ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (22/2)

Σήμερα 22/2 εορτάζουν:

  • Μνήμη των εν τοις Ευγενίου ευρεθέντων Μαρτύρων
  • Όσιος Αθανάσιος ο Ομολογητής της Μονής Παυλοπετρίου
  • Αγία Ανθούσα και οι δώδεκα υπηρέτες της
  • Άγιος Συνετός
  • Όσιοι Θαλάσσιος και Λιμναίος
  • Όσιος Βαραδάτος
  • Άγιος Τελεσφόρος Επίσκοπος Ρώμης
  • Άγιος Βλάσιος ο Επίσκοπος
  • Άγιος Αρίστων ο θαυματουργός, επίσκοπος Αρσινόης Κύπρου
  • Άγιοι Εννέα Μάρτυρες της Κολά εν Γεωργία
  • Αγία Θεοκτίστη του Βορονέζ η Νεομάρτυς
  • Όσιος Γερμανός του Στολομπέν

Εὕρεσις τῶν ἐν τοῖς Εὐγενίου Ἁγίων Λειψάνων Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας

Ὅταν ὁ ἁγιότατος Πατριάρχης Θωμᾶς ἦταν στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (607- 610), βρέθηκαν τὰ τίμια λείψανα μερικῶν ἁγίων μαρτύρων, κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἀμέσως ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τους μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμό, καὶ μὲ συνοδεία πολὺ λαοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνακομιδῆς, πολλὲς καὶ διάφορες ἀσθένειες θεραπεύτηκαν. Ἀφοῦ δὲ πέρασαν πολλὰ χρόνια, ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε σ΄ ἕνα ἄνθρωπο κληρικὸ καὶ καλλιγράφο, τὸ Νικόλαο, ὅτι στὸν ἴδιο τόπο ἐκεῖνο τὸν καλούμενο Εὐγενίου, βρίσκονται κρυμμένα καὶ τὰ ἁγία λείψανα τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή του, ὡς ἑξῆς: «΄Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἱ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. ιστ΄ 7).

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Μονῆς Παυλοπετρίου

Ὁ Ὅσιος αὐτὸς Πατέρας, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πολὺ πλούσιους γονεῖς. Ἐπειδὴ ὅμως, ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὑπῆρξε εὐλαβής, θέλησε νὰ ντυθεῖτὸ μοναχικὸ σχῆμα. Πῆγε λοιπὸν στὴ Μονὴ Παυλοπετρίου, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο τῆς Νικομήδειας, καὶ ἐκεῖ ἔγινε Μοναχός. Τόσο δὲ προόδευσε στὶς ἀρετὲς καὶ τόσο διαδόθηκε ἡ φήμη του, ὥστε ἔγινε γνωστὸς καὶ στοὺς βασιλεῖς. Συνδέθηκε μάλιστα καὶμὲ τοὺς ὁσίους Θεόδωρο τὸν Στουδίτη καὶ Ἰωάννη τῆς Μονῆς Καθαρῶν, μὲ τοὺς ὁποίους συνεργάστηκε γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Στὰ χρόνια ὅμως τοῦ Λέοντατοῦ Εἰκονομάχου (Ἀρμενίου) (813-820), κατηγορήθηκε ὅτι σέβεται τὶς σεπτὲς Εἰκόνες καὶ ἔτσι ὑπέστη διάφορα βασανιστήρια, καὶ δοκίμασε πικρὲς ἐξορίες καὶ βαρεῖες θλίψεις. Ὁπότε, ἀφοῦ ἔμεινε σταθερὸς στὰ Ὀρθόδοξα φρονήματά του, ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο.

Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα καὶ οἱ δώδεκα ὑπηρέτες της

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Συνετός

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἴσως εἶναι αὐτὸς ποὺ γιορτάζουμε στὶς 12 Δεκεμβρίου).

Οἱ Ὅσιοι Θαλάσσιος καὶ Λιμναῖος

Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος εἶχε ἀσκητήριο ἐπάνω σ΄ ἕνα μικρὸ βουνὸ ἑνὸς χωρίου τῆς Κύπρου. Ἐκεῖ προσευχόταν, μελετοῦσε καὶ καλλιεργοῦσε ἕνα μικρό, εὔφορο ἀγροτεμάχιο. Ἐπίσης, κατέβαινε στὰ κοντινὰ χωριὰ καὶ δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Λιμναῖος, νεώτερος ἀπὸ τὸ Θαλάσσιο, ὅταν ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, ἦλθε κοντά του καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν καλὸ αὐτὸ διδάσκαλο ὑπόδειγμα γνήσιας καὶ ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὅμως, ἡ μεγαλύτερη δόξα τοῦ Λιμναίου εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ κατέβαλε γιὰ τοὺς τυφλούς. Ἔκτισε κοντὰ στὸ κελλί του καὶ ἄλλα κελλιά, ποὺ ἀνέδειξε ἄσυλα γιὰ τυφλούς. Καὶ δὲν τοὺς ἔδινε μόνο στέγη, ἀλλὰ καὶ τροφὴ ἀπὸ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ τοῦ ἔκαναν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀκόμα, φρόντιζε καὶ γιὰ τὶς ψυχές τους. «Τί σημαίνει, ἔλεγε, νὰ φροντίζουμε μόνο γιὰ τὰ σώματα τῶν δυστυχῶν; Περιορίζοντας ὡς ἐδῶ τὴν φιλανθρωπία, εἶναι σὰν νὰ τὴν κάνουμε ἀπέναντι σὲ ζῷα. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ συμπληρώσουμε τὸ καλὸ φροντίζοντας καὶ γιὰ τὸ φωτισμό του πνεύματος». Ἔτσι, οἱ προστατευόμενοί του τυφλοὶ ἦταν εὐτυχεῖς. Διότι, ἂν καὶ δὲν εἶχαν σωματικὰ μάτια, ἔπαιρναν ὅμως πνευματικὰ καὶ ἀπολάμβαναν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, Αὐτὸς «ἢν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἦταν πάντοτε τὸ τέλειο φῶς, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. Ὁ Ὅσιος Λιμναῖος πέθανε θρηνούμενος ἀπὸ τὰ τυφλὰ τέκνα του, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν μεγάλη μέριμνα καὶ στοργὴ τῆς ζωῆς του.

Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ διάλεξε τὴν ἐρημικὴ ζωή. Τὴν ἀγάπη του στὴν ἐγκράτεια δὲν ἐλάττωσε τὸ φιλάσθενο σῶμα του. Ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτος ἄκουσε γιὰ τὸν Βαραδάτη καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν φιλέρημο ἀποκλειστικότητα καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιήσει γιὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης δέχτηκε τὸν συνδυασμὸ αὐτὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐνέργειας. Πρὸ πάντων, στὶς περιόδους τῶν νηστειῶν, καὶ σὲ ὦρες θλίψεων καὶ συμφορῶν, πήγαινε στὶς πόλεις καὶ καλλιεργοῦσε τὸν φόβο καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεό, προκαλοῦσε τὴν μετάνοια καὶ στήριζε τὸ θάῤῥος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης καλλιεργοῦσε καὶ ἐνίσχυε στὶς ψυχές τους τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα. Κατὰ τὸν Θεοδώρητο, ὁ Ὅσιος Βαραδάτης διακρινόταν γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ σύνεσή του καὶ τὴν λογικότητα στὶς ἐρωτήσειςκαὶ τὶς ἀπαντήσεις του.

Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἐπίσκοπος Ῥώμης

Ὁ Εἰρηναῖος λέει ὅτι μαρτύρησε στὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντωνίνου Πίου (138-161). Στοὺς καταλόγους τῶν Ἐπισκόπων καὶ Παπῶν Ῥώμης ὁ Τελεσφόρος φαίνεται ὅτι διαδέχτηκε τὸν Σῆξτο τὸ 125 καὶ πέθανε τὸ 136.

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος Ἐπίσκοπος

Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸν τιτλοφορεῖ σὰν ἐπίσκοπο Ῥώμης, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρήκαμε Βλάσιο ἐπίσκοπο Ῥώμης. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ μνήμη του δὲν ἀναφέρεται σ΄ ὅλους τοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ καὶ στοὺς λίγους ποὺ μνημονεύεται, μνημονεύεται ἁπλὰ σὰν ἐπίσκοπος καὶ ὄχι Ῥώμης, ἴσως κάποιας ἄλλης ἐπισκοπῆς.

Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων (ἢ Ἄριστος ἢ Ἀριστίων)

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Πρόκειται γιὰ Ἅγιο τῆς Κύπρου καὶ ὑπῆρξε δεύτερος ἐπίσκοπος αὐτῆς μετὰ τὸν Βαρνάβα κατὰ τὸν Le Quien (σ. 103-4). Σαφῆ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν ὑπάρχουν, μόνο παραδόσεις ἀτεκμηρίωτες.

Οἱ ἅ­γιοι ἐν­νέ­α παι­δο­μάρ­τυ­ρες οἱ ἐν Γε­ωρ­γί­ᾳ

Στὰ ἀ­να­το­λι­κὰ πα­ρά­λια τοῦ Εὐ­ξεί­νου Πόν­του καὶ νο­τι­ο­α­να­το­λι­κὰ τῆς Ρω­σί­ας ἐ­κτεί­νε­ται ἡ μαρ­τυ­ρι­κὴ Γε­ωρ­γί­α. Ὁ λα­ός της εἶ­χε τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­λο­γί­α νὰ δε­χθεῖ τὸν σπό­ρο τῆς χριστι­α­νι­κῆς πί­στε­ως ἀ­πὸ τὸν φλο­γε­ρὸ μα­θη­τὴ τοῦ Κυ­ρί­ου πρω­τό­κλη­το ἅ­γιο Ἀν­δρέ­α. Ἡ ὁ­ρι­στι­κὴ ὅ­μως με­τα­στρο­φὴ στὴν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης πε­ρι­ο­χῆς τῆς Ἰ­βη­ρί­ας ἔ­γι­νε στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 4ου αἰ­ῶ­νος ἀ­πὸ τὴν ἁ­γί­α Νί­να, τὴν ὁ­ποί­α ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Γε­ωρ­γί­ας ἑ­ορ­τά­ζει στὶς 14 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου καὶ τὴν τι­μᾶ ὡς με­γά­λη Ἰ­σα­πό­στο­λο.

Ὅ­μως τὸ φῶς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας δὲν εἶ­χε εἰ­σχω­ρή­σει παν­τοῦ. Ὑ­πῆρ­χαν πε­ρι­ο­χὲς ποὺ ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρο βυ­θι­σμέ­νες στὸ σκο­τά­δι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας.

Βρι­σκό­μα­στε στὸν 6ο μ.Χ. αἰ­ώ­να. Στὴν ἥ­συ­χη πε­διά­δα τῆς Κο­λά, σὲ κά­ποι­ο χω­ριό, ἐ­κεῖ ὅ­που ἀ­να­βλύ­ζουν τὰ γάρ­γα­ρα νε­ρὰ τοῦ πο­τα­μοῦ Μτκβά­ρι (Κύ­ρου), στὰ νο­τι­ο­δυ­τι­κὰ τῆς Γε­ωρ­γί­ας, λί­γοι ἦ­ταν οἱ Χρι­στια­νοί, ἐ­νῶ οἱ πιὸ πολ­λοὶ ἄ­θε­οι, εἰ­δω­λο­λά­τρες. Ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τοὺς καὶ ἐν­νέ­α μι­κρὰ παι­διὰ ἡ­λι­κί­ας ἀ­πὸ 7 ἕ­ως 9 ἐ­τῶν, ὁ Γκουα­ράμ, ὁ Ἀν­ταρ­να­σέ, ὁ Μπα­κάρ, ὁ Βά­τσε, ὁ Μπαρ­τζί­μι, ὁ Τά­τσι, ὁ Τζου­αν­σέ­ρι, ὁ Ρα­μά­ζι καὶ ὁ Παρ­σμάν. Μέ­σα στὴν πα­ρέ­α τους τὰ παι­διὰ αὐ­τὰ δέ­χον­ται νὰ ὑ­πάρ­χουν καὶ Χρι­στι­α­νό­που­λα. Ἡ παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α δὲν ξέ­ρει νὰ κρα­τᾶ ἀ­πο­στά­σεις ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ὅ­λοι λοι­πὸν μα­ζὶ ἀ­να­στρέ­φον­ται μὲ ἁ­πλό­τη­τα, με­λε­τοῦν, τρέ­χουν, παί­ζουν. Καὶ ὅ­ταν ἡ γλυ­κό­η­χη καμ­πά­να κτυ­ποῦ­σε γιὰ τὴν Ἑ­σπε­ρι­νὴ Ἀ­κο­λου­θί­α, ἔ­τρε­χαν ὅ­λα τὰ παι­διά – μα­ζὶ ἀ­γα­πη­μέ­να – στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­κεῖ ἔ­φθα­ναν μὲ λα­χτά­ρα καὶ τὰ ἐν­νέ­α αὐ­τὰ παι­διά. Ἔ­με­ναν ὅ­μως ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ να­ό. Πῶς νὰ συμ­με­τά­σχουν σὲ Ἀ­κο­λου­θί­α; Πῶς νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν τὴ θαλ­πω­ρὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Τὸ ἤ­ξε­ραν κα­λά. Δὲν τοὺς τὸ ἐ­πέ­τρε­παν αὐ­τό, για­τὶ ἦ­ταν ἀ­βά­πτι­στα.

