Τὸ καμπανάκι

«Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας;». Ἂν ξέραμε καλὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἀρχαίου ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, θὰ θαυμάζαμε. Τί θὰ θαυμάζαμε; Τὰ πολλὰ πα­­ράλληλα ποὺ ἔχει ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλ­ληνικὸς λαός μας μὲ ἐκεῖνο. Καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ ἄσχημα. Παρὰ τὴν τραχύτητα, τὴ δυστροπία του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀναξιότητά του ὁ λαὸς ἐκεῖνος ἦταν τόσο εὐνοημένος καὶ ἀγαπημένος ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἦταν ψηλαφητὴ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ Ἰσραήλ· ἦταν ὁλοφάνερη ἡ ἀγαθὴ πρόνοιά Του ὑπὲρ αὐτοῦ: θαύματα πολλὰ ἀναμφισβήτητα καὶ μεγαλειώδη, θεόπνευστα κηρύγματα ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, ἀποκαλυπτικά, καθοδηγητικά, ἐλεγκτικά, συγκλονιστικά, θαυμαστὰ ἀπὸ κάθε ἄποψη, ἱκανὰ νὰ συντρίψουν καὶ πέτρινες καρδιές. Καὶ ὅμως παρὰ ταῦτα, ὑπῆρξαν ἐποχὲς ποὺ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀποδεικνυόταν κάθε ἄλλο παρὰ λαὸς τοῦ Θεοῦ: ἀποστασία ἀπογοητευτική, ἀθεόφοβη καὶ ἐξοργιστικὰ ἀχάριστη καὶ ἀσεβέστατη συμπεριφορά, πλήρης ἀποδοχὴ ξενόφερτων ψευτοθρησκειῶν, μαγεῖες, ἀδιάντροπη ἀνηθικότητα, ἐγκληματικότητα, κατὰ πάν­τα καταπάτηση τοῦ θεόσδοτου Μωσαϊκοῦ Νόμου, διωγμὸς καὶ θανάτωση τῶν Προφητῶν. Κι ἀναπόφευκτα τὶς τέτοιες καταστάσεις διαδέχονταν οἰκονομικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐξαθλιώσεις, καταστροφές, ὑποδουλώσεις σὲ ἐχθρούς.
Οἱ φοβερὲς αὐτὲς συνέπειες ὅμως ἔφερναν καὶ καλὸ ἀποτέλεσμα. Τοὺς ἔ­καναν νὰ συνετίζονται καὶ μετανοη­μένοι νὰ ζητοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πρά­γ­μα ποὺ δὲν τοὺς τὸ ἀρνιόταν ὁ Μακρόθυμος καὶ Πολυέλεος. Καὶ ἐρχόταν ἡ σωτηρία χάρη σὲ λίγους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ καὶ στὶς χειρότερες ἐποχὲς δὲν ἔλειπαν.
Πάντως ὁ εὐνοημένος καὶ εὐλογη­μέ­νος ἐκεῖνος λαός, ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι σὲ πάρα πολὺ ὑψηλὴ καὶ δοξασμένη θέση, κατάντησε νὰ γίνει Θεομάχος καὶ Χριστοκτόνος, ὁπότε ἄ­κου­σε τὸν φο­­βερὸ ἀλλὰ δίκαιο λόγο: «Ἀρ­θήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθή­σεται ἔθνει (=θὰ δοθεῖ σὲ ἄλλο ἔθνος) ποι­οῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς» (Ματθ. κα΄ [21] 43). Καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ δόθηκε στὸ Ἔθνος μας, ποὺ πραγματικὰ παρήγαγε στοὺς εἴκοσι αἰῶνες πολλοὺς καλοὺς καρπούς. Παρουσίασε ὅμως καὶ ἀταξίες ὅμοιες μὲ ἐκεῖνες τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ.
Εὐλογημένη Ἑλλάδα, μυριοευεργετη­μένη ἀπὸ τὸν Χριστό, ἂν σοῦ ἔλειπε ἡ Ἐκκλησία, θὰ εἶχες σβήσει ἀπὸ τὸν χάρτη τώρα καὶ πολλοὺς αἰῶνες. Ἑλλάδα μας, ποὺ σοῦ χάρισε ὁ Θεὸς σπάνιους καὶ ἀνεκτίμητους ὑλικοὺς καὶ πνευματικοὺς θησαυρούς, ποῦ κατάντησες σήμερα; Σὲ ποιὰ ὑψηλὴ καὶ ζηλευτὴ θέση θὰ μποροῦσες νὰ εἶσαι, ἂν δὲν περιφρονοῦσες τὶς ὕψιστες εὐεργεσίες τοῦ Χριστοῦ!
Πρὸ μηνῶν, ἕνας νέος, Κουβανὸς στὴν καταγωγὴ καὶ Ὀρθόδοξος, ἔμαθε στὴν πατρίδα του γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὴ μακρινὴ ἐκείνη μεγαλόνησο τοῦ κόλπου τοῦ Μεξικοῦ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα γιὰ σπουδές. Αὐτὴν προτίμησε καὶ ὄχι ἄλλη. Ὁραματίστηκε ὅτι θὰ βρεῖ κάτι τὸ σπουδαῖο ἐδῶ πέρα. Βρέθηκε λοιπὸν στὴ Θεσσαλονίκη φοιτητὴς τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς ὁ Ὀρθόδοξος Σάββας. Γιὰ ν’ ἀνταποκριθεῖ στὰ ἔξοδά του, ἔβρισκε χρόνο νὰ ἐμπορεύεται ὡς πλανόδιος ψιλικατζής. Κάποτε, λοιπόν, βρέθηκε μὲ τὴν πραμάτεια του σ’ ἕνα κεφαλοχώρι τῆς Μακεδονίας, κι ἐκεῖ, σὲ μιὰ καφετέρια, τὴν ὥρα ποὺ οἱ θαμῶνες παρακολουθοῦσαν μὲ πάθος ἕναν ποδοσφαιρικὸ ἀγώνα στὴν τηλεόραση, κάποιος μὲ ὀργὴ ξέσπασε σὲ βλασφημίες! Βλασφήμησε τὸν Θεό! Καν­εὶς δὲν ἀντέδρασε· οὔτε καὶ ἕνας θεο­φοβούμενος ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κείνη τὴ στιγμή, δὲν τόλμησε νὰ διαμαρτυρηθεῖ. Ὁ ἀλλοδαπὸς πραματευτὴς ξαφνιάστηκε, ἀπόρησε, ἀγανάκτησε, ὅταν ἄκουσε βλασφημία ἐδῶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Μὲ θάρρος πῆρε τὸν λόγο καὶ διαμαρτυρήθηκε: «Βλασφήμησες ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἐδῶ στὴ Χριστιανικὴ Ἑλλάδα;! Δὲν αἰσθάνεσαι ποῦ βρίσκεσαι; Δὲν καταλαβαίνεις τί θησαυρὸ ἔχετε ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα; Ἐμεῖς μιὰ Ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἔχουμε στὴν Ἀβάνα, καὶ τὴν Κυριακὴ μᾶς ἔπαιρναν οἱ γονεῖς μας, ἐμένα καὶ τὰ τέσσερα ἀδέρφια μου, καὶ ὁλόκληρες ὧρες περπατώντας πηγαίναμε στὴν Ὀρ­­θόδοξη ἐκκλησία μας γιὰ νὰ λειτουργηθοῦμε. Γιὰ μᾶς ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ μεγάλος μας θησαυρὸς καὶ τὸν τιμᾶμε, καὶ σεῖς ποὺ μᾶς μεταδώσατε τὸν θησαυρὸ αὐτό, βλασφημεῖτε τὰ θεῖα;».
Ὁ ἐπίτροπος θαύμασε τὴν πίστη καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ ἀλλοδαποῦ. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ τραπέζι τῆς παρέας του καὶ πῆγε κοντὰ σ’ αὐτὸν νὰ γνωρίσει τὸν πιστὸ Σάββα ἀπὸ τὴν Κούβα, τὸν φοιτητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ἡ διαμαρτυρία τοῦ Σάββα ἔγινε ἕνα ἠχηρὸ καμπανάκι, ποὺ ξύπνησε τὸν ἐπίτροπο, ἴσως ἤχησε καὶ στὶς συνειδήσεις κάποιων ἐκεῖ ποὺ τὸν ἄκουσαν… Ἦταν ἑπόμενο, γιατὶ ὁ Σάββας βίωνε τὸν θησαυρὸ τῆς Χάριτος καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσει στὸ λαό μας τέτοιους ἀνθρώπους «πλήρεις πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου», οἱ ὁποῖοι ὡς δυνατὲς ἀναστάσιμες καμπάνες θὰ ἠχοῦν καὶ θὰ ἀφυπνίζουν συνειδήσεις, καλώντας τὸν λαό μας σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸ μοναδικὸ Σωτήρα του.