Σήμερα 19/2 εορτάζουν:
- Αγία Φιλοθέη η Αθηναία
- Άγιος Άρχιππος ο Απόστολος
- Άγιος Νικήτας ο νέος Ιερομάρτυρας
- Άγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος, Ησύχιος και Ασκληπιοδότη
- Όσιος Ραβουλάς
- Όσιοι Ευγένιος και Μακάριος οι Ομολογητές
- Όσιος Κόνων
- Όσιος Σωφρόνιος
- Οσία Μαρία του Όλονετς
Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ Ἀπόστολος
Τό ὄνομα τοῦ Ἀρχίππου εἶναι γνωστό στούς Χριστιανούς πού μελετοῦν τήν Καινή Διαθήκη, ἀφοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπανειλημμένως τό ἀναφέρει στίς ἐπιστολές του.
Στίς Κολασσές, τήν πόλη τῆς Φρυγίας τήν μεγάλη καί εὐδαίμονα, διέμενε ὁ Ἄρχιππος. Φαίνεται ὅτι μᾶλλον ἦταν γιός τοῦ Φιλήμονος καί τῆς Ἀπφίας, τῶν ὁποίων τό σπίτι εἶχε γίνει κέντρο ἱεραποστολῆς καί φιλανθρωπίας. Μαζί μέ τούς γονεῖς του γνώρισε τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν αὐτός ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια ἔμενε στήν Ἔφεσο γιά τό εὐαγγελικό του ἔργο. Νέος καλοδιάθετος, ὅπως ἦταν, ἑλκύσθηκε ἀπό τήν ἀκτινοβόλο φυσιογνωμία τοῦ θείου Ἀποστόλου καί τό πλούσιο καί βαθύ κήρυγμά του. Κι ὄχι μόνο βαπτίσθηκε κι ἔγινε χριστιανός, ἀλλά ἀφοσιώθηκε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του στόν Χριστό. Ἡ ἀρετή του καί ἡ ὁλόψυχη ἀφοσίωσή του στό ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι τόν ἀνέβασε στή θέση τοῦ προεξάρχοντος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κολασσαέων, στή θέση τοῦ πρεσβυτέρου ἤ πιθανόν καί τοῦ Ἐπισκόπου.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή πού ἔστειλε στόν πατέρα του Φιλήμονα, ἀποκαλεῖ τόν Ἄρχιππο συστρατιώτη του «καί Ἀρχίππω τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν», γιά νά τόν παρουσίασει ὡς ἄνθρωπο πού στρατολογήθηκε στόν ἔνδοξο στρατό τοῦ Χριστοῦ. Ἄνδρα μέ ἀποστολή νά φρουρεῖ ἄγρυπνα τό ἱερό στρατόπεδο τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἐχθρούς πονηρούς καί δόλιους, ἀπό «κύνας καί λέοντας», ἀπό τόν «ὄφιν τόν ἀρχαῖον» (Φιλιπ. γ΄ 2, Α΄ Πέτρ. ε΄ 8, Ἀποκ. κ΄ 2). Ἔργο, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ ἐπιμέλεια καί στό ὁποῖο πρέπει νά ἀγρυπνεῖ σέ κάθε ἐποχή ὁ στρατιώτης καί ἀξιωματοῦχος τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα στή σκέψη τοῦ Παύλου ἦταν πάντοτε καί ὁ Ἀρχιππος ὡς ὑπεύθυνος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κολοσσῶν. Γνώριζε τίς εὐθύνες του καί τό βαρύ ἔργο του ἀνάμεσα σέ σκληρούς εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί νεοφώτιστους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νά καθοδηγηθοῦν μέ ἐπιτυχία στήν πίστη καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Τόν σκεπτόταν καί προσευχόταν. Κι ὅταν ἀργότερα, δέσμιος ἀπό τή φυλακή τῆς Ρώμης, ἔγραψε τήν ἐπιστολή του πρός τούς Κολασσαεῖς, δέν παρέλειψε νά ἀπευθύνει εἰδική προτροπή καί πρός τόν προεστώτα τῆς Ἐκκλησίας μ’ αὐτά τά χαρακτηριστικά λόγια: «εἴπατε Ἀρχίππῳ βλέπε τήν διακονίαν ἥν παρέλαβες ἐν Κυρίῳ, ἵνα αὐτήν πληροῖς» (Κολ. δ΄ 17). Πεῖτε στόν Ἄρχιππο: πρόσεχε ἰδιαιτέρως! πρόσεχε πολύ τήν ὑψηλή, ἱερή καί ὑπεύθυνη διακονία τῆς διαποιμάνσεως τῶν ψυχῶν τῶν Χριστιανῶν, διακονία, πού παρέλαβες ἀπό τά χέρια τοῦ Κυρίου. Πρόσεχε νά τήν ἐπιτελεῖς πάντοτε μέ κάθε ἀκρίβεια καί τελειότητα. Κι ἔμεινε ἡ παραγγελία αὐτή γραμμένη στήν Καινή Διαθήκη γιά νά τή διαβάζουν οἱ ἀνά τούς αἰῶνες ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα οἱ κληρικοί· γιά νά ἀποτελεῖ γι’ αὐτούς παντοτινό Σύνθημα ἐπαγρυπνήσεως στό ἔργο τους καί νά φιλοτιμοῦνται νά τό ἐπιτελοῦν τέλεια γιά κάθε ψυχή.
Ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Ἄρχιππος πρόσεξε τή συμβουλή; Καί τήν πρόσεξε καί ἀνταποκρίθηκε καί ἐπιμελήθηκε τό ἔργο του ἔτσι ὥστε νά γίνει τό παράδειγμα καί τό καύχημα τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά συγχρόνως καί ὁ στόχος τῶν εἰδωλολατρῶν. Κι ἔτσι ὅπως ἔβλεπαν τό ἔργο του νά ἐπεκτείνεται καί ὁ λαός «ἐκ βυθοῦ κακίας» νά ἀνασύρεται καί νά ὁδηγεῖται στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, τόν μίσησαν καί ζητοῦσαν εὐκαιρία νά τόν ἐξολοθρεύσουν. Καί τήν εὐκαιρία δέν ἄργησαν νά τήν βροῦν οἱ δόλιοι.
Γιόρταζαν δηλαδή τότε οἱ ἐθνικοί μέ θορυβώδεις ἐκδηλώσεις τήν ἑορτή τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος. Καί ὁ Ἀρχιππος μέ τούς γύρω του πιστούς, σέ ἀντιπερισπασμό, συγκεντρώθηκαν στόν καθιερωμένο χῶρο γιά νά λατρεύσουν τόν ἀληθινό Θεό. Τήν ὥρα ἐκείνη πολλοί ἀπό τούς ἐθνικούς, σκοτισμένοι καί ἀλλόφρονες εἰδωλολάτρες, εἰσῆλθαν στόν τόπο τῆς λατρείας καί ἐπιτέθηκαν ἐναντίον του. Κι ἀφοῦ τόν βασάνισαν ἐπί τόπου, τόν ἐσυραν στή συνέχεια ἔξω καί τόν διέταξαν νά θυσιάσει στό εἴδωλο. Ἀλλά ἦταν φυσικό. O Ἀρχιππος ἀντέδρασε. Ἀρνήθηκε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του. Τότε μέ διαταγή τοῦ ἐπάρχου Ἀνδροκλέους ἀρχίζουν τά φρικτότερα μαρτύρια. Τόν γυμνώνουν, τόν ρίχνουν σέ λάκκο μέχρι τή μέση του καί κεντοῦν ὅλο τό σῶμα του μέ βελόνες. Μαρτύριο αὐτό κατεξοχήν ὀδυνηρό! Κι ὅταν βλέπουν, ὅτι ὁ Ἀρχιππος ὄχι μόνο δέν λυγίζει, ἀλλά, ἀντί γιά θυσία στό εἴδωλο, ὁμολογεῖ καί ὑμνεῖ τόν Χριστό ὡς σωτήρα καί λυτρωτή τῶν ἀνθρώπων, τότε παίρνουν πέτρες καί τόν λιθοβολοῦν. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἀρχιππος παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο καί Θεό του, τόν ὁποῖο ὑπηρέτησε ὡς Ἀπόστολός του καί τόν ὁμολόγησε ὡς Μάρτυρας.
Ὡραῖα τό σημειώνει ὁ ἱερός ὑμνογράφος:
Οἱ λίθοις ἀναισθήτῳ καρδίᾳ θρησκεύοντες, λιθοβολοῦσι σε, μάκαρ, τῆς ζωῆς τήν πέτραν ὁμολογοῦντα καί πλάνης τό ὀχύρωμα, Μάρτυς, συντρίβοντα.
Δηλαδή, οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι μέ ἀναίσθητη καρδία λατρεύουν τούς λίθους, σέ λιθοβολοῦν, μακάριε Ἄρχιππε, ἐσένα, πού ὁμολογεῖς τόν Χριστό ὡς τήν πέτρα καί τό θεμέλιο τῆς ζωῆς (Α΄ Κορ. γ΄ 11, Ἐφεσ. β΄ 20) καί συντρίβεις τό ὀχύρωμα τῆς πλάνης.