Ἔ­με­νε ὅ­μως μέ­σα τους ἕ­νας πι­κρὸς πό­νος. Καὶ τὸν ἔ­λε­γαν: «Για­τί μᾶς ξε­χω­ρί­ζε­τε, ἀ­φοῦ ἡ πί­στη στὸν Χρι­στὸ μᾶς συγ­κι­νεῖ καὶ μᾶς ἀ­ρέ­σει;» Καὶ αὐ­τὴ ἡ σκη­νὴ μα­ζὶ μὲ τὸ παράπο­νο πολ­λὲς φο­ρὲς ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­ταν.

Κα­θὼς ὅ­μως περ­νοῦ­σε ὁ και­ρός, φούν­τω­νε μέ­σα τους βα­θιὰ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ βα­πτι­σθοῦν, νὰ γί­νουν Χρι­στια­νοί. Οἱ μι­κροί τους βα­πτι­σμέ­νοι φί­λοι ἦ­ταν γι’ αὐτοὺς τὰ φω­τει­νὰ παραδείγ­μα­τα γιὰ τὴ νέ­α ζω­ὴ ποὺ πο­θοῦ­σαν, τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή!

Ζή­τη­σαν λοι­πὸν καὶ τὰ ἐν­νέ­α παι­διὰ νὰ κα­τη­χη­θοῦν.

Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας τῆς μι­κρῆς κοι­νό­τη­τας ἀ­νέ­λα­βε τὸ ἱ­ε­ρὸ αὐ­τὸ ἔρ­γο. Τοὺς μί­λη­σε γιὰ τὴν πί­στη μας στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὰ ἱ­ε­ρὰ δόγ­μα­τα, τὶς ἐν­το­λές, τὸν ἠ­θι­κὸ νό­μο τοῦ Εὐαγγελί­ου. Ἡ ἁ­γνὴ ψυ­χὴ τῶν ἄ­κα­κων παι­δι­ῶν ἀ­πορ­ρο­φοῦ­σε μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὴ θεί­α δι­δα­σκα­λί­α. Σὲ ὅ­λα ὅ­λοι συμ­φω­νοῦ­σαν. Ἡ καρ­διά τους γα­λή­νευ­ε. Πε­ρί­με­ναν πλέ­ον ὅ­λα μὲ λα­χτά­ρα τὴ βά­πτι­σή τους. Ἤ­ξε­ραν πὼς μιὰ τέ­τοι­α ἐ­νέρ­γεια θὰ τοὺς ἔ­φερ­νε σὲ σύγ­κρου­ση μὲ τοὺς γο­νεῖς τους. Ὅ­μως πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τῶν γο­νέ­ων ἔ­βα­ζαν τὴν ἀ­γά­πη στὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα ἐ­φαρ­μό­ζον­τας τὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «Ὁ φι­λῶν πα­τέ­ρα ἢ μη­τέ­ρα ὑ­πὲρ ἐ­μὲ οὐκ ἔ­στι μου ἄ­ξιος» (Ματθ. ι΄ 37). Ὁ­πλι­σμέ­νοι λοι­πὸν μὲ πί­στη καὶ μὲ μιὰ ἀσυνήθιστη γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α τους στα­θε­ρό­τη­τα ἀ­κο­λού­θη­σαν ἐ­λεύ­θε­ρα καὶ συ­νει­δη­τὰ τὸν ἱ­ε­ρέ­α στὶς πη­γὲς τοῦ πο­τα­μοῦ Κύ­ρου γιὰ νὰ βα­πτι­σθοῦν. Μα­ζί τους ἔ­φθα­σαν καὶ οἱ Χριστια­νοὶ τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀλ­λὰ καὶ οἱ φί­λοι τῶν παι­δι­ῶν, ποὺ θὰ ἦ­ταν οἱ ἀ­νά­δο­χοί τους.

