Σήμερα 22/2 εορτάζουν:
- Μνήμη των εν τοις Ευγενίου ευρεθέντων Μαρτύρων
- Όσιος Αθανάσιος ο Ομολογητής της Μονής Παυλοπετρίου
- Αγία Ανθούσα και οι δώδεκα υπηρέτες της
- Άγιος Συνετός
- Όσιοι Θαλάσσιος και Λιμναίος
- Όσιος Βαραδάτος
- Άγιος Τελεσφόρος Επίσκοπος Ρώμης
- Άγιος Βλάσιος ο Επίσκοπος
- Άγιος Αρίστων ο θαυματουργός, επίσκοπος Αρσινόης Κύπρου
- Άγιοι Εννέα Μάρτυρες της Κολά εν Γεωργία
- Αγία Θεοκτίστη του Βορονέζ η Νεομάρτυς
- Όσιος Γερμανός του Στολομπέν
Εὕρεσις τῶν ἐν τοῖς Εὐγενίου Ἁγίων Λειψάνων Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας
Ὅταν ὁ ἁγιότατος Πατριάρχης Θωμᾶς ἦταν στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (607- 610), βρέθηκαν τὰ τίμια λείψανα μερικῶν ἁγίων μαρτύρων, κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἀμέσως ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τους μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμό, καὶ μὲ συνοδεία πολὺ λαοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνακομιδῆς, πολλὲς καὶ διάφορες ἀσθένειες θεραπεύτηκαν. Ἀφοῦ δὲ πέρασαν πολλὰ χρόνια, ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε σ΄ ἕνα ἄνθρωπο κληρικὸ καὶ καλλιγράφο, τὸ Νικόλαο, ὅτι στὸν ἴδιο τόπο ἐκεῖνο τὸν καλούμενο Εὐγενίου, βρίσκονται κρυμμένα καὶ τὰ ἁγία λείψανα τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή του, ὡς ἑξῆς: «΄Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἱ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. ιστ΄ 7).
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Μονῆς Παυλοπετρίου
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς Πατέρας, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πολὺ πλούσιους γονεῖς. Ἐπειδὴ ὅμως, ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὑπῆρξε εὐλαβής, θέλησε νὰ ντυθεῖτὸ μοναχικὸ σχῆμα. Πῆγε λοιπὸν στὴ Μονὴ Παυλοπετρίου, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο τῆς Νικομήδειας, καὶ ἐκεῖ ἔγινε Μοναχός. Τόσο δὲ προόδευσε στὶς ἀρετὲς καὶ τόσο διαδόθηκε ἡ φήμη του, ὥστε ἔγινε γνωστὸς καὶ στοὺς βασιλεῖς. Συνδέθηκε μάλιστα καὶμὲ τοὺς ὁσίους Θεόδωρο τὸν Στουδίτη καὶ Ἰωάννη τῆς Μονῆς Καθαρῶν, μὲ τοὺς ὁποίους συνεργάστηκε γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Στὰ χρόνια ὅμως τοῦ Λέοντατοῦ Εἰκονομάχου (Ἀρμενίου) (813-820), κατηγορήθηκε ὅτι σέβεται τὶς σεπτὲς Εἰκόνες καὶ ἔτσι ὑπέστη διάφορα βασανιστήρια, καὶ δοκίμασε πικρὲς ἐξορίες καὶ βαρεῖες θλίψεις. Ὁπότε, ἀφοῦ ἔμεινε σταθερὸς στὰ Ὀρθόδοξα φρονήματά του, ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο.
Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα καὶ οἱ δώδεκα ὑπηρέτες της
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Συνετός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἴσως εἶναι αὐτὸς ποὺ γιορτάζουμε στὶς 12 Δεκεμβρίου).
