ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (20/2)

Σήμερα 20/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Λέων ο Θαυματουργός Επίσκοπος Κατάνης
  • Άγιος Αγάθων Πάπας Ρώμης
  • Όσιος Βησσαρίων
  • Άγιος Σαδώκ ο Ιερομάρτυρας και οι μαζί μ’ αυτόν Εκατόν εικοσιοκτώ μάρτυρες
  • Όσιος Κινδέος Επίσκοπος Πισιδίας
  • Όσιος Πλωτίνος
  • Άγιος Ανιανός
  • Άγιοι Δίδυμος, Νεμέσιος και Ποτάμιος
  • Άγιος Ευτρόπιος
  • Αγία Αππία η μάρτυς
  • Οσία Μιλδρέδη
  • Άγιος Μακάριος ο Οσιομάρτυρας και ο συν αυτώ αναιρεθέντες
  • Όσιος Αγάθων ο Θαυματουργός
  • Άγιος Κορνήλιος ο Ιερομάρτυρας εκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Λέων ἐπίσκοπος Κατάνης

20.-Agios-Leon-Katanis

Δέν ἔ­παυ­σε πο­τέ ὁ με­γά­λος Πα­τέ­ρας ὅ­λων μας νά κά­νει κλή­σεις στήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ καί πολ­λές φο­ρές μέ τρό­πους ἐν­τυ­πω­σια­κούς. Κλή­σεις καί στό ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιά νά ὑ­πάρ­χουν πάν­το­τε καί νά ἐρ­γά­ζον­ται σ’ αὐ­τήν ἄν­θρω­ποι ἐμ­πνευ­σμέ­νοι καί ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι στό ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας ψυ­χῶν. Στόν Λέ­ον­τα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε τόν 8ο καί 9ο μ.Χ. αἰ­ώ­να, συν­δυ­ά­σθη­καν καί οἱ δυ­ό αὐτές κλή­σεις.

Τήν πρώ­τη κλή­ση τήν αἰ­σθάν­θη­κε ὁ Λέ­ων μέ­σα στό οἰ­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον τῆς εὐ­σέ­βειας. Οἱ γο­νεῖς του στήν Ρα­βέν­να τῆς Ἰ­τα­λί­ας, πα­τέ­ρας καί μη­τέ­ρα, ἦ­ταν εὐ­γε­νεῖς στήν κα­τα­γω­γή καί στόν χα­ρα­κτή­ρα. Δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­γεν­νᾶ­ται ἀ­πό τόν Χρι­στό διά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δι­α­πλά­θε­ται καί ἀποκτᾶ χα­ρα­κτή­ρα εὐ­γε­νή, στο­λι­σμέ­νο μέ τίς διάφο­ρες ἀ­ρε­τές τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος. Ἐ­κεῖ λοι­πόν, στήν εὐ­σε­βῆ οἰ­κο­γέ­νειά του πῆ­ρε ὁ Λέ­ων τήν κα­λή ἀ­να­τρο­φή, σύμ­φω­να μέ τίς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ καί τό θε­ά­ρε­στο πα­ρά­δειγ­μα τῶν γο­νέ­ων του.

Μα­ζί ὅ­μως μέ ὅ­σα τοῦ χά­ρι­σε τό εὐ­λο­γη­μέ­νο οἰ­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον καί μέ ὅ­σα τοῦ ἔ­δω­σε τό στοι­χει­ῶ­δες σχο­λεῖ­ο, ὁ Λέ­ων ἔ­λα­βε καί ἀ­νώ­τε­ρη μόρ­φω­ση, σύμ­φω­να μέ τίς ἐπι­στη­μο­νι­κές γνώ­σεις τῆς ἐ­πο­χῆς. Δη­μι­ούρ­γη­σε προ­σω­πι­κό­τη­τα κα­τ’ ἐ­ξο­χήν λαμ­πρή, μέ συν­δυα­σμό ἐν Χρι­στῷ ἀ­ρε­τῆς καί ἐπιστημονικῆς μορ­φώ­σε­ως. Ὅ­μως, ἄν καί ἦ­ταν νέος, δέν ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­θη­κε ἀ­πό τά ἐν­τυ­πω­σια­κά του χα­ρί­σμα­τα. Ἦταν συ­νε­τός καί δι­α­κρι­τι­κός, καί ἐ­πι­δί­ω­ξε μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις νά ἐγ­κολ­πω­θεῖ τό τα­πει­νό φρό­νη­μα. Συνδύ­α­ζε μα­ζί μέ τή χρι­στι­α­νι­κή θε­ω­ρί­α καί τήν ὀρ­θή πρά­ξη, τήν φι­λαν­θρω­πί­α, τήν ἐ­πί­σκε­ψη πτω­χῶν καί ἀ­σθε­νῶν καί συγ­χρό­νως τήν ὑ­λι­κή καί πνευ­μα­τι­κή βο­ή­θειά τους. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἦ­ταν φυ­σι­κό νά γί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός καί ἀ­γα­πη­τός στό εὐ­ρύ­τε­ρο πε­ρι­βάλ­λον του.

Ἦλ­θε ὅ­μως ὁ και­ρός νά δε­χθεῖ ὁ Λέ­ων καί τή δεύ­τε­ρη κλή­ση. Καί τήν αἰ­σθάν­θη­κε ὡς φω­νή τοῦ Θε­οῦ ἔν­το­νη καί ἀ­παι­τη­τι­κή μέ­σα στόν ἐ­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο. Φω­νή, ἡ ὁ­ποί­α τόν κα­λοῦ­σε νά δι­α­κο­νή­σει στό ἱ­ε­ρό Θυ­σι­α­στή­ριο καί τά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὁ Κύ­ριος πού τόν κα­λοῦ­σε σταδιακά ἀ­νύ­ψω­σε τόν δι­ά­κο­νο Λέ­ον­τα στόν βαθ­μό τοῦ πρε­σβυ­τέ­ρου ἱ­ε­ρέ­ως. Δέν ἔ­σπευ­σε ὁ τα­πει­νός Λέ­ων νά ἀ­να­λά­βει τό ἱ­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα, ἀλλά προ­χω­ροῦ­σε προ­σε­κτι­κά καί μέ βα­θύ­τε­ρη με­λέ­τη τῶν κα­θη­κόν­των, πού ἐ­πι­βάλ­λει κά­θε ἱ­ε­ρα­τι­κός βαθ­μός. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ζοῦ­σε πρῶ­τα αὐ­τός τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί αἰ­σθα­νό­ταν τή γλυ­κύ­τη­τα καί τήν εὐ­φρο­σύ­νη της, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί τό ἱ­ε­ρό χρέ­ος της.

Δέν ἔ­μει­νε ὅ­μως γιά πάν­τα στόν βαθ­μό τοῦ πρε­σβυ­τέ­ρου ὁ Λέ­ων. Οἱ ἀ­νάγ­κες ἐ­πέ­βα­λαν, ἀλ­λά καί ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ ἀ­παί­τη­σε καί τόν ἀ­νέ­βα­σαν στόν βαθ­μό τοῦ Ἐπισκόπου Κα­τά­νης τῆς Σι­κε­λί­ας. Ἡ Σι­κε­λί­α τό­τε ἀ­νῆ­κε στή με­γά­λη Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρία, καί οἱ πι­στοί της ἦ­ταν ὅ­λοι Ὀρ­θό­δο­ξοι. Ἀρ­γό­τε­ρα βε­βαί­ως ὁ πα­πι­κός ἐπεκτατισμός μέ τούς τρό­πους πού ἐ­κεῖ­νος γνω­ρί­ζει, ἐ­πέ­βα­λε τήν κα­κο­δο­ξί­α καί στήν με­γα­λό­νη­σο ἐ­κεί­νη. Πάν­τως τό­τε ἀ­νέ­βη­κε στόν θρό­νο αὐ­τόν ὁ νέ­ος Ἱ­ε­ράρ­χης Λέ­ων μέ μέγάλη συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης πού ἔ­χει ἕ­νας πραγματικός Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­πό τό­τε ὁ ζῆ­λος του πολ­λα­πλα­σι­ά­σθη­κε καί ἔ­γι­νε φω­τιά, ὅ­πως τό ζη­τᾶ καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πό ὅ­λους τους πι­στούς, ἰδιαιτέρως ὅμως ἀ­πό τούς ἐρ­γά­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: «τῇ σπου­δῇ μή ὀ­κνη­ροί, τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες, τῷ Κυ­ρί­ῳ δου­λεύ­ον­τες» (Ρωμ. ιβ΄ 11). Ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε ὁ ἴ­διος καί μέ τό ἐ­κλε­κτό ἐ­πι­τε­λεῖ­ο του τίς ἀ­νάγ­κες τῶν ἀν­θρώ­πων, ὑ­λι­κές καί πνευ­μα­τι­κές, ὅ­πως ἄλ­λω­στε εἶ­χε συ­νη­θί­σει καί ἀ­πό τήν προ­η­γού­με­νη δι­α­κο­νί­α του. Δι­δα­σκα­λί­α χρι­στι­α­νι­κή, φι­λαν­θρω­πί­α ποικίλη, πα­ρη­γο­ριά σέ ὅ­λους, πα­ρά­δειγ­μα ἅ­γιο, ἦ­ταν τά στοι­χεῖ­α τοῦ ποι­μαν­τι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ ἁ­γί­ου Ἐ­πι­σκό­που Κα­τά­νης.

Ἡ φή­μη του ὡς ὁ­σί­ου καί δρα­στή­ριου Ἱ­ε­ράρ­χου ἔ­φθα­σε μέ­χρι τά βα­σι­λι­κά ἀ­νά­κτο­ρα, ὅ­που καί κλή­θη­κε, πρῶ­τα ἀ­πό τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τα (886 – 912) καί ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν Κων­σταν­τῖ­νο τόν Ζ΄· καί τι­μή­θη­κε ὄ­χι μό­νο ὡς Ἐ­πί­σκο­πος ἄ­ξιος τῆς κλή­σε­ώς του, ἀλ­λά καί ὡς θαυ­μα­τουρ­γός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ ἀ­μέ­τρη­τα θαύ­μα­τα ἐ­πι­σφρά­γι­ζε τό ποι­μαν­τι­κό, διδακτι­κό καί φι­λαν­θρω­πι­κό ἔρ­γο του.

Ἀ­πό τά τε­λευ­ταῖ­α ἔρ­γα τῆς ζω­ῆς του ἦ­ταν καί ἡ οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ με­γά­λου καί πε­ρί­λαμ­πρου Να­οῦ τῆς ἁ­γί­ας καλ­λι­νί­κου Μάρ­τυ­ρος Λου­κί­ας, ὁ ὀ­νο­μα­στός ἐ­πί αἰ­ῶ­νες. Ἐ­κεῖ μέ­σα ἐνα­πο­τέ­θη­κε καί τό ἱ­ε­ρό σκή­νω­μά του, ὅ­ταν ἐν εἰ­ρή­νῃ, ἔ­πει­τα ἀ­πό πο­λυ­ε­τή ὁ­λό­ψυ­χη καί καρ­πο­φό­ρο δι­α­κο­νί­α, πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του στόν Κύ­ριο πού τόν κά­λε­σε γιά νά λάβει τό ἄ­φθαρ­το στεφάνι τῆς δό­ξας καί τῆς τι­μῆς.

Καί σή­με­ρα γί­νον­ται κλή­σεις μέ τρό­πους δι­α­φό­ρους, καί στήν πί­στη καί στήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Καί μα­κά­ριοι ἐ­κεῖ­νοι, πού τίς δέ­χον­ται μέ συ­ναί­σθη­ση τῆς τι­μῆς καί ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται καί ἀ­πο­δί­δουν καρ­πούς, ἐρ­γα­ζό­με­νοι μέ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, καί προ­σφέ­ρουν τούς ἑ­αυ­τούς τους καί τή ζω­ή τους ὁ­λό­κλη­ρη γιά τήν ὠ­φέ­λεια τῶν ἀ­δελ­φῶν τους καί τή δό­ξα τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Σαδὼκ καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν 128 Μάρτυρες

Ἔλαβαν ὅλοι τους τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στὴν Περσία, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ περίφημος Σαπὼρ ὁ Β´ (330), ποὺ ἀποδείχθηκε ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρός του Βυζαντινοῦ Κράτους. Ὁ Σαπὼρ καταδίωξε ἀνελέητα τοὺς χριστιανούς, ποὺ βρίσκονταν στὴν αὐτοκρατορία του. Κατὰ τὸν διωγμὸ αὐτὸν λοιπόν, μαρτύρησε καὶ ὁ ἐπίσκοπος Σαδὼκ μὲ 128 χριστιανούς, οἱ ὅποιοι αὐτὴ τὴν μέρα ἀποκεφαλίστηκαν, μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό τους πατέρα, πιστοὶ στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων

Ὁ ὅσιος Βησσαρίων ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν Αἴγυπτο στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος. Ἀξιώθηκε ἀπὸ νέος νὰ γνωρίσει τὸν ὁσιότατο ἀσκητὴ τῆς ἐρήμου Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἐνέπνευσε καὶ τοῦ καλλιέργησε τὸν πόθο γιὰ ὁλο­κληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸ Θεό.

Ὁ Βησσαρίων ἀγάπησε τὸν αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τελείως ἀπερίσπαστος ἀπὸ βιοτικὲς φροντίδες. Τόπο σταθερὸ δὲν εἶχε.

Περιουσία προσωπικὴ δὲν ἀπέκτησε, οὔτε τὴν ἐλά­χι­στη. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἀναγκαῖα ποὺ εἶχε ὅλα τὰ ἔδινε ἀδια­κρίτως πρὸς ὅλους, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὶς προσωπικές του ἀνάγκες. Ἡ μόνη περιουσία του ἦταν τὸ ἱερὸ Εὐαγ­γέ­λιο ποὺ μελετοῦσε καθημερινά. Καὶ ἡ μοναδική του ἀπό­λαυση ἡ ἱερὰ προσευχή. Κάποτε παρέμεινε γιὰ 40 ὁλόκλη­ρα ἡμερονύκτια ὄρθιος ἔξω στὴν ὕπαιθρο, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Οὔτε τὸ κρύο οὔτε ἡ ζέστη ἐνοχλοῦσαν τὸν ἐξαϋλωμένο ἅγιο ἀσκητὴ τῆς ἐρήμου.

Ἡ ἐλπίδα του ἦταν ὁ οὐρανός! Καὶ ἡ σκέψη του ἦταν διαρκῶς βυθισμένη στὰ κάλλη τοῦ Παραδείσου.

Ὅταν ἔφθανε σὲ κάποιο Μοναστήρι, δὲν δεχόταν καμία φιλοξενία. Στάθμευε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Κοινοβίου καὶ ἔκλαιε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τὶς δικές του καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ἔλεγε στοὺς Μοναχούς: «Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλο­ξε­νηθῶ καὶ νὰ κοιμηθῶ κάτω ἀπὸ στέγη, πρὶν βρῶ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ δικοῦ μου σπιτιοῦ». Καὶ ἐννοοῦσε ὁ Ὅσιος τὰ ἄφθαρτα ἀγαθὰ τῆς ἀχειροποιήτου οἰκίας τοῦ Παρα­δείσου.

Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια ὁ Ὅσιος ὁδοιποροῦσε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, χωρὶς νὰ θέλει νὰ ἀφήνει τὰ ἴχνη τῆς δικῆς του παρουσίας. Μιὰ κρύα χειμωνιάτικη μέρα ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ εἶδε ἕνα νεκρό. Ἔσκυψε φιλόστοργα καὶ τὸν σκέ­πασε μὲ τὸν μανδύα του. Καὶ λίγο ἀργότερα συνάντησε ἕνα ρακένδυτο πάμφτωχο ἄνθρωπο ποὺ κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο καὶ ἀμέσως ἔβγαλε καὶ τοῦ πρόσφερε τὸν χιτώνα του. Συνεχίζοντας τὴν περιπλάνησή του ὁ Ὅσιος, συναντήθηκε τυχαῖα μὲ ἕναν ἀξιωματικό, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ρώτησε ἔκπληκτος.

–Τί σοῦ συνέβη, ἀββᾶ; Ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα σου; Ποιὸς σοῦ τὰ πῆρε; Καὶ ὁ Ὅσιος δείχνοντάς του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εἶπε μονολεκτικά: «Αὐτός»!

Κάποτε ἄλλοτε ὁ ὅσιος Βησσαρίων ἀντίκρισε καὶ πάλι ἕναν ἀξιοθρήνητο φτωχό.

Ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν εἶχε ἀπολύτως τίποτε νὰ τοῦ δώσει ἐκτὸς ἀπὸ τὸν θησαυρὸ ποὺ πάντοτε ἔφερε, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτρεξε λοιπὸν στὴν ἀγορὰ καὶ τὸ πούλησε καὶ ἔδωσε τὰ χρήματα στὸν πάμφτωχο ἄγνωστο. Καὶ ὅταν ὁ μαθητής του τὸν ρώτησε: «Ἀββᾶ, ποῦ εἶναι ἡ Ἁγία Βίβλος σου;», ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, τὴν ἐπούλησα, γιατὶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο ἀπαιτεῖ ἀπὸ ὅλους μας πρῶτα τὴν ἀγάπη. Καὶ ὑπάκουσα στὴ θεία ἐντολή Του ποὺ μᾶς λέγει: «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς βλέποντας τὰ φιλόστοργα σπλάχνα τοῦ ὁσίου Βησσαρίωνος τὸν εὐλόγησε μὲ πλούσια χάρη. Ἡ προσευχή του θαυματουργοῦσε. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετέβαλε κάποτε θαλασ­σινὸ νερὸ σὲ πόσιμο γιὰ νὰ πιεῖ ὁ μαθητής του ποὺ διψοῦ­σε. Ἄλλοτε ἄνοιξε τοὺς οὐρανούς, ὅπως ὁ Ἠλίας, καὶ ἦρθε ἡ βροχὴ σὲ διψασμένη γῆ, καὶ ἄλλοτε, ὅπως ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, σταμάτησε τὸν ἥλιο στὴ δύση του γιὰ νὰ προλάβει μέσα στὸ φῶς μιὰ σημαντικὴ συνάντηση. Καὶ ἀσθενεῖς θεράπευσε καὶ δαιμόνια ἐξέβαλε καὶ πάνω στὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ περπάτησε. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ συνέ­βη­σαν γιὰ νὰ ἀποδεικνύεται πόσο ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς ὅσους παραδίδονται σ’ Αὐτὸν χωρὶς ὅρους καὶ χωρὶς ὅρια.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἅγιες περιπλανήσεις καὶ μὲ πλού­σι­ους καρποὺς ἀγάπης στὰ χέρια του, ἔφθασε κάποτε ὁ Ὅσιος στὰ βαθιά του γεράματα. Σὰν ὥριμος στάχυς ἔγειρε εἰρηνικὸς νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, στὸν τόπο τοῦ Παραδείσου ποὺ τόσο λαχταροῦσε.

Λίγο πρὶν παραδώσει τὴν πνοή του στὸν Πλάστη του, εἶπε στοὺς συναθλητές του ποὺ τοῦ συμπαραστέκονταν: «Κάθε Μοναχὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ ζεῖ καὶ νὰ πολιτεύεται ὅπως τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ. Νὰ εἶναι ὅλος ὀφθαλ­μός». Καὶ ὅσοι ἀναστρέφονται μέσα σὲ Κοινόβια «νὰ σιω­ποῦν καὶ νὰ μὴν ὑπολογίζουν τὸν ἑαυτό τους».

Εἴθε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος νὰ ἀσκοῦμε τὴν τελεία καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς σώζει.

Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων Πάπας Ῥώμης

Ὑπῆρξε ὁ 79ος Πάπας Ῥώμης. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Παλέρμο (τῆς Σικελίας) καὶ ποτίστηκε τὰ νάματα τῆς εὐσέβειας μικρὸς ἀκόμα, ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἐνάρετους γονεῖς του. Πάπας ἔγινε τὸ 678 καὶ πῆρε πολὺ ἐνεργὸ μέρος στὴ ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μὲ τρεῖς ἀντιπροσώπους του, τοὺς πρεσβύτερους Θεόδωρο καὶ Σέργιο, καὶ τὸν διάκονο Ἰωάννη. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ συνῆλθε ἐπὶ Κων/νου τοῦ Πωγωνάτου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐναντίον τῶν Μονοφυσιτῶν τὸ ἔτος 680. Συμμετεῖχαν δὲ σ᾿ αὐτὴ 289 πατέρες. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ὑποστηρίχθηκαν μὲ πολλὴ θερμότητα ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀγάθωνα. Διότι ἀναθεμάτισε ὅλους, οἱ ὅποιοι καὶ στὸ παρελθὸν ἔδειξαν μονοφυσιτικὸ φρόνημα, μεταξὺ δὲ αὐτῶν συγκαταλεγόταν καὶ ὁ Πάπας Ὀνώριος ὁ Α´, ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν 42 χρόνια. Ἔτσι στὸν Ἀγάθωνα χρεωστᾶμε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελεσματικότερα βέλη κατὰ τῆς ἀξίωσης περὶ ἀλάθητου τῶν Πάπων. Ὁ Ἀγάθων πέθανε τὸ 682.

Ὁ Ὅσιος Κινδέας

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Πλωτῖνος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Δίδυμος, Νεμέσιος καὶ Ποτάμιος

Τοπικοὶ Ἅγιοι τῆς Κύπρου, ποὺ ἡ μνήμη τους ἀναγράφεται στὸ Ῥωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο. Ἀπαριθμοῦνται ἀπὸ τὸν Κυπριανό, μεταξὺ τῶν μαρτύρων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὸν Delehaye μεταξὺ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας

Ὁ Ἅγιος Εὐτρόπιος

Ἀναφέρεται μόνο ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ Delehaye. Ἴσως εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μ᾿ αὐτὸ τῆς 3ης Μαρτίου, ποὺ γιορτάζει μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Κλεόνικο καὶ Βασιλίσκο.