Ἡ βά­πτι­ση ἔ­γι­νε τὸ βρα­δά­κι, γιὰ νὰ προ­λη­φθοῦν ἀν­τι­δρά­σεις. Ἀ­φοῦ εὐ­λο­γή­θη­καν τὰ νε­ρὰ τῶν πη­γῶν, τὰ παι­διὰ βα­πτί­σθη­καν «εἰς τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος». Ἡ Πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει καὶ δύ­ο θαυ­μα­στὰ ση­μεῖ­α ποὺ ἔ­γι­ναν κα­τὰ τὴν ἱ­ε­ρὴ ἐ­κεί­νη ὥ­ρα. Τὰ πα­γω­μέ­να νε­ρὰ τοῦ πο­τα­μοῦ ἔ­γι­ναν ζε­στά. Καὶ ἄγ­γε­λοι ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ ἦρ­θαν καὶ ἔν­τυ­σαν τὰ παι­διὰ μὲ ὁ­λό­λευ­κους χι­τῶ­νες. Πλημ­μυ­ρι­σμέ­να στὸ φῶς καὶ τὴ χα­ρὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ζοῦν τώ­ρα τὸ θαῦ­μα ποὺ πο­θοῦ­σαν! Ἀ­πὸ τώ­ρα εἶ­ναι παι­διὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ὅ­μως ἡ χα­ρὰ τῶν μι­κρῶν δὲν ἐ­πρό­κει­το νὰ κρα­τή­σει γιὰ πο­λύ. Ἕ­να τέ­τοι­ο θαυ­μα­στὸ γε­γο­νὸς ἐ­ξα­γρί­ω­σε τοὺς πο­νη­ροὺς δαί­μο­νες. Αὐ­τοὶ ὑ­πο­κί­νη­σαν τοὺς γο­νεῖς τῶν νεοβαπτι­σθέν­των νὰ στρα­φοῦν ἐ­ναν­τί­ον τῶν παι­δι­ῶν τους. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν τὸ γε­γο­νός, ἔ­τρε­ξαν ὀρ­γι­σμέ­νοι καὶ ἅρ­πα­ξαν τὰ παι­διά τους ἀ­πὸ τὰ σπί­τια τῶν χρι­στια­νῶν φί­λων τους. Τὰ κτύ­πη­σαν βί­αι­α. Τὰ πί­ε­ζαν νὰ δο­κι­μά­σουν ἀ­πὸ τὰ εἰ­δω­λό­θυ­τα, δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τρο­φὲς ποὺ εἶ­χαν προ­σφερ­θεῖ ὡς θυ­σί­α στοὺς θε­ούς τους. Ἐ­κεῖ­να ὅ­μως στα­θε­ρὰ ἀρ­νή­θη­καν νὰ φᾶ­νε. Πα­ρέ­με­ναν μά­λι­στα γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ νη­στι­κὰ ἑ­πτὰ μέ­ρες.

Μά­ται­α οἱ γο­νεῖς τους τοὺς ἔ­τα­ζαν μὲ γλυ­κό­λο­γα δῶ­ρα, ροῦ­χα, παι­χνί­δια… Ἐ­κεῖ­να ἔ­λε­γαν: «Εἴ­μα­στε τώ­ρα παι­διὰ τοῦ Χρι­στοῦ, Χρι­στι­α­νό­που­λα, ἀ­φῆ­στε μας ἐ­λεύ­θε­ρα νὰ πᾶ­με στοὺς φί­λους μας».                                        

Μπρο­στὰ σ’ αὐ­τὸ τὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο οἱ γο­νεῖς κα­τέ­φυ­γαν γιὰ βο­ή­θεια στὸν εἰ­δω­λο­λά­τρη ἡ­γε­μό­να. Αὐ­τὸς ὅ­μως ἄ­φη­σε στοὺς γο­νεῖς τὴν τε­λι­κὴ γνώ­μη καὶ κρί­ση. Τό­τε ἐ­κεῖ­νοι ἀποφάσισαν μα­ζὶ καὶ μὲ θυ­μω­μέ­νη φω­νὴ εἶ­παν πὼς «δὲν συμ­φέ­ρει νὰ ἀ­φή­νου­με ἄλ­λο τὰ παι­διά μας νὰ ζή­σουν. Τὸ πα­ρά­δειγ­μά τους μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει καὶ ἄλ­λους στὸν Χριστι­α­νι­σμό».

Πρῶ­τος ἔ­πρε­πε νὰ τι­μω­ρη­θεῖ ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, για­τὶ δι­ευ­κό­λυ­νε τὰ παι­διὰ στὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­πι­λο­γή τους. Αὐ­τὸν τὸν εὐ­λα­βὴ ἱ­ε­ρέ­α τὸν κτύ­πη­σαν ἄ­γρια. Καὶ ἀ­φοῦ τοῦ ἀ­φή­ρε­σαν ὅ­λα τὰ ὑπάρ­χον­τά του, τὸν ἔ­δι­ω­ξαν βί­αι­α. Ἔ­τσι ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ ἰ­σχύ­ει γιὰ τοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς ἐκ­προ­σώ­πους του: «Εἰ ἐ­μὲ ἐ­δί­ω­ξαν, καὶ ὑ­μᾶς δι­ώ­ξου­σι» (Ἰ­ω. ι­ε΄ 20).

Στὴ συ­νέ­χεια ἀ­κο­λού­θη­σε τῶν παι­δι­ῶν τὸ μαρ­τύ­ριο.

Μὲ τὴ συ­νο­δεί­α τοῦ ἡ­γε­μό­να καὶ πολ­λῶν ἄλ­λων οἱ γο­νεῖς ἔ­φε­ραν τὰ ἐν­νέ­α παι­διά τους στὶς πη­γὲς τοῦ πο­τα­μοῦ. Ἐ­κεῖ ὅ­που πρὶν ἀ­πὸ λί­γο εἶ­χαν βα­πτι­σθεῖ, θὰ πά­ρουν τώ­ρα καὶ δεύ­τε­ρο, πιὸ λαμ­πρὸ βά­πτι­σμα, τὸ Βά­πτι­σμα τοῦ αἵ­μα­τος. Ἐ­κεῖ πλά­ι στὶς πη­γὲς ἔ­σκα­ψαν βα­θὺ λάκ­κο καὶ μέ­σα σ’ αὐ­τὸν οἱ ἄ­σπλα­χνοι γο­νεῖς ἔ­ρι­ξαν ὀρ­γι­σμέ­νοι τὰ παι­διά τους! Καὶ ὅ­λα μα­ζὶ ἐ­κεῖ­να ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν καὶ ἔ­λε­γαν: «Πε­θαί­νου­με γιὰ τὴν πί­στη μας στὸν Χρι­στό! Στὸ ὄ­νο­μά του βα­πτι­σθή­κα­με καὶ μὲ τὸν Κύ­ριο αἰ­ώ­νια λα­χτα­ροῦ­με νὰ ζοῦ­με». Τό­σο με­γά­λη ὅ­μως ἦ­ταν ἡ μα­νί­α τῶν σκλη­ρῶν γο­νέ­ων τους, ὥ­στε προ­κει­μέ­νου νὰ συν­τρί­ψουν τε­λεί­ως τὰ ἀ­θῶ­α σώ­μα­τα τῶν παι­δι­ῶν τους, ἔ­ρι­ξαν – μα­ζὶ μὲ τοὺς πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους – πέ­τρες ἀ­πὸ πά­νω τους. Με­τὰ πρό­σθε­σαν καὶ χῶ­μα. Καὶ ἀ­φοῦ τὸ πά­τη­σαν κα­λά, ἀ­νε­χώ­ρη­σαν. Ὅ­λα γι’ αὐ­τοὺς εἶ­χαν τε­λει­ώ­σει.