Ἔτσι ὁλοκλήρωσε τή διακονία του ὁ ἅγιος Ἄρχιππος μέχρι θυσίας καί αἵματος καί ἔδωσε τόν τύπο τοῦ καλοῦ Ποιμένος καί τοῦ καλοῦ ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος τά θυσιάζει ὅλα γιά τόν Χριστό καί τή διακονία του. Παράδειγμα ἄξιο γιά μίμηση!
Παρόμοιο μαρτύριο ὑπέστησαν μαζί του τήν ὥρα ἐκείνη καί οἱ γονεῖς του Φιλήμων καί Ἀπφία, ὅπως καί οἱ ἄλλοι πιστοί τοῦ Κυρίου.
Στιχηρόν Ἑσπερινοῦ. Ἦχος πλ. δ΄.
Συρόμενος, Μακάριε, καί ἐκκεντούμενος καί πάσαις ἄλλαις περικυκλούμενος δεινῶν ἰδέαις,
οὐκ ἐξηρνήσω τόν Χριστόν, οὐδέ τοῖς γλυπτοῖς σέβας ἀπένειμας.
Ὅθεν στεφανίτης ἐχρημάτισας ἀεί καθικετεύων ἅπασι δωρηθῆναι τό μέγα ἔλεος.
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη
Ὑπέβαλαν σ᾿ ὅλους σειρὰ σκληρότατων βασανιστηρίων. Τὸ φρόνημά τους ὅμως δὲν κάμφθηκε, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀκμαῖο καὶ ἄπτωτο. Ἡ Ἀσκληπιοδότη ἡ παρθένος ἐπέδειξε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια καρτερία καὶ γενναιότητα. Δὲν κάμφθηκαν, ὅταν τὰ κόκκαλά τους συντρίβονταν καὶ οἱ σάρκες τοὺς ξεσχίζονταν κάτω ἀπὸ τὸ χαλάζι τῶν λιθοβολισμῶν. Μανιώδης ὁ τύραννος εἰδωλολάτρης διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἀλλ᾿ οἱ μάρτυρες τὸν καταντρόπιασαν καὶ ἡ Ἀσκληπιοδότη τὸν κατανίκησε. Τὰ ξίφη ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους, ἀλλ᾿ οἱ ψυχές τους ἔμειναν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες. Τὸ δὲ μαρτυρικὸ αἷμα τους ἔθρεψε τὸ δένδρο τῆς ἀλήθειας, ἐνῷ κατέπνιξε τὸν δράκοντα τῆς πλάνης.
Ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ζήνωνα (476) καὶ γεννήθηκε στὰ Σαμόσατα (Σεμψάτ) τῆς Συρίας. Ἐκπαιδεύτηκε ἀπὸ ἕναν φημισμένο δάσκαλο, τὸν Βαρυψαβᾶ, καὶ μεταξὺ ἄλλων ἔμαθε τὴν Συριακὴ γλῶσσα. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, πῆγε στὴ Φοινίκη μαζὶ μὲ ἄλλους καὶ ἵδρυσε κοινοβιακὴ συντροφιά. Ἀργότερα μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα καὶ τοῦ ἐπισκόπου Βηρυτοῦ Ἰωάννη ἵδρυσε μοναστήρι, ποὺ ἀνέδειξε σὲ κέντρο χριστιανικῆς ἐργασίας μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ ἐπιτυχία ὑπῆρξε μεγάλη. Ἔπειτα μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου, ὁ Ῥαβουλᾶς ἔκτισε ὁμώνυμό του μοναστήρι στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ κατόπιν, πῆγε καὶ σ᾿ ἄλλους τόπους καὶ ἔκτισε κι᾿ ἄλλα μοναστήρια, φροντίζοντας νὰ τὰ ἐπανδρώσει μὲ μοναχοὺς μορφωμένους καὶ ζηλωτές. Πράγματι ὁ Ῥαβουλᾶς ὑπῆρξε ὁ ἀκάματος ἐργάτης τῆς πίστης. Πέθανε πάνω ἀπὸ 80 χρονῶν, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ψιθυρίζοντας μέχρι τελευταίας του πνοῆς τὸ γλυκὸ ἐκεῖνο ῥητό του Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος οἱ ὁμολογητές
Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη. Ἐπὶ τῶν διωγμῶν, ποὺ γίνονταν ἐπὶ βασιλείας αὐτοῦ τοῦ ἀποστάτη αὐτοκράτορα, ὁ Εὐγένιος καὶ ὁ Μακάριος ὑποβλήθηκαν σὲ πολλὰ βασανιστήρια. Κατόπιν μὲ στρατιωτικὴ συνοδεία στάλθηκαν ἐξόριστοι στὴ Μαυριτανία. Πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες, ἀλλ᾿ εὐχαριστῶντας τὸ Θεό, ποὺ τοὺς διατήρησε ἀλύγιστους στὸ μαρτύριό τους.
Ὁ Ὅσιος Κόνων
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τοῦ Πενθουκλᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Ἔπειτα ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔφτασε στὰ ἀνώτατα στάδια τῆς πνευματικῆς ἄσκησης. Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων Πέτρος (524-552) καὶ τὸν διόρισε νὰ βαπτίζει τοὺς προσερχόμενους στὸν Ἰορδάνη. Ὅταν ὅμως ἐπρόκειτο νὰ βαπτίσει γυναῖκα, σὰν ἄνθρωπος σκανδαλιζόταν καὶ σκεφτόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Κοινόβιο. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστῆς, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑπομονὴ γέροντα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἐλαφρύνω ἀπὸ τὸν πόλεμο». Κάποια μέρα ὅμως, ἦλθε νὰ βαπτισθεῖ μία πανέμορφη Περσίδα καὶ ὁ Ὅσιος δὲν μπόρεσε νὰ τὴν βαπτίσει καὶ νὰ τὴν χρίσει γυμνή. Καὶ ἡ κόρη ἔμεινε ἀβάπτιστη. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅταν τὸ ἔμαθε στενοχωρήθηκε πολύ. Ὁ δὲ Κόνων πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἀναχώρησης. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ βοηθητικὰ ἐκεῖνα λόγια. Τότε ὁ Κόνων τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ξαναεπιστρέφει, διότι ἐνῷ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ δὲ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ μὴ ἀμφιβάλει πλέον. Ὅποτε ὁ Γέρων ἐπανῆλθε στὸ κοινόβιο καὶ τὴν ἑπομένη ἔχρισε καὶ βάπτισε τὴν νεαρὴ Περσίδα, χωρὶς καθόλου νὰ στοχασθεῖ, ὅτι ἦταν γυναῖκα. Ἔζησε δὲ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ὅσιος ἄλλα 20 χρόνια καὶ ἔφτασε στὸ μεγαλύτερο βαθμὸ τῆς ἀπάθειας, καὶ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος
Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἡ μνήμη τοῦ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ τὸν Delehaye, ὅπου καλεῖται ἐπίσκοπος.
Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία
Α. Ἡ ἐξαίρετη κοινωνική ἐργάτις.
Δένδρο καλλίκαρπο ἡ Πίστη, δέν ἔπαυσε σέ κάθε ἐποχή νά ἀποδίδει τούς πλούσιους καρπούς της. Οἱ Ἅγιοι καί οἱ Μάρτυρες καί οἱ Ὅσιοι καί οἱ θεοφόροι Πατέρες στολίζουν τή σεμνή παράταξη τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας σέ ὅλους τούς χριστιανικούς αἰῶνες. Καί οἱ νεομάρτυρες προστίθενται στά νέφη τῶν παλαιῶν Μαρτύρων, γιά νά ἀποδεικνύουν μέ τόν πιό φανερό τρόπο, ὅτι «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰώνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8).
Ἡ νεομάρτυς καί ὁσιομάρτυς Φιλοθέη προβάλλει ἐνώπιον τῶν Χριστιανῶν καί διακηρύττει σέ ὅλες τίς γενιές τά θαυμαστά ἀποτελέσματα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό.
Εἶχε προχωρήσει ὁ 16ος αἰώνας. Χρόνια μαῦρα καί σκοτεινά γιά τό δοῦλο γένος τῶν Ἑλλήνων. Ὅλα τά σκέπαζε τό πηχτό καί ἀδιαπέραστο σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Οἱ προπάτορές μας περνοῦσαν τήν πικρή ζωή τους χωρίς νά ἀπολαμβάνουν τό πολύτιμο δῶρο τῆς ἐλευθερίας, καί ταλαιπωροῦνταν μέ κάθε τρόπο. Τίποτε δέν τούς ἔδινε τήν παραμικρή ἐλπίδα καί κανένα φῶς δέν ἔδειχνε τήν ἀνατολή κάποιας καινούργιας μέρας. Οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους, πού τόσα πρόσφεραν στό δοῦλο γένος, δέν εἶχαν κάνει ἀκόμη τήν ἐμφάνισή τους. Δέν ἦταν μάλιστα λίγοι ἐκεῖνοι, πού γιά νά ἀποφύγουν τίς στερήσεις καί τό καθημερινό μαρτύριο ἀπό τούς κατακτητές γίνονταν ἐξωμότες· ἀπαρνοῦνταν τή θρησκεία τῶν πατέρων τους καί προσχωροῦσαν στόν Μωαμεθανισμό. Γι’ αὐτό καί ὅσοι φωτισμένοι Χριστιανοί παρουσιάζονταν κατά καιρούς, στήριζαν τούς σκλαβωμένους ἀδελφούς, καί πρόσφεραν μεγάλη ὑπηρεσία στήν Πατρίδα.
Τέτοια ἦταν ἡ Φιλοθέη. Γεννήθηκε στήν Ἀθήνα τό 1526. Ἦταν κόρη τοῦ ὀνομαστοῦ προύχοντα τῶν Ἀθηνῶν Ἀγγέλου Μπενιζέλου καί τῆς εὐσεβοῦς συζύγου του Συρίγης. Ρεγγίνα ἤ Ρεγούλα ἦταν τό βαπτιστικό της ὄνομα. Ἀπό τά πολύ μικρά της χρόνια ἔδειξε ὅτι ἦταν φύση στολισμένη μέ πολλά χαρίσματα. Ἡ μόρφωση πού τῆς ἔδωσαν οἱ γονεῖς της, ἦταν σπουδαία γιά τήν ἐποχή της. Αἰσθήματα ἀνώτερα διακατεῖχαν τήν ψυχή της. Μαζί μέ τήν πρόοδο τῆς ἡλικίας της παρουσιάζονταν καί τά πλούσια χαρίσματά της. Δέν ἦταν ἐξαίρεση νά μοιράζει τό φαγητό της πού ἔπαιρνε στό σχολεῖο της μέ τά φτωχά σκλαβόπουλα, ἤ νά γυρίζει στό σπίτι χωρίς πανωφόρι, διότι τό εἶχε χαρίσει σέ κάποιο πτωχό σκλαβόπουλο.
Τά χρόνια τῆς φοιτήσεώς της στό σχολεῖο πέρασαν. Ἡ εὐγενής Ἀθηναία ἀνοίγει σπίτι. Ὅλοι τή ζήλευαν γιά τή νέα ζωή της. Ὅμως ἡ οἰκογενειακή της ζωή ἦταν γεμάτη ἀπό δοκιμασίες. Βάναυσος καί σκληρός ὁ σύντροφός της τήν κάνει κάθε μέρα νά ταλαιπωρεῖται ἀφάνταστα. Ὅμως ὁ Θεός δέν τήν ἄφησε νά θλίβεται γιά πολύ. Τρία μόλις χρόνια κράτησε ἡ συζυγική της ζωή. Ὁ σύζυγός της πεθαίνει καί μένει μόνη, χήρα νεότατη σέ ἡλικία μόλις 19 ἐτῶν. Αὐτό τό θεωρεῖ κλήση Θεοῦ γιά νά ἐργασθεῖ μέ ὅλες της τίς δυνάμεις, γιά νά βοηθήσει ἰδιαιτέρως τίς Ἑλληνίδες νά κρατήσουν τήν πίστη τους στόν Χριστό καί τήν ἀγάπη τούς πρός τή σκλαβωμένη Πατρίδα.
Καταστρώνει λοιπόν τό σχέδιό της. Δέν προχωρεῖ ὅμως ἀμέσως στήν ἐφαρμογή του. Πρέπει νά περιθάλψει πρῶτα τούς γονεῖς της. Ὅταν ὅμως ἔπειτα ἀπό μερικά ἔτη ἐκεῖνοι φεύγουν ἀπό τή ζωή αὐτή, ἡ Φιλοθέη εἶναι πιά ἐλεύθερη νά προχωρήσει στό ἔργο της. Γίνεται μοναχή, διότι γνωρίζει ὅτι οἱ κατακτητές σέβονται τήν Ἐκκλησία καί ἔτσι εὐκολότερα θά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή της· Ἀποστολή πνευματικῆς ἀσκήσεως, ἀλλά καί κοινωνικῆς ἀνορθώσεως. Ἀπό τή μεγάλη της περιουσία, πού κληρονόμησε ἀπό τούς γονεῖς της, τό ἕνα μέρος τό διαθέτει γιά φιλανθρωπία. Μέ τό ἄλλο κτίζει γυναικεία μονή δίπλα στόν Ἅγιο Ἀνδρέα, ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν. Ἡ μονή τῆς Φιλοθέης εἶναι συγκρότημα ὁλόκληρο, πού περιλαμβάνει οἰκήματα γιά τίς μοναχές, Σχολεῖα γιά τά Ἑλληνόπουλα, ἐργαστήρια, ὅπου νέες κοπέλλες μαθαίνουν τέχνες, ὑφαντική, πλεκτική, ραπτική. Ἕνα πνεῦμα ἀγάπης καί πνευματικῆς ἀνωτερότητος ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ. Ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τῆς Φιλοθέης ἄφηνε παντοῦ τή σφραγίδα της. Προσευχή καί ἐργασία. Ἄσκηση καί ἱεραποστολή ἦταν τά δυό μεγάλα κέντρα τῆς ζωῆς της. Ἀπό παντοῦ ἀκούγονται ἔπαινοι γιά τήν μεγάλη μορφή της. Τά ἔργα της τά εὐλογεῖ ὁ οὐρανός, πού στέλνει καθημερινά καί νέες εὐλογίες. Βλέπει ἡ ἔξοχη κοινωνική ἐργάτιδα γύρω της τόσο πόνο, τόση δυστυχία. Καί τί κάνει; Ἐπεκτείνει τό συγκρότημα τῆς ἀγάπης. Πλάι ἀπό τή σχολή καί τά ἐργαστήρια χτίζει νοσοκομεῖο γιά τούς ἀρρώστους· γηροκομεῖο γιά τήν περίθαλψη τῶν γερόντων, πού βρίσκουν ἐκεῖ περιποίηση καί θαλπωρή. Ὀρφανοτροφεῖο γιά τά ὀρφανά Ἑλληνόπουλα, πού δέν ἔχουν πού νά ἀκουμπήσουν. Ἀκόμη χτίζει καί ξενώνα, γιά νά καταφεύγουν ἐκεῖ οἱ ξένοι, πού εἶναι περαστικοί ἀπό τήν Ἀθήνα καί δέν ἔχουν ἕνα μέρος νά περάσουν τήν βραδιά τους. Ἀεικίνητη ἡ πρωτεργάτιδα τῆς ἀγάπης φροντίζει γιά ὅλα, ἐπαρκεῖ σέ ὅλα, ἐμπνέει τό προσωπικό πού χρησιμοποιεῖται στίς τόσες ἐργασίες. Ἐμπνέει τίς μαθήτριες, τά παιδιά, τούς πάντες. Μᾶς φαίνονται ἀκατόρθωτα αὐτά. Καί ὅμως εἶναι πραγματικότητα. Διακόσιες νέες κοπέλλες ἐργάζονταν στά ἐργαστήρια τῆς Φιλοθέης. Καί ἔπαιρναν ἐκεῖ τά μεγάλα διδάγματα τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί τή σκλαβωμένη πατρίδα.
Δέν σταμάτησε ὅμως ἕως ἐδῶ. Ἐπεκτείνει τήν εὐεργετική δράση της. Ἔρχεται καιρός, πού πείνα φοβερή μαστίζει τούς Χριστιανούς τῆς Ἀθήνας. Τί κάνει ἡ Φιλοθέη; Ἀνοίγει τίς ἀποθῆκες τῆς μονῆς καί μοιράζει ὅλο τό λάδι πού εἶχε, στούς πτωχούς καί σ’ ὅσους στεροῦνταν. Καί ὅταν κάποιος παρατήρησε, τί θά γίνουν οἱ μοναχές, ἀπάντησε· θά φροντίσει καί γιά μᾶς ὁ Θεός. Εἶδε πώς οἱ ταξιδιῶτες, πού ἔρχονταν στήν Ἀθήνα, εἶχαν ἀνάγκη νά πιοῦν λίγο δροσερό νερό. Ἀνοίγει λοιπόν πηγάδι στό Ψυχικό, τό γνωστό προάστειο τῶν Ἀθηνῶν, πού γι’ αὐτό ὀνομάσθηκε ἔτσι, ἀφοῦ ἡ Φιλοθέη ἔκανε μ’ αὐτό ψυχικό στούς διαβάτες. Προχωρεῖ ἀκόμη. Τό μοναστήρι ἔχει πάντα ἀνοιχτές τίς πόρτες του καί δέχεται ὅλους τούς κατατρεγμένους. Βρίσκουν ἐκεῖ ἀσφάλεια, περίθαλψη, στοργική προστασία.
Ἀλήθεια! Πόσο θαυμαστά εἶναι τά ἔργα πού ἐμπνέει ὁ Χριστός, πού ὑπαγορεύει ἡ ἀγάπη!
Β. Πιστή μέχρι θανάτου.
Τέτοια ὅμως ἔργα ἦταν ἀδύνατον νά μή κινήσουν τήν ὑποψία τοῦ κατακτητῆ. Καί μαζί μ’ αὐτήν καί τήν ὀργή καί τήν ἀγανάκτησή του. Ἀφοῦ τά σχέδιά του γιά τόν ἐξισλαμισμό τῶν Χριστιανῶν ἔβρισκαν τόσο σοβαρό ἐμπόδιο, ἦταν δυνατόν νά μή καταβληθεῖ προσπάθεια νά ματαιωθεῖ τό σπουδαῖο καί ἀναμορφωτικό καί ἐθνικό ἔργο τῆς Φιλοθέης; Ἀλλά καί ἡ ἰδία νά μή γίνει ὁ στόχος τῶν ἀπειλῶν καί τῶν διωγμῶν ἀπό τούς Τούρκους;
Πράγματι ἐκεῖνοι συστηματικά παρακολουθοῦσαν τό ἔργο της. Ἔβλεπαν ὅτι τό μοναστήρι της ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀντίδραση στίς διαβρωτικές ἐνέργειές τους γιά τό Ἔθνος μας. Καί ἀποφασίζουν νά κινηθοῦν δραστήρια. Τήν συλλαμβάνουν, λοιπόν, καί τήν φυλακίζουν. Ἡ εἴδηση προκαλεῖ συγκίνηση, ἀλλά καί πόνο. Δάκρυα βρέχουν τά μάτια ὅλων ἐκείνων, πού βρῆκαν κοντά της ἀνακούφιση καί σωτηρία. Θερμές ἀναπέμπονται πρός τόν Θεό οἱ προσευχές γιά τήν ἀπελευθέρωσή της. Οἱ Τοῦρκοι, σκληροί καί ἀνένδοτοι στήν ἀπόφασή τους, τήν ταλαιπωροῦν πολύ, τήν ἐκβιάζουν καί τήν πιέζουν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη της· νά προσχωρήσει στόν Μωαμεθανισμό, νά ἀφήσει τό Εὐαγγέλιο καί νά δεχθεῖ τό Κοράνι. Ἐκείνη σταθερά ἀρνεῖται. Τήν ἀπειλοῦν μέ βασανιστήρια, τῆς ἐπισείουν τόν μαρτυρικό θάνατο. Ἀμετάπειστη ἡ Φιλοθέη. Εἶναι ἕτοιμη γιά ὅλα. Ἀρκεῖ μέ τό θάνατό της νά δοξασθεῖ ὁ Χριστός. Σέ ἀδιέξοδο οἱ ἐχθροί. Δέν μποροῦν νά καταλάβουν ποιά εἶναι ἡ πηγή μιᾶς τέτοιας δυνάμεως, πού παρουσιάζει μία ἀδύνατη γυναίκα.
Ξαφνικά μιά εἴδηση, γλυκεία εἴδηση, κυκλοφορεῖ. Καί ἐνθαρρύνει τίς ἀνήσυχες, τίς πονεμένες ψυχές. Ποιά εἴδηση; Ἡ Φιλοθέη, ἡ μητέρα τῶν πτωχῶν καί ἡ προστάτιδα τῶν ἑκατοντάδων Ἑλληνίδων, ἀφήνεται ἐλεύθερη. Σέ λίγο θά εἶναι πάλι ἀνάμεσά τους. Τί συμβαίνει; Δέν εἶχε σημάνει γιά τήν Φιλοθέη ἡ ὥρα τῆς τελευταίας της ὁμολογίας. Εἶχε ἀκόμη ἔργο νά ἐπιτέλεσει. Καί γι’ αὐτό ἕνα διάβημα τῶν Δημογερόντων τῶν Ἀθηνῶν στόν Τοῦρκο διοικητή φέρνει τό εὐχάριστο ἀποτέλεσμα. Πρέπει ἡ Φιλοθέη νά συνεχίσει τήν πνευματική καί κοινωνική δράση της. Νέοι τώρα ἀγῶνες· νέες προσπάθειες· νέες ἐξορμήσεις ἀγάπης. Χτίζει νέο μοναστήρι στά Πατήσια, γιά νά ἐπαρκέσει στίς πολλές ἀνάγκες τῶν σκλάβων. Χτίζει καί ἄλλο στό νησί Κέα. Καί γίνονται κι αὐτά κέντρα χριστιανικῆς ἀγάπης καί μορφώσεως καί ἱεραποστολῆς. Εἶναι τό δεύτερο μεγάλο στάδιο τῆς ζωῆς της. Δέν σταματᾶ ὅμως πάλι ἕως ἐδῶ. Ἀκούραστη περιοδεύει συνεχῶς, διδάσκει τίς Ἑλληνίδες, προτρέπει, νουθετεῖ, ἐφιστᾶ τήν προσοχή τους στούς κινδύνους πού διατρέχουν ἀπό τόν κατακτητή, γίνεται τό πρόσωπο γύρω ἀπό τό ὅποιο στρέφεται ἡ εὐγνωμοσύνη ὅλων, μεγάλων καί μικρῶν. Θαυμαστά τά ἀποτελέσματα τῆς προσπάθειάς της αὐτῆς. Ὁ παρθενώνας της συνεχῶς ὀργανώνεται. Γίνεται τό φρούριο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Χριστιανικῆς πίστεως.