Οἱ Ὅσιοι Θαλάσσιος καὶ Λιμναῖος
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος εἶχε ἀσκητήριο ἐπάνω σ΄ ἕνα μικρὸ βουνὸ ἑνὸς χωρίου τῆς Κύπρου. Ἐκεῖ προσευχόταν, μελετοῦσε καὶ καλλιεργοῦσε ἕνα μικρό, εὔφορο ἀγροτεμάχιο. Ἐπίσης, κατέβαινε στὰ κοντινὰ χωριὰ καὶ δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Λιμναῖος, νεώτερος ἀπὸ τὸ Θαλάσσιο, ὅταν ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, ἦλθε κοντά του καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν καλὸ αὐτὸ διδάσκαλο ὑπόδειγμα γνήσιας καὶ ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὅμως, ἡ μεγαλύτερη δόξα τοῦ Λιμναίου εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ κατέβαλε γιὰ τοὺς τυφλούς. Ἔκτισε κοντὰ στὸ κελλί του καὶ ἄλλα κελλιά, ποὺ ἀνέδειξε ἄσυλα γιὰ τυφλούς. Καὶ δὲν τοὺς ἔδινε μόνο στέγη, ἀλλὰ καὶ τροφὴ ἀπὸ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ τοῦ ἔκαναν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀκόμα, φρόντιζε καὶ γιὰ τὶς ψυχές τους. «Τί σημαίνει, ἔλεγε, νὰ φροντίζουμε μόνο γιὰ τὰ σώματα τῶν δυστυχῶν; Περιορίζοντας ὡς ἐδῶ τὴν φιλανθρωπία, εἶναι σὰν νὰ τὴν κάνουμε ἀπέναντι σὲ ζῷα. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ συμπληρώσουμε τὸ καλὸ φροντίζοντας καὶ γιὰ τὸ φωτισμό του πνεύματος». Ἔτσι, οἱ προστατευόμενοί του τυφλοὶ ἦταν εὐτυχεῖς. Διότι, ἂν καὶ δὲν εἶχαν σωματικὰ μάτια, ἔπαιρναν ὅμως πνευματικὰ καὶ ἀπολάμβαναν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, Αὐτὸς «ἢν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἦταν πάντοτε τὸ τέλειο φῶς, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο. Ὁ Ὅσιος Λιμναῖος πέθανε θρηνούμενος ἀπὸ τὰ τυφλὰ τέκνα του, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν μεγάλη μέριμνα καὶ στοργὴ τῆς ζωῆς του.
Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ διάλεξε τὴν ἐρημικὴ ζωή. Τὴν ἀγάπη του στὴν ἐγκράτεια δὲν ἐλάττωσε τὸ φιλάσθενο σῶμα του. Ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτος ἄκουσε γιὰ τὸν Βαραδάτη καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν φιλέρημο ἀποκλειστικότητα καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιήσει γιὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης δέχτηκε τὸν συνδυασμὸ αὐτὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐνέργειας. Πρὸ πάντων, στὶς περιόδους τῶν νηστειῶν, καὶ σὲ ὦρες θλίψεων καὶ συμφορῶν, πήγαινε στὶς πόλεις καὶ καλλιεργοῦσε τὸν φόβο καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν Θεό, προκαλοῦσε τὴν μετάνοια καὶ στήριζε τὸ θάῤῥος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης καλλιεργοῦσε καὶ ἐνίσχυε στὶς ψυχές τους τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα. Κατὰ τὸν Θεοδώρητο, ὁ Ὅσιος Βαραδάτης διακρινόταν γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ σύνεσή του καὶ τὴν λογικότητα στὶς ἐρωτήσειςκαὶ τὶς ἀπαντήσεις του.
Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἐπίσκοπος Ῥώμης
Ὁ Εἰρηναῖος λέει ὅτι μαρτύρησε στὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντωνίνου Πίου (138-161). Στοὺς καταλόγους τῶν Ἐπισκόπων καὶ Παπῶν Ῥώμης ὁ Τελεσφόρος φαίνεται ὅτι διαδέχτηκε τὸν Σῆξτο τὸ 125 καὶ πέθανε τὸ 136.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος Ἐπίσκοπος
Ὁ ἅγιος Νικόδημος τὸν τιτλοφορεῖ σὰν ἐπίσκοπο Ῥώμης, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρήκαμε Βλάσιο ἐπίσκοπο Ῥώμης. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ μνήμη του δὲν ἀναφέρεται σ΄ ὅλους τοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ καὶ στοὺς λίγους ποὺ μνημονεύεται, μνημονεύεται ἁπλὰ σὰν ἐπίσκοπος καὶ ὄχι Ῥώμης, ἴσως κάποιας ἄλλης ἐπισκοπῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων (ἢ Ἄριστος ἢ Ἀριστίων)
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Πρόκειται γιὰ Ἅγιο τῆς Κύπρου καὶ ὑπῆρξε δεύτερος ἐπίσκοπος αὐτῆς μετὰ τὸν Βαρνάβα κατὰ τὸν Le Quien (σ. 103-4). Σαφῆ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν ὑπάρχουν, μόνο παραδόσεις ἀτεκμηρίωτες.
Οἱ ἅγιοι ἐννέα παιδομάρτυρες οἱ ἐν Γεωργίᾳ
Στὰ ἀνατολικὰ παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου καὶ νοτιοανατολικὰ τῆς Ρωσίας ἐκτείνεται ἡ μαρτυρικὴ Γεωργία. Ὁ λαός της εἶχε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία νὰ δεχθεῖ τὸν σπόρο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀπὸ τὸν φλογερὸ μαθητὴ τοῦ Κυρίου πρωτόκλητο ἅγιο Ἀνδρέα. Ἡ ὁριστικὴ ὅμως μεταστροφὴ στὴν ὀρθόδοξη πίστη τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Ἰβηρίας ἔγινε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος ἀπὸ τὴν ἁγία Νίνα, τὴν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ἑορτάζει στὶς 14 Ἰανουαρίου καὶ τὴν τιμᾶ ὡς μεγάλη Ἰσαπόστολο.
Ὅμως τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας δὲν εἶχε εἰσχωρήσει παντοῦ. Ὑπῆρχαν περιοχὲς ποὺ ἦταν λιγότερο ἢ περισσότερο βυθισμένες στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας.
Βρισκόμαστε στὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα. Στὴν ἥσυχη πεδιάδα τῆς Κολά, σὲ κάποιο χωριό, ἐκεῖ ὅπου ἀναβλύζουν τὰ γάργαρα νερὰ τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι (Κύρου), στὰ νοτιοδυτικὰ τῆς Γεωργίας, λίγοι ἦταν οἱ Χριστιανοί, ἐνῶ οἱ πιὸ πολλοὶ ἄθεοι, εἰδωλολάτρες. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ ἐννέα μικρὰ παιδιὰ ἡλικίας ἀπὸ 7 ἕως 9 ἐτῶν, ὁ Γκουαράμ, ὁ Ἀνταρνασέ, ὁ Μπακάρ, ὁ Βάτσε, ὁ Μπαρτζίμι, ὁ Τάτσι, ὁ Τζουανσέρι, ὁ Ραμάζι καὶ ὁ Παρσμάν. Μέσα στὴν παρέα τους τὰ παιδιὰ αὐτὰ δέχονται νὰ ὑπάρχουν καὶ Χριστιανόπουλα. Ἡ παιδικὴ ἡλικία δὲν ξέρει νὰ κρατᾶ ἀποστάσεις ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὅλοι λοιπὸν μαζὶ ἀναστρέφονται μὲ ἁπλότητα, μελετοῦν, τρέχουν, παίζουν. Καὶ ὅταν ἡ γλυκόηχη καμπάνα κτυποῦσε γιὰ τὴν Ἑσπερινὴ Ἀκολουθία, ἔτρεχαν ὅλα τὰ παιδιά – μαζὶ ἀγαπημένα – στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἔφθαναν μὲ λαχτάρα καὶ τὰ ἐννέα αὐτὰ παιδιά. Ἔμεναν ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸ ναό. Πῶς νὰ συμμετάσχουν σὲ Ἀκολουθία; Πῶς νὰ ἀπολαύσουν τὴ θαλπωρὴ τῆς Ἐκκλησίας; Τὸ ἤξεραν καλά. Δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπαν αὐτό, γιατὶ ἦταν ἀβάπτιστα.
Ἔμενε ὅμως μέσα τους ἕνας πικρὸς πόνος. Καὶ τὸν ἔλεγαν: «Γιατί μᾶς ξεχωρίζετε, ἀφοῦ ἡ πίστη στὸν Χριστὸ μᾶς συγκινεῖ καὶ μᾶς ἀρέσει;» Καὶ αὐτὴ ἡ σκηνὴ μαζὶ μὲ τὸ παράπονο πολλὲς φορὲς ἐπαναλαμβανόταν.
Καθὼς ὅμως περνοῦσε ὁ καιρός, φούντωνε μέσα τους βαθιὰ ἐπιθυμία νὰ βαπτισθοῦν, νὰ γίνουν Χριστιανοί. Οἱ μικροί τους βαπτισμένοι φίλοι ἦταν γι’ αὐτοὺς τὰ φωτεινὰ παραδείγματα γιὰ τὴ νέα ζωὴ ποὺ ποθοῦσαν, τὴ χριστιανικὴ ζωή!
Ζήτησαν λοιπὸν καὶ τὰ ἐννέα παιδιὰ νὰ κατηχηθοῦν.