Ὅ­μως γιὰ τὰ ἐν­νέ­α αὐ­τὰ ἀ­θῶ­α πλά­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ εἶ­χε ἀρ­χί­σει τὸ οὐ­ρά­νιο πα­νη­γύ­ρι στὸ χο­ρὸ τῶν ἀγ­γέ­λων. Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν παι­δι­ῶν αὐ­τῶν εἶ­χε ἐκ­πλη­ρω­θεῖ καὶ μά­λι­στα σὲ ἀπό­λυ­το βαθ­μό. Βρέ­θη­καν ὄ­χι σὲ ἐ­πί­γει­ο να­ό, ποὺ τό­σο λα­χτα­ροῦ­σαν, ἀλ­λὰ σὲ «ἀ­χει­ρο­ποί­η­το να­ό», στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας ἐ­κεῖ μέ­σα μὲ γα­λή­νη καὶ ἀ­σφά­λεια τὸ πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ ποὺ τό­σο ἀ­γά­πη­σαν. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Γε­ωρ­γί­ας εἶ­χε αὐ­ξή­σει πλέ­ον τὸν ἀ­νε­κτί­μη­το πλοῦ­το της στὸν οὐ­ρα­νό, τὸν πλοῦ­το τῶν ἁ­γί­ων της, μὲ ἄλ­λους ἐν­νέ­α Ἁ­γί­ους. Ἐν­νέ­α Παι­δο­μάρ­τυ­ρες, ποὺ τοὺς ἑ­ορ­τά­ζει κά­θε χρό­νο στὶς 22 Φε­βρου­α­ρί­ου.

Τὸ στε­φά­νι τῆς δό­ξης τῶν Ἁ­γί­ων χα­ρί­σθη­κε στοὺς ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους, στοὺς με­γά­λους Πα­τέ­ρες, στοὺς Ὁ­σί­ους καὶ Ὁ­μο­λο­γη­τὲς καὶ τοὺς Μάρ­τυ­ρες, ἀν­θρώ­πους πι­στοὺς τῆς ὥ­ρι­μης ἡ­λι­κί­ας. Ξε­χω­ρι­στὴ ὅ­μως θέ­ση στὸ Ἁ­γι­ο­λό­γιο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τέ­χουν καὶ οἱ Παι­δο­μάρ­τυ­ρες. Μι­κρὰ παι­διὰ ἀ­πὸ ὅ­λο τὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο μὲ ἀ­δο­λό­τη­τα καὶ στα­θε­ρό­τη­τα ὁ­μο­λο­γί­ας στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ὸ μᾶς συ­νε­κί­νη­σαν καὶ ἔ­γι­ναν δι­δά­σκα­λοί μας.

Πρὸς τὰ πρό­τυ­πα αὐ­τά, τὰ τό­σο ἄ­γνω­στα, ὀ­φεί­λου­με νὰ στρέ­φου­με πιὸ πο­λὺ σή­με­ρα τὰ μά­τια τῶν παι­δι­ῶν μας. Γιὰ νὰ μα­θαί­νουν καὶ νὰ ἐν­θου­σι­ά­ζον­ται, δι­ό­τι ἔ­χουν τέ­τοι­ους θαρ­ρα­λέ­ους πι­στοὺς στὸν Χρι­στὸ ἐκ­προ­σώ­πους τους. Ἀ­πὸ αὐ­τοὺς νὰ ἐμ­πνέ­ον­ται στοὺς ἀ­γῶ­νες τους καὶ νὰ τοὺς μι­μοῦν­ται. Ὥ­στε κά­πο­τε νὰ δο­ξα­σθοῦν καὶ αὐ­τὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Τὸν Θε­ὸ ποὺ τι­μᾶ καὶ ξέ­ρει νὰ δο­ξά­ζει τοὺς Ἁ­γί­ους του καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐ­ρα­νό.

«Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ἡ Ἁγία Θεοκτίστη τοῦ Βορονέζ, ἡ νεομάρτυς (Ρωσίδα)

Διὰ Χριστὸν σαλή.