ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (4/3)

Σήμερα 4/3 εορτάζουν:

  • Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης
  • Άγιοι Παύλος και Ιουλιανή και οι μαζί μ’ αυτούς μαρτυρήσαντες Στρατόνικος, Κοδράτος και Ακάκιος οι δήμιοι
  • Άγιοι Γρηγόριος Επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου και Αδριανός
  • Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Άσσου
  • Όσιος Γεράσιμος της Βολογκντά
  • Άγιος Βασίλειος βασιλεύς Ροστώβ της Ρωσίας
  • Άγιοι Βασίλειος του Μιρώζ και Ιωάσαφ του Σνετνογκόρσκ οι Οσιομάρτυρες
  • Άγιος Δανιήλ ο Πρίγκιπας
  • Μετακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Βιασεσλάβου Πρίγκιπα της Τσεχίας
  • Άγιος Πέτρος Μητροπολίτης Τομπόλσκ

Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης

4.-Agios-Gerasimos-Iordanitis

Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς στὴ Λυκία, τὸν 7ο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα. Ὁ σατανάς, ὅμως, τοῦ ἔπαιξε πονηρὸ παιγνίδι. Κατάφερε καὶ τὸν παρέσυρε στὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἀλλ΄ ὁ Θεός, ποὺ γνώριζε τὶς ἀγαθές του προθέσεις, εὐδόκησε νὰ λάμψει στὸ πνεῦμα του ἡ ἀλήθεια. Ὅταν κάποτε ἐπισκέφθηκε τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο, ποὺ ἦταν βαθὺς γνώστης τῶν Γραφῶν, καὶ τὸν ἄκουσε μὲ ταπεινὸ φρόνημα, κατάφερε καὶ ἀναγνώρισε τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Σὰν χαρακτῆρας, ὁ Γεράσιμος ἦταν πολὺ αὐστηρός με τὸν ἑαυτό του. Ἔτρωγε καὶ κοιμόταν τόσο, ὅσο χρειαζόταν. Ἔλεγε, μάλιστα, ὅτι ὁποῖος θέλει νὰ ζήσει περισσότερο, πρέπει νὰ κοιμᾶται λιγότερο. Ὄχι μόνο διότι ὁ πολὺς ὕπνος κάνει τρυφηλό, ἄρα ἀνίσχυρο στοὺς κόπους τὸ σῶμα, καὶ πολὺ εὐάλωτο στὶς ἀσθένειες, ἀλλὰ καὶ διότι ζωὴ εἶναι κυρίως τὸ μέρος τοῦ χρόνου ποὺ ἔχουμε συνείδηση. Πότε αὐτὸ συμβαίνει; Ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι. Καὶ πρόσθετε: «Εἶπαν οἱ σοφοὶ τὸν ὕπνο ἀδελφὸ τοῦ θανάτου. Θέλεις λοιπὸν νὰ βρίσκεσαι περισσότερα χρόνια στὴ ζωή; Μεῖνε λιγότερες ὧρες στὸ κρεβάτι σου. Διότι αὐτὸ εἶναι ἕνα εἶδος φερέτρου καὶ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἡ θεμελιώδης βάση τῆς ζωῆς». Ἀργότερα ὁ Γεράσιμος, κοντὰ στὸν Ἰορδάνη, ἵδρυσε κοινοβιακὴ ἀδελφότητα, ὅπου ὅλοι μαζὶ ἦταν μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά. (Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι τὰ στοιχεῖα, ἀπὸ τοὺς Συναξαριστές, γιὰ τὸν χρόνο ποὺ ἔζησε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, στεροῦνται ἱστορικῆς βάσεως, διότι ὁ Μέγας Εὐθύμιος μὲ τὸν ὁποῖο συναντήθηκε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ὄχι τὸν 7ο ποὺ ὑποτίθεται ὅτι γεννήθηκε ὁ Ἅγιος Γεράσιμος. Ἑπομένως ὁ χρόνος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, παρατίθεται ἐδῶ μὲ ἐπιφύλαξη).

Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Ἰουλιανή

Ἀ­δελ­φοί κα­τά σάρ­κα, ἀλ­λά καί κα­τά πνεῦ­μα, ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, ἦ­ταν οἱ δυ­ό, Παῦ­λος καί Ἰ­ου­λια­νή. Με­γα­λύ­τε­ρος ὁ Παῦ­λος, νε­ώτερη ἡ Ἰ­ου­λια­νή. Εἶ­χαν τήν εὐ­λο­γί­α νά γεν­νη­θοῦν καί νά ἀ­να­τρα­φοῦν μέ­σα σέ χρι­στι­α­νι­κή οἰ­κο­γέ­νεια, στήν Πτο­λε­μα­ΐ­δα, μιά πα­ρα­λια­κή πό­λη τῆς Βο­ρεί­ου Πα­λαι­στί­νης, στά χρόνια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Αὐ­ρη­λια­νοῦ (270 – 275). Ἑνω­μέ­νοι ψυ­χι­κῶς καί οἱ δυ­ό, ἀ­γω­νι­στές τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­νος, τοῦ ἁ­για­σμοῦ τους, εἶ­χαν καί ἄλ­λο κοι­νό ση­μεῖ­ο: Τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή!

Ὁ Παῦ­λος αἰ­σθα­νό­ταν βα­θειά τήν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς. Καί πόσο πόνο αἰσθανόταν καθώς ἔβλεπε τούς ἄλλους νέους νά φθεί­ρον­ται στή ζω­ή τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας καί ἀ­κο­λα­σί­ας, σά­πια σώ­μα­τα καί μο­λυ­σμέ­νες ψυ­χές. Πό­θος καί ἐ­πι­δί­ω­ξή του νά με­τα­δώ­σει τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ στό πε­ρι­βάλ­λον του, στούς εἰ­δω­λο­λά­τρες. Καί δέν ἦ­ταν αὐ­τό μί­α ἀ­πα­σχό­λη­ση πε­ρι­στα­σια­κή, ἀλλά ὀρ­γα­νω­μέ­νη καί με­λε­τη­μέ­νη προ­σπά­θεια, με­τα­ξύ μά­λι­στα τῶν νέ­ων καί μέ τρό­πους ποι­κί­λους, πού ὁ Θε­ός ἐ­νέ­πνε­ε καί οἱ πε­ρι­στά­σεις ἐπέ­τρε­παν.

Τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα αὐ­τή τοῦ Παύ­λου θαύ­μα­σε καί μι­μή­θη­κε ἡ ἀ­δελ­φή του Ἰ­ου­λια­νή. Μέ τόν ἴ­διο κι αὐ­τή πό­θο, μέ τούς ἴ­διους τρό­πους σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α. Ἔ­τσι τό χρι­στι­α­νι­κό σπί­τι τῶν ἀ­δελ­φῶν ἔ­γι­νε ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό κέν­τρο δι­δα­σκα­λί­ας καί ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας Χρι­στοῦ. Τά δυ­ό ἀ­δέλ­φια ὡς μί­α ψυ­χή συ­νερ­γά­ζον­ταν μέ πί­στη, ἀ­γά­πη καί ζῆ­λο, ἀλ­λά καί μέ σύ­νε­ση στό πο­λύ­πτυ­χο ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό τους ἔρ­γο. Καί τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, λαμ­πρά. Κά­θε ἐ­πο­χή ἄλ­λω­στε καί κά­θε κοι­νω­νί­α, ἀκόμη καί ἡ πιό δι­α­φθαρ­μέ­νη, ἔ­χει νά πα­ρου­σιά­σει κα­λο­δι­ά­θε­τες ψυ­χές πού πε­ρι­μέ­νουν τό θεῖ­ο κά­λε­σμα, γιά νά ἀ­να­γεν­νη­θοῦν. Ἔ­τσι καί τό­τε, μέ τό ἔρ­γο τῶν δυ­ό ἀ­δελ­φῶν στήν το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, προστί­θον­ταν καί νέ­α μέ­λη. Ἱ­ε­ρεῖς βά­πτι­ζαν τούς νε­ο­φώ­τι­στους καί πλη­θυ­νό­ταν ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α του.

