«Σοῦ μιλοῦσε Ρωσικά!»

Μεγάλο πράγμα νὰ κάνεις τὸν πόνο τοῦ ἄλλου δικό σου πόνο. Καὶ μάλιστα στὸ Νοσοκομεῖο. Καὶ ὁ ἄλλος νὰ σοῦ εἶναι ξένος. Καὶ σὺ νὰ μὴν εἶσαι μιὰ ἁπλὴ νοσοκόμα ποὺ ὑποχρεοῦσαι νὰ ἐξυπηρετεῖς συνέχεια καὶ νὰ πονᾶς τὸν ἄρρωστο, ἀλλὰ γιατρός, θωρακοχειρουργὸς σὲ Πανεπιστημια­κὸ Νοσοκομεῖο μεγάλο μὲ περιστατικὰ δύσκολα καὶ ἀγωνίες τραγικές. Καὶ ἡ γιατρὸς γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε δὲν εἶναι ἐπαγγελματίας γιατρὸς ἀλλὰ «ἄγγελος» γιατρός.
Τούτη τὴ νύχτα ἡ Μαρία ἔχει ἐφημερία. Σκληρὴ πραγματικὰ τούτη ἡ νύχτα. Ἀνάμεσα στοὺς ἀρρώστους τῆς Ἐντατικῆς ἔχει καὶ τὸν Κωνσταντίνο τὸν μεσήλικα, τὸν φρεσκοχειρουργημένο μόλις πρὶν ἀπὸ 10 ὧρες. Καὶ ὁ ἄρρωστος πάσχει. Εἶναι ὁ πιὸ δυσκολεμένος ἀπὸ ὅλους.
Δίνει μάχη γιὰ τὴ ζωή. Ἡ καρδιά του τὸν ἔχει προδώσει. Ἀργοσβήνει. Τὰ μηχανήματα κτυποῦν καὶ τὰ παρατεταμένα κουδουνίσματα πληροφοροῦν ἐπείγουσα κατάσταση. Ἔξω οἱ συγγενεῖς περιμένουν πότε θὰ ἀνοίξει ἡ πόρτα, νὰ βγεῖ κάποιος γιατρὸς γιὰ νὰ μάθουν κάτι γιὰ τὸν ἄρρωστό τους. Ἱδρώτας κρύος τοὺς περιλούζει. Κρατοῦν τὶς Παρακλήσεις στὰ χέρια καὶ προσεύχονται μὲ ὅση δύναμη ἔχουν. Καὶ μέσα ἡ γιατρός μας ἡ ἐφημερεύουσα ἔχει κάνει τὴν ἀγωνία τῶν ἀγνώστων της συγγενῶν τοῦ Κωνσταντίνου, δική της ἀγωνία. Κάποια στιγμὴ ἀπόκαμε. Ἐξαντλήθηκε σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἄφησε στὴ θέση της τὴν Ἑλένη, τὴ νοσηλεύτρια.
–Ἑλένη μου, κάθισε δίπλα στὸν Κωνσταντίνο, σὲ παρακαλῶ. Θὰ βγῶ λίγο ἔξω, μιὰ ἀνάσα νὰ πάρω. Τὸ νοῦ σου στὸν ἄρρωστο.
Καὶ ἡ γιατρίνα ἔφυγε. Ὄχι μακριά. Δίπλα στὸ δωματιάκι τῶν γιατρῶν μπῆκε. Μόνη της ἦταν. Θὰ μποροῦσε νὰ ξεκουρασθεῖ, τὸ δικαιοῦτο, ἔστω καὶ λίγο. Ἀλλὰ τὴν πιστή μας γιατρίνα μόνο ἡ ἀγάπη τὴν ξεκουράζει. Καὶ ἡ ἀγάπη της γίνεται τώρα φωτιά, πύρινη προσ­ευχή. Παίρνει στὰ χέρια της τὴν Παράκληση τοῦ ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Ἰατροῦ, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, ποὺ τὸν εὐλαβεῖται, καὶ ἀρχίζει νὰ προσεύχεται μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της γιὰ τὸν βαριὰ ἐξαντλημένο ἀσθενὴ τῆς βάρδιας της.
Διαβάζει τὰ τροπάρια τῆς Παρακλήσεως. Κάθε τόσο σταματᾶ καὶ λέει καὶ δικά της λόγια στὸν Ἅγιο. Μὲ δάκρυα παρακαλεῖ γιὰ τὸν Κωνσταντίνο: Ἅγιέ μου Λουκᾶ θαυματουργέ, κάνε ἀπόψε τὸ θαῦμα σου. Κάνε καλὰ τὸν ἄρρωστό μας. Δὲν σ’ τὸ ζητῶ γιὰ τὴ δική μου δόξα καὶ προβολή. Δὲν σ’ τὸ ζητῶ γιὰ κοινωνικὴ καταξίωση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ τούτη τὴ νύχτα ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε περάσει ἕνα τέταρτο. Λίγος χρόνος ἀλλὰ αἰώνιος χρόνος. Ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς εἶναι οὐράνιος, γεμάτος εἰρήνη καί Χάρι. Καὶ τώρα ἐπέστρεφε στὸ χῶρο τῆς μάχης ἡ γιατρὸς μὲ μυστικὴ ἐλπίδα νίκης.
Καθὼς ἄνοιγε ἡ Μαρία τὴν πόρτα, ἔριξε ἀπὸ μακριὰ τὸ βλέμμα της στὸ κρεβάτι τοῦ ἄρρωστου. Δὲν φάνηκε ὅτι εἶχε κάτι ἀλλάξει. Ὅμως τὰ κουδούνια ἀπὸ τὰ μόνιτορς ποὺ κτυποῦσαν πρὶν ἀπὸ λίγο μανιασμένα εἶχαν σταματήσει. Καὶ ἡ νοσηλεύτρια, ἡ Ἑλένη – χωρὶς νὰ ὑποπτευθεῖ τί εἶχε συμβεῖ πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα – ἔλεγε μὲ καλοσύνη στὴν ἐφημερεύουσα γιατρό:
–Μαρία μου, γρήγορα γύρισες. Πήγαινε λίγο ἀκόμα νὰ κλείσεις τὰ μάτια σου. Φαίνεται ὅτι ἠρέμησε ὁ ἄρρωστος. Θὰ προσέχω ἐγὼ τὰ μηχανήματα.
Ἡ γιατρὸς ἀποσύρθηκε στὸ ἐφημερεῖο. Τὰ μάτια της εἶχαν βουρκώσει. Ἄρχισε νὰ εὐχαριστεῖ τὸν ἅγιο Λουκᾶ γιὰ τὴν ἄμεση ἀπάντησή του στὴν ταπεινή της προσευχή. Δὲν κατάλαβε πῶς τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. Ὕπνος βαθύς, εἰρηνικός.
Πλησίαζαν τὰ χαράματα, ὅταν ἄκουσε νὰ κτυπᾶ τὸ κινητό της. Ἦταν τηλεφώνημα. Ἅπλωσε τὸ χέρι της μηχανικὰ καὶ ἄνοιξε γραμμή. Ἦταν ἡ ἀδελφή της ἡ δίδυμη, ἡ Φρόσω. Καὶ αὐτὴ γιατρὸς ἦταν μὲ δυνατὴ πίστη. Ἐργαζόταν σὲ ἐπαρχιακὸ νησιωτικὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ἰονίου Πελάγους.
–Τί κάνεις, Μαρία μου, καλὰ εἶσαι;
Καὶ πρὶν προλάβει νὰ ἀπαντήσει ἡ Μαρία, συνέχισε ἡ Φρόσω:
–Σὲ ρωτάω, γιατὶ ὅλο τὸ βράδυ σ’ ἔβλεπα στὸν ὕπνο μου νὰ τρέχεις στοὺς δια­δρόμους ἑνὸς Νοσοκομείου ἀνήσυχη, γεμάτη ἄγχος, ἀλλὰ ὑπῆρχε δίπλα σου ἕνας συνάδελφος γιατρὸς ποὺ σοῦ ἔλεγε τί νὰ κάνεις. Ἀλλὰ δὲν σοῦ μιλοῦσε ἑλληνικά, σοῦ μιλοῦσε ρωσικά!
Ἡ Μαρία ἄκουγε ἔκπληκτη τὸ ὄνειρο. Ποτέ της δὲν πίστευε στὰ ὄνειρα. Ἤξερε πὼς πολλοὺς πλάνησαν τὰ ὄνειρα. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ εἶχε τὴν ἀπόλυτη ἐσωτερικὴ πληροφορία πὼς ὁ γιατρὸς ποὺ τῆς μιλοῦσε ρωσικὰ στὸ ὄνειρο τῆς ἀδελφῆς της ἦταν ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἰατρός, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας τῆς Ρωσίας ποὺ τὴν προηγούμενη νύκτα εἶχε ἐπικαλεσθεῖ τόσο θερμὰ γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν ἀσθενὴ Κωνσταντίνο, καὶ ποὺ τελικὰ τὸν θεράπευσε.
Δύο ζωντανὰ θαύματα βίωνε μέσα σὲ μιὰ νύχτα ἡ πιστή μας γιατρός: τὴ σωτηρία ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Λουκᾶ. Δυὸ θαύματα ποὺ δὲν παύει νὰ τὰ λέει μὲ πολλὴ διάκριση καὶ σεμνότητα σὲ δυσκολεμένους της γνωστοὺς συγγενεῖς καὶ ἀγνώστους. Καὶ πάντα καταλήγει ἡ πιστὴ ἐπιστήμων:
–Ἔχουμε φίλους δυνατοὺς στὸν Οὐ­ρανὸ τοὺς Ἁγίους, ποὺ μᾶς ἀκοῦνε. Ἀρκεῖ νὰ τοὺς ἐπικαλούμαστε μὲ πίστη δυνατή, σὰν νὰ τοὺς ἔχουμε δίπλα μας. Καὶ τότε θαύματα θὰ βλέπουμε καὶ θὰ τὰ λέμε γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, ποὺ εἶναι Θεὸς τῆς ἀγάπης.