Ὁ ἱερέας τῆς μικρῆς κοινότητας ἀνέλαβε τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο. Τοὺς μίλησε γιὰ τὴν πίστη μας στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό, τὰ ἱερὰ δόγματα, τὶς ἐντολές, τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἁγνὴ ψυχὴ τῶν ἄκακων παιδιῶν ἀπορροφοῦσε μὲ εὐγνωμοσύνη τὴ θεία διδασκαλία. Σὲ ὅλα ὅλοι συμφωνοῦσαν. Ἡ καρδιά τους γαλήνευε. Περίμεναν πλέον ὅλα μὲ λαχτάρα τὴ βάπτισή τους. Ἤξεραν πὼς μιὰ τέτοια ἐνέργεια θὰ τοὺς ἔφερνε σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς γονεῖς τους. Ὅμως πάνω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν γονέων ἔβαζαν τὴν ἀγάπη στὸν Θεὸ Πατέρα ἐφαρμόζοντας τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι΄ 37). Ὁπλισμένοι λοιπὸν μὲ πίστη καὶ μὲ μιὰ ἀσυνήθιστη γιὰ τὴν ἡλικία τους σταθερότητα ἀκολούθησαν ἐλεύθερα καὶ συνειδητὰ τὸν ἱερέα στὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ Κύρου γιὰ νὰ βαπτισθοῦν. Μαζί τους ἔφθασαν καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι τῶν παιδιῶν, ποὺ θὰ ἦταν οἱ ἀνάδοχοί τους.
Ἡ βάπτιση ἔγινε τὸ βραδάκι, γιὰ νὰ προληφθοῦν ἀντιδράσεις. Ἀφοῦ εὐλογήθηκαν τὰ νερὰ τῶν πηγῶν, τὰ παιδιὰ βαπτίσθηκαν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ Παράδοση ἀναφέρει καὶ δύο θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν ἱερὴ ἐκείνη ὥρα. Τὰ παγωμένα νερὰ τοῦ ποταμοῦ ἔγιναν ζεστά. Καὶ ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἦρθαν καὶ ἔντυσαν τὰ παιδιὰ μὲ ὁλόλευκους χιτῶνες. Πλημμυρισμένα στὸ φῶς καὶ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ ζοῦν τώρα τὸ θαῦμα ποὺ ποθοῦσαν! Ἀπὸ τώρα εἶναι παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅμως ἡ χαρὰ τῶν μικρῶν δὲν ἐπρόκειτο νὰ κρατήσει γιὰ πολύ. Ἕνα τέτοιο θαυμαστὸ γεγονὸς ἐξαγρίωσε τοὺς πονηροὺς δαίμονες. Αὐτοὶ ὑποκίνησαν τοὺς γονεῖς τῶν νεοβαπτισθέντων νὰ στραφοῦν ἐναντίον τῶν παιδιῶν τους. Ὅταν λοιπὸν τὴν ἑπόμενη μέρα πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός, ἔτρεξαν ὀργισμένοι καὶ ἅρπαξαν τὰ παιδιά τους ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν χριστιανῶν φίλων τους. Τὰ κτύπησαν βίαια. Τὰ πίεζαν νὰ δοκιμάσουν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, δηλαδὴ ἀπὸ τροφὲς ποὺ εἶχαν προσφερθεῖ ὡς θυσία στοὺς θεούς τους. Ἐκεῖνα ὅμως σταθερὰ ἀρνήθηκαν νὰ φᾶνε. Παρέμεναν μάλιστα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νηστικὰ ἑπτὰ μέρες.
Μάταια οἱ γονεῖς τους τοὺς ἔταζαν μὲ γλυκόλογα δῶρα, ροῦχα, παιχνίδια… Ἐκεῖνα ἔλεγαν: «Εἴμαστε τώρα παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, Χριστιανόπουλα, ἀφῆστε μας ἐλεύθερα νὰ πᾶμε στοὺς φίλους μας».
Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἀδιέξοδο οἱ γονεῖς κατέφυγαν γιὰ βοήθεια στὸν εἰδωλολάτρη ἡγεμόνα. Αὐτὸς ὅμως ἄφησε στοὺς γονεῖς τὴν τελικὴ γνώμη καὶ κρίση. Τότε ἐκεῖνοι ἀποφάσισαν μαζὶ καὶ μὲ θυμωμένη φωνὴ εἶπαν πὼς «δὲν συμφέρει νὰ ἀφήνουμε ἄλλο τὰ παιδιά μας νὰ ζήσουν. Τὸ παράδειγμά τους μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει καὶ ἄλλους στὸν Χριστιανισμό».
Πρῶτος ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖ ὁ ἱερέας, γιατὶ διευκόλυνε τὰ παιδιὰ στὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή τους. Αὐτὸν τὸν εὐλαβὴ ἱερέα τὸν κτύπησαν ἄγρια. Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀφήρεσαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, τὸν ἔδιωξαν βίαια. Ἔτσι ἐπαληθεύθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ ἰσχύει γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ἐκπροσώπους του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσι» (Ἰω. ιε΄ 20).
Στὴ συνέχεια ἀκολούθησε τῶν παιδιῶν τὸ μαρτύριο.
Μὲ τὴ συνοδεία τοῦ ἡγεμόνα καὶ πολλῶν ἄλλων οἱ γονεῖς ἔφεραν τὰ ἐννέα παιδιά τους στὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ. Ἐκεῖ ὅπου πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχαν βαπτισθεῖ, θὰ πάρουν τώρα καὶ δεύτερο, πιὸ λαμπρὸ βάπτισμα, τὸ Βάπτισμα τοῦ αἵματος. Ἐκεῖ πλάι στὶς πηγὲς ἔσκαψαν βαθὺ λάκκο καὶ μέσα σ’ αὐτὸν οἱ ἄσπλαχνοι γονεῖς ἔριξαν ὀργισμένοι τὰ παιδιά τους! Καὶ ὅλα μαζὶ ἐκεῖνα ὁμολογοῦσαν καὶ ἔλεγαν: «Πεθαίνουμε γιὰ τὴν πίστη μας στὸν Χριστό! Στὸ ὄνομά του βαπτισθήκαμε καὶ μὲ τὸν Κύριο αἰώνια λαχταροῦμε νὰ ζοῦμε». Τόσο μεγάλη ὅμως ἦταν ἡ μανία τῶν σκληρῶν γονέων τους, ὥστε προκειμένου νὰ συντρίψουν τελείως τὰ ἀθῶα σώματα τῶν παιδιῶν τους, ἔριξαν – μαζὶ μὲ τοὺς παρευρισκομένους – πέτρες ἀπὸ πάνω τους. Μετὰ πρόσθεσαν καὶ χῶμα. Καὶ ἀφοῦ τὸ πάτησαν καλά, ἀνεχώρησαν. Ὅλα γι’ αὐτοὺς εἶχαν τελειώσει.
Ὅμως γιὰ τὰ ἐννέα αὐτὰ ἀθῶα πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀρχίσει τὸ οὐράνιο πανηγύρι στὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων. Ἡ ἐπιθυμία τῶν παιδιῶν αὐτῶν εἶχε ἐκπληρωθεῖ καὶ μάλιστα σὲ ἀπόλυτο βαθμό. Βρέθηκαν ὄχι σὲ ἐπίγειο ναό, ποὺ τόσο λαχταροῦσαν, ἀλλὰ σὲ «ἀχειροποίητο ναό», στὴν Ἐκκλησία τοῦ Οὐρανοῦ, ἀπολαμβάνοντας ἐκεῖ μέσα μὲ γαλήνη καὶ ἀσφάλεια τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ τόσο ἀγάπησαν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας εἶχε αὐξήσει πλέον τὸν ἀνεκτίμητο πλοῦτο της στὸν οὐρανό, τὸν πλοῦτο τῶν ἁγίων της, μὲ ἄλλους ἐννέα Ἁγίους. Ἐννέα Παιδομάρτυρες, ποὺ τοὺς ἑορτάζει κάθε χρόνο στὶς 22 Φεβρουαρίου.
Τὸ στεφάνι τῆς δόξης τῶν Ἁγίων χαρίσθηκε στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, στοὺς μεγάλους Πατέρες, στοὺς Ὁσίους καὶ Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες, ἀνθρώπους πιστοὺς τῆς ὥριμης ἡλικίας. Ξεχωριστὴ ὅμως θέση στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατέχουν καὶ οἱ Παιδομάρτυρες. Μικρὰ παιδιὰ ἀπὸ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο μὲ ἀδολότητα καὶ σταθερότητα ὁμολογίας στὸν ἀληθινὸ Θεὸ μᾶς συνεκίνησαν καὶ ἔγιναν διδάσκαλοί μας.
Πρὸς τὰ πρότυπα αὐτά, τὰ τόσο ἄγνωστα, ὀφείλουμε νὰ στρέφουμε πιὸ πολὺ σήμερα τὰ μάτια τῶν παιδιῶν μας. Γιὰ νὰ μαθαίνουν καὶ νὰ ἐνθουσιάζονται, διότι ἔχουν τέτοιους θαρραλέους πιστοὺς στὸν Χριστὸ ἐκπροσώπους τους. Ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἐμπνέονται στοὺς ἀγῶνες τους καὶ νὰ τοὺς μιμοῦνται. Ὥστε κάποτε νὰ δοξασθοῦν καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸν Θεὸ ποὺ τιμᾶ καὶ ξέρει νὰ δοξάζει τοὺς Ἁγίους του καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ἡ Ἁγία Θεοκτίστη τοῦ Βορονέζ, ἡ νεομάρτυς (Ρωσίδα)
Διὰ Χριστὸν σαλή.