Κά­πο­τε ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τήν Πτο­λε­μαί­δα ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Αὐ­ρη­λια­νός. Πλῆ­θος κό­σμου τόν ὑ­πο­δέ­χθη­κε, καί ὀρ­γα­νώ­θη­καν πρός τι­μήν του ἑ­ορ­τές, καί προ­σφέρ­θη­καν σπον­δές καί θυ­σί­ες. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ δέ­χθη­κε δι­ά­φο­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τίς το­πι­κές συν­θῆ­κες καί ἀ­νάγ­κες, ἕ­τοι­μος νά βο­η­θή­σει σέ ὅ­λα. Οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων τοῦ ἀ­νέ­φε­ραν καί τό ζή­τη­μα τῶν ἐ­κεῖ Χρι­στια­νῶν ὡς πρό­βλη­μα τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Τοῦ μί­λη­σαν γιά τήν ἐ­πέ­κτα­σή τους, τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, καί μά­λι­στα τῶν δυ­ό ἀ­δελ­φῶν, τοῦ Παύ­λου καί τῆς Ἰουλιανῆς. Γι’ αὐ­τούς, τοῦ εἶ­παν, ὅ­τι ἔ­χουν ἑλ­κύ­σει τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη τῶν ἀν­θρώ­πων καί συ­νε­χῶς ὁ­δη­γοῦ­σαν πολ­λούς στήν πί­στη τους.

Ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος ὁ αὐ­το­κρά­τωρ, ζή­τη­σε νά ὁ­δη­γή­σουν ἀ­μέ­σως τούς δυ­ό τολ­μη­ρούς καί ἀ­σε­βεῖς ἀ­δελ­φούς ἐ­νώ­πιόν του. Καί χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές, μέ τό αὐ­το­κρα­το­ρι­κό του πρόσταγ­μα, ζή­τη­σε νά ἀρ­νη­θοῦν ἀ­μέ­σως τόν Χρι­στό καί νά θυ­σιά­σουν κι αὐ­τοί στά εἴ­δω­λα, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι. Καί ὁ Παῦ­λος; Ἐκ­δή­λω­σε πρω­τί­στως ὅ­λο τό σε­βα­σμό του πρός τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ βα­σι­λέ­ως καί δή­λω­σε ὅ­τι τόν τι­μᾶ καί τη­ρεῖ τούς νό­μους του. Ὅ­μως, τοῦ εἶ­πε, ἡ ψυ­χή μου δέν ἀ­νή­κει στόν αὐ­το­κρά­το­ρα ἤ σέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λον ἄνθρωπο. Ἀλ­λά στόν Χρι­στό, τόν Θε­ό, τόν σω­τή­ρα καί λυ­τρω­τή μου, στόν ὁ­ποῖ­ο καί μό­νο ὑ­πα­κού­ω.

