Σήμερα 2/3 εορτάζουν:
- Άγιος Ησύχιος ο Συγκλητικός
- Άγιος Θεόδοτος επίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου Ομολογητής και Ιερομάρτυρας
- Αγία Ευθαλία η παρθενομάρτυς
- Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς
- Άγιος Κόιντος Ομολογητής και Θαυματουργός
- Άγιοι Νέστωρ και Τριβιμίος
- Άγιος Τρωάδιος και οι συν αυτώ
- Άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία
- Όσιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος
- Άγιος Chad
- Άγιος Αμβρόσιος Πατριάρχης Γεωργίας
- Όσιοι Βαρσανούφιος, Σάββας, Σαββάτιος και Ευφρόσυνος εκ Ρωσίας
- Άγιος Αρσένιος Επίσκοπος Τβερ της Ρωσίας
- Όσιος Αρέθας ο Έγκλειστος
- Όσιος Αβράμιος εκ Ρωσίας
- Όσιος Αρσένιος εκ Ρωσίας
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ενθρόνου
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Συγκλητικός
Ἔζησε στὰ χρόνια του Γαλερίου Μαξιμιανοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ´ αἰῶνα μ.Χ., καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ὅταν κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς ἐνάντια στοὺς χριστιανούς, τοῦ προτείνεται νὰ σώσει τὴν ζωή του καὶ τὶς τιμές του, ἀρνούμενος τὴν πίστη του. Ὁ Ἡσύχιος μὲ θάρρος καὶ ἠρεμία ἐμμένει στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Μαξιμιανός, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μεταπείσει μὲ συμβουλές, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές, ἀφαιρεῖ τὰ τιμητικά του σύμβολα καὶ τὸν γελοιοποιεῖ μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους. Ὁ Ἡσύχιος ἀτάραχος, ἀπάντᾳ μὲ τὰ λόγια του Κυρίου: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω». Δηλαδή, δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐπιδιώκω νὰ πάρω. Ἐξοργισμένος ὁ Μαξιμιανός, διέταξε τὸ θάνατό του. Τότε μία στρατιωτικὴ συνοδεία τὸν ὁδήγησε στὸν ποταμὸ Ὀρόντη. Ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό, τὸν ἔριξαν στὸ πιὸ βαθὺ μέρος. Ἔτσι παρέδωκε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεὸ τῆς δόξης, γιὰ νὰ τὸν δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ μέλλουσα κρίση. Ἀλλὰ ἔδειξε καὶ σ᾿ ὅλους ἐμᾶς δυὸ μεγάλες ἀρετές, τὴν καταφρόνηση τῆς κοσμικῆς δόξας καὶ τὴν θυσία τῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἐπίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου Ὁμολογητὴς καὶ Ἱερομάρτυρας
Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν ἡ εἰδωλολατρία κινδύνευε νὰ ἐκπνεύσει. Καὶ ζητοῦσε, ὅπως τὰ θανάσιμα πληγωμένα θηρία, νὰ πέσει μὲ ὅσες δυνάμεις τῆς ἀπέμειναν, νὰ ἐξοντώσει τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Θεόδοτος, ἐπίσκοπος στὴν Κυρήνεια τῆς Κύπρου, μὲ τὸ μεγάλο ζῆλο του ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ γιὰ τὶς κατακτήσεις ποὺ ἐπιτύγχανε μέσα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβε, προσπάθησε νὰ τὸν πείσει ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Ὁ Θεόδοτος ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ μίλησε θαρραλέα στὸν ἡγεμόνα κατὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τὸν ἐξόρκισε ν᾿ ἀρνηθεῖ τοὺς ψεύτικους θεούς. Τότε ὁ Σαβίνος τὸν βασάνισε σκληρά, ἀλλὰ μπροστὰ στὴν ἐξέγερση τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ, φοβήθηκε καὶ διέταξε νὰ μεταφερθεῖ ὁ καταπληγωμένος Ἱεράρχης στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ στὴ φυλακὴ ὁ Θεόδοτος δὲν ἐγκατέλειψε τὸ ἔργο του. Βρῆκε ἀνθρώπους, ὅπου τοὺς μετέδωσε τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι ἔκανε μέσα στὴ φυλακὴ ἕνα μικρὸ ποίμνιο. Ἀργότερα, ἐπὶ Μεγάλου Κων/νουἐλευθερώθηκε καὶ συνέχισε μὲ περισσότερο ζῆλο τὸ ἔργο του. Μετὰ δυὸ χρόνια ὅμως πέθανε, ἀφοῦ ἄφησε ἀλησμόνητο ὑπόδειγμα σὲ κλῆρο καὶ λαό. (Ἡ μνήμη του – ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστὲς – περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται τὴν 17η καὶ τὴν 19η Ἰανουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Κόϊντος Ὁμολογητὴς καὶ Θαυματουργός
Ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Λευκτίου Αὐρηλιανοῦ τοῦ Σιδηρόχειρα, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία. Εἰδωλολάτρης πρίν, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ πόθο πρὸς τὴν ἀρετή, δὲν δυσκολεύτηκε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη, ὅταν ἄκουσε τὴν διδασκαλία της καὶ εἶδε τὶς ἀρετὲς τῶν πιστῶν της. Κάποτε λοιπόν, πῆγε σὲ κάποιο χωριό, τὴν Αἰολίδα, καὶ μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ὁ δὲ ἡγεμόνας Ῥοῦφος, τὸν συνέλαβε, καὶ ὅταν τόν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἀμέσως κατέλαβε τὸν ἡγεμόνα δαιμόνιο. Τότε ὁ Ἅγιος, παρακάλεσε τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἡγεμόνας ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ὁ δὲ Ῥοῦφος, ὄχι μόνο ἄφησε ἐλεύθερο τὸν Κόϊντο, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ πολλὰ δῶρα γιὰ τὸ εὐεργέτημα ποὺ τοῦ ἔκανε. Κατόπιν πῆγε σὲ μία ἄλλη πόλη, τὴν Κύμη, ὅπου μὲ τὴν βία οἱ εἰδωλολάτρες τὸν εἰσήγαγαν σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ προκειμένου νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Καὶ ἐπειδὴ διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου ἔγινε σεισμὸς καὶ γκρεμίστηκε ὁ ναὸς τῶν εἰδώλων, ἔντρομοι οἱ εἰδωλολάτρες ἄφησαν ἐλεύθερο τὸν Ἅγιο. Μετὰ 40 μέρες, συνέλαβε τὸν Ἅγιο ὁ ἄρχοντας Κλέαρχος, ποὺ ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ διέταξε νὰ συντρίψουν τὰ σκέλη τοῦ Μάρτυρα. Ὅταν δὲ ἔγινε αὐτό, ἀμέσως αὐτὰ ἔγιναν σῶα καὶ ὑγιῆ, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Κόϊντος πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριά, γιὰ 10 ὁλόκληρα χρόνια καὶ γιάτρευε κάθε ἀσθένεια καὶ βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς. Ἔτσι, μὲ τέτοια θαύματα καὶ θεάρεστα ἔργα ποὺ ἔπραξε, παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὸν Κύριο. (Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 2α Ἰουλίου).
Οἱ Ἅγιοι Νέστορας καὶ Τριβίμιος (ἢ Τριβιμίνος)
Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251) καταγγέλθηκαν ὅτι ἦταν χριστιανοὶ καὶ μαστιγώθηκαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ. Ἔπειτα τοὺς κρέμασαν καὶ τοὺς ἔσχισαν μέχρι τὰ σπλάχνα. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, ἀποκεφαλίστηκαν καὶ ἔτσι πῆραν τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. (Πολὺ πιθανό, ὁ Ἅγιος Νέστορας, νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 28ης Φεβρουαρίου, διότι οἱ βιογραφίες τους συμπίπτουν).
Ὁ Ἅγιος Τρωάδιος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251).
Ἡ Ἁγία Εὐθαλία ἡ Παρθενομάρτυς
Σικελία! Τό μεγάλο αὐτό νησί τῆς Κάτω Ἰταλίας εἶχε τό προνόμιο νά ἀκούσει ἀπό πολύ νωρίς τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Τό δέχθηκε μέ προθυμία καί εὐγνωμοσύνη καί τό ἔκανε πίστη καί ἔργο της. Εἶχε διαμέσου τῶν αἰώνων νά παρουσιάσει πλήθη Ἁγίων, Ὁσίων, Ἱεραρχῶν καί μοναχῶν, ὅπως καί Μαρτύρων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, νέων καί νεανίδων. Ἡἁγία Εὐθαλία εἶναι τέκνο τῆς Σικελίας, νεαρή, Ὁσία καί συγχρόνως Μάρτυς.
Στή Σικελία ἔφθασαν νωρίς τά ρήματα τῶν ἁλιέων. Ἔτσι ἀποκαλοῦσαν τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων. Δέν κατέλαβαν ὅμως ἀμέσως ὅλο τό μεγάλο νησί. Πέρασαν αἰῶνες καί ἀκόμη βρίσκονταν ἐθνικοί, οἱὁποῖοι λάτρευαν τά εἴδωλα καί θυσίαζαν σ’ αὐτά. Ἦταν εἰδωλολάτρες μέ πεῖσμα καί πάθος. Ἴσως ὁ σατανᾶς εἶχε διαθέσει τούς τελευταίους καιρούς ὅλες του τίς δυνάμεις, ὥστε νά μή μπορέσει ἡ νέα θρησκεία τοῦ Χριστοῦ νά τόν μετακινήσει ἀπό τίς θέσεις, πού εἶχε καταλάβει στούς τόπους καί τίς ψυχές ἀνθρώπων.
Ὅμως βρίσκονταν καί καλοπροαίρετες ψυχές, οἱὁποῖες μέ προθυμία δέχονταν τόν θεῖο σπόρο. Μία ἀπ’ αὐτές ἦταν καί ἡ Εὐθαλία, μητέρα τῆς ἁγνῆς Εὐθαλίας, ἡὁποία ἀργότερα ἀναδείχθηκε Μάρτυς. Ἄκουσε ἡ μητέρα Εὐθαλία νά κηρύττεται ἡἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί εἶδε φῶς. Φῶς μέγα πλημμύρισε τήν καρδιά της καί νέοι ὁρίζοντες ἀνοίχθηκαν μπροστά της. Καί εἶδε καθαρά πόσο σκληρή, ἀπάνθρωπη, πονηρή καί ἀνήθικη ἦταν ἡ θρησκεία καί ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων καί πόσο εὐγενής, ἁγνή, ἁγία ἦταν ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ! Πώς μποροῦσε νά συγκριθεῖ ἡ εἰδωλολατρική σκληρότητα μέ τήν ἀγάπη καί τήν εὐγένεια τῶν Χριστιανῶν; Τόση ἦταν ἡἀγάπη τοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν, ὥστε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί θυσιάσθηκε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τόση ἦταν ἡἀγάπη του, πού τήν ἔκανε καί ἀγάπη τῶν δικῶν του, ὥστε οἱ ἀκόλουθοί του νά θυσιάζονται γιά τόν Σωτήρα τους, ἀλλά καί γιά τούς ἀδελφούς τους ἀνθρώπους.
Ἡ εὐαγγελική ἀλήθεια, ὅπως τήν ἄκουγε κι ὅπως τήν ζοῦσε ἡ μητέρα Εὐθαλία, τήν μεταμόρφωνε καί συγχρόνως κινοῦσε τήν περιέργεια καί τό ἐνδιαφέρον τῆς κόρης τῆς Εὐθαλίας. Ποῦ πήγαινε ἡ μητέρα της, μέ ποιούς συναναστρεφόταν, ποιές ἦταν οἱ νέες της πεποιθήσεις πού τήν ἄλλαξαν ἔτσι; Καί τό πληροφορήθηκε. Μέ πολλή προθυμία ἡ μητέρα Εὐθαλία τήν μύησε στά μυστικά της ἁγιοτάτης χριστιανικῆς πίστεως καί τήν καθοδήγησε πῶς κι αὐτή νά γνωρίσει τόν Χριστό. Καί ἡ καλοπροαίρετη ψυχή τῆς νεαρῆς Εὐθαλίας ἀκολούθησε τή μητέρα της στίς ὁδούς τῆς ζωῆς. Πίστευσε καί μέ συναίσθηση προσῆλθε στό ἅγιο Βάπτισμα. Ἔγινε συνειδητή Χριστιανή.
Ὅμως ὑπῆρχαν καί ἄνθρωποι ὑποχείριοι τοῦ σατανᾶ, οἱὁποῖοι ἀντιδροῦσαν μέ πεῖσμα στήν ἐπέκταση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἦταν καί ὁἀδελφός της νεαρῆς Εὐθαλίας, ὁ Σερμινιανός. Φανατικός στήν εἰδωλολατρία, ἀντέδρασε μέ πεῖσμα στή νέα πίστη τῆς ἀδελφῆς καί τῆς μητέρας του. Καί ἀπαίτησε καί ἀπείλησε νά ἀφήσουν καί οἱ δυό ἀμέσως ὅ,τι τελευταία ἄρχισαν νά πιστεύουν, καί νά ἐπανέλθουν στήν παλιά τους θρησκεία, πού τήν ἔχουν τιμήσει φιλόσοφοι καί ρήτορες, στρατηγοί τῶν Ρωμαίων καί αὐτοκράτορες. Δέν ξένισε τίς δυό γυναῖκες ἡ συμπεριφορά τοῦ Σερμινιανοῦ. Τό εἶχε προείπει ὁ Κύριος, ὅτι πολλές φορές θά εἶναι «ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ» καί ὅτι «παραδώσει ἀδελφός ἀδελφόν εἰς θάνατον καί πατήρ τέκνον, καί ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπί γονεῖς καί θανατώσουσιν αὐτούς» (Μάτθ. ι΄ 36, 21). Ὅμως αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε καί ἀπαιτοῦσε ὁ Σερμινιανός, δέν μποροῦσε νά γίνει. Τόν Θησαυρό τους καί τόν πολύτιμο Μαργαρίτη τους, πού βρῆκαν ἡ Εὐθαλία μητέρα καί ἡ Εὐθαλία κόρη, δέν ἦταν δυνατόν νά τόν ἐγκαταλείψουν.
Μία οἰκογένεια διχασμένη καί μάλιστα σέ ἀντίθετα πολεμικά στρατόπεδα. Τῆς ἀλήθειας καί τοῦ ψεύδους, τῆς ἀγάπης καί τοῦ μίσους. Ποιός θά νικήσει; Ὁ Σερμινιανός προχωρεῖ. Τήν σταθερότητα μητέρας καί ἀδελφῆς τήν ἀντιμετωπίζει δυναμικά. Ἐπιτίθεται πρῶτα ἐναντίον τῆς μητέρας, τήν ὁποία θεωρεῖ αἰτία τῆς παραπλανήσεως τῆς ἀδελφῆς του. Μέ τό κακοῦργο συναίσθημά του τήν ἁρπάζει ἀπό τόν λαιμό ἕτοιμος νά τήν πνίξει. Κι ἐκείνη μέ τόν φόβο, μήπως ὁ Σερμινιανός καταντήσει μητροκτόνος, ἐγκαταλείπει τό σπίτι τους καί φεύγει μακριά. Μένει ἡἀδελφή. Ἐπιτίθεται τώρα καί σ’ αὐτήν. Δέν τή λυπᾶται. Δέν τή σέβεται. Ἀδελφή του εἶναι, ἕνα νέο ἁπαλό πλάσμα. Αὐτός τή βλέπει ὡς ἐχθρό. Αὐτός ἐμπνέεται ἀπό τόν ἀρχέκακο διάβολο. Ἐπιτίθεται μέ μαχαίρι στό χέρι καί μέ μία κίνηση, ὅπως ἦταν πεσμένη στή γῆ, τῆς ἔκοψε τό κεφάλι.
Ποιός νίκησε; Φαινομενικά ὁ φανατικός εἰδωλολάτρης ἀδελφός. Ὅμως ἡ νίκη ἦταν τῆς ὁσίας Εὐθαλίας, ἡὁποία μέ τή σταθερότητά της νίκησε τά πονηρά δελεάσματα τοῦ αἱμοβόρου ἀδελφοῦ καί τοῦ πατρός του σατανᾶ καί κέρδισε τόν οὐρανό. Ἄγγελοι παρέλαβαν τήν ἁγία ψυχή της καί τήν ὁδήγησαν στόν οὐρανό κοντά στόν Κύριο, τόν Ἀρχηγό τῶν Μαρτύρων, καί τήν κατέταξαν ἀνάμεσα στίς Ὁσίες καί Μάρτυρες γυναῖκες. Παράδειγμα σταθερότητος καί εὐγενοῦς ἐμμονῆς στήν ἁγία πίστη καί τή χριστιανική ζωή μέσα στήν οἰκογένεια.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἴσως νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι με αὐτοὺς τῆς 9ης Ὀκτωβρίου).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς εἶναι μία ὁσία ἱερατικὴ μορφὴ τῶν νεωτέρων χρόνων τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν πόλι τῶν Ἀθηνῶν. ῾Υπῆρξε κατὰ τὴν μαρτυρία συγχρόνων του «ὁ ταπεινότερος τῶν ἱερέων καὶ ὁ ἁπλοϊκώτερος τῶν ἀνθρώπων» τῆς ἐποχῆς του· «ἀξιαγάπητος» ὑπὸ πάντων καὶ «ἄξιος τοῦ πρώτου μακαρισμοῦ τοῦ Σωτῆρος».
Γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς νησιῶτες τὸν καπετὰν Ἰωάννη καὶ τὴν Αὐγουστίνα. Ὁ παπποῦς του ὁ παπα-Γιώργης ὁ Μελισσουργὸς τοῦ ἐνέπνευσε ἀγάπη θερμὴ πρὸς τὴν ᾿Εκκλησία καὶ τὴν ῾Ιερωσύνη. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἐξεδήλωσε εὐσέβεια βαθυτάτη. ᾿Επεσκέπτετο τὰ ἐξωκκλήσια τῆς νήσου, ἄναβε τὰ καντήλια καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους τόσο ζωντανά, σὰν νὰ συνωμιλοῦσε μὲ πολὺ δικούς του ἀνθρώπους. Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ οἰκογένειά του μετοίκησε στὴν Ἀθήνα, στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Πλάκας κάτω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι.
Σὲ νεαρὰ ἡλικία νυμφεύεται τὴν ἐνάρετη ῾Ελένη ἀπὸ τὰ Κύθηρα. ᾿Ενωρὶς ὅμως ἡ σύζυγός του ἐκοιμήθη ἀφήνοντας πίσω τὸ μονάκριβο παιδί τους Ἰωάννη. Μὲ καρτερία ψυχῆς σηκώνει ὁ Νικόλαος τὸν σταυρὸ ποὺ ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε. Κρίνει ὅτι ἔφθασε τώρα ἡ ὥρα νὰ προσφερθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο. Στὶς 28 Ἰουλίου 1879 ἐκπληρώνεται ὁ παιδικός του πόθος. Χειροτονεῖται διάκονος στὸν ἱερὸ Ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τῆς Πλάκας, ὅπου καὶ θὰ διακονήσει γιὰ πέντε χρόνια. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει τὴν ποιμαντική του δραστηριότητα. Μὲ τὸ γλυκό του λόγο, φωτίζει, νουθετεῖ καὶ παρηγορεῖ τοὺς ἐνορῖτες του. Στὶς 2 Μαρτίου 1884 χειροτονεῖται ἱερεὺς στὸ ἱστορικὸ ἐκκλησάκι τῆς Πλάκας τοῦ ἁγίου ᾿Ελισσαίου. Τοποθετεῖται στὴν ἀρχὴ ἐφημέριος στὸν ἅγιο Παντελεήμονα Ἰλισσοῦ μὲ 13 μόλις τότε οἰκογένειες – ἐνορῖτες. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο στὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς ὁδοῦ Βουλιαγμένης μὲ 8 οἰκογένειες, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ ὁσιακό του τέλος.
Ὁ ἅγιος ἱερεὺς Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, ἂν καὶ ἦταν ὀλιγογράμματος, ἦταν πλούσιος σὲ «ἄνωθεν» σοφία. Πλοῦτος του ἦταν ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον ὑπεραγαποῦσε καὶ ὑπηρετοῦσε «ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας». Ὁ βιογράφος του σημειώνει ὅτι «διήρχετο τὸ πλεῖστον τοῦ χρόνου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου καταγινόμενος εἰς μακρὰς ἀλλὰ λίαν κατανυκτικὰς προσευχὰς τελῶν πάσας τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας».
Διεκρίθη ὡς εὐλαβέστατος λειτουργὸς τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς Λατρείας ἀπεσπᾶτο ἀπὸ τὰ γήϊνα. ῾Υπῆρξαν φορὲς ποὺ παιδιὰ μὲ τὰ ἁγνά τους μάτια τὸν ἀντίκριζαν «νὰ ἀστράφτει ἀπὸ οὐράνιο φῶς» ἢ ἄλλοτε ἔκπληκτα ὁμολογοῦσαν· «Ὁ παππούλης δὲν πατάει στὴ γῆ… ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό». Πλῆθος ἀνθρώπων ἐγγραμμάτων ἀλλὰ καὶ ἁπλοϊκῶν ἤρχετο στὶς θεῖες Λειτουργίες ποὺ καθημερινὰ ἐπὶ 50 ὁλόκληρα χρόνια τελοῦσε στὸν ἅγιο Ἰωάννη καὶ τὰ βυζαντινὰ ναΰδρια γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι. Μετάγγιζε στοὺς πιστοὺς πάντοτε μιὰ οὐράνια ἀτμόσφαιρα «βαθείας κατανύξεως, ἀπολύτου ἡσυχίας καὶ προσηλώσεως ὅλων εἰς τὰ ἐν τῷ ναῷ τελούμενα», κατὰ τὴν μαρτυρία πολλῶν.
Χαρακτηριστικὸ τῆς θερμῆς του ἀγάπης εἶναι πὼς μνημόνευε ἐπὶ πολλὲς ὧρες ἑκατοντάδες μνημονεύματα, τὰ ὁποῖα ὀνόμαζε «τὰ γραμμάτιά μου καὶ τὰ συμβόλαιά μου» καὶ τὰ μετέφερε στὸν ὦμο του σὲ δύο πάνινες σακκοῦλες.
Ὁ ὅσιος αὐτὸς ἱερεὺς ἦταν γεμᾶτος ἀγαθωσύνη καὶ ἐλεημοσύνες. «Ἔδιδε ὅ,τι εἶχε». Μετέβαινε ἀθόρυβα καὶ ἐλεοῦσε ἢ συντηροῦσε τακτικὰ πτωχὲς οἰκογένειες, ἐπλήρωνε γιὰ τὰ δίδακτρα καὶ τὰ βιβλία πτωχῶν φοιτητῶν, συμβούλευε καὶ συμφιλίωνε οἰκογένειες, παρηγοροῦσε πονεμένους. Συνεχῶς εὐεργετοῦσε, «πάντας ἠγάπα, ὑπὲρ πάντων ηὔχετο», σημειώνει ὁ βιογράφος του.
῏Ηταν ἀκόμη ὁ ἅγιος καὶ ὑπομονητικὸς καὶ ἀνεξίκακος. Δὲν κρατοῦσε ἴχνος κακίας γιὰ κανένα. Καὶ γιὰ ὅσους ἐκμεταλλεύοντο τὴν καλωσύνη του ἔλεγε· «Νομίζετε πὼς δὲν ξέρω νὰ μιλήσω ὅταν μὲ κακομεταχειρίζωνται; Ξέρω, παιδιά μου, ἀλλὰ σκέπτομαι τὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἔτσι σιωπῶ!».
῏Ηταν ἀκόμα καὶ ἐξομολόγος, ἀληθινὸς Πνευματικός. Μὲ τὴν «μεγάλην του ἁπλότητα καὶ τὴν ἄκρα ταπείνωση ἀπέσπασε τὴν ἐκτίμηση, τὴν συμπάθεια καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη πολλῶν…». Πολλοὶ «δύστροποι χαρακτῆρες» ἄλλαζαν φρονήματα, τονίζει ὁ βιογράφος του. ᾿Επιδροῦσε μὲ τὸ πρᾶον καὶ τὸ ἀνεξίκακον τοῦ ἤθους του. «Οὐδεὶς εὑρέθη ποτὲ δυσανασχετῶν κατ᾿ αὐτοῦ ἢ ἀντιλέγων εἰς τὰς πατρικὰς αὐτοῦ ὑποθήκας καὶ συστάσεις».
Παρὰ ταῦτα παρέμενε ὁ ταπεινός.
Ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνη. «Χωρὶς νὰ συγκινεῖται ἀπὸ κοινωνικὲς γνωριμίες» ἢ ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους. ᾿Εφέρετο πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους «ὡς τὸ ἄκακον παιδίον». ῞Υστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἦταν φυσικὸ ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύεται εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ὁσίου ἱερέως Νικολάου. «Κάποια ξένη δύναμις τὸν ἐβάσταζε… ῏Ηταν ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ προσευχές του ἦταν ἰσχυρὲς καὶ θαυματουργοῦσαν. Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου ὅσο ζοῦσε ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον. Ἀσθενεῖς ἐθεραπεύθησαν, ἄνεργοι εὑρῆκαν ἐργασία, οἰκογένειες ἑνώθηκαν πάλι καὶ εἰρήνευσαν «καί… πολλὰ ἄλλα ἐποίει».
«Ἔζησε ὡς δίκαιος», γράφει ὁ βιογράφος του, «καὶ ἐκοιμήθη ὡς ἅγιος τὸν ὕπνον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ 2 Μαρτίου 1932, ἡμέρα τῆς χειροτονίας του» ψελλίζοντας· «῾Η θεία Χάρις νὰ σᾶς εὐλογεῖ… τὸν δρόμον τετέλεκα… Δόξα σοι, ὁ Θεός». Χιλιάδες λαοῦ ἔσπευσαν στὴ νεκρώσιμη Ἀκολουθία, ποὺ «θύμιζε πένθος Μ. Παρασκευῆς». ῞Ολοι ὡμολογοῦσαν μὲ συγκίνησι· Σήμερα «κηδεύομεν ἕνα ἅγιον ἱερέα»! Τὰ χαριτόβρυτα ἱερά του Λείψανα φυλάσσονται σήμερα εἰς τὸν ἱερὸ Ναὸ τῆς ἐνορίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ὁδοῦ Βουλιαγμένης. Καὶ ὁ θεοφιλὴς λαὸς τῶν Ἀθηνῶν τὸν δοξάζει καὶ τὸν ἐπικαλεῖται καὶ τὸν τιμᾶ μὲ λαμπρότητα! «Νικόλαε ἀοίδιμε Πλανᾶ ὁ ἐν πᾶσιν ἡμῖν ὑπογραμμός… ἱερουργῶν ὁσίως τῷ Κυρίῳ σου πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς δωρηθῆναι καὶ ἡμῖν τὸ θεῖον ἔλεος»!…
Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ὁ Ἅγιος Chad (Σκωτσέζος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.