Ἔτσι πέρασαν μερικά ἀκόμη χρόνια δράσεως γεμάτης ἀπό φῶς καί ἀγάπη, ἀπό αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία. Ὁ καιρός ὅμως νά ἀναπαυθεῖ ἡ ὑπέροχη κοινωνική καί πνευματική ἐργάτιδα ἀπό τούς κόπους καί τίς καθημερινές της θυσίες πλησιάζει. Οἱ κατακτητές παρακολουθοῦν μέ μεγαλύτερη τώρα ἀνησυχία τό δημιουργικό ἔργο τῆς μοναχῆς Φιλοθέης. Βλέπουν τά σχέδιά τους νά ναυαγοῦν. Βλέπουν ὅτι, ἡ προσπάθειά τους νά ἐπιβάλουν τήν θρησκεία τους, προσκρούει στά μεγάλα ἐμπόδια, πού τούς παρεμβάλλει. Καί ἀποφασίζουν τώρα νά δράσουν περισσότερο ἀποτελεσματικά. Χωρίς νά ἐκδηλώσουν τίς προθέσεις τους, τή νύχτα τῆς 2ας πρός τήν 3η Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588 πλῆθος ὁπλισμένων Τούρκων περικυκλώνει τό μετόχι τῆς Φιλοθέης στά Πατήσια. Στό Ναό γίνεται παννυχίδα ἀπό τίς μοναχές πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Ὕμνοι καί δοξολογίες ἀκοῦγονται μέσα στό βαθύ σκοτάδι. Ἡ Φιλοθέη στή θέση της.
Ξαφνικά στό ναό εἰσβάλλουν ἔνοπλοι Τοῦρκοι ἐξαγριωμένοι. Στόχος τους ἡ Φιλοθέη. Τή συλλαμβάνουν, τή βασανίζουν μέ κάθε τρόπο· τή δέρνουν ἀνελέητα· τήν ἀφήνουν ἀναίσθητη, λιπόθυμη, σχεδόν μισοπεθαμένη. Οἱ μοναχές κλαῖνε, ὀδύρονται, ἐνῶ παρακολουθοῦν τό μαρτύριό της. Ὅταν οἱ βασανιστές της ἀναχώρησαν, τήν περισυνέλεξαν καί μέ κάθε τρόπο προσπάθησαν νά τήν ἀνακουφίσουν, τήν κάνουν νά συνέλθει, νά μαλακώσουν τούς πόνους της. Καί τό κατώρθωσαν. Ἡ ἑτοιμοθάνατη συνῆλθε. Ἡ ζωή της ὅμως ἔπειτα ἀπό τό μαρτύριο δέν παρατάθηκε γιά πολύ. Πέντε περίπου μῆνες μετά ἀπό τά βασανιστήριά της, καί συγκεκριμένα στίς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589, παρέδωσε τό πνεῦμα της στόν Θεό ἡ ὁσιομάρτυς Φιλοθέη. Τήν ἔκλαψαν οἱ μοναχές. Τήν ἔκλαψαν τά πτωχά καί τό ὀρφανά. Τήν ἔκλαψαν οἱ Ἑλληνίδες, πού τόσο προστάτευσε. Ἡ ψυχή της ἀνῆλθε στόν οὐρανό, γιά νά πάρει τό ἀμάραντο στεφάνι. Ἀργότερα ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων της τά ὁποῖα σήμερα βρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στόν ἱερό Ναό τῆς Μητροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Μετά ἀπό 10 περίπου χρόνια, τό 1600, ἀνακηρύχθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Ὁσιομάρτυς καί ἡ μνήμη της τελεῖται κάθε χρόνο τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου της. Ἑορτάζεται γιά νά ὑπενθυμίζει στίς γενιές τῶν Χριστιανῶν, ὅτι πράγματι «μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα», ὅτι ὅταν οἱ πιστοί του ἐμπνέονται ἀπό Ἐκεῖνον, ἀναδεικνύονται πράγματι ἄξιοι τοῦ μεγάλου τους ὀνόματος.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»
Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ νέος ἱερομάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ ἔγινε Ἱερομόναχος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριμένα στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κατόπιν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα (Ῥωσική). Τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ γύριζε τὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὶς Σέῤῥες καὶ τὴν Δρᾶμα, κηρύττοντας τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν Μωάμεθ σὰν πλάνο. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ φυλακίστηκε στὶς Σέῤῥες. Κατόπιν ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὅπως ὄσφρηση φωτιᾶς ἀπὸ τὴν μύτη, ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, καλαμένιες ἀκίδες στὰ νύχια του καὶ κάψιμο στὰ ἀπόκρυφα μέλη του. Ὁ Νικήτας ὅμως, μὲ θαυμαστὴ σταθερότητα, συνεχῶς ὁμολογοῦσε τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τελικά, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1806 τὸν κρέμασαν καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας.