ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (23/2)

Σήμερα 23/2 εορτάζουν:

  • Άγιος Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης
  • Αγία Γοργονία, αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
  • Άγιοι Ιωάννης, Μωυσής, Αντίοχος και Αντωνίνος
  • Όσιοι Ζεβινάς, Πολυχρόνιος, Δαμιανός και Μωυσής
  • Άγιος Κλήμης
  • Αγία Θεή
  • Όσιος Δαμιανός ο Εσφιγμενίτης
  • Όσιος Ιωάννης ο Θεριστής
  • Άγιοι Εβδομήντα Τρεις Μάρτυρες
  • Οσίος Πολύκαρπος του Μπρυάνσκ
  • Όσιος Μωυσής εκ Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σμύρνης

23.Agios-Polykarpos-Smyrnis

Α. Ὁ Ποι­μήν.

Ὅ,τι ση­μαί­νει τό ὄ­νο­μά του, αὐ­τό πα­ρου­σί­α­σε καί στή ζω­ή του: καρ­πούς πολ­λούς καί ὡ­ραί­ους ζω­ῆς ἀ­φω­σι­ω­μέ­νης στόν Κύ­ριο, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­γά­πη­σε μέ ὅ­λες τίς δυ­νά­μεις του. Καί δι­α­μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων δι­δά­σκει τούς πι­στούς, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Κύ­ριο εἶ­ναι τό χρέ­ος ὅ­λων, ὅ­σοι αἰ­σθάν­θη­καν τόν ἑ­αυ­τό τούς ἐ­ξα­γο­ρα­σμέ­νο μέ τό ἅ­γιο Αἷ­μα Του. Ποί­ος ὅ­μως ἦ­ταν ὁ ἅ­γιος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Πο­λύ­καρ­πος; Ποί­α ἡ ζω­ή του καί τό μαρ­τύ­ριό του;

Ἀ­πο­στο­λι­κός πα­τέ­ρας ὀ­νο­μά­ζε­ται καί ὁ ἅ­γιος Πο­λύ­καρ­πος. Δι­ό­τι εἶ­χε τήν εὐ­τυ­χί­α νά γνω­ρί­σει καί νά ἀ­κού­σει τόν εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη. Καί ἀ­π’ αὐ­τόν ἀρ­γό­τε­ρα νά ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Σμύρ­νης. Πράγ­μα­τι, ἡ ἁ­γί­α ζω­ή τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ εἵλ­κυ­σε τήν βα­θύ­τα­τη ἐ­κτί­μη­ση τοῦ Πο­λυ­κάρ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε τε­λεί­ως στή δι­δα­σκα­λί­α του. Μέ ἐ­ξαί­ρε­τη δι­ά­θε­ση ἄ­κου­γε τίς συμ­βου­λές τοῦ γέ­ρον­τα πλέ­ον Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ καί τίς δι­δα­σκα­λί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε ἀ­κού­σει ἀ­πό τόν Κύ­ριο. Καί θερμαι­νό­ταν ἡ ψυ­χή του ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη πρός Ἐ­κεῖ­νον. Καί δι­δα­σκό­ταν ἔμ­πρα­κτα τή με­γά­λη ἀ­ρε­τή ἀ­πό τό ­δά­σκα­λό του, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ἄν­τλη­σε ἀ­πό τό στῆ­θος τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τή τή θερ­μή ἀ­γά­πη πρός τόν Κύ­ριο καί τήν ὁ­λό­ψυ­χη ἀ­φο­σί­ω­ση ἔ­δει­ξε σέ ὅ­λη τή ζω­ή του ὁ Πο­λύ­καρ­πος καί ἔ­δω­σε τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α γιά τόν Κύ­ριο τό­σο μέ τή ζω­ή του, ὅ­σο καί μέ τό θά­να­το καί τό μαρ­τύ­ριό του. Ἀρ­χαῖ­οι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας βε­βαι­ώ­νουν, ὅ­τι ὁ Πο­λύ­καρ­πος στο­λι­ζό­ταν ἀ­πό με­γά­λη σω­φρο­σύ­νη καί ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό καί τόν πλησί­ον καί ὁ­λό­ψυ­χη ἀ­φο­σί­ω­ση στό θεῖ­ο λό­γο. Τί­πο­τε τό ξέ­νο πρός τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­χε ἡ ζω­ή του. Ὁ­δη­γός του σέ ὅ­λα ὁ Κύ­ριος. Τύ­πος καί ὑ­πό­δειγ­μα σέ ὅ­λους καί ἡ δι­κή του ζω­ή. Τά πάν­τα μαρ­τυ­ροῦ­σαν, ὅ­τι θά ἦ­ταν σπου­δαί­α ἡ θέ­ση, πού κα­τε­λάμ­βα­νε ὄ­χι μό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Σμύρ­νης, ἀλ­λά καί στή συ­νεί­δη­ση ὅ­λης της Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί τά πράγ­μα­τα δέν ἄρ­γη­σαν νά πι­στο­ποι­ή­σουν τήν ἀ­λή­θεια.

Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Σμύρ­νης ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νος ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἅ­γιο Εὐ­αγ­γε­λι­στή τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι ὁ εὐ­σε­βής καί ἅ­γιος Βου­κό­λος. Ποι­μαί­νει τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ ἁ­γι­ό­τη­τα καί αὐταπάρνη­ση πολ­λή. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τόν κα­λεῖ κον­τά του. Ποι­ός θά τόν δι­α­δε­χθεῖ στόν ἀ­πο­στο­λι­κό θρό­νο; Ποι­ός ἄλ­λος ἀ­πό τόν Πο­λύ­καρ­πο; Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὁ ἄ­ξιος νά κυ­βέρ­νη­σει τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τό­σα προ­βλή­μα­τα καί τό­σο δει­νῶς δο­κι­μα­ζό­ταν ἀ­πό τούς Ἰ­ου­δαί­ους καί εἰ­δω­λο­λά­τρες.

Καί πράγ­μα­τι πρός με­γά­λη ἀ­γαλ­λί­α­ση τῶν πι­στῶν ὁ Ἱ­ε­ρός Εὐ­αγ­γε­λι­στής, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ ἀρ­χαί­ου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ συγ­γρα­φέ­ως Τερ­τυλ­λια­νοῦ, χει­ρο­το­νεῖ καί ἐγ­κα­θι­στᾶ ἐπί­σκο­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Σμύρ­νης τόν Πο­λύ­καρ­πο.

Ποί­α ἦ­ταν ἡ δρά­ση του ὡς ἐ­πι­σκό­που; Ὅ­λη τή ζω­ή του τή δι­α­θέ­τει γιά τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς ἀρ­τι­σύ­στα­της Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά τόν εὐ­αγ­γε­λι­σμό τοῦ λα­οῦ, γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς χριστια­νι­κῆς ζω­ῆς με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν. Κη­ρύτ­τει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τα­κτο­ποι­εῖ ζω­τι­κά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα, ἐν­θαρ­ρύ­νει τούς πι­στούς, χει­ρο­το­νεῖ πρε­σβυ­τέ­ρους, φρον­τί­ζει γιά ὅλα. Τρέ­χει παν­τοῦ. Βο­η­θᾶ τούς πτω­χούς, στη­ρί­ζει τούς ἀ­δυ­νά­τους, πα­ρη­γο­ρεῖ τούς θλι­βό­με­νους, πα­ρέ­χει τόν ἑ­αυ­τό του ὑ­πό­δειγ­μα ἁ­γί­ας ζω­ῆς γιά ὅ­λους. Δέν τόν φο­βί­ζουν οἱ ἀ­πει­λές τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καί οἱ ἐ­πι­θέ­σεις τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Γνω­ρί­ζει ὅ­τι, ὁ­σο­δή­πο­τε αἷ­μα καί ἄν χυ­θεῖ, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά νι­κή­σει. Οἱ πι­στοί τόν σέ­βον­ται βα­θύ­τα­τα, οἱ ἐ­χθροί τόν βλέ­πουν ὡς τόν με­γα­λύ­τε­ρο καί ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ἀν­τίπα­λό τους.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη εἶ­ναι ἡ μέ­ρι­μνα καί φρον­τί­δα του γιά τήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καί τήν στή­ρι­ξη τῶν πι­στῶν στήν ὀρ­θή πί­στη. Δέν δι­στά­ζει νά ἔλ­θει σέ ζω­η­ρή συ­ζή­τη­ση μέ τόν ἀρ­χη­γό μιᾶς αἱ­ρέ­σε­ως, τόν Μαρ­κί­ω­να, πού πα­ρα­δέ­χε­ται ὄ­χι ἕ­να, ἀλ­λά δυ­ό θε­ούς· ἕ­ναν ἀ­γα­θό καί ἕ­ναν κα­κό. Κι ἀ­φοῦ ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νοῦν­ταν νά πει­σθεῖ στήν ὀρ­θό­δο­ξη φω­νή, τόν ἀ­πο­κά­λε­σε πρω­τό­το­κο τοῦ σα­τα­νᾶ. Μέ πολ­λές προ­σπά­θει­ες κα­τόρ­θω­σε νά ἐ­πι­στρέ­ψει ἀρ­κε­τούς αἱ­ρε­τι­κούς στήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη.

Ἀλ­λά ἀ­να­λαμ­βά­νει καί με­γά­λα καί κο­πι­ώ­δη τα­ξί­δια ὁ πρό­θυ­μος ποι­μέ­νας γιά νά τα­κτο­ποι­ή­σει καί νά ρυθ­μί­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα. Παν­τοῦ ἀ­π’ ὅ­που περ­νᾶ, σκορ­πί­ζει τό ἄρω­μα τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἀ­γά­πης.

Δέν κη­ρύτ­τει μό­νο, ἀλ­λά καί στέλ­νει ἐ­πι­στο­λές σέ ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες γιά νά στη­ρί­ξει τούς Χρι­στια­νούς. Μί­α τέ­τοι­α ἐ­πι­στο­λή δι­α­σώ­θη­κε μέ­χρι σή­με­ρα. Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στούς Φιλιππη­σί­ους, τούς Χρι­στια­νούς τῶν Φι­λίπ­πων τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, πρός τούς ὁ­ποί­ους ἀ­πευ­θύ­νε­ται καί ἡ γνω­στή ἐ­πι­στο­λή τοῦ θεί­ου Παύ­λου. Κει­μή­λιο ἱ­ε­ρό εἶ­ναι αὐ­τή. Πε­ρι­έ­χει βα­θύ­τα­τα πνευ­μα­τι­κά νο­ή­μα­τα. Εἶ­ναι γε­μά­τη μέ πα­τρι­κές καί εὐ­αγ­γε­λι­κές συμ­βου­λές καί νου­θε­σί­ες. Οἱ σε­λί­δες της ἀ­πο­πνέ­ουν τό ἄ­ρω­μα τῆς γνήσιας χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­λήθει­ας. Ἀπευ­θύ­νε­ται σέ ὅ­λους τούς Χρι­στια­νούς τῶν Φι­λίπ­πων, τόν κλῆ­ρο καί τόν λα­ό. Ὑ­πεν­θυ­μί­ζει μέ ὅ­σα γρά­φει βα­σι­κές δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Δί­νει ἰδιαιτέρως ὁ­δη­γί­ες στούς κλη­ρι­κούς. Συ­νι­στᾶ σέ ὅ­λους νά ἐμ­μέ­νουν καί νά ἀ­κο­λου­θοῦν τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, νά εἶ­ναι στα­θε­ροί στήν πί­στη καί ἀ­με­τα­κί­νη­τοι… ἀ­γα­πών­τας ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον, ἑ­νω­μέ­νοι στήν ἀ­λή­θεια, ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας ὁ ἕ­νας στόν ἄλ­λο τήν ἀ­γα­θό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρίς νά πε­ρι­φρο­νοῦν κα­νέ­ναν. Εὔ­χε­ται ὁ πα­τήρ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί αὐ­τός ὁ αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός νά τούς ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ στήν πί­στη καί τήν ἀ­λή­θεια καί σέ κά­θε πρα­ό­τη­τα… καί σέ ὑ­πο­μο­νή καί μακρο­θυ­μί­α καί ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα καί ἁ­γνό­τη­τα. Καί νά τούς δώ­σει κλῆ­ρο καί θέ­ση με­τα­ξύ τῶν ἁ­γί­ων του.

Δε­κά­δες ἐ­τῶν ἐρ­γά­ζε­ται ἀ­κού­ρα­στος τό ἱ­ε­ρό του ἔρ­γο. Πα­ρό­λα τά ἐμ­πό­δια, τίς δυ­σκο­λί­ες, τίς ἀν­τι­δρά­σεις κα­τορ­θώ­νει πολ­λά. Ἡ φή­μη τῆς ἁ­γι­ό­τη­τός του ἔ­χει ἀ­πλω­θεῖ πο­λύ ἔ­ξω ἀ­πό τήν Σμύρ­νη. Παν­τοῦ καί πάν­το­τε πε­ρι­φέ­ρει τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α γιά τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Ἀλ­λά τή μαρ­τυ­ρί­α πού δί­νει μέ τό λό­γο του καί τή ζω­ή του θά συμ­πλή­ρω­σει καί μέ τήν ἄλ­λη, τήν τε­λευ­ταί­α μαρ­τυ­ρί­α, τή θυ­σί­α τῆς ζω­ῆς του. Καί εἶ­ναι οἱ και­ροί τό­σο πρό­σφο­ροι γι’ αὐ­τήν.

Οἱ δι­ωγ­μοί κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν ξε­σποῦν σκλη­ροί. Κτυ­ποῦν οἱ ἐ­χθροί τούς πι­στούς. Ἀλ­λά κτυ­ποῦν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τούς ποι­μέ­νες. Γνω­ρί­ζουν ὅ­τι, ἄν κα­τορ­θώ­σουν νά ἐξουδετερώσουν ἐ­κεί­νους, θά ­πε­τύ­χουν εὐ­κο­λό­τε­ρα τό σκο­πό τους. Ὁ συμ­μα­θη­τής του Ἰ­γνά­τιος, ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας, συλ­λαμ­βά­νε­ται καί ὁ­δη­γεῖ­ται δέ­σμιος στή Ρώ­μη, γιά νά πε­θά­νει. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α φθά­νει στή Σμύρ­νη. Πρό­κει­ται μά­λι­στα ἀ­πό ἐ­κεῖ κον­τά νά πε­ρά­σει ὁ δέ­σμιος ἀ­θλη­τής τῆς πί­στε­ως. Ὁ Πο­λύ­καρ­πος μα­ζί μέ πολ­λούς πι­στούς βγαί­νει νά τόν πρου­παν­τήσει. Συ­νάν­τη­ση ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συγ­κι­νη­τι­κή. Ὁ ἕ­νας μέ τίς βα­ρι­ές ἁ­λυ­σί­δες στά χέ­ρια ὁ­δη­γεῖ­ται στή σφα­γή. Μί­α μό­νη πα­ρά­κλη­ση ἔ­χει στά χεί­λη: κα­νείς νά μή τόν ἐμ­πο­δί­σει ἀ­πό τό μαρ­τύ­ριο, δι­ό­τι εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­πρε­πε νά ψη­θεῖ στή φω­τιά τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου γιά νά προ­σφερ­θεῖ στόν Χρι­στό. Ὁ ἄλ­λος, πε­ρι­φρο­νών­τας τούς κινδύ­νους, στούς ὁ­ποί­ους ἐ­ξέ­θε­τε τόν ἑ­αυ­τό του, ἐ­νι­σχύ­ει τόν Μάρ­τυ­ρα καί ἀ­σπά­ζε­ται τίς τί­μι­ες ἁ­λυ­σί­δες του.

Θά γρά­ψει ἀρ­γό­τε­ρα πό­σο εἶ­ναι εὐ­τυ­χεῖς, ὅ­σοι ἀ­ξι­ώ­νον­ται νά εἶ­ναι «ἐ­νει­λιγ­μέ­νοι τοίς ἁ­γι­ο­πρε­πέ­σι δε­σμοῖς», δη­λα­δή ἄ­ξιοι νά κα­τα­τα­γοῦν ἀ­νά­με­σα στούς μάρ­τυ­ρες. Δέν θά ἔλ­θει ἄ­ρα­γε καί γιά κεῖ­νον ἡ με­γά­λη ὥ­ρα αὐ­τῆς τῆς λαμ­πρῆς μαρ­τυ­ρί­ας; Δέν θά πε­ρι­τυ­λι­χθεῖ κι ἐ­κεῖ­νος μέ­σα στά ἁ­γι­ο­πρε­πή δε­σμά; Ἀ­σφα­λῶς θά ἔλ­θει. Τήν πε­ρι­μέ­νει μέ τή βεβαιότητα, ὅ­τι θά τόν ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ός νά τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σει ὅ­πως δι­δά­σκει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Καί ἡ ὥ­ρα δέν ἄρ­γη­σε νά ἔλ­θει.

Β. Ὁ ἀ­θλη­τής.

Αὐ­το­κρά­τορας τῆς Ρώ­μης εἶ­ναι ὁ Ἀν­τω­νί­νος ὁ Πί­ος. Ἐ­χθρός του Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, δι­α­τά­ζει ἄ­γριο δι­ωγ­μό ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Τό δι­ά­ταγ­μα τοῦ δι­ωγ­μοῦ δη­μο­σι­εύ­ε­ται στήν Δύ­ση καί τήν Ἀ­να­το­λή. Οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί του — ἔ­παρ­χοι καί ἀν­θύ­πα­τοι — κι­νη­το­ποι­οῦν­ται. Πε­ρι­μέ­νουν νά ἐ­πι­πέ­σουν στά ἀ­θῶ­α θύ­μα­τα, τούς Χρι­στια­νούς, νά τούς κατασπαράξουν. Ἀ­τμό­σφαι­ρα ἄ­γριας ἱ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως καί θη­ρι­ώ­δους σκλη­ρό­τη­τος.

Τό δι­ά­ταγ­μα δη­μο­σι­εύ­ε­ται καί στή Σμύρ­νη. Τά βλέμ­μα­τα τῶν Χρι­στια­νῶν στρέ­φον­ται στόν Ἐ­πί­σκο­πο. Γιά τόν ἑ­αυ­τό τους δέν ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται. Ἄς θα­να­τω­θοῦν. Ὅ­μως ὁ Ἐπίσκοπος, πού εἶ­ναι τό­σο ἀ­πα­ραί­τη­τος στούς δύ­σκο­λους και­ρούς, δέν πρέ­πει νά πε­θά­νει. Πρέ­πει νά δι­α­φυ­λα­χθεῖ ἡ ζω­ή του, γιά νά στη­ρί­ζει τούς πι­στούς καί νά ἐ­νι­σχύ­ει τήν δι­ω­κό­με­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἤ­δη ἡ ζω­ή του εἶ­ναι σέ κίν­δυ­νο. Τόν Πο­λύ­καρ­πο στά λι­ον­τά­ρια, φώ­να­ζαν στόν ἀν­θύ­πα­το Ἰ­ου­δαῖ­οι καί εἰ­δω­λο­λά­τρες. Οἱ Χρι­στια­νοί πα­ρα­κα­λοῦν τόν Ἐπίσκο­πο νά μή τούς ἀ­φή­σει ὀρ­φα­νούς. Θά τόν κρύ­ψουν ἐ­κεῖ­νοι σέ ἀ­σφα­λές μέ­ρος γιά νά ἀ­πο­φύ­γει τόν κίν­δυ­νο. Τόν Πο­λύ­καρ­πο μί­α σκέ­ψη τόν ἀ­πα­σχο­λεῖ. Αὐ­τό ποῦ τοῦ συνι­στοῦν νά κά­νει εἶ­ναι σύμ­φω­νο μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ; Δέν τό βρί­σκει ξέ­νο. Πεί­θε­ται. Ἕ­να ἐ­ρη­μι­κό κρη­σφύ­γε­το τόν δέ­χε­ται. Τόν πα­ρα­κο­λου­θοῦν οἱ πι­στοί. Τόν φρον­τί­ζουν. Ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως προ­δί­δε­ται. Κα­τα­φεύ­γει σέ ἄλ­λο… ὅ­μως κι ἐ­κεῖ­νο προ­δί­δε­ται. Τί θά γί­νει τώ­ρα; Ὁ Θε­ός κα­τευ­θύ­νει τά πράγ­μα­τα καί λέ­ει, ὅ­τι πρέ­πει νά μή συ­νε­χι­σθεῖ ἄλ­λο ἡ ἀπόκρυ­ψή του. Μπο­ρεῖ νά φύγει. Ὅ­μως δέν τό κά­νει. Ἅς γί­νει τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἥ­συ­χος καί ἤ­ρε­μος περι­μέ­νει τή σύλ­λη­ψή του. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες φθά­νουν. Τόν συλλαμβάνουν χω­ρίς νά προ­βά­λει καμ­μί­α ἀν­τί­στα­ση. Τό τέ­λος πλη­σιά­ζει. Τό γνω­ρί­ζει. Πρέ­πει νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ τό ὅ­ρα­μα, πού εἶ­δε πρίν ἀ­πό τρεῖς μέ­ρες. Μιά φω­τιά ἔβγαινε ἀ­πό τό προ­σκέ­φα­λό του, ἡ ὁ­ποί­α τόν κα­τέ­καψε. Εἶ­πε τό­τε στούς γύ­ρω του: Πρέ­πει νά κα­ῶ ζων­τα­νός. Δέν εἶ­ναι τά­χα τώ­ρα στά χέ­ρια τῶν στρα­τι­ω­τῶν; Ἀλ­λά για­τί οἱ στρα­τι­ῶ­ται τόν κυτ­τά­ζουν ἔ­τσι; Τούς κά­νει με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση ἡ στα­θε­ρό­τη­τά του, ἡ ἀν­δρεί­α του, ἡ ἀ­γά­πη του. Τί; Πι­στεύ­ουν στά αὐ­τιά τους; Εἶ­πε, λέ­ει, νά τούς δώ­σουν νά φᾶ­νε καί τούς πα­ρα­κά­λε­σε νά τοῦ ἐ­πι­τρέ­ψουν γιά λί­γο νά προ­σευ­χη­θεῖ; Τί ἄν­θρω­πος, λοι­πόν, εἶ­ναι αὐ­τός;

Δυ­ό ὁ­λό­κλη­ρες ὧ­ρες προ­σεύ­χε­ται. Τί λαμ­πρό­τη­τα ἦ­ταν ἐ­κεί­νη πού εἶ­χε τό πρό­σω­πό του τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς! Ἦ­ταν γε­μά­τος ἀ­πό τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Πό­σα εἶ­πε στήν προσευ­χή του! Πα­ρα­κά­λε­σε γιά ὅ­λους· γιά γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους· γιά ἐ­πι­φα­νεῖς καί ἀ­φα­νεῖς· γιά τούς στρα­τι­ῶ­τες πού τόν συ­νέ­λα­βαν, γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­λης της οἰκουμένης.

Δυ­να­μω­μέ­νος τώ­ρα ἀ­πό τήν προ­σευ­χή πα­ρα­δί­νε­ται στά χέ­ρια τῶν στρα­τι­ω­τῶν. Καί ἔ­πει­τα ἀ­πό λί­γο στό στά­διο. Τό στά­διο γε­μά­το ἀ­πό τό ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νο πλῆ­θος. Τόν θό­ρυ­βο τοῦ πλή­θους τόν δι­α­κό­πτει φω­νή ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό γιά τόν ὑ­πό­δι­κο. «Ἴ­σχυ­ε, Πο­λύ­καρ­πε, καί ἀν­δρί­ζου». Ἦ­ταν φω­νή τοῦ Θε­οῦ πού ἐ­νί­σχυ­σε τόν ἀ­θλη­τή, γιά νά φέ­ρει σέ πέ­ρας τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α. Ἀλλά ἄς δοῦ­με λε­πτο­με­ρέ­στε­ρα τίς φά­σεις τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

Ὁ ἀν­θύ­πα­τος ρω­τᾶ: Ἐ­σύ εἶ­σαι ὁ Πο­λύ­καρ­πος;

Πο­λύ­καρ­πος: Μά­λι­στα.

Λυ­πή­σου τή με­γά­λη σου ἡ­λι­κί­α. Ὁρ­κί­σου στήν τύ­χη τοῦ Καί­σα­ρος. Με­τα­νό­η­σε· πές: ἀ­φά­νι­σε τούς ἀ­θέ­ους (τούς Χρι­στια­νούς).

Πο­λύ­καρ­πος μέ στα­θε­ρή φω­νή. Αἶ­ρε τούς ἀ­θέ­ους (τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες).

Ὁρ­κί­σου, ὅ­τι δέν εἶ­σαι Χρι­στια­νός καί θά σέ ἀ­πο­λύ­σω ἀ­μέ­σως. Λοι­δό­ρη­σε τόν Χρι­στό.

Πο­λύ­καρ­πος: Ὀ­γδόν­τα ἕ­ξι χρό­νια δου­λεύ­ω στόν Χρι­στό, καί σέ τί­πο­τε δέν μέ ἀ­δί­κη­σε. Πῶς μπο­ρῶ νά ἀρ­νη­θῶ τόν βα­σι­λέ­α μου, ποῦ μέ ἔ­σω­σε;

Ἀν­θύ­πα­τος· με­τά ἀ­πό κά­ποι­ες ἄλ­λες προ­τρο­πές: Πεῖ­σε τόν λα­ό.

Πο­λύ­καρ­πος: Ζή­τη­σα νά ἀ­πο­λο­γη­θῶ σέ σέ­να, δι­ό­τι ἔ­χου­με δι­δα­χθεῖ νά ἀ­πο­νέ­μου­με τήν τι­μή καί ὅ,τι ἁρ­μό­ζει στίς ἀρ­χές καί τίς ἐ­ξου­σί­ες… Δέν κρί­νω ὅ­μως, ὅ­τι ὅ­λοι αὐ­τοί εἶ­ναι ἄ­ξιοι νά ἀ­πο­λο­γη­θῶ μπρο­στά τους.

Ἀν­θύ­πα­τος: Ἔ­χω στή δι­ά­θε­σή μου θη­ρί­α. Μέ αὐ­τά θά σέ βά­λω νά ἀ­να­με­τρη­θεῖς, ἄν δέν με­τα­νο­ή­σεις.

Πο­λύ­καρ­πος: Κά­λε­σε τα. Εἶ­ναι στα­θε­ρή ἡ ἀ­πό­φα­σή μου νά μεί­νω ἐ­δῶ πού βρί­σκο­μαι. Με­τά­νοι­α πο­τέ δέν ση­μαί­νει ἐ­πι­στρο­φή ἀ­πό τά κα­λύ­τε­ρα στά χει­ρό­τε­ρα.

Ἀν­θύ­πα­τος: Θά σέ κά­ψω ζων­τα­νό, ἄν δέν φο­βᾶ­σαι τά θη­ρί­α.

Πο­λύ­καρ­πος: Μέ ἀ­πει­λεῖς μέ φω­τιά, πού μό­νο γιά λί­γο καί­γε­ται καί ἔ­πει­τα σβή­νει. Ἀ­γνο­εῖς ὅ­μως μί­αν ἄλ­λη φω­τιά, τή φω­τιά τῆς αἰ­ω­νί­ου κο­λά­σε­ως, πού εἶ­ναι πάν­το­τε ἀ­ναμ­μέ­νη καί πε­ρι­μέ­νει τούς ἀ­σε­βεῖς. Ἀλ­λά για­τί ἀρ­γεῖς; Φέ­ρε ὅ,τι θέ­λεις.

Τά θαρ­ρα­λέ­α αὐ­τά λό­για γέ­μι­σαν θαυ­μα­σμό, ἀλ­λά καί μα­νί­α τόν ἀν­θύ­πα­το. Πρέ­πει νά δώ­σει τέ­λος στήν τό­σο τα­πει­νω­τι­κή γι’ αὐ­τόν ἱ­στο­ρί­α. Στέλ­νει λοι­πόν τόν κή­ρυ­κα στή μέση τοῦ στα­δί­ου νά φω­νά­ξει δυ­να­τά τήν κα­τη­γο­ρί­α. Ὁ Πο­λύ­καρ­πος ὁ­μο­λό­γη­σε ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Καί τό πλῆ­θος ἄ­γρια ἀ­παν­τᾶ: Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ δι­δά­σκα­λος τῆς Ἀ­σί­ας, ὁ πνευμα­τι­κός πα­τέ­ρας τῶν Χρι­στια­νῶν. Αὐ­τός κα­θαί­ρε­σε καί ἐ­ξευ­τέ­λι­σε τούς θε­ούς μας…. Καί ζη­τᾶ ἀ­πό τόν φύ­λα­κα τῶν θη­ρί­ων νά ἐ­ξα­πό­λυ­σει ἕ­να λι­ον­τά­ρι γιά νά τόν κατασπά­ρα­ξει. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πεί­θει τό λα­ό νά προ­τί­μη­σει τή φω­τιά. Αὐ­τό καί ἔ­γι­νε. Ἔ­πρε­πε νά ἐκ­πλη­ρω­θεῖ τό ὅ­ρα­μα. Γε­μά­τος εἰ­ρή­νη ὁ ἀ­θλη­τής στρέ­φε­ται στούς γύ­ρω του καί τούς λέ­ει: Πρέ­πει νά κα­ῶ ζων­τα­νός. Τί ἐ­πα­κο­λού­θη­σε, δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά πε­ρι­γρα­φεῖ. Τό πλῆ­θος σκορ­πί­ζε­ται καί συγ­κεν­τρώ­νει ξύ­λα πολ­λά καί φρύ­γα­να. Πρω­το­στα­τοῦν οἱ Ἑβραῖ­οι. Τά ξύ­λα συγ­κεν­τρώ­νον­ται. Ὅ­λα εἶ­ναι ἕ­τοι­μα. Ὁ ἀ­θλη­τής ἀ­φαι­ρεῖ τά ἐν­δύ­μα­τά του καί εἶ­ναι ἕ­τοι­μος γιά τό μαρ­τύ­ριο. Οἱ δή­μιοι ἐ­πι­μέ­νουν νά τόν καρ­φώ­σουν. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νεῖ­ται. Μή φο­βά­στε, τούς λέ­ει. Ὁ Θε­ός πού μοῦ ἔ­δω­σε τή δύ­να­μη νά ὑ­πο­μεί­νω τή φω­τιά, θά μοῦ δώ­ση καί τή δύ­να­μη νά μεί­νω ἀ­σά­λευ­τος πά­νω της. Ἐ­κεῖ­νοι πε­ρι­ο­ρί­σθη­σαν ἁ­πλῶς νά τόν προσ­δέ­σουν. Καί ὁ Πο­λύ­καρ­πος «ὡς κριός ἐ­πί­ση­μος τοῦ με­γά­λου ποι­μνί­ου , ἀ­φοῦ προσ­δέ­θη­κε, ἀ­νέ­βλε­ψε στόν οὐ­ρα­νό καί ἀ­νέ­πεμ­ψε ὁ­λό­θερ­μη προ­σευ­χή. Σέ εὐ­λο­γῶ καί Σέ δο­ξο­λο­γῶ, Κύ­ρι­ε, δι­ό­τι μέ ἀ­ξί­ω­σες νά φθά­σω στήν ὥ­ρα αὐ­τή καί νά συγ­κα­τα­ριθ­μη­θῶ μέ τούς μάρτυρες. Πι­στεύ­ω νά εὐ­δο­κή­σεις νά προσ­δε­χθεῖς καί μέ­να μα­ζί μέ τούς μάρ­τυ­ρες ὡς θυ­σί­α πλού­σια καί εὐ­πρόσ­δε­κτη. Τό «ἀ­μήν» κά­λυ­ψε τίς τε­λευ­ταῖ­ες λέ­ξεις τῆς προ­σευ­χῆς του. Καί ἔ­πει­τα ἄ­να­ψε ἡ φω­τιά. Ἀλ­λά τί θαυ­μα­στό! Ἀ­φοῦ ἐ­κεί­νη ἔκανε ἕ­να εἶ­δος κα­μά­ρας, πε­ρι­ε­στοί­χι­σε τό σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρος χω­ρίς νά τό θί­ξει. Καί ἦ­ταν στή μέ­ση της φω­τιᾶς ὄ­χι σάν σάρ­κα πού και­γό­ταν, ἀλ­λά σάν ψω­μί πού ψη­νό­ταν, ἤ σάν χρυ­σά­φι καί ἀ­σή­μι πού πυ­ρώ­νε­ται στό κα­μί­νι. Τό ἀ­κό­μη θαυ­μα­στό­τε­ρο, ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα γέ­μι­σε ἀ­πό μί­α ἐ­ξαί­ρε­τη εὐ­ω­δί­α σάν νά και­γό­ταν εὐ­ω­δια­στό μο­σχο­λί­βα­νο, ἤ σάν νά χύ­θη­κε με­γά­λη πο­σό­τη­τα ἐ­κλε­κτοῦ ἀ­ρώ­μα­τος.

Ἔκ­πλη­κτοι οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή σκη­νή. Βλέ­πουν τό σῶ­μα ἄ­θι­κτο καί ἄ­βλα­βες. Ἀλ­λά καί νέ­ο θαυ­μα­στό φαι­νό­με­νο πα­ρα­τη­ρεῖ­ται. Τό σῶ­μα τρυ­πᾶ­ται μέ μι­κρό ξίφος. Ἀλ­λά ἀ­πό τήν πλη­γή βγαί­νει τό­σο αἷ­μα, ὥ­στε νά σβή­σει τε­λεί­ως ἡ φω­τιά. Τέ­λος μέ τό ξί­φος τόν ἀ­πο­τε­λεί­ω­σαν.

Τό ἅ­γιο σῶ­μα, νε­κρό πλέ­ον, κα­τα­κά­η­κε στή φω­τιά, ἐ­νω τά τί­μια ὀ­στά τοῦ μάρ­τυ­ρος «τά τι­μι­ώ­τε­ρα λί­θων πο­λυ­τε­λῶν καί δο­κι­μώ­τε­ρα ὑ­πέρ χρυ­σί­ον» συ­νέ­λε­ξαν εὐ­σε­βεῖς πι­στοί καί τά ἀ­πέ­θε­σαν σέ εἰ­δι­κό τό­πο, ὅ­που καί τά τι­μοῦ­σαν ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν ἡ­μέ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ του θα­νά­του.

«Γί­νου πι­στός ἀ­χρι θα­νά­του καί δώ­σω σοί τόν στέ­φα­νον τῆς ζω­ῆς», εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στόν ἐ­πί­σκο­πο τῆς Σμύρ­νης. Καί ἔ­μει­νε πι­στός μέ­χρι τέ­λους ὁ θαυ­μάσιος Πο­λύ­καρ­πος. Τόν ἑ­αυ­τό του τόν πρό­σφε­ρε θυ­σί­α σ’ Ἐ­κεῖ­νον, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρό­σφε­ρε τόν ἑ­αυ­τό του θυ­σί­α γιά χάρη μας. Ἄς τι­μή­σου­με καί μεῖς τόν μεγάλο ἀ­θλη­τή τῆς πί­στε­ως καί ἄς τόν παρακαλέσου­με νά με­σι­τεύ­ει πάν­το­τε καί ὑ­πέρ ἡ­μῶν, γιά νά εὐ­α­ρε­στοῦ­με ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου καί νά κά­νει καί μᾶς ἀ­ξί­ους της βα­σι­λεί­ας Του.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Μωϋσῆς, Ἀντίοχος καὶ Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνῖνος)

Ἀπ΄ αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης, ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ὁσ. Λιμναίου (22 Φεβρουαρίου). Διακρίθηκαν καὶ οἱ τέσσερις γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν πνευματικότητα, ποὺ ἔδειξαν στὴν ἀσκητικὴ ζωή τους. Δὲν ὑπῆρξαν μόνο ἀκτήμονες, ἥρωες τῆς ἀγρυπνίας καὶ ἀθλητὲς τῆς προσευχῆς- ἀλλὰ ἔλαμψαν καὶ γιὰ τὴν πραότητά τους, τὴν μετριοπάθεια, τὴν ἐπιείκεια, τὴν γλυκύτητα τῆς ὁμιλίας καὶ τὴν ἠπιότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους. Ἡ ἐρημικὴ ζωὴ μέσα στὴ φύση, δὲν τοὺς ἔκανε σκληροὺς ἀλλὰ τοὺς ἐξευγένιζε. Ἔτσι ἔτρεφαν τὴν πίστη τους καὶ ἐνίσχυαν τὴν ἀγάπη τους. Ἀλλὰ καὶ σὲ διάφορες εὐκαιρίες, εἴτε πρὸς ἄλλους μοναχοὺς εἴτε πρὸς τὸν κόσμο, ἔδειξαν εἰλικρινὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη, διότι εἶχαν ἐννοήσει καλὰ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ μένει διεστραμμένη καὶ ἀνώφελη, ὅπου νεκρώνεται καὶ δὲν ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον.

Οἱ Ὅσιοι Ζεβινᾶς, Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαμιανός

Τοὺς βίους τους συνέγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του. Ἀναφέρεται ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ὁ μὲν Ζεβινᾶς κατασκεύασε ἕνα κελλὶ σὲ κάποιο ὄρος, καὶ ἐκεῖ ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματά του σὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Μαζὶδὲ μ΄ αὐτόν, ἦταν καὶ οἱ μαθητές του Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαμιανός. Ἀφοῦ ὅλοι πέρασαν τὴν ζωή τους μὲ ἀκατάπαυστες προσευχὲς καὶ νηστεῖες, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ἡ Ἁγία Γοργονία ἀδελφὴ Γρηγορίου Θεολόγου

Ἦταν νεότερη ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ κόρη τῆς εὐσεβέστατης Νόννας καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Γρηγορίου. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια, ἀναδείχτηκε ἰσάξια στὴν ἀρετὴ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀδελφούς της Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ Καισάριο τὸν ἰατρό. Ὁ δὲ ἀδελφός της Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει, μεταξὺ ἄλλων, γι᾿ αὐτή: «Σὰν νοικοκυρά, σὰν σύζυγος, σὰν μητέρα, ὑπῆρξε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐνάρετη γυναῖκα, ποὺ τὸν τύπο περιγράφει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῶν Παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος. Ἦταν ὀξύτατη διάνοια, γνώριζε τὶς Γραφές, δίδασκε καὶ ἔπραττε σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολές. Ἦταν ἱλαρὴ καὶ σεμνή, κόσμια, συνετή, ἤρεμη, κυρίαρχη τῆς γλώσσας της καὶ τῆς ἀκοῆς της, καὶ ἡ χριστιανικὴ τελειότητά της ἦταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη. Ἀγαποῦσε τὴν προσευχή, τὴν ψαλμῳδία, τὶς κοινὲς καὶ τόσο κατανυκτικὲς τῶν χρόνων ἐκείνων ἀγρυπνίες. Ὅλη της ἡ ζωὴ ὑπῆρξε κάθαρση καὶτελείωση». Μία ἀῤῥώστια τὴν ἔστειλε πρόωρα στὶς αἰώνιες Μονές.

Οἱ Ἅγιοι Κλήμης καὶ Ἀντώνιος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μ΄ αὐτὸν τῆς 25ης Φεβρουαρίου).

Ἡ Ἁγία Θέη

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ὁ Ἐσφιγμενίτης

Πότε καὶ ποὺ γεννήθηκε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ βίος του σῴζεται σὲ νεότερο χειρόγραφό της Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου. Σύμφωνα μὲ προφορικὴ παράδοση, ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἀπὸ νεαρὸς ἀκόμα, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου του Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν τύπος καὶ παράδειγμα μοναχοῦ στοὺς ἐκεῖ μοναχούς. Μετὰ ἀπὸ ἄδεια τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, γιὰ περισσότερη ἄσκηση, ἀποσύρθηκε στὸ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κοινόβιο ὄρος, τῆς Σαμάρειας ὅπως τὸ ἔλεγαν. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο φίλο του μοναχό, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε στὸ κελλί του καὶ κάθισε καὶ τὸν περίμενε μέχρι τὸ βράδυ ποὺ ἦλθε. Ἀφοῦ συζήτησαν μαζί, ξεκίνησε νὰ φύγει. Ἡ ὥρα ὅμως ἦταν περασμένη καὶ ἔξω εἶχε ἀρχίσει καταῤῥακτώδης βροχή. Ἀλλ΄ ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε νὰ μὴ κοιμᾶται ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι του, ὁ Ὅσιος ἔκανε τέλεια ὑπακοὴ καὶ κάτω ἀπ΄ αὐτὲς τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες ξεκίνησε γιὰ τὸ κελλί του. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως χάθηκε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὴν νεροποντή. Ἡ φωνή του ἀμέσως ὑψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε σῶσε με, χάνομαι». Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Βρέθηκε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει μπροστὰ στὸ κελλί του. Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1280 καὶ γιὰ 40 μέρες μετὰ τὴν κοίμησή του, ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο του θαυμάσια εὐωδιὰ μύρου, ποὺ οἱ Πατέρες στὸ μοναστήρι τοῦ Ἐσφιγμένου τὴν καταλάβαιναν ἀπὸ ἕνα μίλι μακριὰ καὶ δόξαζαν τὸν Θεό. (Ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἀναφέρεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ὁσιομάρτυρα Δαμιανοῦ (1568), ποὺ ἡ κυρίως μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 14η Φεβρουαρίου).