ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (19/2)

Σήμερα 19/2 εορτάζουν:

  • Αγία Φιλοθέη η Αθηναία
  • Άγιος Άρχιππος ο Απόστολος
  • Άγιος Νικήτας ο νέος Ιερομάρτυρας
  • Άγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος, Ησύχιος και Ασκληπιοδότη
  • Όσιος Ραβουλάς
  • Όσιοι Ευγένιος και Μακάριος οι Ομολογητές
  • Όσιος Κόνων
  • Όσιος Σωφρόνιος
  • Οσία Μαρία του Όλονετς

Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ Ἀπόστολος

    Τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἀρ­χίπ­που εἶ­ναι γνω­στό στούς Χρι­στια­νούς πού με­λε­τοῦν τήν Και­νή Δι­α­θή­κη, ἀφοῦ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως τό ἀ­να­φέ­ρει στίς ἐ­πι­στο­λές του.

    Στίς Κο­λασ­σές, τήν πό­λη τῆς Φρυ­γί­ας τήν με­γά­λη καί εὐ­δαί­μο­να, δι­έ­με­νε ὁ Ἄρ­χιπ­πος. Φαί­νε­ται ὅ­τι μᾶλ­λον ἦ­ταν γιός τοῦ Φι­λή­μο­νος καί τῆς Ἀπ­φί­ας, τῶν ὁ­ποί­ων τό σπί­τι εἶ­χε γί­νει κέν­τρο ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί φι­λαν­θρω­πί­ας. Μα­ζί μέ τούς γο­νεῖς του γνώ­ρι­σε τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, ὅ­ταν αὐ­τός ἐ­πί τρί­α ὁ­λό­κλη­ρα χρόνια ἔ­με­νε στήν Ἔ­φε­σο γιά τό εὐ­αγ­γε­λι­κό του ἔρ­γο. Νέ­ος κα­λο­δι­ά­θε­τος, ὅ­πως ἦ­ταν, ἑλ­κύ­σθη­κε ἀ­πό τήν ἀ­κτι­νο­βό­λο φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου καί τό πλού­σιο καί βα­θύ κή­ρυγ­μά του. Κι ὄ­χι μό­νο βα­πτί­σθη­κε κι ἔ­γι­νε χρι­στια­νός, ἀλ­λά ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς του στόν Χρι­στό. Ἡ ἀ­ρε­τή του καί ἡ ὁ­λό­ψυ­χη ἀ­φο­σί­ω­σή του στό ἔρ­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου φαί­νε­ται ὅ­τι τόν ἀ­νέ­βα­σε στή θέ­ση τοῦ προ­ε­ξάρ­χον­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Κο­λασ­σα­έ­ων, στή θέ­ση τοῦ πρε­σβυ­τέ­ρου ἤ πι­θα­νόν καί τοῦ Ἐ­πι­σκό­που.

    Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν ἐ­πι­στο­λή πού ἔ­στει­λε στόν πα­τέ­ρα του Φι­λή­μο­να, ἀ­πο­κα­λεῖ τόν Ἄρ­χιπ­πο συ­στρα­τι­ώ­τη του «καί Ἀρ­χίπ­πω τῷ συ­στρα­τι­ώ­τῃ ἡ­μῶν», γιά νά τόν παρου­σί­α­σει ὡς ἄν­θρω­πο πού στρα­το­λο­γή­θη­κε στόν ἔν­δο­ξο στρα­τό τοῦ Χρι­στοῦ. Ἄν­δρα μέ ἀ­πο­στο­λή νά φρου­ρεῖ ἄ­γρυ­πνα τό ἱ­ε­ρό στρα­τό­πε­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό ἐ­χθρούς πο­νη­ρούς καί δό­λιους, ἀ­πό «κύ­νας καί λέ­ον­τας», ἀ­πό τόν «ὄ­φιν τόν ἀρ­χαῖ­ον» (Φι­λιπ. γ΄ 2, Α΄ Πέ­τρ. ε΄ 8, Ἀ­ποκ. κ΄ 2). Ἔρ­γο, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­παι­τεῖ ἐ­πι­μέ­λεια καί στό ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει νά ἀ­γρυ­πνεῖ σέ κά­­θε ἐ­πο­χή ὁ στρα­τι­ώ­της καί ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

    Μέ­σα στή σκέ­ψη τοῦ Παύ­λου ἦ­ταν πάν­το­τε καί ὁ Ἀρ­χιπ­πος ὡς ὑ­πεύ­θυ­νος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Κο­λοσ­σῶν. Γνώ­ρι­ζε τίς εὐ­θύ­νες του καί τό βα­ρύ ἔρ­γο του ἀ­νά­με­σα σέ σκληρούς εἰ­δω­λο­λά­τρες, ἀλ­λά καί νε­ο­φώ­τι­στους Χρι­στια­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­πρε­πε νά κα­θο­δη­γη­θοῦν μέ ἐ­πι­τυ­χί­α στήν πί­στη καί τή ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ. Τόν σκε­πτό­ταν καί προσευχό­ταν. Κι ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα, δέ­σμιος ἀ­πό τή φυ­λα­κή τῆς Ρώ­μης, ἔ­γρα­ψε τήν ἐ­πι­στο­λή του πρός τούς Κο­λασ­σα­εῖς, δέν πα­ρέ­λει­ψε νά ἀ­πευ­θύ­νει εἰ­δι­κή προ­τρο­πή καί πρός τόν προ­ε­στώ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μ’ αὐ­τά τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά λό­για: «εἴ­πα­τε Ἀρ­χίπ­πῳ βλέ­πε τήν δι­α­κο­νί­αν ἥν πα­ρέ­λα­βες ἐν Κυ­ρί­ῳ, ἵ­να αὐ­τήν πλη­ροῖς» (Κο­λ. δ΄ 17). Πεῖ­τε στόν Ἄρ­χιπ­πο: πρό­σε­χε ἰ­δι­αι­τέ­ρως! πρό­σε­χε πο­λύ τήν ὑ­ψη­λή, ἱ­ε­ρή καί ὑ­πεύ­θυ­νη δι­α­κο­νί­α τῆς δι­α­ποι­μάν­σε­ως τῶν ψυ­χῶν τῶν Χρι­στια­νῶν, δι­α­κο­νί­α, πού πα­ρέ­λα­βες ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Κυ­ρί­ου. Πρό­σε­χε νά τήν ἐ­πι­τε­λεῖς πάν­το­τε μέ κά­θε ἀ­κρί­βεια καί τε­λει­ό­τη­τα. Κι ἔ­μει­νε ἡ πα­ραγ­γε­λί­α αὐ­τή γραμ­­­μέ­νη στήν Και­νή Δι­α­θή­κη γιά νά τή δι­α­βά­ζουν οἱ ἀ­νά τούς αἰῶνες ἐρ­γά­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί μά­λι­στα οἱ κλη­ρι­κοί· γιά νά ἀ­πο­τε­λεῖ γι’ αὐ­τούς παν­το­τι­νό Σύν­θη­μα ἐ­πα­γρυ­πνή­σε­ως στό ἔρ­γο τους καί νά φι­λο­τι­μοῦν­ται νά τό ἐ­πι­τε­λοῦν τέλεια γιά κά­θε ψυ­χή.

Ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α, ὅ­τι ὁ Ἄρ­χιπ­πος πρό­σε­ξε τή συμ­βου­λή; Καί τήν πρό­σε­ξε καί ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε καί ἐ­πι­με­λή­θη­κε τό ἔρ­γο του ἔ­τσι ὥ­στε νά γί­νει τό πα­ρά­δειγ­μα καί τό καύ­χη­μα τῶν Χρι­στια­νῶν, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί ὁ στό­χος τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Κι ἔ­τσι ὅ­πως ἔ­βλε­παν τό ἔρ­γο του νά ἐ­πε­κτεί­νε­ται καί ὁ λα­ός «ἐκ βυ­θοῦ κα­κί­ας» νά ἀ­να­σύ­ρε­ται καί νά ὁδηγεῖ­ται στήν ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρί­α, τόν μί­ση­σαν καί ζη­τοῦ­σαν εὐ­και­ρί­α νά τόν ἐ­ξο­λο­θρεύ­σουν. Καί τήν εὐ­και­ρί­α δέν ἄρ­γη­σαν νά τήν βροῦν οἱ δό­λιοι.

Γι­όρ­τα­ζαν δη­λα­δή τό­τε οἱ ἐ­θνι­κοί μέ θο­ρυ­βώ­δεις ἐκ­δη­λώ­σεις τήν ἑ­ορ­τή τῆς με­γά­λης θε­ᾶς Ἀρ­τέ­μι­δος. Καί ὁ Ἀρ­χιπ­πος μέ τούς γύ­ρω του πι­στούς, σέ ἀν­τι­πε­ρι­σπα­σμό, συγκεντρώ­θη­καν στόν κα­θι­ε­ρω­μέ­νο χῶ­ρο γιά νά λα­τρεύ­σουν τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό. Τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη πολ­λοί ἀ­πό τούς ἐ­θνι­κούς, σκο­τι­σμέ­νοι καί ἀλ­λό­φρο­νες εἰ­δω­λο­λά­τρες, εἰ­σῆλ­θαν στόν τό­πο τῆς λα­τρεί­ας καί ἐ­πι­τέ­θη­καν ἐ­ναν­τί­ον του. Κι ἀ­φοῦ τόν βα­σά­νι­σαν ἐ­πί τό­που, τόν ἐ­συ­ραν στή συ­νέ­χεια ἔ­ξω καί τόν δι­έ­τα­ξαν νά θυ­σιά­σει στό εἴ­δω­λο. Ἀλ­λά ἦ­ταν φυσικό. O Ἀρ­χιπ­πος ἀν­τέ­δρα­σε. Ἀρ­νή­θη­κε μέ ὅ­λη τή δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς του. Τό­τε μέ δι­α­τα­γή τοῦ ἐ­πάρ­χου Ἀν­δρο­κλέ­ους ἀρ­χί­ζουν τά φρι­κτό­τε­ρα μαρ­τύ­ρια. Τόν γυ­μνώ­νουν, τόν ρί­χνουν σέ λάκ­κο μέ­χρι τή μέ­ση του καί κεν­τοῦν ὅ­λο τό σῶ­μα του μέ βε­λό­νες. Μαρ­τύ­ριο αὐ­τό κα­τε­ξο­χήν ὀ­δυ­νη­ρό! Κι ὅ­ταν βλέ­πουν, ὅ­τι ὁ Ἀρ­χιπ­πος ὄ­χι μό­νο δέν λυ­γί­ζει, ἀλ­λά, ἀν­τί γιά θυ­σί­α στό εἴ­δω­λο, ὁ­μο­λο­γεῖ καί ὑ­μνεῖ τόν Χρι­στό ὡς σω­τή­ρα καί λυ­τρω­τή τῶν ἀν­θρώ­πων, τό­τε παίρ­νουν πέ­τρες καί τόν λι­θο­βο­λοῦν. Ἐ­κεῖ ὁ ἅ­γιος Ἀρ­χιπ­πος παρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στόν Κύ­ριο καί Θε­ό του, τόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς Ἀ­πό­στο­λός του καί τόν ὁ­μο­λό­γη­σε ὡς Μάρ­τυ­ρας.

Ὡραῖα τό ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος:

Οἱ λί­θοις ἀ­ναι­σθή­τῳ καρ­δίᾳ θρη­σκεύ­ον­τες, λι­θο­βο­λοῦ­σι σε, μά­καρ, τῆς ζω­ῆς τήν πέ­τραν ὁ­μο­λο­γοῦν­τα καί πλά­νης τό ὀ­χύ­ρω­μα, Μάρ­τυς, συν­τρί­βον­τα.

Δη­λα­δή, οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ ἀ­ναί­σθη­τη καρ­δί­α λα­τρεύ­ουν τούς λί­θους, σέ λι­θο­βο­λοῦν, μα­κά­ρι­ε Ἄρ­χιπ­πε, ἐ­σέ­να, πού ὁ­μο­λο­γεῖς τόν Χρι­στό ὡς τήν πέ­τρα καί τό θεμέλιο τῆς ζω­ῆς (Α΄ Κορ. γ΄ 11, Ἐ­φεσ. β΄ 20) καί συν­τρί­βεις τό ὀ­χύ­ρω­μα τῆς πλά­νης.

Ἔ­τσι ὁ­λο­κλή­ρω­σε τή δι­α­κο­νί­α του ὁ ἅ­γιος Ἄρ­χιπ­πος μέ­χρι θυ­σί­ας καί αἵ­μα­τος καί ἔ­δω­σε τόν τύ­πο τοῦ κα­λοῦ Ποι­μέ­νος καί τοῦ κα­λοῦ ἐρ­γά­του τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τά θυσιά­ζει ὅ­λα γιά τόν Χρι­στό καί τή δι­α­κο­νί­α του. Πα­ρά­δειγ­μα ἄ­ξιο γιά μί­μη­ση!

Πα­ρό­μοι­ο μαρ­τύ­ριο ὑ­πέ­στη­σαν μα­ζί του τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη καί οἱ γο­νεῖς του Φι­λή­μων καί Ἀπ­φί­α, ὅ­πως καί οἱ ἄλ­λοι πι­στοί τοῦ Κυ­ρί­ου.

Στι­χη­ρόν Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος πλ. δ΄.

Συ­ρό­με­νος, Μα­κά­ρι­ε, καί ἐκ­κεν­τού­με­νος καί πά­σαις ἄλ­λαις πε­ρι­κυ­κλού­με­νος δει­νῶν ἰ­δέ­αις,

οὐκ ἐ­ξηρ­νή­σω τόν Χρι­στόν, οὐ­δέ τοῖς γλυ­πτοῖς σέ­βας ἀ­πέ­νει­μας.

Ὅ­θεν στε­φα­νί­της ἐ­χρη­μά­τι­σας ἀ­εί κα­θι­κε­τεύ­ων ἅ­πα­σι δω­ρη­θῆ­ναι τό μέ­γα ἔ­λε­ος.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη

Ὑπέβαλαν σ᾿ ὅλους σειρὰ σκληρότατων βασανιστηρίων. Τὸ φρόνημά τους ὅμως δὲν κάμφθηκε, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀκμαῖο καὶ ἄπτωτο. Ἡ Ἀσκληπιοδότη ἡ παρθένος ἐπέδειξε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια καρτερία καὶ γενναιότητα. Δὲν κάμφθηκαν, ὅταν τὰ κόκκαλά τους συντρίβονταν καὶ οἱ σάρκες τοὺς ξεσχίζονταν κάτω ἀπὸ τὸ χαλάζι τῶν λιθοβολισμῶν. Μανιώδης ὁ τύραννος εἰδωλολάτρης διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἀλλ᾿ οἱ μάρτυρες τὸν καταντρόπιασαν καὶ ἡ Ἀσκληπιοδότη τὸν κατανίκησε. Τὰ ξίφη ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους, ἀλλ᾿ οἱ ψυχές τους ἔμειναν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες. Τὸ δὲ μαρτυρικὸ αἷμα τους ἔθρεψε τὸ δένδρο τῆς ἀλήθειας, ἐνῷ κατέπνιξε τὸν δράκοντα τῆς πλάνης.

Ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ζήνωνα (476) καὶ γεννήθηκε στὰ Σαμόσατα (Σεμψάτ) τῆς Συρίας. Ἐκπαιδεύτηκε ἀπὸ ἕναν φημισμένο δάσκαλο, τὸν Βαρυψαβᾶ, καὶ μεταξὺ ἄλλων ἔμαθε τὴν Συριακὴ γλῶσσα. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, πῆγε στὴ Φοινίκη μαζὶ μὲ ἄλλους καὶ ἵδρυσε κοινοβιακὴ συντροφιά. Ἀργότερα μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα καὶ τοῦ ἐπισκόπου Βηρυτοῦ Ἰωάννη ἵδρυσε μοναστήρι, ποὺ ἀνέδειξε σὲ κέντρο χριστιανικῆς ἐργασίας μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ ἐπιτυχία ὑπῆρξε μεγάλη. Ἔπειτα μὲ συνδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου, ὁ Ῥαβουλᾶς ἔκτισε ὁμώνυμό του μοναστήρι στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ κατόπιν, πῆγε καὶ σ᾿ ἄλλους τόπους καὶ ἔκτισε κι᾿ ἄλλα μοναστήρια, φροντίζοντας νὰ τὰ ἐπανδρώσει μὲ μοναχοὺς μορφωμένους καὶ ζηλωτές. Πράγματι ὁ Ῥαβουλᾶς ὑπῆρξε ὁ ἀκάματος ἐργάτης τῆς πίστης. Πέθανε πάνω ἀπὸ 80 χρονῶν, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ψιθυρίζοντας μέχρι τελευταίας του πνοῆς τὸ γλυκὸ ἐκεῖνο ῥητό του Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος οἱ ὁμολογητές

Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη. Ἐπὶ τῶν διωγμῶν, ποὺ γίνονταν ἐπὶ βασιλείας αὐτοῦ τοῦ ἀποστάτη αὐτοκράτορα, ὁ Εὐγένιος καὶ ὁ Μακάριος ὑποβλήθηκαν σὲ πολλὰ βασανιστήρια. Κατόπιν μὲ στρατιωτικὴ συνοδεία στάλθηκαν ἐξόριστοι στὴ Μαυριτανία. Πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες, ἀλλ᾿ εὐχαριστῶντας τὸ Θεό, ποὺ τοὺς διατήρησε ἀλύγιστους στὸ μαρτύριό τους.

