Ἀπόστολος Κυριακῆς 26/2/2017: Κυριακῆς Τυροφάγου (Ρωμ. ιγ΄ 11 – ιδ΄ 4)
Αδελφοί, νῦν ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.
«Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;»
Λίγες μόνο ὧρες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μιὰ περίοδο εὐλογημένη, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σὲ ἐντονότερο πνευματικὸ ἀγώνα. «Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή», ψάλαμε σήμερα στὸν Ὄρθρο. Τώρα εἶναι ὁ καταλληλότερος καιρὸς νὰ καταπολεμήσουμε τὰ πάθη μας καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ἁμαρτωλὲς συνήθειες, ποὺ ἔχουν καταστρεπτικὲς συνέπειες γιὰ τὴ ζωή μας.
Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες, τὴν κατάκριση, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Σ’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται μὲ αὐστηρὸ τόνο σὲ ὅποιον ἀσχολεῖται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κατακρίνει. «Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;». Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο;… ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος. Μᾶς δίνεται λοιπὸν ἡ ἀφορμὴ νὰ ἀναφέρουμε τρεῖς βασικοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ποτὲ δὲν πρέπει νὰ κατακρίνουμε.
1. Μόνος Κριτὴς ὁ Θεὸς
Ὁ πρῶτος καὶ κυριότερος λόγος εἶναι ὅτι τὸ δικαίωμα τῆς κρίσεως ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό. Ἕνας εἶναι ὁ Νομοθέτης, ἕνας εἶναι καὶ ὁ Κριτής, ὁ Θεός! Ὁ οὐράνιος Πατέρας «τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ» (Ἰω. ε΄ 22), δηλαδὴ τὸ ἔργο τοῦ κριτοῦ τὸ ἔδωσε στὸν Υἱό του ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ κρίνει. «Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;». Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ λοιπὸν ποὺ προτρέχεις καὶ ἁρπάζεις ἐξουσία ποὺ δὲν σοῦ ἀνήκει; Πῶς τολμᾶς καὶ κατακρίνεις τὸν ἀδελφό σου; Εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὄχι δικός σου, καὶ γι’ αὐτὸ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει δικαίωμα νὰ τὸν ἐλέγξει.
Ἐξάλλου μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κρίνει τέλεια καὶ ἀντικειμενικά, διότι μόνο Αὐτὸς γνωρίζει ὄχι μόνο τὸ σύνολο τῶν πράξεων καὶ τῶν ἐνεργειῶν κάθε ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, τὰ κίνητρα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις του. Ἐμεῖς σπεύδουμε νὰ ἐκφέρουμε κρίσεις γιὰ τοὺς ἄλλους χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐνήργησαν καί, τὸ σπουδαιότερο, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ἂν τυχὸν μετανόησαν. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅμως τοὺς ἀδικοῦμε κατάφωρα. Ἂς εἴμαστε λοιπὸν πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ σὲ ὅσα ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε κι ἂς ἀφήνουμε τὴν κρίση στὸν δίκαιο καὶ φιλάνθρωπο Κριτή.
2. Διώχνει τὴν ἀγάπη
Ἕνας δεύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ ἀποφεύγουμε τὴν κατάκριση εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὀλέθριο αὐτὸ πά-θος ἐξορίζει τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἡ κατάκριση πυροδοτεῖ τὸ μίσος καὶ τὸν φθόνο ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας καὶ πλήττει καίρια τὶς σχέσεις μας μαζί τους. Ἀκόμα κι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «κουτσομπολιό», ὅσο ἁπλὸ κι ἀθῶο κι ἂν φαίνεται, μπορεῖ νὰ γίνει βόμβα στὰ θεμέλια μιᾶς φιλίας ἢ συνεργασίας ἐτῶν. Εἶναι μικρὴ ἡ κοινωνία μας καὶ τὰ λόγια μεταφέρονται πολὺ εὔκολα. Ἂν λοιπὸν σχολιάζουμε τοὺς ἄλλους, αὐτὸ σύντομα θὰ μαθευτεῖ καὶ τότε θὰ κλονιστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τους ἀπέναντί μας. Πολὺ περισσότερο, ἂν ἀδικοῦμε
τοὺς ἄλλους μὲ τὴν κρίση μας, τότε αὐτοὶ πληγώνονται καὶ ἐπέρχεται ρῆγμα στὶς σχέσεις μας. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ κατάκριση ἰσοδυναμεῖ μὲ φόνο! Σκοτώνει τὸν συνάνθρωπο‧ τόν ἐξουθενώνει. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ κατακρίνουν, ἀκόμη κι ἂν νηστεύουν, στὴν πραγματικότητα ἔχουν καταργήσει τὴ νηστεία, διότι μὲ τὴν κατάκριση τρῶνε τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν τους.
3. Ὑπογραφὴ τῆς καταδίκης μας
Ὁ τρίτος καὶ τελευταῖος λόγος, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς κάμει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν κατάκριση, εἶναι τὸ ὅτι αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν αἰώνια καταδίκη μας. Ὁ Κύριός μας τὸ εἶπε σαφῶς: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», (Ματθ. ζ΄ 1). Βέβαια ὅταν λέει «μὴ κρίνετε», δὲν μᾶς ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐκφέρουμε γνώμη, νὰ ἀξιολογοῦμε πρόσωπα καὶ καταστάσεις καὶ νὰ ρυθμίζουμε ἀναλόγως τὴν πορεία μας.
Ἔχουμε δικαίωμα νὰ σκεπτόμαστε καὶ νὰ κρίνουμε, ὄχι ὅμως νὰ δικάζουμε καὶ νὰ
καταδικάζουμε τοὺς ἄλλους, γιατὶ μὲ τὸ ἴδιο μέτρο ποὺ ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους, μὲ αὐτὸ τὸ μέτρο θὰ κριθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεό (Ματθ. ζ΄ 2). Ἂν λοιπὸν τοὺς καταδικάσουμε, θὰ καταδικαστοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεό, διότι κατακρίνοντας τοὺς ἄλλους οὐσιαστικὰ ὑπογράφουμε τὴ δική μας καταδίκη!
❁ ❁ ❁
Εἶναι καιρὸς νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο βαρὺ ἁμάρτημα εἶναι ἡ κατάκριση, ἡ ὁποία σὰν ἐπιδημία ἐξαπλώνεται κυρίως μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Ὅταν κατακρίνουμε, ἁρπάζουμε θεία ἐξουσία, καταργοῦμε τὴν ἀγάπη καὶ τελικὰ ὑπογράφουμε τὴν καταδίκη μας!
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία στὴ γνωστὴ προσευχὴ «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…», ποὺ χρησιμοποιεῖ καθημερινὰ στὶς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, περιλαμβάνει καὶ εἰδικὸ αἴτημα, γιὰ νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς τὸ χάρισμα νὰ βλέπουμε τὰ δικά μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας. Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν εἰδικὰ αὐτὴν τὴν κατανυκτικὴ περίοδο νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ καταστρεπτικὸ πάθος τῆς κατακρίσεως. Ἂς εἴμαστε ἐπιεικεῖς μὲ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ γίνει κι ὁ Θεὸς ἐπιεικὴς μαζί μας καὶ νὰ βροῦμε ἔλεος κοντά του «ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως».