξε ἔ­ξω τά ροῦ­χα του μέ φτω­χι­κά τοῦ ραγιᾶ καί ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε. Ἀ­παρ­νή­θη­κε ἀ­νά­κτο­ρα, πλού­τη, κα­λο­ζω­ΐ­α. Μι­μή­θη­κε σ’ αὐ­τό τόν Μω­ϋ­σῆ, πού κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε ἀ­πό τά ἀ­νά­κτο­ρα τοῦ Φα­ρα­ώ, «μᾶλ­λον ἑ­λό­με­νος συγ­κα­κου­χεῖ­σθαι τῷ λα­ῷ τοῦ Θε­οῦ ἤ πρό­σκαι­ρον ἔ­χειν ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­πό­λαυ­σιν» (Ε­βρ. ια΄ 25).

Μ’ ἕ­να κα­ρά­βι ἔ­φυ­γε γρή­γο­ρα ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί ἦλ­θε στή Χί­ο. Ἡ πρώ­τη του μέ­ρι­μνα εἶ­ναι νά ἀ­να­ζη­τή­σει καί νά βρεῖ πνευ­μα­τι­κό. Κι ἀ­νοί­γει τό­τε τήν καρ­διά του τό με­τα­νο­η­μέ­νο Χρι­στι­α­νό­που­λο καί ἐ­ξο­μο­λο­γεί­ται μέ λυγ­μούς τό με­γά­λο του κρί­μα. Ζη­τᾶ ἀ­πό τόν Θε­ό συγ­χώ­ρη­ση καί ἀ­πο­κα­τά­στα­ση στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Καί ὁ διακριτικός πνευ­μα­τι­κός, ἀ­φοῦ πεί­σθη­κε γιά τήν εἰ­λι­κρί­νεια τοῦ Θε­ο­δώ­ρου, ἀ­νοί­γει κι αὐ­τός τήν ἀγ­κα­λιά του ὡς ἀγ­κα­λιά τοῦ Χρι­στοῦ καί δέ­χε­ται τόν με­τα­νο­η­μέ­νο νέ­ο μέ ἐπιείκεια καί σπλάγ­χνα οἰ­κτιρ­μοῦ.

Ἐ­κεῖ πλέ­ον ἔ­μει­νε ὁ Θε­ό­δω­ρος. Ἀ­να­παύ­θη­κε ἡ νε­α­νι­κή του ψυ­χή. Ἀ­να­κου­φί­σθη­κε. Βά­ρος ὁ­λό­κλη­ρο ἔ­φυ­γε ἀ­πό μέ­σα του. Τώ­ρα χαί­ρε­ται τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α «τῶν τέ­κνων τοῦ Θεοῦ». Ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ καί ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε στήν προ­σευ­χή καί τή με­λέ­τη, μά­λι­στα τῆς ζω­ῆς τῶν Μαρ­τύ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Με­λε­τοῦ­σε μαρ­τυ­ρο­λό­για καί συγ­κι­νοῦν­ταν ἡ ψυ­χή του καί μα­κά­ρι­ζε τούς Μάρ­τυ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι πε­ρι­φρό­νη­σαν κό­σμο καί τι­μές, πλού­τη καί ὑ­πο­σχέ­σεις, ἔ­μει­ναν στα­θε­ροί στήν πί­στη τους μέ­χρι θα­νά­του καί ἔ­λα­βαν τόν στέ­φα­νο τῆς δό­ξας.

Προ­τοῦ προ­χω­ρή­σου­με στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ μι­κροῦ Θε­ο­δώ­ρου, ἄς στα­θοῦ­με μέ προ­σο­χή στό με­γά­λο δί­δαγ­μα, πού βγαί­νει ἀ­π’ τό πά­θη­μά του. Τό δί­δαγ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο ἰ­σχύ­ει γιά ὅλους μας. Νά φεύ­γου­με μα­κριά ἀ­πό ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πε­ρι­βάλ­λον ἀ­σέβει­ας καί πο­νη­ρίας. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α ποι­ά ἡ­λι­κί­α ἤ ποι­ά μόρ­φω­ση ἔ­χου­με. Εἶ­ναι βέ­βαι­ο, ὅ­τι τέ­τοι­ου εἴ­δους πε­ρι­βάλ­λον­τα μέ τήν προ­κλη­τι­κό­τη­τα καί τήν πο­νη­ριά τους μᾶς ἐ­πη­ρε­ά­ζουν καί εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κλέ­ψουν ὅ,τι ἱ­ε­ρό­τε­ρο ἔ­χου­με, πί­στη καί εὐ­λά­βεια, σε­βα­σμό καί σε­μνό­τη­τα. «Φεῦ­γε καί σώ­ζου»! Ἀν­τη­χεῖ στ’ αὐ­τιά μας ἡ θεί­α προ­στα­γή.

2. Χρι­στια­νός πε­θαί­νω.

Με­λε­τοῦ­σε στή Χί­ο τή ζω­ή καί τά μαρ­τύ­ρια τῶν Ἁ­γί­ων ὁ Θε­ό­δω­ρος. Κι ἔ­τσι ὅ­πως τά με­λε­τοῦ­σε, κα­τα­νό­η­σε ζω­η­ρό­τε­ρα καί τό δι­κό του σφάλ­μα. Τό αἰ­σθάν­θη­κε τώ­ρα βα­ρύ­τα­το. Καί πα­ρε­κά­λε­σε τόν Θε­ό νά τόν ἀ­ξι­ώ­σει νά ἀ­πο­πλύ­νει τό ὄ­νει­δός του μέ μαρ­τύ­ριο.

Τό μαρ­τύ­ριο γιά τόν Θε­ό­δω­ρο δέν ἦ­ταν μό­νο πό­θος καί προ­σευ­χή του, ἦ­ταν καί στα­θε­ρή του ἀ­πό­φα­ση. Κι ἔ­τσι ὅ­πως καί οἱ ἄλ­λοι γύ­ρω του τόν δο­κί­μα­ζαν, τόν ἔ­βλε­παν πράγμα­τι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο καί στα­θε­ρό στό θέ­λη­μα τοῦ Χρι­στοῦ μέ­χρι θα­νά­του μαρ­τυ­ρι­κοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ὁ πνευ­μα­τι­κός του, με­τά τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη δο­κι­μα­σί­α, τόν μύ­ρω­σε καί τόν ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε στήν πρώ­τη του θέ­ση, τή θέση τοῦ Χρι­στια­νοῦ.

Δέν γνω­ρί­ζου­με βε­βαί­ως πό­σο ἀ­κρι­βῶς χρό­νο ἔ­μει­νε ὁ Θε­ό­δω­ρος στή Χί­ο. Ἐ­κεῖ­νο πού ξέ­ρου­με, εἶ­ναι ὅ­τι ἡ Χί­ος ἀ­πο­τέ­λε­σε γι’ αὐ­τόν τό­πο ἐ­ξα­γνι­σμοῦ, ἐν­δυ­να­μώ­σε­ως καί ἁγίων ἀ­πο­φά­σε­ων. Φεύ­γει πλέ­ον ἀ­πό τήν Χί­ο καί ἔρ­χε­ται στήν Μυ­τι­λή­νη, ὅ­που τόν πε­ρι­μέ­νουν ὁ­μο­λο­γί­α, ἀ­θλή­μα­τα καί μαρ­τυ­ρι­κός θά­να­τος.

Ἐ­δῶ στή Μυ­τι­λή­νη δέν ἄρ­γη­σε ὁ σφρι­γη­λός χρι­στο­κί­νη­τος νέ­ος νά βρε­θεῖ ἐ­νώ­πιον τοῦ τούρ­κου δι­κα­στοῦ. Μέ τό κε­φά­λι του ψη­λά, χω­ρίς κα­νέ­να φό­βο, μέ τόν πό­θο τῆς ὁμολογί­ας, δί­νει τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς πί­στε­ως. Δι­η­γεῖ­ται τήν ἱ­στο­ρί­α του καί τά πε­ρι­στα­τι­κά τῆς ζω­ῆς του. Βε­βαι­ώ­νει μέ θαυ­μα­στή παρ­ρη­σί­α, ὅ­τι πο­τέ πλέ­ον δέν θά ἀρ­νη­θεῖ τήν πίστη του, ὅ­σες τι­μές κι ἄν τοῦ προ­σφέ­ρουν.

Ἔκ­πλη­κτος ἀ­κού­ει τά λό­για του ὁ τοῦρ­κος δι­κα­στής. Κι ἐ­νῶ πρῶ­τα τόν ἐ­κλαμ­βά­νει ὡς ἀ­νι­σόρ­ρο­πο, στή συ­νέ­χεια τόν θαυ­μά­ζει γιά τήν ὡ­ρι­μό­τη­τα καί τήν παρ­ρη­σί­α του. Προσπα­θεῖ μέ δι­α­φό­ρους τρό­πους νά τόν συγ­κι­νή­σει καί νά τόν με­τα­πεί­σει, νά τόν σώ­σει. Γρή­γο­ρα ὅ­μως ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι, ὅ­σα μέ­σα κι ἄν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά τό πε­τύ­χει. Γι’ αὐ­τό δί­νει ἐν­το­λή νά τόν κλεί­σουν στή φυ­λα­κή.

Περ­νοῦν τό­τε στό λαι­μό τοῦ Θε­ο­δώ­ρου μιά ἁ­λυ­σί­δα καί τοῦ δέ­νουν τά πό­δια του στό ξύ­λο. Ἀ­νοί­γουν ἔ­πει­τα τήν πόρ­τα τῆς φυ­λα­κῆς καί μπαί­νουν μέ­σα Τοῦρ­κοι καί γε­νί­τσα­ροι, ἐ­λεύ­θε­ροι νά τόν βα­σα­νί­σουν μέ ὅ­ποι­ο τρό­πο θέ­λουν. Ἄλ­λοι ἀ­π’ αὐ­τούς προ­σπα­θοῦν νά τόν με­τα­πεί­σουν καί τοῦ ὑ­πό­σχον­ται χρή­μα­τα καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Καί ἄλ­λοι τόν εἰρωνεύονται, τόν κτυ­ποῦν, τόν βα­σα­νί­ζουν. Ἄλ­λος τοῦ βά­ζει στά μη­νίγ­για του πυ­ρα­κτω­μέ­νους πλίν­θους, ἄλ­λος σφίγ­γει τόν λαι­μό του μέ σχοι­νιά καί ἄλ­λος βά­ζει στό στό­μα του ξύ­λα καί τοῦ σπά­ζει τά δόν­τια. Σέ λί­γο ὁρ­μᾶ στή φυ­λα­κή μί­α ὁ­μά­δα δε­κα­πέν­τε Τούρ­κων κι ἀρ­χί­ζουν νά κτυ­ποῦν τόν Μάρ­τυ­ρα μέ ξύ­λα. Τόν κτυ­ποῦν στό σῶ­μα του σκλη­ρά. Κι ὅ­ταν βλέ­πουν ὅ­τι πλη­γώ­θη­κε, τόν στρέ­φουν ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά καί συ­νε­χί­ζουν.

Ὅ­μως στή φυ­λα­κή συ­νέ­βη καί κά­τι τό συγ­κι­νη­τι­κό. Ἕ­νας Θεσ­σα­λο­νι­κεύς Χρι­στια­νός, Γε­ώρ­γιος στό ὄ­νο­μα, κα­τορ­θώ­νει νά φυ­λα­κι­σθεῖ στήν ἴ­δια φυ­λα­κή μέ σκο­πό νά συμπαραστα­θεῖ, νά πα­ρη­γο­ρή­σει καί νά ἐ­νι­σχύ­σει τόν ὁ­μο­λο­γη­τή Μάρ­τυ­ρα. Καί μέ­νει τό­τε ἐκ­στα­τι­κός ὁ φι­λά­δελ­φος Χρι­στια­νός, ὅ­ταν βλέ­πει τόν Θε­ό­δω­ρο νά ὑ­πο­μέ­νει μέ τό­ση καρ­τε­ρι­κό­τη­τα τά ποι­κί­λα βα­σα­νι­στή­ρια τοῦ τουρ­κι­κοῦ ὄ­χλου. Ἦ­ταν τό­τε ἡ ἀρ­χή τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς τοῦ 1795. Καί οἱ δυ­ό μα­ζί, Θε­ό­δω­ρος καί Γε­ώρ­γιος, πα­ρά τήν τραγικότη­τα τῶν βα­σα­νι­στη­ρί­ων, ψάλ­λουν ὕ­μνους κα­τα­νυ­κτι­κούς τοῦ Τρι­ω­δί­ου, μέ­σα στούς ὁ­ποί­ους δε­σπό­ζει τό συγ­κι­νη­τι­κό κον­τά­κιο: Τῇ ὑ­περ­μά­χῳ Στρα­τη­γῷ τά νι­κη­τή­ρια…!

Κά­ποι­α ­μέ­ρα ὁ ἡ­ρω­ι­κός φυ­λα­κι­σμέ­νος ὁ­μο­λο­γη­τής ἔ­γρα­ψε στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Μυ­τι­λή­νης καί τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά τοῦ στεί­λει τά Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια. Ἑ­τοι­μα­σμέ­νος ὁ Θεόδωρος, μέ ψαλ­μούς καί ὕ­μνους, κοι­νώ­νη­σε Σῶ­μα καί Αἷ­μα Χρι­στοῦ «εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί εἰς ζω­ήν αἰ­ώ­νιον». Τώ­ρα πλέ­ον δέν φο­βᾶ­ται. Ἔ­χει μέ­σα του τόν Ἀρ­χη­γό τῆς πί­στε­ως, τόν Ἀρ­χη­γό τῶν Μαρ­τύ­ρων, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό!

Δέν ἄρ­γη­σαν οἱ δή­μιοι νά στή­σουν τήν ἀγ­χό­νη. Τόν παίρ­νουν ἀ­πό τή φυ­λα­κή τό Σάβ­βα­το τῆς Α΄ Ἑ­βδο­μά­δος τῶν Νη­στει­ῶν καί τόν με­τα­φέ­ρουν στόν τό­πο τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως. Πρῶ­τα τόν ξυ­λο­κο­ποῦν ἄ­γρια. Θέ­λουν οἱ τί­γρεις καί πρίν ἀ­πό τόν ἀ­παγ­χο­νι­σμό νά κο­ρέ­σουν τά θη­ρι­ώ­δη ἔν­στι­κτά τους. Κι ἔ­τσι ὅ­πως ὁ Μάρ­τυ­ρας ἔ­πε­σε ἀ­ναί­σθη­τος ἀ­πό τόν πό­νο, μέ ὅ­ση δύ­να­μη τοῦ ἀ­πέ­μει­νε, φώ­να­ξε δυ­να­τά νά ἀ­κου­σθεῖ μέ­χρι τόν οὐ­ρα­νό: Χρι­στια­νός εἶ­μαι, Θε­ό­δω­ρος ὀ­νο­μά­ζο­μαι, Χρι­στια­νός πε­θαί­νω! Καί δέ­χθη­κε ὁ οὐ­ρα­νός πρῶ­τα τήν ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τή τοῦ Θε­ο­δώ­ρου σέ ἀν­τι­στάθ­μι­σμα τῆς πα­λαι­ᾶς ἀρ­νή­σε­ως καί στή συ­νέ­χεια τήν ἡ­ρω­ι­κή ψυ­χή του, ἐ­φό­σον σέ λί­γο τό σχοι­νί τῆς ἀγ­χό­νης ἔ­φε­ρε τόν θάνα­τό του. Με­τα­τέ­θη­κε στούς οὐ­ρα­νούς ὡς καλ­λί­νι­κος Μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ σέ ἡ­λι­κί­α «ἄν­θους καί δυ­νά­με­ως», 21 ἐ­τῶν, τό Σάβ­βα­το 17 Φε­βρου­α­ρί­ου 1795.

Ἡ Μυ­τι­λή­νη τι­μᾶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τή μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι στήν πό­λη τῆς μαρ­τύ­ρη­σε, ἀλ­λά καί δι­ό­τι τό ἔ­τος 1842 ὁ Ἅ­γιος τήν ἔ­σω­σε ἀ­πό τήν ἀσθέ­νεια τῆς πανούκλας.

Μᾶς δί­δα­ξε ὁ νε­α­ρός Μάρ­τυς μέ τήν με­τά­νοι­ά του. Μᾶς δί­δα­ξε μέ τήν παρ­ρη­σί­α τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας του. Μᾶς δί­δα­ξε μέ τήν καρ­τε­ρι­κό­τη­τα καί τή στα­θε­ρό­τη­τά του. Μᾶς δί­δα­ξε καί μέ τό μαρ­τύ­ριό του γιά χά­ρη τῆς πί­στε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄς πρε­σβεύ­ει τώ­ρα στόν Κύ­ριο νά δί­νει Ἐ­κεῖ­νος καί στούς ση­με­ρι­νούς Χρι­στια­νούς νέ­ους μας ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα καί σταθερότη­τα, ἐ­φό­σον μά­λι­στα ζοῦν ἀ­νά­με­σα σέ τό­σους ὕ­που­λους ἐ­χθρούς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως καί ἠ­θι­κῆς.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Ἦ­χος α΄.

Τῷ Θε­ῷ ὥ­σπερ δῶ­ρον φε­ρω­νύ­μως, Θε­ό­δω­ρε, δι’ ἀ­θλή­σε­ως πό­νου προ­ση­νέ­χθης πο­λύ­τι­μον καί ἄ­μω­μον θύ­μα

καί δε­κτή παμ­μά­καρ ἐ­γέ­νου προ­σφο­ρά, ὅ­θεν πό­θῳ προ­σελ­θόν­τες τούς σούς ἀ­γώ­νας ἐν ὕ­μνοις γε­ραί­ρο­μεν

καί δό­ξαν προ­σά­γο­μεν Θεῷ, τῷ θαυ­μα­στῶς σέ ἐ­νι­σχύ­σαν­τι κα­τ’ ἐ­χθρῶν ὁ­ρω­μέ­νων καί ἀ­ο­ρά­των πο­λύ­α­θλε.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυροειδῆς ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη

Δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν νεομάρτυρα Μιχαὴλ τὸν Μαυρουδὴ ἀπὸ τὴν Γρανίτσα Ἀγράφων (10 Μαρτίου). Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιούς της Ἀδριανουπόλεως της Θρᾴκης καὶ συκοφαντήθηκε στὸν δικαστὴ τῆς πόλης ἀπὸ φανατικοὺς Τούρκους, ὅτι περιφρόνησε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τους. Ὁ δικαστής, ποὺ γνώριζε καλὰ τὴν ἐντιμότητα τοῦ Μιχαήλ, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ κάθε κατηγορία. Ἀλλ᾿ οἱ συκοφαντοῦντες ἀπείλησαν τὸν δικαστή, ὅτι θὰ τὸν καταγγείλουν στὸν Σουλτάνο, ἐπειδὴ δὲν ὑπερασπίζεται τὴν πίστη τους. Ὁ δικαστὴς φοβήθηκε καὶ φυλάκισε τὸν Μιχαήλ, ἀφοῦ ἐνημέρωσε τὸν Σουλτάνο καὶ περίμενε ἀπ᾿ αὐτὸν ἀπόφαση. Ἡ διαταγὴ ἦλθε καὶ ἔλεγε: ἢ νὰ ἀλλαξοπιστήσει ἢ νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ δικαστὴς προσπάθησε τότε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα τοῦ Μιχαήλ. Ἀλλὰ μάταια. Ὁ Μιχαὴλ παρέμενε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη. Τότε σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ τίμιο σῶμα του τὸ ἔκαψαν στὶς 17 Φεβρουαρίου, τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα.