ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (27/2)

Σήμερα 27/2/2017 εορτάζουν:

  • Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης ο Ομολογητής
  • Άγιος Γελάσιος ο μίμος
  • Όσιος Στέφανος
  • Όσιος Θαλλελαίος
  • Άγιος Νήσιος
  • Όσιοι Ασκληπιός και Ιάκωβος
  • Άγιος Ηλίας ο Νεομάρτυρας ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος
  • Όσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ
  • Άγιοι Αβουδάντιος, Αλέξανδρος, Αντίγονος, Καλανός, Ιανουάριος, Μακάριος, Σεβηριανός, Τιτιανός και Φουρτουνάτος
  • Άγιος Λέανδρος Επίσκοπος Σεβίλλης
  • Όσιος Τίτος ο στρατιώτης
  • Όσιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλυν
  • Όσιος Τίτος ο Πρεσβύτερος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου
  • Όσιος Φώτιος εκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης, ὁ Ὁμολογητής

27

Δέν ἦ­ταν ἐ­πί­σκο­πος ὁ Προ­κό­πιος. Ἁ­πλός μο­να­χός ἦ­ταν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως μέ τήν μόρ­φω­ση, τόν ζῆ­λο καί τήν ἀ­ρε­τή τοῦ δι­α­δρα­μά­τι­σε σπου­δαῖ­ο ρό­λο στούς ἀ­γῶ­νες τῆς Ὀρθοδοξί­ας ἐ­ναν­τί­ον τῆς κα­κο­δο­ξί­ας σέ και­ρούς χα­λε­πούς καί δύ­σκο­λους.

Ἔ­ζη­σε τόν ὄ­γδο­ο αἴ­ω­να, ὅ­ταν αὐ­το­κρά­τωρ τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου ἦ­ταν ὁ Λέ­ων ὁ Γ΄ ὁ Ἰ­σαυ­ρος (717 – 741). Προ­σῆλ­θε καί ἔ­λα­βε τό ἀγ­γε­λι­κό μο­να­χι­κό σχῆ­μα μέ τόν δι­α­κα­ή πό­θο νά ἀφι­έ­ρω­σει τήν καρ­διά του καί ὅ­λη τήν ὕ­παρ­ξή του σ’ αὐ­τόν πού ἦ­ταν ὁ θη­σαυ­ρός τῆς ζω­ῆς του, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Στό φτω­χι­κό κελ­λί του ἀ­φι­έ­ρω­νε ὦ­ρες ὁ­λό­κλη­ρες γιά τή μοναχι­κή του ἄ­σκη­ση, σέ ὕ­μνους καί λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ, σέ προ­σευ­χές καί ἀ­γρυ­πνί­ες. Σάν τόν ψαλ­μω­δό μέ­σα στά με­σά­νυ­χτα ση­κω­νό­ταν γιά νά δο­ξο­λο­γή­σει τόν Θε­ό τῆς σοφίας καί τῆς ἀ­γά­πης (Ψαλμ. ρι­η΄ 62). Ἡ με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἦ­ταν ἡ εὐ­φρο­σύ­νη του, μέ­σα στή ὁ­ποία κα­θρέ­πτι­ζε τόν ἑ­αυ­τό του καί προσπα­θοῦ­σε νά γί­νει ἄ­μω­μος, ὅ­πως ἄ­μω­μο τόν ἤ­θε­λε ὁ νό­μος τοῦ Θε­οῦ. Οἱ ἀ­γῶ­νες του γιά νά δου­λα­γω­γή­σει τό σῶ­μα (Α΄ Κόρ. θ΄ 27) καί νά γί­νει νέ­ος ἐν Χρι­στῷ ἀνθρωπος, εὐ­λο­γή­θη­καν ἀ­πό τόν Θε­ό. Κα­τά τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνο­γρά­φο, «ὁ βί­ος του φω­το­φό­ρος ἔ­λαμ­πε λο­γι­σμῷ πα­νευ­σε­βεῖ καί νο­ός κα­θα­ρό­τη­τι καί ἁ­γνό­τη­τι καί πα­θῶν ἐγ­κρα­τείᾳ καί τη­ρή­σει τῶν Χρι­στοῦ δι­δαγ­μά­των».

Ὅ­πως ὅ­μως εὐ­α­ρέ­στη­σε στόν Θε­ό ὁ Προ­κό­πιος μέ τόν λαμ­πρό του βί­ο, ἔ­τσι ἔ­γι­νε θε­ά­ρε­στος καί μέ τούς θαρ­ρα­λέ­ους ἀ­γῶ­νες του ὑ­πέρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἦ­ταν ἐ­πο­χή τό­τε τῆς εἰ­κο­νο­μα­χί­ας. Οἱ ἱ­ε­ρές εἰ­κό­νες, τά τί­μια λεί­ψα­να τῶν Ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων, δέν τι­μοῦν­ταν ἀ­πό τούς κα­κο­δό­ξους. Ἀν­τι­θέ­τως ἀ­τι­μά­ζον­ταν καί πολ­λά ἀ­π’ αὐ­τά βε­βη­λώ­θη­καν καί καταστρά­φη­καν. Οἱ εἰ­κο­νο­μά­χοι δέν πα­ρα­δέ­χον­ταν τήν ἐ­πί­κλη­ση καί πρε­σβεί­α τῶν Ἁ­γί­ων καί τῆς Θε­ο­τό­κου. Δέν ἦ­ταν μό­νο αὐ­τό. Πά­ρα πολ­λές ἄλ­λες κα­κό­δο­ξες καί ἀ­σε­βεῖς θε­ω­ρί­ες δι­α­δί­δον­ταν ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κούς γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πο τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ καί τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Μη­τέ­ρας του. Εἶ­χαν τό­τε οἱ αἱ­ρε­τι­κοί ὑ­πο­στη­ρι­κτή τους τόν αὐτοκράτο­ρα Λέ­ον­τα τόν Γ΄, ὁ ὁ­ποῖ­ος θρα­σύς κα­κό­δο­ξος καί αὐ­τός, δί­ω­κε τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη καί κά­θε ὁ­μο­λο­γη­τή καί πι­στό ὑ­πε­ρα­σπι­στή της.

Ὁ Προ­κό­πιος γνώ­ρι­ζε τήν ἀ­λή­θεια. Ἤ­ξε­ρε ποι­ά εἶ­ναι ἡ ὀρ­θή πί­στη. Θά μεί­νει ὅ­μως ἥ­συ­χος μέ τή γνώ­ση του αὐ­τή; θά ἀ­νε­χθεῖ νά μο­λυν­θεῖ ἡ ἀ­μώ­μη­τη πί­στη ἀ­πό τίς κα­κό­δο­ξες θε­ω­ρί­ες τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν; θά ἀ­φή­σει τό Ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα ἀ­φρού­ρη­το ἀ­πό τούς βα­ρεῖς λύ­κους καί τούς ἐ­χ­θρούς της πί­στε­ως; Ὄ­χι! θά ἀ­γω­νι­σθεῖ, θά κη­ρύ­ξει, θά ὁ­μο­λο­γή­σει καί θά ἀ­πο­δεί­ξει τήν ἀ­λή­θεια. Θά ἑ­νώ­σει τίς δυ­νά­μεις του καί μέ ἄλ­λους Ὀρ­θο­δό­ξους ἀ­γω­νι­στές καί θά προ­βά­λει τά στή­θη του μπρο­στά στή βί­α. Τί κι ἄν ἔ­βλε­πε κα­θη­με­ρι­νά τόν αὐ­το­κρά­το­ρα καί τούς γύ­ρω του ἀ­ξι­ω­μα­τού­χους νά δι­ώ­κουν, νά κα­κο­ποι­οῦν καί νά θα­να­τώ­νουν ἀ­κό­μη τούς Ὀρ­θο­δό­ξους ὁ­μο­λο­γη­τές; Ἡ ἀ­δρά­νεια εἶ­ναι ἀ­ναν­δρί­α καί ἡ σι­ω­πή προ­δο­σί­α τῆς πί­στε­ως. Τό κα­θῆ­κον τόν κα­λεῖ. Οἱ και­ροί εἶ­ναι κρί­σι­μοι καί ἀ­παι­τοῦν ἀ­γῶ­νες καί θυ­σί­ες.

Ὁ­πλι­σμέ­νος, λοι­πόν, μέ τή δύ­να­μη τοῦ Πνεύ­μα­τος, μέ θάρ­ρος καί ἀν­δρεί­α, μέ ὁρ­μη­τή­ριο τό ἱ­ε­ρό κελ­λί του, τίς με­λέ­τες καί τίς προ­σευ­χές του, ἀρ­χί­ζει τούς ἀ­γῶ­νες του. Συ­ζη­τᾶ, δι­α­φω­τί­ζει, κα­θο­δη­γεῖ τούς πι­στούς. Ἀν­τι­δρᾶ, ἀν­τι­κρού­ει καί κα­ται­σχύ­νει τούς κα­κο­δό­ξους. Ὅ­που κι ἄν βρε­θεῖ, σέ πολ­λούς καί στόν κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά, γί­νε­ται ὁ εὐ­ερ­γε­τι­κός φω­το­δό­της, μέ τήν πολ­λή του ἀ­γά­πη καί τίς σο­φές του συμ­βου­λές.

Ὅ­μως οἱ συ­νέ­πει­ες δέν ἀρ­γοῦν νά ἔλ­θουν. Τό ὄ­νο­μά του ἀ­κού­γε­ται ἀ­νά­με­σα στούς πρω­το­πό­ρους της Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἀ­νά­με­σα στούς ὁ­μο­λο­γη­τές τῆς πί­στε­ως. Γι’ αὐ­τό καί καταδι­ώ­κε­ται ἀ­πό τούς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι πο­λι­τι­κά ἰ­σχυ­ροί. Συλ­λαμ­βά­νε­ται, αὐ­τός καί ὁ ἐ­κλε­κτός του βο­η­θός Βα­σί­λει­ος, κα­κο­ποι­εῖ­ται μέ πολ­λούς τρό­πους, μαστιγώ­νε­ται, δο­κι­μά­ζει πολ­λά μαρ­τύ­ρια καί βα­σα­νι­στή­ρια. Ἀ­πτό­η­τος ὅ­μως, ὅ­πως καί οἱ ὁ­μο­λο­γη­τές ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων, δέν παύ­ει σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α νά ὁ­μο­λο­γεῖ τήν μό­νη ἀλήθεια, τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α.

Τε­λι­κά με­τά τά πολ­λά βα­σα­νι­στή­ρια ὑ­πο­κύ­πτει. Ἐ­νῶ ἡ ψυ­χή του μέ­νει ἀ­πτό­η­τη, τό φθαρ­τό σαρ­κί­ο ὑ­πο­κύ­πτει. Ὁ δι­πλός ἀ­γω­νι­στής τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τῆς πί­στε­ως πα­ρα­δί­δει τό πνεῦ­μα του στόν πρῶ­το ὁ­μο­λο­γη­τή καί μάρ­τυ­ρα, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­ζη­σε καί ἀ­γω­νί­σθη­κε. Με­τα­τέ­θη­κε στόν οὐ­ρα­νό «τερ­πνῆς θυ­μη­δί­ας συ­να­γαλ­λό­με­νος ταῖς ὑπερ­κο­σμί­αις Στρα­τιαῖς». Στή γῆ, ὅ­που ἀ­γω­νί­σθη­κε, μέ­νει γνω­στός ὡς ὁ­μο­λο­γη­τής τῆς πί­στε­ως.

Καί μεῖς πού τι­μοῦ­με τή μνή­μη του κα­λού­μα­στε στούς ση­με­ρι­νούς και­ρούς νά γι­νό­μα­στε οἱ ἀ­γω­νι­στές καί ὁ­μο­λο­γη­τές τῆς ἀ­λή­θειας μέ τήν ὀρ­θή πί­στη καί τήν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή. Αἱρε­τι­κοί καί κα­κό­δο­ξοι ὑ­πάρ­χουν καί στίς μέ­ρες μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζη­τοῦν νά πα­ρα­πλα­νή­σουν τό ποί­μνιο τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­σοι γνω­ρί­σα­με τήν ἀ­λή­θεια, κα­λού­μα­στε νά γί­νου­με οἱ φύλα­κες καί ὑ­πε­ρα­σπι­στές της ἀ­νά­με­σα στούς ἀ­δελ­φούς μας, τούς Ὀρ­θο­δό­ξους Χρι­στια­νούς. Εἶ­ναι κα­θῆ­κον πού μας τό ζη­τᾶ ὁ Θε­ός καί τό Ὀρ­θό­δο­ξο Ἔ­θνος μας.

Στι­χη­ρόν τοῦ ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος δ΄.

Τῇ ἀ­σκή­σει τό πρό­τε­ρον προσ­λα­βών καί τήν ἄ­θλη­ση θε­ο­φρό­νως

ὕ­στε­ρον εὐ­η­ρέ­στη­σας δι’ ἀμ­φο­τέ­ρων τῷ Κτί­σαν­τι τῷ μό­νῳ τήν κά­θαρ­ση

ἀ­παι­τοῦν­τι πα­ρ’ ἡ­μῶν καί ψυ­χῆς τήν εὐ­γέ­νειαν οὗ τήν ἐν­σαρ­κον πα­ρου­σί­αν

δο­ξά­ζων προ­σε­κύ­νεις τήν εἰ­κό­να τήν ἁ­γί­αν τῆς κα­τ’ αὐ­τόν ἀν­θρω­πό­τη­τος.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ μῖμος (ἠθοποιός)

Αὐτὸς ἀφοῦ ἀναπαράστησε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, βαπτίσθηκε ἀληθινά, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Θαλλελαῖος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀσκήτευε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Γάβαλα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὑπῆρχε εἰδωλολατρικὸς ναός, ποὺ συνέῤῥεαν πολλοί. Ὁ Θαλλελαῖος αὐτὸ τὸ ἐκμεταλλεύτηκε, ἐργαζόμενος γιὰ τὴν διαφώτιση καὶ τὴν προσέλκυση στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλῶν εἰδωλολατρῶν. Ἦταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη καὶ ποτὲ δὲν ὑπερηφανεύτηκε γιὰ τὰ πνευματικά του κατορθώματα. Ἦταν ὅμως καὶ φοβερὰ πολυμήχανος, προκειμένου νὰ φέρει ψυχὲς κοντὰ στὸ Χριστό. Κάποτε μάλιστα, εἶχε κατασκευάσει ἕνα ἰδιόῤῥυθμο κρεμαστὸ κρεβάτι. Αὐτὸ διαδόθηκε σ΄ ὅλη τὴν περιοχή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ λοιπὸν ὁ Θαλλελαῖος, ἄρχιζε συζήτηση μαζί τους καὶ ἔτσι ἔριχνε τὰ πνευματικά του δίχτυα, ποὺ ἔπιαναν πολλὲς ψυχὲς καὶ τὶς ἔσῳζε. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο κατόρθωσε νὰ ἐκχριστιανίσει μία ὁλόκληρη πόλη, τὰ Γάβαλα, καὶ νὰ γίνει πνευματικός της πατέρας μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ὅσιος Στέφανος

Ἵδρυσε τὸ Γηροκομεῖο τοῦ Ἀρματίου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Νίσιος (ἢ Νήσιος)

Μαρτύρησε ἀφοῦ μαστιγώθηκε μέχρι θανάτου μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ.

Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος

Καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ Ὅσιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν ἀσκητικὰ στὶς ἔρημους τῆς Συρίας, στὰ χρόνια του ἐπισκόπου Κύρου Θεοδώρητου (393-458). Ὁ Ἀσκληπιὸς στὴν ἀρχὴ ἔζησε σὲ κοινόβιο, ἀργότερα συνέχισε τὸν ἀσκητικό του ἀγῶνα μόνος του σὲ ἐρημητήριο. Ὁ Ἰάκωβος, κλεισμένος σ΄ ἕνα μικρὸ κελλί, κοντὰ στὸ χωριὸ Νιμουζά, δὲν ἄναβε καθόλου φῶς καὶ ἄνθρωπος δὲν τὸν ἔβλεπε ποτέ. Ἀποκρινόταν διὰ μέσου ἑνὸς πλάγιου σκαμμένου τόπου. Ἂν καὶ ἦταν πάνω ἀπὸ 90 χρονῶν δὲν βγῆκε καθόλου ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐκεῖνο. Ἔτσι ὅσια ἀφοῦ καὶ οἱ δυὸ ἔζησαν, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἐδῶ ἀναφέρουν δυὸ Ὁσίους Τιμοθέους. Ὅμως, λόγω ἔλλειψης στοιχείων δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε μετὰ βεβαιότητας ὅτι εἶναι δυὸ διαφορετικοὶ ὅσιοι ἢ ἕνας, ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιθανότερο).

Ὁ Ἅγιος Ἠλίας νεομάρτυρας ὁ Τραπεζούντιος

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κρυονέρι τῆς Τραπεζοῦντας. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ βασανίστηκε σκληρά. Τελικὰ τὸν κρέμασαν στὸ Μόλο τῆς Τραπεζοῦντας (Μουμ-χανέ) τὸ 1749. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἔθαψαν μὲ τιμὲς οἱ Χριστιανοὶ στὴ Μονὴ Θεοσκεπάστου.

 Ὁ ὅσιος Τίτος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου

Ὁ ὅσιος Τίτος τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀνήκει στοὺς ὁσίους τῆς Ρωσίας τοῦ 12ου αἰῶνος.

Ἀπὸ μικρὸς δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν εἰδικὴ κλήση τῆς ἀφιερώσεως στὸν Μο ναχικὸ βίο. Τόπος ἀσκήσεώς του ὑπῆρξε ἡ ὀνομαστὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ποὺ ἔκρυβε καὶ ἐξεπαίδευε ἄριστους ἀγωνιστὲς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ἔχοντας ὁ μοναχὸς Τίτος ἀνάμεσά του τέτοια ὑψηλὰ ὑποδείγματα ἀρετῆς, ἀγωνιζόταν νὰ τὰ μιμηθεῖ καλλιερ­γώντας σὲ ἰδιαίτερα ὑ ψηλὸ βαθμὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς συμμοναστές τους. Πρὸς ὅλους ἦταν στοργικός, ἐξυπηρετικός, μακρόθυμος καὶ συγ­καταβατικός.

Ἡ θεοφιλὴς πολιτεία του καὶ τὸ εὐγενικὸ ἦθος του τὸν ὁδήγησαν σύντομα στὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα, στὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχε στὴ Λαύρα καὶ ὁ διάκονος Εὐάγριος, μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς ἕνωνε δυνατὸς ἐν Κυρίῳ σύνδεσμος. Ὅμως ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀγάπης, ὁ μισόκαλος διά­βο­λος, φθόνησε τὴν ὡραία ἐκείνη δυνατὴ ἀγάπη τους καὶ ἔσπειρε στὶς ψυχὲς καὶ τῶν δύο ἱερωμένων μοναχῶν τὸ μίσος. Ἀπὸ μικροαφορμὲς ποὺ δόθηκαν ἔγιναν παρεξη­γήσεις ποὺ κατέληξαν σὲ παρανοήσεις, καὶ τοὺς ἔφεραν σὲ ψυχικὴ ἀπόσταση, σὲ ὀργὴ καὶ ἔχθρα.

Τὸ θέαμα ἦταν πολὺ θλιβερὸ καὶ πικρὸ γιὰ ὅλη τὴν Ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Οἱ κάποτε τόσο στενὰ «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» συνδεδεμένοι πατέρες Τίτος καὶ Εὐάγριος, τώρα νὰ βρίσκονται σὲ τέτοια ἀπόσταση! Δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ μιλοῦν οὔτε καὶ νὰ βλέπονται μεταξύ τους. Καὶ δυστυχῶς ἡ σα τα νικὴ αὐτὴ κατάσταση τοὺς συνόδευε καὶ μέσα στὸν Ναό, τὴν ὥρα τῆς Λατρείας. Ὁ ἕνας ἀπέ φευγε νὰ δεχθεῖ τὴ θυμίαση τοῦ ἄλλου ἢ τὸν προσπερνοῦσε. Τραγικὴ κατάσταση!

Ζοῦσαν ἐγωιστικὰ στὴ δυστυχία ποὺ εἶχαν ἐπιλέξει καὶ ποὺ ὁ διάβολος εἶχε πυροδοτήσει. Πόσες νύχτες κοιμή­θηκαν μὲ μνησικακία περιφρονώντας τὸν ἁγιογραφικὸ λόγο «ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ἡμῶν» (Ἐφ. δ΄ 26). Καὶ πόσες θεῖες Λειτουργίες ἔκαναν χωρὶς τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ «καταλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου».

Ἡ Ἀδελφότητα παρακολουθοῦσε μὲ βαθὺ πόνο τὴν πορεία τῶν δύο πατέρων καὶ πάσχιζε νὰ ἑνώσει τὰ τραυ­ματισμένα αὐτὰ ψυχικὰ μέλη της. Ὅμως κάθε προσπά­θεια ἀπὸ παρεμβάσεις ἐγκρίτων ἀδελφῶν καὶ πατέρων παρέ­μενε ἄκαρπη, ἕως ὅτου ἦλθε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τοῦ μεγάλου Πατέρα.

Μιὰ ἀσθένεια σοβαρὴ καθήλωσε στὸ κρεβάτι τὸν ἱερέα Τίτο. Θυμήθηκε τότε τὰ ἔσχατα, τὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Κρι­τοῦ. Ἡ συνείδησή του ξύπνησε. Καὶ ξέσπασε σὲ θρῆνο μετανοίας γιὰ τὴ μνησικακία του. Καὶ θέλοντας νὰ παραδώ­σει ἕτοιμη ψυχὴ στὸν δικαιοκρίτη Θεό, κάλεσε ἐπειγόντως τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς καὶ τοὺς εἶπε: «Σᾶς ἱκετεύω, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Τρέξτε ἐκ μέρους μου στὸ διάκονο Εὐάγριο. Καὶ πεῖτε του νὰ μὲ συγχωρήσει».

Ὁ Εὐάγριος ὅμως ὄχι μόνο δὲν συγκινήθηκε ἀπὸ τὴν παράκληση τοῦ Τίτου, ἀλλὰ καὶ ὀργίσθηκε περισσότερο. Ἀρνήθηκε νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ ἄρχισε νὰ τὸν βρίζει μὲ πιὸ πικρὰ ἀπὸ ἄλλοτε λόγια.

Τότε οἱ πιὸ τολμηροὶ μοναχοὶ τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔσυραν μὲ βία στὸν κατάκοιτο ἑτοιμοθάνατο γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν.

Ὅταν ἀντίκρισε ὁ Τίτος τὸν Εὐάγριο νὰ εἰσέρχεται στὸ ταπεινὸ κελλάκι του, ἀνασηκώθηκε, ἔγειρε πρὸς τὸ μέρος του καὶ μὲ ὅση δύναμη τοῦ εἶχε ἀπομείνει, γεμάτος συγκίνηση, τοῦ εἶπε: «Πάτερ μου Εὐάγριε, συγχώρεσέ με! Καὶ εὐλόγησέ με, γιατὶ φεύγω ἀπὸ τὸν κόσμο. Σὲ λίγο πεθαίνω». Πόση ταπείνωση πράγματι ἔκρυβε ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ πρεσβυτέρου Τίτου!

Παρακολουθώντας τὴ διήγησή μας στὸ πρῶτο αὐτὸ μέρος, εἴδαμε πόσο ἀδύνατος εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐνδέχεται νὰ συμβοῦν περιστατικὰ θλιβερά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βέβαια κάθε ἄνθρωπος (κληρικὸς ἢ λαϊκός) μὲ τὴ δύναμη τῆς μετανοίας μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ἐὰν ὅμως δὲν θελήσει καὶ πεισματικὰ δὲν δεχθεῖ τὴ θεία βοήθεια, ὁδηγεῖται δυστυχῶς στὸν ὄλεθρο.

Στὸν διάκονο Εὐάγριο χάρισε ὁ Θεὸς μιὰ πολύτιμη εὐκαιρία γιὰ νὰ συνδιαλλαγεῖ μὲ τὸν πρεσβύτερο Τίτο.

Ἀλλά, δυστυχῶς, τὴν ἀπέρριψε πεισματικά, ἐπειδὴ ἔκρυβε βαθὺ ἐγωισμό. Καὶ τελικὰ ὁ Εὐάγριος δὲν δέχθηκε τὴ συγγνώ μη τοῦ ἀσθενοῦντος συλλειτουργοῦ του, λέγοντας πρὸς ὅλους γύρω του: «Ποτὲ δὲν θὰ συμφιλιωθῶ μαζί του, οὔτε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη».

Καὶ καθὼς τελείωνε ὁ Εὐάγριος τὸν πικρό του αὐτὸν λόγο, ὁ Θεὸς τὸν τιμώρησε. Τὸν ἐπισκέφθηκε ἀκαριαῖα ὁ πικρότατος θάνατος. Ἔπεσε νεκρὸς κάτω. Καὶ ἔμεινε ἐκεῖ κοκκαλωμένος. Μὲ ἀλύγιστα τὰ μέλη τοῦ σώματός του καὶ μὲ τὸ στόμα ἀνοικτὸ νὰ χάσκει.Τὴν ἴδια ὥρα ρεῦμα θείας πνοῆς ζωογονοῦσε τὸν ἑτοιμοθάνατο Τίτο. Καὶ μὲ σφρίγος καὶ δύναμη, τελείως ὑγιὴς ἀνασηκώθηκε μὲ παράδοξο θαῦμα!

Πόνος βαθὺς ἀνάμεικτος μὲ ἀπροσδόκητη χαρὰ κατέ­λα­βε ὅλους. Πόνος γιατὶ ἕνας ἀνελεήμων καὶ μνησίκακος καὶ σκληροκάρδιος διάκονος ἔχανε ὁριστικὰ τὴν ψυχή του, καὶ χαρὰ γιατὶ ἕνας ἐλεήμων καὶ συγχωρητικὸς ἱερέας κέρδιζε τὴ σωτηρία του, ὑγεία πρῶτα στὴν ψυχὴ καὶ μετὰ στὸ σῶμα.

Σὲ λίγο ὁ Τίτος διηγεῖτο μεταρσιωμένος ὅσα θαυμαστὰ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει στὴ διάρκεια τῆς ἀσθενείας του, μέχρι καὶ τὴν ὥρα τῆς ὁλοκληρωτικῆς θεραπείας του. Τί εἶχε δεῖ;

Πρὶν ζητήσει ἀπὸ τὸν Εὐάγριο τὴ συγγνώμη, ἔβλεπε πλῆθος πονηρῶν δαιμόνων γύρω ἀπὸ τὴν κλίνη του ποὺ πανηγύριζαν γιὰ τὴ γεμάτη ὀργὴ καὶ μνησικακία ψυχή του καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν ὁ Εὐάγριος ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴ μετάνοια τῆς συγγνώμης του, εἶδε τιμωρὸ ἄγγελο ποὺ μὲ φλογισμένο ἀκόντιο χτύπησε τὸν αὐθάδη διάκονο καὶ τὸν ἔριξε κάτω νεκρό. Καὶ ἀμέσως μετὰ εἶδε τὸν ἄγγελο νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ κρεβάτι του καὶ μὲ τὴν παντοδύναμη προσταγὴ τοῦ Κυρίου νὰ τὸν κρατάει σφικτὰ καὶ νὰ τὸν ἀνασταίνει τελείως ὑγιή.

Τὸ ἐποπτικὸ αὐτὸ μάθημα συγκλόνισε ὅλη τὴ μεγάλη Ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ μακάριος Τίτος μὲ τὴ γενναία του αὐτὴ πράξη τῆς συμ­φι­λιώσεως ἀπέδειξε στοὺς συμμοναστές του τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης.

Ἀπὸ τότε σ’ ὅλη τὴ Λαύρα οἱ μοναχοὶ ἀπέβαλαν κάθε ἴχνος μίσους ἢ κακίας καὶ ἐνεδύθησαν «σπλάγχνα οἰκτιρ­μῶν» (Κολ. γ΄ 12). Ἡ φράση τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ ἠχοῦσε δυνατὰ στὶς καρδιὲς ὅλων: «Ἂν σὲ κάποιον συμβεῖ νὰ πεθάνει, ἐνῶ βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ συνάνθρωπό του, ἡ κρίση θὰ εἶναι ἀμείλικτη γι’ αὐτόν».

Ὁ Τίτος στὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του ὑπῆρξε πρότυπο ἀνεξικακίας καὶ πλούσιας ἀγάπης πρὸς ὅλους. Τὸ ἀπε­δεί­κνυε καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἐξωτερική του συμπε­ριφορὰ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐσωτερική του διάθεση.

Οὐδέποτε ἄφησε νὰ περάσει μέσα του ἴχνος κακίας ἢ ἀντιπάθειας γιὰ ὁποιονδήποτε ἀδελφό. Ἡ ὅλη του βιοτὴ ἦταν ἐξαγνισμένη, ὁσία καὶ καθαρά. Γιὰ ὅλους ὑπῆρξε δυ­νατὸ πρότυπο ἀρετῆς τοῦ γνησίου μοναχικοῦ καὶ ἱερα­τικοῦ βίου. Ἔτσι λουσμένος στὴν οὐράνια χάρη, παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὴν ὁσία ψυχή του στὸν Νυμφίο Κύριο καὶ Πλάστη του γύρω στὸ 1190 μ.Χ.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς τίμησε καὶ δόξασε τὸν ἄξιο ἱερωμένο τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, τὸν Τίτο τὸν πρεσβύτερο.

Τὸ σῶμα του παραμένει ἄφθαρτο ἕως τὶς ἡμέρες μας, γιὰ νὰ ἀποδεικνύει σιωπηλὰ τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία πε ριέβαλε ὁ Θεὸς τὸν ὅσιο δοῦλο Του μετὰ τὴ μεγάλη του νίκη.

Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Τίτου τοῦ πρεσβυτέρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας, νὰ καλλιεργοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἀμνησίκακο καὶ συγχωρητικὸ πνεῦμα πρὸς ὅλους, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ χρυσὸ κλειδὶ τοῦ Παραδείσου!