Μὴ λές: «κάνε ὑπομονὴ»

Πάντοτε μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ λόγος τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος: «Καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν» (Ἐκκλ. γ΄ 7). Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ἔμελλε νὰ τὸ διαπιστώσω στὴν πράξη.
Ὁ Γιῶργος εἶναι γνωστός μου, φίλος μου ἀπὸ χρόνια. Τὰ λέμε συχνά, κουβεν­τιάζουμε γιὰ ποικίλα θέματα. Κάποιο ἀπόγευμα τὶς προάλλες τηλεφωνοῦσε σὲ κάποιον στενὸ συγγενή του καὶ βρέθηκα κι ἐγὼ ἐκεῖ κοντά. Κάποιο σοβαρὸ θέμα συζητοῦσαν, οἰκογενειακό, κάποιο πρόβλημα ἀκανθῶδες ὑπῆρχε. Καθὼς τὸν ἄκουγα νὰ μιλάει, κατάλαβα ὅτι ὁ συνομιλητής του εἶχε διαφορετικὴ ἄποψη γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα. Μὰ δὲν μποροῦσαν οὔτε στὰ αὐτονόητα νὰ συμφωνήσουν. Τελικῶς, ὁ φίλος μου ὕψωσε τὸν τόνο τῆς φωνῆς του καὶ κατέβασε τὸ ἀκουστικὸ μὲ θόρυβο στὸ τηλέφωνο. Εἶχε νευριάσει, ξεφυσοῦσε ἀγανακτισμένος.
Πῆγα τότε κοντά του καὶ φιλικὰ τοῦ εἶπα δυὸ λέξεις. Δυὸ λέξεις ποὺ τόσο συχνὰ τὶς ἀκοῦμε κάθε μέρα: «Κάνε ὑ­πομονή», εἶπα. Τίποτε παραπάνω.
Ὁ φίλος μου ξεροκατάπιε, μὲ κοίταξε στὰ μάτια καὶ μὲ πόνο μοῦ εἶπε: «Μὴ λὲς τόσο εὔκολα αὐτὲς τὶς δύο λέξεις σ’ ἕναν ποὺ βλέπεις ὅτι βρίσκεται σὲ κατάσταση ἐκνευρισμοῦ». Ἀπομακρύνθηκα γιὰ λίγο. Κατόπιν κάθισα καὶ σκέφτηκα αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπε.
Ἐγὼ χωρὶς παρόμοια προβλήματα, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς πῆγα νὰ ὑποδείξω τὸν σωστὸ τρόπο ἀντιμετώπισης, νὰ συμβουλέψω, νὰ ρίξω λάδι στὴν τρικυμισμένη θάλασσα τῆς ψυχῆς τοῦ φίλου μου. Μόνο ποὺ αὐτὸ λειτούργησε σὰν λάδι ποὺ ἔπεσε στὴ φωτιὰ καὶ τὸν ἐκνεύρισα περισσότερο. Ἦταν σωστὴ ἡ προτροπή μου, ἀλλὰ ἄκαιρη. Εἰπώθηκε σὲ ἀκατάλληλη στιγμή. Βεβαίως ἡ ὑπομονὴ εἶναι μεγάλη ἀρετή, δύναμη, περικλείει ἐλπίδα, κουράγιο, καρτερία. Ὅμως ἡ συμβουλὴ ἔφερε ἀντίθετο ἀποτέλεσμα.
Πόσες φορές, σκέφτηκα, λέω τέτοια λόγια! Ἂν περνοῦσα κι ἐγὼ τὰ ἴδια ἢ ἀνάλογα προβλήματα, θὰ καταλάβαινα καλύτερα τὸν φίλο μου. Τώρα εἶχα βεβαίως καλὴ διάθεση. Ἀλλὰ ἡ συμβουλὴ ξεκίνησε ἀπ’ τὸ μυαλὸ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη. Ἔμοιαζε μὲ πέτρα ὅμως καὶ μὲ βέλος ποὺ τρυπάει. Ἡ καρδιὰ δὲν συμμετεῖχε. Ἦταν ἀμέτοχη. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν οἰκοδόμησε, δὲν παρηγόρησε, ἀλλὰ ἔφερε καὶ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Ἐρέθισε τὴν πληγή, αὔξησε τὸν πόνο.
Πόσες φορὲς μᾶς ξεφεύγουν εὔκολα τέτοιες συμβουλὲς σὲ δυσκολεμένους ἀνθρώπους: «Κάνε κουράγιο», «μὴ στε­­νοχωριέσαι», «ὅλα θὰ περάσουν», «κάνε ὑπομονή»! Ὅταν ὅμως χτυπήσει τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας, τῆς ὑγείας μας, τῆς οἰκογένειάς μας, τῆς ἐργασίας μας κάποια δυσκολία σοβαρή, τότε μοιάζουμε μ’ αὐτοὺς ποὺ μπαίνουν στὸ χορὸ νὰ χορέψουν, ἀλλὰ χάνουν τὰ βήματα καὶ παραπατᾶνε, ἐνῶ λίγο πρὶν συμβούλευαν τοὺς ἄλλους πῶς νὰ χορεύουν.
Αὐτοὶ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Ἀδύνατοι μὲ τὸ Α κεφαλαῖο. Οἱ συμβουλές μας ὅταν ἔχουν μόνο συμμετοχὴ τοῦ μυαλοῦ, εἶναι μόνο λόγια. Ὅταν ὅμως περικλείουν μέσα τους καὶ συμμετοχὴ τῆς καρδιᾶς καὶ λεχθοῦν στὴν κατάλληλη ὥρα καὶ μὲ κατάλληλο τρόπο, τότε μποροῦν νὰ γλυκάνουν, νὰ ἐνισχύσουν, νὰ στηρίξουν τὸν συγγενή, τὸν φίλο, τὸν συνεργάτη.
Καὶ μεῖς οἱ ἴδιοι πόσο εὐκολότερα δεχόμαστε μιὰ προτροπή, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸς ποὺ μᾶς τὴν ἀπευθύνει μιλάει μόνο ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνεργεῖ μὲ διά­κριση!
Ἂς εἴμαστε λοιπὸν περισσότερο προσ­­­­εκτικοὶ σὲ συμβουλὲς «ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς» στὶς δυσκολίες τῶν συνανθρώπων μας.