Δέν ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νος ὁ μέ­γας βα­σι­λεύς τῆς Ρώ­μης νά ἀ­κού­ει τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­παν­τή­σεις καί νά δέ­χε­ται τέ­τοι­ες προ­σβο­λές. Ποιός ἦ­ταν ἄλ­λω­στε αὐ­τός ὁ νέος πού ὄρ­θω­νε τό ἀ­νά­στη­μά του ἐ­νώ­πιον τῆς βα­σι­λι­κῆς ἰ­σχύ­ος; Συ­νη­θι­σμέ­νος νά τόν ὑ­πα­κού­ουν ὅ­λοι, δί­νει δι­α­τα­γή νά τόν βα­σα­νί­σουν μέ κά­θε τρό­πο. Ποι­ός τολ­μοῦ­σε νά φέ­ρει ἀν­τίρ­ρη­ση; Ξαπλώ­νουν λοι­πόν τόν Παῦ­λο στή γῆ, τόν γυ­μνώ­νουν καί μέ σι­δε­ρέ­νια αἰχ­μη­ρά νύ­χια ξε­σχί­ζουν τίς σάρ­κες του. Κι ἐ­νῶ αὐ­τός μέ τή δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς ὑ­πο­μέ­νει, ἡ Ἰουλιανή, εὐ­αί­σθη­τη γυ­ναί­κα, δέν ἀν­τέ­χει τό θέ­α­μα. Ἀν­τι­δρᾶ. Παίρ­νει τό θάρ­ρος καί ἐ­λέγ­χει τόν Αὐ­ρη­λια­νό. Δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται, ὅ­τι ἡ δι­α­τα­γή εἶ­ναι ἄ­δι­κη καί γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά σταμα­τή­σει ἀ­μέ­σως τό μαρ­τύ­ριο. Ποι­ός ὅ­μως δί­νει ση­μα­σί­α στά λό­για μιᾶς νε­α­ρῆς γυ­ναί­κας καί μά­λι­στα Χρι­στια­νῆς; Αὐ­τή ὅ­μως συ­νε­χί­ζει καί ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τή θεί­α δι­και­ο­σύ­νη. Τοῦ λέ­ει ὅ­τι ὁ Θε­ός θά τόν τι­μω­ρή­σει ἀ­μεί­λι­κτα! Αὐ­τό ἦ­ταν ἀρ­κε­τό! Ὁ Αὐ­ρη­λια­νός ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νος πα­ρα­δί­δει καί τήν Ἰ­ου­λια­νή στούς βα­σα­νι­στές.

Τά σώ­μα­τα τῶν δυ­ό ἀ­δελ­φῶν βρί­σκον­ται στή γῆ καί οἱ ἔμ­πει­ροι δή­μιοι τά κα­τα­σχί­ζουν μέ ἐκ­πλη­κτι­κή σκλη­ρό­τη­τα καί ἀ­παν­θρω­πιά. Ὅ­μως, ὅ­ταν τό μαρ­τύ­ριο προ­χω­ρεῖ, πεπειρα­μέ­νοι οἱ δή­μιοι καί ἀ­πό ἄλ­λα βα­σα­νι­στή­ρια κα­τα­δί­κων, πα­ρα­τη­ροῦν μέ ἔκ­πλη­ξη ὅ­τι οἱ δυ­ό αὐ­τοί Χρι­στια­νοί δέν ἀν­τι­δροῦν, δέν ἀ­πει­λοῦν, δέν βρί­ζουν, δέν βλα­σφη­μοῦν, δέν οὐρ­λιά­ζουν ἀ­πό τούς πό­νους, ὅ­πως οἱ ἄλ­λοι. Πο­νοῦν πο­λύ, ἀλ­λά ὑ­πο­μέ­νουν. Ἐ­νι­σχύ­ει ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο καί ψάλ­λουν. Ἔ­χουν τά βλέμ­μα­τα τούς στραμ­μέ­να στόν οὐ­ρα­νό!

Ἐκ­πλήσ­σον­ται οἱ βα­σα­νι­στές. Ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται ὅ­τι κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κό ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί καί κα­τα­λαμ­βά­νον­ται ἀ­πό βα­θύ­τα­τη συγ­κί­νη­ση. Ὤ, ἡ συγ­κί­νη­ση αὐ­τή! Δέν εἶ­ναι τίπο­τε ἄλ­λο, πα­ρά ἐ­πί­σκε­ψη τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος. Ἀ­πάν­τη­ση στίς προ­σευ­χές τῶν δυ­ό Μαρ­τύ­ρων. Ὅ­ταν λοι­πόν αὐ­τοί παίρ­νουν δι­α­τα­γή νά κά­ψουν μέ δαυ­λούς τίς πλη­γές πού δη­μι­ούρ­γη­σαν τά σί­δε­ρα καί οἱ ξε­σμοί, τό­τε ἀν­τι­δροῦν. Πε­τοῦν τά σί­δε­ρα ἀ­πό τά χέ­ρια τους καί, ὁ ἕ­νας κα­τό­πιν τοῦ ἄλ­λου, δη­λώ­νουν πί­στη στόν Θε­ό τῶν Μαρ­τύ­ρων. Πιστεύου­με καί ἐ­μεῖς στόν Χρι­στό, φω­νά­ζουν.