Ὁ Ὅσιος Κόνων

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τοῦ Πενθουκλᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Ἔπειτα ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔφτασε στὰ ἀνώτατα στάδια τῆς πνευματικῆς ἄσκησης. Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων Πέτρος (524-552) καὶ τὸν διόρισε νὰ βαπτίζει τοὺς προσερχόμενους στὸν Ἰορδάνη. Ὅταν ὅμως ἐπρόκειτο νὰ βαπτίσει γυναῖκα, σὰν ἄνθρωπος σκανδαλιζόταν καὶ σκεφτόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Κοινόβιο. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστῆς, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑπομονὴ γέροντα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἐλαφρύνω ἀπὸ τὸν πόλεμο». Κάποια μέρα ὅμως, ἦλθε νὰ βαπτισθεῖ μία πανέμορφη Περσίδα καὶ ὁ Ὅσιος δὲν μπόρεσε νὰ τὴν βαπτίσει καὶ νὰ τὴν χρίσει γυμνή. Καὶ ἡ κόρη ἔμεινε ἀβάπτιστη. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅταν τὸ ἔμαθε στενοχωρήθηκε πολύ. Ὁ δὲ Κόνων πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἀναχώρησης. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ βοηθητικὰ ἐκεῖνα λόγια. Τότε ὁ Κόνων τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ξαναεπιστρέφει, διότι ἐνῷ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ δὲ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ μὴ ἀμφιβάλει πλέον. Ὅποτε ὁ Γέρων ἐπανῆλθε στὸ κοινόβιο καὶ τὴν ἑπομένη ἔχρισε καὶ βάπτισε τὴν νεαρὴ Περσίδα, χωρὶς καθόλου νὰ στοχασθεῖ, ὅτι ἦταν γυναῖκα. Ἔζησε δὲ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ὅσιος ἄλλα 20 χρόνια καὶ ἔφτασε στὸ μεγαλύτερο βαθμὸ τῆς ἀπάθειας, καὶ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε.

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος

Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἡ μνήμη τοῦ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ τὸν Delehaye, ὅπου καλεῖται ἐπίσκοπος.

Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία

Agia-Filothei

Α. Ἡ ἐ­ξαί­ρε­τη κοι­νω­νι­κή ἐρ­γά­τις.

Δέν­δρο καλ­λί­καρ­πο ἡ Πί­στη, δέν ἔ­παυ­σε σέ κά­θε ἐ­πο­χή νά ἀ­πο­δί­δει τούς πλού­σιους καρ­πούς της. Οἱ Ἅ­γιοι καί οἱ Μάρ­τυ­ρες καί οἱ Ὅ­σιοι καί οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες στο­λί­ζουν τή σε­μνή πα­ρά­τα­ξη τῆς ἁ­γί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας σέ ὅ­λους τούς χρι­στι­α­νι­κούς αἰ­ῶ­νες. Καί οἱ νε­ο­μάρ­τυ­ρες προ­στί­θεν­ται στά νέ­φη τῶν πα­λαι­ῶν Μαρ­τύ­ρων, γιά νά ἀ­πο­δει­κνύ­ουν μέ τόν πιό φα­νε­ρό τρό­πο, ὅ­τι «Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός χθές καί σή­με­ρον ὁ αὐ­τός καί εἰς τούς αἰ­ώ­νας» (Ἑ­βρ. ιγ΄ 8).

Ἡ νε­ο­μάρ­τυς καί ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Φι­λο­θέ­η προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιον τῶν Χρι­στια­νῶν καί δι­α­κη­ρύτ­τει σέ ὅ­λες τίς γε­νι­ές τά θαυ­μα­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἀ­γά­πης πρός τόν Χρι­στό.

Εἶ­χε προ­χω­ρή­σει ὁ 16ος αἰ­ώ­νας. Χρό­νια μαῦ­ρα καί σκο­τει­νά γιά τό δοῦ­λο γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων. Ὅ­λα τά σκέ­πα­ζε τό πη­χτό καί ἀ­δι­α­πέ­ρα­στο σκο­τά­δι τῆς σκλα­βιᾶς. Οἱ προπάτορές μας περ­νοῦ­σαν τήν πι­κρή ζω­ή τους χωρίς νά ἀπο­λαμβάνουν τό πο­λύ­τι­μο δῶ­ρο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, καί τα­λαι­πω­ροῦν­ταν μέ κά­θε τρό­πο. Τί­πο­τε δέν τούς ἔ­δι­νε τήν πα­ρα­μι­κρή ἐλ­πί­δα καί κα­νέ­να φῶς δέν ἔ­δει­χνε τήν ἀ­να­το­λή κά­ποι­ας και­νούρ­γιας μέ­ρας. Οἱ δι­δά­σκα­λοι τοῦ Γέ­νους, πού τό­σα πρό­σφε­ραν στό δοῦ­λο γέ­νος, δέν εἶ­χαν κά­νει ἀκόμη τήν ἐμ­φά­νι­σή τους. Δέν ἦ­ταν μά­λι­στα λί­γοι ἐ­κεῖ­νοι, πού γιά νά ἀ­πο­φύ­γουν τίς στε­ρή­σεις καί τό κα­θη­με­ρι­νό μαρ­τύ­ριο ἀ­πό τούς κα­τα­κτη­τές γί­νον­ταν ἐ­ξω­μό­τες· ἀπαρνοῦνταν τή θρη­σκεί­α τῶν πα­τέ­ρων τους καί προ­σχω­ροῦ­σαν στόν Μω­α­με­θα­νι­σμό. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­σοι φω­τι­σμέ­νοι Χρι­στι­α­νοί πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν κα­τά και­ρούς, στή­ρι­ζαν τούς σκλα­­­βω­μέ­νους ἀ­δελ­φούς, καί πρό­σφε­ραν με­γά­λη ὑ­πη­ρε­σί­α στήν Πα­τρί­δα.

Τέ­τοι­α ἦ­ταν ἡ Φι­λο­θέ­η. Γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­θή­να τό 1526. Ἦ­ταν κό­ρη τοῦ ὀ­νο­μα­στοῦ πρού­χον­τα τῶν Ἀ­θη­νῶν Ἀγ­γέ­λου Μπε­νι­ζέ­λου καί τῆς εὐ­σε­βοῦς συ­ζύ­γου του Συ­ρί­γης. Ρεγγί­να ἤ Ρε­γούλα ἦ­ταν τό βα­πτι­στι­κό της ὄ­νο­μα. Ἀ­πό τά πο­λύ μι­κρά της χρό­νια ἔ­δει­ξε ὅ­τι ἦ­ταν φύ­ση στο­λι­σμένη μέ πολ­λά χα­ρί­σμα­τα. Ἡ μόρ­φω­ση πού τῆς ἔ­δω­σαν οἱ γο­νεῖς της, ἦ­ταν σπου­δαί­α γιά τήν ἐ­πο­χή της. Αἰ­σθή­μα­τα ἀ­νώ­τε­ρα δι­α­κα­τεῖ­χαν τήν ψυ­χή της. Μα­ζί μέ τήν πρό­ο­δο τῆς ἡ­λι­κί­ας της πα­ρου­σι­ά­ζον­ταν καί τά πλού­σια χα­ρί­σμα­τά της. Δέν ἦ­ταν ἐ­ξαί­ρε­ση νά μοι­ρά­ζει τό φα­γη­τό της πού ἔ­παιρ­νε στό σχο­λεῖ­ο της μέ τά φτω­χά σκλα­βό­που­λα, ἤ νά γυ­ρί­ζει στό σπί­τι χω­ρίς πα­νω­φό­ρι, δι­ό­τι τό εἶ­χε χα­ρί­σει σέ κά­ποι­ο πτωχό σκλα­βό­που­λο.

Τά χρό­νια τῆς φοι­τή­σε­ώς της στό σχο­λεῖ­ο πέ­ρα­σαν. Ἡ εὐ­γε­νής Ἀ­θη­ναί­α ἀ­νοί­γει σπί­τι. Ὅ­λοι τή ζή­λευ­αν γιά τή νέ­α ζω­ή της. Ὅ­μως ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κή της ζω­ή ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­πό δοκι­μα­σί­ες. Βά­ναυ­σος καί σκλη­ρός ὁ σύν­τρο­φός της τήν κά­νει κά­θε μέ­ρα νά τα­λαι­πω­ρεῖ­ται ἀ­φάν­τα­στα. Ὅ­μως ὁ Θε­ός δέν τήν ἄ­φη­σε νά θλί­βε­ται γιά πο­λύ. Τρί­α μό­λις χρό­νια κρά­τη­σε ἡ συ­ζυ­γι­κή της ζω­ή. Ὁ σύ­ζυ­γός της πε­θαί­νει καί μέ­νει μό­νη, χή­ρα νε­ό­τα­τη σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις 19 ἐ­τῶν. Αὐτό τό θε­ω­ρεῖ κλή­ση Θε­οῦ γιά νά ἐρ­γα­σθεῖ μέ ὅ­λες της τίς δυνάμεις, γιά νά βο­η­θή­σει ἰ­δι­αι­τέ­ρως τίς Ἑλ­λη­νί­δες νά κρα­τή­σουν τήν πί­στη τους στόν Χρι­στό καί τήν ἀ­γά­πη τούς πρός τή σκλα­βω­μέ­νη Πα­τρί­δα.

Κα­τα­στρώ­νει λοι­πόν τό σχέ­διό της. Δέν προ­χω­ρεῖ ὅ­μως ἀ­μέ­σως στήν ἐ­φαρ­μο­γή του. Πρέ­πει νά πε­ρι­θάλ­ψει πρῶ­τα τούς γο­νεῖς της. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­πει­τα ἀ­πό με­ρι­κά ἔ­τη ἐ­κεῖ­νοι φεύ­γουν ἀ­πό τή ζω­ή αὐ­τή, ἡ Φι­λο­θέ­η εἶ­ναι πιά ἐ­λεύ­θε­ρη νά προ­χω­ρή­σει στό ἔρ­γο της. Γί­νε­ται μο­να­χή, δι­ό­τι γνω­ρί­ζει ὅ­τι οἱ κα­τα­κτη­τές σέ­βον­ται τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἔ­τσι εὐκολότερα θά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἀ­πο­στο­λή της· Ἀ­πο­στο­λή πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­σκή­σε­ως, ἀλ­λά καί κοι­νω­νι­κῆς ἀ­νορ­θώ­σε­ως. Ἀ­πό τή με­γά­λη της πε­ρι­ου­σί­α, πού κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τούς γο­νεῖς της, τό ἕ­να μέ­ρος τό δι­α­θέ­τει γιά φι­λαν­θρω­πί­α. Μέ τό ἄλ­λο κτί­ζει γυ­ναι­κεί­α μο­νή δί­πλα στόν Ἅ­γιο Ἀν­δρέ­α, ὅ­που βρί­σκε­ται σή­με­ρα ἡ Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή Ἀ­θη­νῶν. Ἡ μο­νή τῆς Φι­λο­θέ­ης εἶ­ναι συγ­κρό­τη­μα ὁ­λό­κλη­ρο, πού πε­ρι­λαμ­βά­νει οἰ­κή­μα­τα γιά τίς μο­να­χές, Σχο­λεῖ­α γιά τά Ἑλ­λη­νό­που­λα, ἐρ­γα­στή­ρια, ὅ­που νέες κοπέλλες μα­θαί­νουν τέ­χνες, ὑφαντι­κή, πλε­κτι­κή, ρα­πτι­κή. Ἕ­να πνεῦ­μα ἀ­γά­πης καί πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νω­τε­ρό­τη­τος ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἐ­κεῖ. Ἡ ἰ­σχυ­ρή προ­σω­πι­κό­τη­τα τῆς Φι­λο­θέ­ης ἄ­φη­νε παν­τοῦ τή σφρα­γί­δα της. Προ­σευ­χή καί ἐρ­γα­σί­α. Ἄ­σκη­ση καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή ἦ­ταν τά δυ­ό με­γά­λα κέν­τρα τῆς ζω­ῆς της. Ἀ­πό παν­τοῦ ἀ­κού­γον­ται ἔ­παι­νοι γιά τήν με­γά­λη μορ­φή της. Τά ἔρ­γα της τά εὐ­λο­γεῖ ὁ οὐ­ρα­νός, πού στέλ­νει κα­θη­με­ρι­νά καί νέ­ες εὐ­λο­γί­ες. Βλέ­πει ἡ ἔ­ξο­χη κοι­νω­νι­κή ἐρ­γά­τι­δα γύ­ρω της τό­σο πό­νο, τό­ση δυ­στυ­χί­α. Καί τί κά­νει; Ἐ­πε­κτεί­νει τό συγ­κρό­τη­μα τῆς ἀ­γά­πης. Πλά­ι ἀ­πό τή σχο­λή καί τά ἐρ­γα­στή­ρια χτί­ζει νο­σο­κο­μεῖ­ο γιά τούς ἀρ­ρώ­στους· γη­ρο­κο­μεῖ­ο γιά τήν πε­ρί­θαλ­ψη τῶν γε­ρόν­των, πού βρί­σκουν ἐ­κεῖ πε­ρι­ποί­η­ση καί θαλ­πω­ρή. Ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο γιά τά ὀρ­φα­νά Ἑλ­λη­νό­που­λα, πού δέν ἔ­χουν πού νά ἀ­κουμ­πή­σουν. Ἀ­κό­μη χτί­ζει καί ξε­νώ­να, γιά νά κα­τα­φεύ­γουν ἐ­κεῖ οἱ ξέ­νοι, πού εἶ­ναι πε­ρα­στι­κοί ἀ­πό τήν Ἀθή­να καί δέν ἔ­χουν ἕ­να μέ­ρος νά πε­ρά­σουν τήν βρα­δι­ά τους. Ἀ­ει­κί­νη­τη ἡ πρω­τερ­γά­τι­δα τῆς ἀ­γά­πης φρον­τί­ζει γιά ὅ­λα, ἐ­παρ­κεῖ σέ ὅ­λα, ἐμ­πνέ­ει τό προ­σω­πι­κό πού χρησιμοποι­εῖ­ται στίς τό­σες ἐρ­γα­σί­ες. Ἐμ­πνέ­ει τίς μα­θή­τρι­ες, τά παιδιά, τούς πάν­τες. Μᾶς φαί­νον­ται ἀ­κα­τόρ­θω­τα αὐ­τά. Καί ὅ­μως εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Δι­α­κό­σιες νέες κοπέλλες ἐρ­γά­ζον­ταν στά ἐρ­γα­στή­ρια τῆς Φι­λο­θέ­ης. Καί ἔ­παιρ­ναν ἐ­κεῖ τά με­γά­λα δι­δάγ­μα­τα τῆς ἀ­γά­πης πρός τόν Χρι­στό καί τή σκλα­βω­μέ­νη πα­τρί­δα.

Δέν στα­μά­τη­σε ὅ­μως ἕ­ως ἐ­δῶ. Ἐ­πε­κτεί­νει τήν εὐερ­γε­τική δρά­ση της. Ἔρ­χε­ται και­ρός, πού πεί­να φο­βε­ρή μα­στί­ζει τούς Χρι­στια­νούς τῆς Ἀ­θή­νας. Τί κά­νει ἡ Φι­λο­θέ­η; Ἀ­νοί­γει τίς ἀ­πο­θῆ­κες τῆς μο­νῆς καί μοι­ρά­ζει ὅ­λο τό λά­δι πού εἶ­χε, στούς πτω­χούς καί σ’ ὅ­σους στε­ροῦν­ταν. Καί ὅ­ταν κά­ποι­ος πα­ρα­τή­ρη­σε, τί θά γί­νουν οἱ μο­να­χές, ἀ­πάν­τη­σε· θά φροντίσει καί γιά μᾶς ὁ Θε­ός. Εἶ­δε πώς οἱ τα­ξι­δι­ῶ­τες, πού ἔρ­χον­ταν στήν Ἀ­θή­να, εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη νά πιοῦν λί­γο δρο­σε­ρό νε­ρό. Ἀ­νοί­γει λοι­πόν πη­γά­δι στό Ψυ­χι­κό, τό γνω­στό προά­στει­ο τῶν Ἀ­θη­νῶν, πού γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­σθη­κε ἔ­τσι, ἀ­φοῦ ἡ Φι­λο­θέ­η ἔ­κα­νε μ’ αὐ­τό ψυ­χι­κό στούς δι­α­βά­τες. Προ­χω­ρεῖ ἀ­κό­μη. Τό μο­να­στή­ρι ἔ­χει πάν­τα ἀ­νοι­χτές τίς πόρ­τες του καί δέ­χε­ται ὅ­λους τούς κα­τα­τρεγ­μέ­νους. Βρί­σκουν ἐ­κεῖ ἀ­σφά­λεια, πε­ρί­θαλ­ψη, στορ­γι­κή προ­στα­σί­α.

Ἀ­λή­θεια! Πό­σο θαυ­μα­στά εἶ­ναι τά ἔρ­γα πού ἐμ­πνέ­ει ὁ Χρι­στός, πού ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ ἀ­γά­πη!

Β. Πι­στή μέ­χρι θα­νά­του.

Τέ­τοι­α ὅ­μως ἔρ­γα ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νά μή κι­νή­σουν τήν ὑ­πο­ψί­α τοῦ κα­τα­κτη­τῆ. Καί μα­ζί μ’ αὐ­τήν καί τήν ὀρ­γή καί τήν ἀ­γα­νά­κτη­σή του. Ἀ­φοῦ τά σχέ­διά του γιά τόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό τῶν Χρι­στια­νῶν ἔ­βρι­σκαν τό­σο σο­βα­ρό ἐμ­πό­διο, ἦ­ταν δυ­να­τόν νά μή κα­τα­βλη­θεῖ προ­σπά­θεια νά μα­ται­ω­θεῖ τό σπου­δαῖ­ο καί ἀ­να­μορ­φω­τι­κό καί ἐ­θνι­κό ἔρ­γο τῆς Φι­λο­θέ­ης; Ἀλ­λά καί ἡ ἰ­δί­α νά μή γί­νει ὁ στό­χος τῶν ἀ­πει­λῶν καί τῶν δι­ωγ­μῶν ἀ­πό τούς Τούρ­κους;

Πράγ­μα­τι ἐ­κεῖ­νοι συ­στη­μα­τι­κά πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τό ἔρ­γο της. Ἔ­βλε­παν ὅ­τι τό μο­να­στή­ρι της ἦ­ταν ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀν­τί­δρα­ση στίς δι­α­βρω­τι­κές ἐ­νέρ­γει­ές τους γιά τό Ἔ­θνος μας. Καί ἀ­πο­φα­σί­ζουν νά κι­νη­θοῦν δρα­στή­ρια. Τήν συλ­λαμ­βά­νουν, λοι­πόν, καί τήν φυ­λα­κί­ζουν. Ἡ εἴ­δη­ση προ­κα­λεῖ συγ­κί­νη­ση, ἀλ­λά καί πό­νο. Δά­κρυ­α βρέ­χουν τά μά­τια ὅ­λων ἐκείνων, πού βρῆ­καν κον­τά της ἀ­να­κού­φι­ση καί σω­τη­ρί­α. Θερ­μές ἀ­να­πέμ­πον­ται πρός τόν Θε­ό οἱ προ­σευ­χές γιά τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της. Οἱ Τοῦρ­κοι, σκλη­ροί καί ἀ­νέν­δο­τοι στήν ἀ­πό­φα­σή τους, τήν τα­λαι­πω­ροῦν πο­λύ, τήν ἐκ­βιά­ζουν καί τήν πι­έ­ζουν νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη της· νά προ­σχω­ρή­σει στόν Μω­α­με­θα­νι­σμό, νά ἀ­φή­σει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά δεχθεῖ τό Κο­ρά­νι. Ἐ­κεί­νη στα­θε­ρά ἀρ­νεῖ­ται. Τήν ἀ­πει­λοῦν μέ βα­σα­νι­στή­ρια, τῆς ἐ­πι­σεί­ουν τόν μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το. Ἀ­με­τά­πει­στη ἡ Φι­λο­θέ­η. Εἶ­ναι ἕ­τοι­μη γιά ὅ­λα. Ἀρ­κεῖ μέ τό θάνα­τό της νά δο­ξα­σθεῖ ὁ Χρι­στός. Σέ ἀ­δι­έ­ξο­δο οἱ ἐ­χθροί. Δέν μπο­ροῦν νά κα­τα­λά­βουν ποι­ά εἶ­ναι ἡ πη­γή μιᾶς τέ­τοι­ας δυ­νά­με­ως, πού πα­ρου­σιά­ζει μί­α ἀ­δύ­να­τη γυ­ναί­κα.

Ξαφ­νι­κά μιά εἴ­δη­ση, γλυ­κεί­α εἴ­δη­ση, κυ­κλο­φο­ρεῖ. Καί ἐνθαρρύνει τίς ἀ­νή­συ­χες, τίς πο­νε­μέ­νες ψυ­χές. Ποι­ά εἴ­δη­ση; Ἡ Φι­λο­θέ­η, ἡ μη­τέ­ρα τῶν πτω­χῶν καί ἡ προ­στά­τιδα τῶν ἑκατον­τά­δων Ἑλ­λη­νί­δων, ἀ­φή­νε­ται ἐ­λεύ­θε­ρη. Σέ λί­γο θά εἶ­ναι πά­λι ἀ­νά­με­σά τους. Τί συμ­βαί­νει; Δέν εἶ­χε ση­μά­νει γιά τήν Φι­λο­θέ­η ἡ ὥ­ρα τῆς τε­λευ­ταί­ας της ὁ­μο­λο­γί­ας. Εἶ­χε ἀκόμη ἔρ­γο νά ἐ­πι­τέ­λε­σει. Καί γι’ αὐ­τό ἕ­να δι­ά­βη­μα τῶν Δη­μο­γε­ρόν­των τῶν Ἀ­θη­νῶν στόν Τοῦρ­κο δι­οι­κη­τή φέρ­νει τό εὐ­χά­ρι­στο ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Πρέ­πει ἡ Φι­λο­θέ­η νά συ­νε­χί­σει τήν πνευ­μα­τι­κή καί κοι­νω­νι­κή δρά­ση της. Νέ­οι τώ­ρα ἀ­γῶ­νες· νέ­ες προ­σπά­θει­ες· νέ­ες ἐ­ξορ­μή­σεις ἀ­γά­πης. Χτί­ζει νέ­ο μο­να­στή­ρι στά Πα­τή­σια, γιά νά ἐ­παρ­κέ­σει στίς πολ­λές ἀ­νάγ­κες τῶν σκλά­βων. Χτί­ζει καί ἄλ­λο στό νη­σί Κέ­α. Καί γί­νον­ται κι αὐ­τά κέν­τρα χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης καί μορ­φώ­σε­ως καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Εἶ­ναι τό δεύ­τε­ρο με­γά­λο στά­διο τῆς ζω­ῆς της. Δέν στα­μα­τᾶ ὅ­μως πά­λι ἕ­ως ἐ­δῶ. Ἀ­κού­ρα­στη πε­ρι­ο­δεύ­ει συ­νε­χῶς, δι­δά­σκει τίς Ἑλ­λη­νί­δες, προ­τρέ­πει, νου­θε­τεῖ, ἐ­φι­στᾶ τήν προ­σο­χή τους στούς κιν­δύ­νους πού δι­α­τρέ­χουν ἀπό τόν κα­τα­κτη­τή, γί­νε­ται τό πρό­σω­πο γύ­ρω ἀ­πό τό ὅ­ποι­ο στρέ­φε­ται ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη ὅ­λων, με­γά­λων καί μι­κρῶν. Θαυ­μα­στά τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς προ­σπά­θειάς της αὐ­τῆς. Ὁ παρ­θε­νώ­νας της συ­νε­χῶς ὀρ­γα­νώ­νε­ται. Γί­νε­ται τό φρού­ριο τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καί τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως.

Ἔ­τσι πέ­ρα­σαν με­ρι­κά ἀ­κό­μη χρό­νια δρά­σε­ως γε­μά­της ἀ­πό φῶς καί ἀ­γά­πη, ἀ­πό αὐ­τα­πάρ­νη­ση καί αὐ­το­θυ­σί­α. Ὁ και­ρός ὅ­μως νά ἀ­να­παυ­θεῖ ἡ ὑ­πέ­ρο­χη κοι­νω­νι­κή καί πνευματι­κή ἐρ­γά­τιδα ἀ­πό τούς κό­πους καί τίς κα­θη­με­ρι­νές της θυ­σί­ες πλη­σιά­ζει. Οἱ κα­τα­κτη­τές πα­ρα­κο­λου­θοῦν μέ με­γα­λύ­τε­ρη τώ­ρα ἀ­νη­συ­χί­α τό δη­μι­ουρ­γι­κό ἔρ­γο τῆς μοναχῆς Φι­λο­θέ­ης. Βλέ­πουν τά σχέ­διά τους νά ναυα­γοῦν. Βλέ­πουν ὅτι, ἡ προ­σπά­θειά τους νά ἐ­πι­βά­λουν τήν θρη­σκεί­α τους, προ­σκρού­ει στά με­γά­λα ἐμ­πό­δια, πού τούς παρεμ­βάλ­λει. Καί ἀ­πο­φα­σί­ζουν τώ­ρα νά δρά­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά. Χω­ρίς νά ἐκ­δη­λώ­σουν τίς προ­θέ­σεις τους, τή νύ­χτα τῆς 2ας πρός τήν 3η Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ ἔτους 1588 πλῆ­θος ὁ­πλι­σμέ­νων Τούρ­κων πε­ρι­κυ­κλώ­νει τό με­τό­χι τῆς Φι­λο­θέ­ης στά Πα­τή­σια. Στό Να­ό γί­νε­ται παν­νυ­χί­δα ἀ­πό τίς μο­να­χές πρός τι­μήν τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ Ἀρε­ο­πα­γί­του. Ὕ­μνοι καί δο­ξο­λο­γί­ες ἀ­κοῦγο­νται μέ­σα στό βα­θύ σκο­τά­δι. Ἡ Φι­λο­θέ­η στή θέ­ση της.

Ξαφ­νι­κά στό να­ό εἰ­σβάλ­λουν ἔ­νο­πλοι Τοῦρ­κοι ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νοι. Στό­χος τους ἡ Φι­λο­θέ­η. Τή συλ­λαμ­βά­νουν, τή βα­σα­νί­ζουν μέ κά­θε τρό­πο· τή δέρ­νουν ἀ­νε­λέ­η­τα· τήν ἀ­φή­νουν ἀναί­σθη­τη, λι­πό­θυ­μη, σχε­δόν μι­σο­πε­θα­μέ­νη. Οἱ μο­να­χές κλαῖ­νε, ὀ­δύ­ρον­ται, ἐ­νῶ πα­ρα­κο­λου­θοῦν τό μαρ­τύ­ριό της. Ὅ­ταν οἱ βα­σα­νι­στές της ἀ­να­χώ­ρη­σαν, τήν πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν καί μέ κά­θε τρό­πο προ­σπά­θη­σαν νά τήν ἀ­να­κου­φί­σουν, τήν κά­νουν νά συ­νέλ­θει, νά μα­λα­κώ­σουν τούς πό­νους της. Καί τό κα­τώρ­θω­σαν. Ἡ ἑ­τοι­μο­θά­να­τη συ­νῆλ­θε. Ἡ ζω­ή της ὅ­μως ἔ­πει­τα ἀ­πό τό μαρ­τύ­ριο δέν πα­ρα­τά­θη­κε γιά πο­λύ. Πέν­τε πε­ρί­που μῆ­νες με­τά ἀ­πό τά βα­σα­νι­στή­ριά της, καί συγ­κε­κρι­μέ­να στίς 19 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1589, πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα της στόν Θε­ό ἡ ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Φι­λο­θέ­η. Τήν ἔ­κλα­ψαν οἱ μο­να­χές. Τήν ἔ­κλα­ψαν τά πτω­χά καί τό ὀρ­φα­νά. Τήν ἔ­κλα­ψαν οἱ Ἑλ­λη­νί­δες, πού τό­σο προ­στά­τευ­σε. Ἡ ψυ­χή της ἀ­νῆλ­θε στόν οὐ­ρα­νό, γιά νά πάρει τό ἀ­μά­ραν­το στε­φά­νι. Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­κο­μι­δή τῶν λει­ψά­νων της τά ὁποῖα σή­με­ρα βρί­σκον­ται ἀ­πο­θησαυρισμένα στόν ἱερό Να­ό τῆς Μητρο­πό­λε­ως τῶν Ἀ­θη­νῶν. Με­τά ἀπό 10 πε­ρί­που χρό­νια, τό 1600, ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Ὁ­σι­ο­μάρ­τυς καί ἡ μνή­μη της τε­λεῖ­ται κά­θε χρό­νο τήν ἡμέρα τοῦ θα­νά­του της. Ἑ­ορ­τά­ζε­ται γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στίς γε­νι­ές τῶν Χρι­στια­νῶν, ὅ­τι πράγ­μα­τι «με­γά­λα τά τῆς πί­στε­ως κα­τορ­θώ­μα­τα», ὅ­τι ὅ­ταν οἱ πι­στοί του ἐμ­πνέ­ον­ται ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον, ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται πράγ­μα­τι ἄ­ξιοι τοῦ με­γά­λου τους ὀ­νό­μα­τος.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ νέος ἱερομάρτυρας

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ ἔγινε Ἱερομόναχος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριμένα στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κατόπιν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα (Ῥωσική). Τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ γύριζε τὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὶς Σέῤῥες καὶ τὴν Δρᾶμα, κηρύττοντας τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν Μωάμεθ σὰν πλάνο. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ φυλακίστηκε στὶς Σέῤῥες. Κατόπιν ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὅπως ὄσφρηση φωτιᾶς ἀπὸ τὴν μύτη, ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, καλαμένιες ἀκίδες στὰ νύχια του καὶ κάψιμο στὰ ἀπόκρυφα μέλη του. Ὁ Νικήτας ὅμως, μὲ θαυμαστὴ σταθερότητα, συνεχῶς ὁμολογοῦσε τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τελικά, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1806 τὸν κρέμασαν καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας.