Προπέτεια

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὸ μαθητή του Τιμόθεο ὅτι «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί»· στοὺς ἔσχατους καιροὺς θὰ ἔρθουν περιστάσεις δύσκολες καὶ ἐπικίνδυνες. Διότι οἱ ἄνθρωποι θὰ διαφθαροῦν πολύ. Καὶ ἀναφέρει διάφορες ἀπὸ τὶς κακίες τους. Μεταξὺ δὲ αὐτῶν λέει ὅτι θὰ εἶναι καὶ «προπετεῖς», αὐθάδεις δηλαδή, φουσκωμένοι ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ ἐγωισμό (βλ. Β΄ Τιμ. γ΄ 1-4).
Καὶ στὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Σοφία Σειράχ» (κεφ. θ΄ 18) τονίζεται πόσο προβληματικὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ στόμα ἀνοικονόμητο κι ἐπιπόλαιο: «φοβερὸς ἐν πόλει αὐτοῦ ἀνὴρ γλωσσώδης, καὶ ὁ προπετὴς ἐν λόγῳ αὐτοῦ μισηθήσεται»· φοβερὸς κι ἐπικίνδυνος στὴν πόλη ποὺ μένει εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ κακόγλωσσος, ὁ ἀσυγκράτητος καὶ ἀπερίσκεπτος στὰ λόγια, γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ μισηθεῖ.
Ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι μὴ Χριστιανοί, συνετοὶ ὅμως, ὑπογραμμίζουν τοὺς κινδύνους ποὺ ἐμφωλεύουν στὴν προπέτεια. Τέτοιος π.χ. ἦταν καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἐφέσου, ὁ Γραμματεὺς τῆς πόλεως, ποὺ ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο σὲ ἕνα περιστατικὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τὸ γεγονὸς ἐξιστορεῖται στὸ ιθ΄ (19ο) κεφάλαιο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Ὅπως λοιπὸν μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, στὴν Ἔφεσο τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶχε μεγάλη ἀπήχηση καὶ ἀπεκάλυψε στοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τῶν γύρω περιοχῶν τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ψέμα, διότι «οὐκ εἰσὶ θεοὶ οἱ διὰ χειρῶν γινόμενοι» (Πράξ. ιθ΄ [19] 26)· δὲν εἶναι πραγματικοὶ θεοὶ τὰ ἀγάλματα ποὺ κατασκευάζον­ται ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια. Καὶ ὅτι ἕνας καὶ μόνο εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου: ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐν Τριάδι Θεός. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μειωθοῦν τὰ κέρδη τῶν ἀργυροχόων ποὺ κατασκεύαζαν μικροὺς ἀσημένιους ναούς, ὁμοιώματα τοῦ ναοῦ τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος, ποὺ ἦταν τὸ κόσμημα τῆς Ἐφέσου.
Ἔτσι, μὲ προτροπὴ κάποιου ἀργυροχόου Δημητρίου, οἱ Ἐφέσιοι παρασύρθηκαν σὲ διαδήλωση καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν ἐπὶ δύο ὧρες: «μεγάλη ἡ Ἄρτεμις τῶν Ἐφεσίων». Ἐπεκράτησε σύγχυση φοβερή.
Σὲ κείνη τὴν περίσταση ὁ Γραμματεὺς τῆς πόλεως ἔσπευσε νὰ καθησυχάσει τὰ ἄτακτα πλήθη, λέγοντάς τους ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀνησυχοῦν, διότι ὅλοι ξέρουν ὅτι ἡ πόλη τους εἶναι λάτρης καὶ φρουρὸς τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος καὶ τοῦ ἀγάλματός της. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς εἶπε νὰ ἠρεμήσουν καὶ νὰ μὴν κάνουν τίποτε ἐπαναστατικὸ καὶ ἀπερίσκεπτο: «μηδὲν προπετὲς πράσσειν», τοὺς παρήγγειλε. Ἔτσι ἡ ταραχὴ σταμάτησε καὶ ἡ πόλη ἡσύχασε.
Αὐτὸς ὁ λόγος «μηδὲν προπετὲς πράσσειν» εἶναι λόγος σοφὸς καὶ ἀπόλυτα ταιριαστὸς μὲ τὶς παραγγελίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ προαναφέραμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ ἀποτελεῖ κανόνα συμπεριφορᾶς στὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας. Διότι συνήθως τί συμβαίνει; Στὶς συζητήσεις ὁ ἀμετροεπὴς καὶ προπετὴς μιλάει μὲ αὐθάδεια, μὲ θρασύτητα καὶ ἀπερίσκεπτη βιασύνη, δείχνοντας ὅτι τὰ ξέρει ὅλα. Πολὺ περισσότερο μάλιστα ὅταν ἐπιδιώκει νὰ ἐπηρεάσει τοὺς ἄλλους γιὰ πρόσωπα ἢ καταστάσεις μὲ διάφορα φλύαρα καὶ ἀληθοφανὴ ἐπιχειρήματα. Στὴν πραγματικότητα ὅμως πίσω ἀπὸ κάθε κρίση του, ποὺ δῆθεν ἀποβλέπει στὴν ὠφέλεια τοῦ συνόλου, κρύβεται φιλαυτία, ὑπερηφάνεια καὶ προσπάθεια προβολῆς τοῦ ἑαυτοῦ του.
Καὶ ποιὸ εἶναι τελικὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προπέτειας; Εἶναι ἡ δημιουργία ταραχῆς, συγχύσεως, ἀντιδράσεως καὶ ὁ κίνδυνος νὰ ἐπέλθει καταστροφὴ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὁ σοφὸς Σολομὼν ὑπογραμμίζει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο στὸ θεόπνευστο βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν». Λέει: «Σοφοὶ κρύψουσιν αἴσθησιν, στόμα δὲ προπετοῦς ἐγγίζει συντριβῇ»· οἱ πραγματικὰ σοφοὶ ἀποταμιεύουν τὴ γνώση γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσουν στὴν ὥρα της. Τὸ ἀνοικονόμητο καὶ ἀπερίσκεπτο ὅμως στόμα τοῦ ἐπιπόλαιου καὶ προπετοῦς τὸν ὁδηγεῖ σὲ ὁλοκληρωτικὴ συντριβή (Παρ. ι΄ [10] 14).
Οἱ πιστοὶ λοιπὸν ὀφείλουμε «μηδὲν προπετὲς πράσσειν», νὰ ἀποφεύγουμε τὴν προπέτεια. Νὰ προσπαθοῦμε νὰ εἶναι ὁ λόγος μας μετρημένος, σεμνός, καρπὸς ὥριμης σκέψεως. Καὶ οἱ ἐνέργειές μας νὰ εἶναι ὄχι βιαστικὲς καὶ μὲ συναισθηματικὴ φόρτιση, ὅπως αὐτὲς τῶν Ἐφεσίων. Ὁ πραγματικὰ πιστὸς «οἰκονομήσει τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει»· θὰ προσ­έχει πολὺ τὰ λόγια καὶ τὶς κρίσεις του, ὥστε νὰ μὴ θίξει κανένα (Ψαλ. ρια΄ [111] 5).