Σέ λί­γο πέν­τε Μάρ­τυ­ρες ἀ­πο­κε­φα­λι­σμέ­νοι βρί­σκον­ται πε­σμέ­νοι στή γῆ. Εἶ­ναι οἱ δυ­ό ἀ­δελ­φοί ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι, Παῦ­λος καί Ἰ­ου­λια­νή, καί οἱ τρεῖς δή­μιοι, πού ἑλ­κύ­σθη­καν ἀ­πό τό μαρ­τύ­ριο τῶν δυ­ό, Κο­δρᾶ­τος, Ἀ­κά­κιος καί Στρα­τό­νι­κος. Τά σώ­μα­τα μα­τω­μέ­να στή γῆ καί οἱ ψυ­χές λου­σμέ­νες μέ τό Αἷ­μα τοῦ Ἀρ­νί­ου στόν Οὐ­ρα­νό, γιά νά το­πο­θε­τη­θοῦν στό οὐρά­νιο θυ­σι­α­στή­ριο.

Παῦ­λος καί Ἰ­ου­λια­νή, Ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι μέ τό λό­γο καί τή ζω­ή τους. Ἀ­δέλ­φια ἀ­γα­πη­μέ­να καί ὁ­μό­ψυ­χα σέ ὧ­ρες καί πε­ρι­ό­δους εἰ­ρή­νης, ἀλ­λά καί θλί­ψε­ως καί μαρ­τυ­ρί­ου. Φῶ­τα Χριστοῦ, πού με­τα­λαμ­πά­δευ­σαν τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ καί ἔ­κα­ναν καί ἄλ­λους, καί ἐ­χθρούς ἀ­κό­μη, φῶ­τα Χρι­στοῦ. Πό­ση ἀ­νάγ­κη ὑ­πάρ­χει σή­με­ρα νά τούς κά­νου­με πρό­τυ­πά μας!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι Κοδρᾶτος, Ἀκάκιος καὶ Στρατόνικος

Αὐτοὶ ἦταν δήμιοι στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ (270-275). Πίστεψαν στὸν Χριστὸ κατὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Παύλου καὶ Ἰουλιανῆς στὴν Πτολεμαΐδα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστοῦν.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Κύπρου

Στὸν Πατμιακὸ κώδικα 266 ἡ μνήμη του συνοδεύεται μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀδριανοῦ, καὶ λέγεται ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου. Ἴσως καὶ ὁ Ἀδριανὸς αὐτός, ποὺ δὲν μνημονεύεται πουθενὰ ἀλλοῦ, νὰ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος Κύπρου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ (κατὰ τὸν DeΙ. 5 Μαρτίου).

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Ἀσσου τῆς Ἀνατολῆς

Μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια οἱ Χρι­στια­νοί τῆς Λέ­σβου, καί ἰδι­αιτέρως τῆς Γέ­ρας, τι­μοῦν τόν ἅ­γιο ἐ­πί­σκο­πο Ἄσ­σου Γρη­γό­ριο. Εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιό τους καί πο­λι­οῦ­χος Γέ­ρας. Ἐ­κεῖ γεν­νή­θη­κε ὁ Ἅ­γιος, στίς ἀρ­χές τοῦ 12ου αἰ­ῶ­νος, ἀ­πό γο­νεῖς εὐ­σε­βεῖς, τόν Γε­ώρ­γιο καί τήν Μα­ρί­α.

Με­τά τήν πρώ­τη στοι­χει­ώ­δη μόρ­φω­ση, πού πῆ­ρε στή γε­νέ­τει­ρά του, οἱ γο­νεῖς του τόν ἔ­στει­λαν σέ ἡ­λι­κί­α 14 ἐ­τῶν στά Ἀ­νά­κτο­ρα τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως γιά εὐ­ρύ­τε­ρες σπουδές. Στά τρί­α ἔ­τη, πού ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ, ἡ εὐ­γέ­νεια καί εὐ­σέ­βειά του, ἡ εὐ­φυ­ΐ­α καί φι­λο­μά­θειά του εἵλ­κυ­σαν τήν προ­σο­χή ὅ­λων, καί μά­λι­στα τοῦ ἡ­γου­μέ­νου Ἀ­γά­θω­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος κά­ποι­ες φο­ρές ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τή Μο­νή του καί ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τά Ἀ­νά­κτο­ρα. Ἡ ἀ­μοι­βαί­α αὐ­τή ἐ­κτί­μη­ση ὁ­δή­γη­σε τόν Γρη­γό­ριο στήν ἀ­πό­φα­ση νά ἀ­κο­λου­θή­σει, καί μά­λι­στα μέ πολλή προ­θυ­μί­α, τόν ἡ­γού­με­νο στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή του καί νά μεί­νει μα­ζί του ἐ­πί τρί­α ἀλ­λά ἔ­τη. Ἐ­κεῖ συμ­πλή­ρω­σε τή μόρ­φω­σή του, ἀλ­λά καί κα­ταρ­τί­σθη­κε βα­θύ­τε­ρα στήν ἐν Χριστῷ ζω­ή καί πο­λι­τεί­α. Ἡ μο­να­στι­κή ζω­ή τόν σα­γή­νευ­σε καί γέ­μι­σε τήν καρ­διά του.

 Ὅ­μως ὁ σφο­δρός του πό­θος πρός τόν μο­να­χι­σμό τόν ὁ­δή­γη­σε, μέ ἄ­δεια τῶν γο­νέ­ων του, στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα μέ σκο­πό νά προ­σκυ­νή­σει καί τούς τό­πους, πού ἁ­γί­α­σε ὁ Κύ­ριος Ἰη­σοῦς, ἀλ­λά καί νά γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα τήν ἐ­κεῖ μο­να­στι­κή ζω­ή. Δε­κα­πέν­τε ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ἔ­μει­νε στά μο­να­στή­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη κα­ταρ­τι­ζό­με­νος καί ἁ­γι­α­ζό­με­νος. Ἐ­κεῖ ἐ­κά­ρη μο­να­χός καί χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρο­μό­να­χος, χω­ρίς πο­τέ νά στα­μα­τή­σει τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α του μέ τόν γέ­ρον­τά του, ἡ­γού­με­νο Ἀ­γά­θω­να.

Ἔκ­πλη­κτος κά­πο­τε ὁ μο­να­στής τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη ἔ­λα­βε μί­α ἐ­πι­στο­λή τοῦ γέ­ρον­τός του, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν κα­λοῦ­σε ἐ­σπευ­σμέ­να νά ἔλ­θει στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά σο­βα­ρό λό­γο. Κι ὅταν ἐ­κεῖ­νος ὑ­πά­κου­ος ἔ­σπευ­σε, ἄ­κου­σε μέ ἀ­κό­μη πε­ρισ­σο­τέ­ρη ἔκ­πλη­ξη ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Πα­τριά­ρχη τήν ἀ­πρό­σμε­νη πρό­σκλη­ση νά δε­χθεῖ τήν δι­α­ποί­μαν­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Ἄσ­σου τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Ἔκ­πλη­κτος καί ὁ Πα­τριά­ρχης ὄ­χι μό­νο ἄ­κου­σε τούς ἐ­πί­μο­νους δι­σταγ­μούς τοῦ Γρη­γο­ρί­ου, ἀλ­λά βε­βαι­ώ­θη­κε καί ὁ ἴ­διος γιά τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή καί θαυμαστή προ­σω­πι­κό­τη­τά του, πο­λύ ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πό ἐ­κεί­νη πού τοῦ δι­η­γή­θη­κε ὁ Ἀ­γά­θων.

Ἔ­τσι ὁ ἡ­συ­χα­στής καί μο­να­στής κλή­θη­κε νά ἀρ­χί­σει νέ­ο στά­διο ἀ­γῶ­νος, τή δι­α­ποί­μαν­ση τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς, πού ἦ­ταν ἰ­δι­αι­τέ­ρα προ­βλη­μα­τι­κή. Ἀ­γρός χέρ­σος μέ ἀγ­κά­θια καί τριβό­λους πολ­λούς. Καί πῆ­γε ὁ Γρη­γό­ριος μέ τή συ­ναί­σθη­ση τοῦ ὑ­πη­ρέ­τη καί μέ πό­θο νά κα­τα­στή­σει τό ποί­μνιό του Ἐκ­κλη­σί­α Χρι­στοῦ, ὅ­που θά ἐ­πα­να­παυ­ό­ταν ὁ Κύ­ριος. Ἡ μορ­φή του ἔ­λαμ­ψε ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή λάμ­ψη ἁ­γι­ό­τη­τος. Τό κή­ρυγ­μά του, ὀρ­θό­δο­ξο καί δυ­να­τό, ἀ­κού­σθη­κε πρός κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Δί­δα­ξε, πα­ρα­κά­λε­σε, συμ­βού­λευ­σε, ἀλλά καί ἤ­λεγ­ξε κα­τά τήν προ­τρο­πή τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου (Β΄ Τίμ. δ΄ 2).

Τό ἔρ­γο του πα­ρου­σί­α­σε πολ­λές ἐκ­πλή­ξεις, κα­λές, ἀλ­λά καί θλι­βε­ρές. Κα­λές δι­ό­τι εἶ­δε πολ­λούς νά με­τα­βάλ­λον­ται σέ γῆ ἀ­γα­θή καί νά καρ­πο­φο­ροῦν, γε­μά­τοι εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί ἀ­οφ­σί­ω­ση πρός τόν ποι­μέ­να τους. Εἶ­δε ὅ­μως κι ἄλ­λους, πω­ρω­μέ­νους καί ἀ­νάλ­γη­τους, ἰ­δι­αι­τέ­ρως τούς ἄρ­χον­τες, ὄ­χι μό­νο νά μή δέ­χον­ται καμ­μί­α ἐ­πί­δρα­ση, ἀλ­λά καί μέ ὅ­λη τους τήν πο­νη­ριά νά τόν πο­λε­μοῦν. Κύ­ριο ὅ­πλο τους ἡ ἀ­ναί­σχυν­τη συ­κο­φαν­τί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φθα­σε μέ­χρι τό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Καί ὁ μέν Πα­τριά­ρχης μέ τήν Πα­τρι­αρ­χι­κή Σύ­νο­δο, γνῶστες τῆς κα­τα­στά­σε­ως, ἀ­θώ­ω­σαν πα­νη­γυ­ρι­κά τόν Ἐ­πί­σκο­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος, πα­ρά τόν ψυ­χι­κό πό­νο, πού φέρ­νει ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α καί ἡ ὕ­που­λος συ­κο­φαν­τί­α, συ­νέ­χι­σε μέ ἀ­μεί­ω­το ζῆ­λο τό ποι­μαν­τι­κό του ἔρ­γο. Δέν ἦ­ταν ἄλ­λω­στε ἄ­γνω­στες τέ­τοι­ες ἐ­νέρ­γει­ες ἀ­πό τή ζω­ή ἄ­ξι­ων Ἐ­πι­σκό­πων καί Πα­τέ­ρων καί τοῦ ἴ­διου του Κυ­ρί­ου (Μάτθ. γ΄ 25). Ὅ­μως καί οἱ συκο­φάν­τες δέν κα­τέ­θε­σαν τά ὄ­πλα. Ἐ­πα­νῆλ­θαν γιά δεύ­τε­ρη καί τρί­τη καί πολ­λο­στή φο­ρά, μέ­χρι νά πε­τύ­χουν τό σκο­πό τους. Δέν τό πέ­τυ­χαν ὅ­μως. Ὁ Πα­τριά­ρχης ὄ­χι μό­νο δέν δέ­χθη­κε πο­τέ τίς κα­τη­γο­ρί­ες, ἀλ­λά καί ἐ­παί­νε­σε τόν κα­λό Ποι­μέ­να τῆς Ἀσ­σου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­τε­λοῦ­σε ἔρ­γο ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κό.

Ἦ­ταν ὅ­μως φυ­σι­κό! Ἡ ὅ­λη αὐ­τή τα­λαι­πω­ρί­α κού­ρα­σε ψυ­χι­κά τόν Γρη­γό­ριο καί, νο­σταλ­γός ὅ­πως ἦ­ταν τῆς μο­να­στι­κῆς ζω­ῆς, ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἀ­πο­συρ­θεῖ ἀ­πό τήν Ἐ­πι­σκο­πή, γιά νά πε­ρά­σει τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς του σέ μο­να­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Ἀ­πο­σύρ­θη­κε λοι­πόν στή γε­νέ­τει­ρά του Γέ­ρα κι ἐ­κεῖ συγ­κρό­τη­σε μέ πολ­λούς καί σκλη­ρούς ἀ­γῶ­νες δι­κή του Μο­νή, στήν ὁ­ποί­α κα­τέ­φυ­γαν κι ἄλ­λοι μο­να­χοί, γιά νά μο­νά­σουν κά­τω ἀ­πό τήν πνο­ή καί τήν κα­θο­δή­γη­σή του. Στό κέν­τρο τῆς Μο­νῆς οἰ­κο­δό­μη­σε πε­ρι­καλ­λῆ Να­ό πρός τι­μή τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου. Ἡ ἁ­γί­α Μο­νή συγ­κέν­τρω­νε πλή­θη πι­στῶν, ἰδιαιτέρως ἀ­πό τίς πε­ρι­ο­χές Πλω­μα­ρί­ου καί Γέ­ρας, γιά νά ἐ­νι­σχυ­θοῦν ἀ­πό τό κή­ρυγ­μα καί τίς συμ­βου­λές τοῦ Ἐ­πι­σκό­που. Μέ­σα στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του αὐ­τή Μο­νή καί σέ πε­ρι­βάλ­λον ἀ­γά­πης μο­να­χῶν καί προ­σκυ­νη­τῶν ὁ ἅ­γιος ἡ­γού­με­νος, Ἐ­πί­σκο­πος Ἀσ­σου Γρη­γό­ριος πα­­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα τοῦ εὐ­χα­ρι­στών­τας τόν Κύ­ριό του. Ἀ­γω­νι­στής σέ ὅ­λα τά στά­δια τῆς ζω­ῆς του καί σέ ὅ­λες τίς βαθ­μί­δες τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς του δι­α­κο­νί­ας, ἄ­φη­σε πα­ρά­δειγ­μα ἁ­γί­ου καί ἀκέραι­ου κλη­ρι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἤ­ξε­ρε νά ἐ­πι­τε­λεῖ τό κα­θῆ­κον του σύμ­φω­να μέ τήν φω­τι­σμέ­νη του συ­νεί­δη­ση, τε­λεί­ως ἀ­συμ­βί­βα­στος καί ἀ­πτό­η­τος μπρο­στά στίς ἀ­πει­λές καί τίς συ­κο­φαν­τί­ες τῶν ἰ­σχυ­ρῶν!

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη