Εὐαγγέλιον Κυριακῆς 12 Μαρτίου 2017 (Β΄ Νηστειῶν, Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ): Μάρκ. β΄ 1-12
Tῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς Καπερναοὺμ καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας – λέγει τῷ παραλυτικῷ· σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
«Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;»
Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου: τὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ. Πρὶν ὅμως θεραπεύσει τὸ σῶμα του, ὁ Κύριος θεράπευσε τὴν ψυχή του, τοῦ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες. Τότε οἱ γραμματεῖς ποὺ ἦταν ἐκεῖ παρόντες καὶ δὲν πίστευαν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι Θεός, σκέφθηκαν ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ἦταν βλασφημία – μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Ἀμέσως Ἐκεῖνος ὡς Θεὸς ἀντιλήφθηκε τὶς σκέψεις τους καὶ τοὺς εἶπε: «Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;». Γιατί δέχεσθε καὶ κυκλοφορεῖτε τέτοιους λογισμοὺς μέσα στὶς καρδιές σας; Μὲ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοὺς ἀπέδειξε ὅτι εἶναι Θεός, Θεὸς παντογνώστης καὶ παντεπόπτης· γνωρίζει τὰ πάντα καὶ βλέπει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ βάθη τῶν καρδιῶν. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἂς δοῦμε σήμερα τί σημαίνει γιὰ τὴ ζωή μας αὐτὴ ἡ ἀλήθεια.
1. Μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι πολὺ βοηθητικὴ στὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβουμε τὸ γιατί.
Ὅταν μᾶς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, ἐπιβαλλόμαστε στὸν ἑαυτό μας πολὺ πιὸ εὔκολα. Δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε κάτι τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς ἐκθέσει στὰ μάτια τῶν ἄλλων. Παραδείγματος χάριν, περπατοῦμε στὸ δρόμο μὲ πρόσωπο ποὺ σεβόμαστε καὶ ἀγαποῦμε. Εἴμαστε πολὺ προσεκτικοὶ στὴ συμπεριφορά μας: νὰ μὴν ποῦμε κάτι ποὺ θὰ τὸ στενοχωρήσει, νὰ μὴ φερθοῦμε μὲ ἀγένεια…
Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν πανάγιο Θεό. Ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας Του μᾶς βοηθάει νὰ νικοῦμε τὸν κακὸ ἑαυτό μας, νὰ συγκρατοῦμε τὸ στόμα, τὰ μάτια μας, νὰ κυριαρχοῦμε στὴ φαντασία, στὶς σκέψεις μας.
Ὁ πάγκαλος Ἰωσὴφ χάρη σὲ αὐτὸ τὸ ὅπλο μπόρεσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς συνεχεῖς σαρκικὲς προκλήσεις τῆς κυρίας του. Τῆς εἶπε: «Πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;». Πῶς θὰ κάνω αὐτὴ τὴν τόσο πονηρὴ πράξη καὶ θὰ ἁμαρτήσω μπροστὰ στὸ Θεό; (Γεν. λθ´ [39] 9). Τί δύναμη ἔδωσε στὸ δίκαιο Ἰωσὴφ ἡ αἴσθηση τῆς θείας παρουσίας!
Ἡ βίωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας μᾶς γλυτώνει ἀπὸ πολλὴ ταλαιπωρία· ἀπὸ μικρὲς καὶ μεγάλες πτώσεις, ἀπὸ τὴν «θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν» ποὺ δοκιμάζει κάθε ἄνθρωπος ποὺ συστηματικὰ ἁμαρτάνει χωρὶς φόβο Θεοῦ (βλ. Ρωμ. β´ 9).
2. Στηρίζει τὶς καρδιές μας
Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ὅμως – τὸ ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα – ὅταν βιώνεται σωστά, μᾶς ὠφελεῖ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο. Τὸ μικρὸ παιδάκι αἰσθάνεται ἀσφάλεια ὅταν παίζει κοντὰ στὴ μητέρα του καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα της. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ πιστὸς ποὺ ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ ταπεινώθηκε ἀπέναντί Του σὰν παιδί, νιώθει τὴν καρδιά του νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀσφάλεια, διότι αἰσθάνεται τὸ στοργικὸ θεῖο βλέμμα ἐπάνω του, γλυκαίνεται ἀπὸ τὴ θαλπωρὴ τῆς θείας ἀγάπης.
Ἀκόμη, ὅταν βαραίνει τὴν καρδιά του κάποια θλίψη, τότε, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν ἐσωτερικὴ δυσκολία του, κάνει πολλὴ ὑπομονὴ καὶ παρηγορεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἐπίσης ὅταν βρίσκεται σὲ κίνδυνο, δὲν ὀλιγοψυχεῖ. «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλ. κβ´ [22] 4). Ἀκόμη κι ἂν βρεθῶ ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο, λέει, δὲν θὰ φοβηθῶ νὰ πάθω κάποιο κακό, διότι Ἐσὺ εἶσαι μαζί μου.
Ὑπάρχει μάλιστα ἕνας θαυμάσιος Ψαλμός, ὁ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 138, ὁ ὁποῖος ξεχειλίζει ἀπὸ πίστη, ἅγιο φόβο, θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεία παγγνωσία. «Τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου», γράφει ὁ Ψαλμωδός. Μὲ εἶδαν τὰ μάτια Σου, Κύριε, ὅταν ἤμουν ἀδιαμόρφωτο ἔμβρυο στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου. Ἐσὺ γνωρίζεις ὅλες τὶς σκέψεις μου, πρὶν τὶς βάλω στὸ νοῦ μου. «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνευματός σου;». Ποῦ μπορῶ νὰ πάω γιὰ νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὴν παρουσία Σου; στὸν οὐρανό; στὸν Ἅδη; στὶς ἐσχατιὲς τῆς θάλασσας; Εἶσαι παντοῦ, μὲ κρατᾶ σφιχτὰ καὶ μὲ ὁδηγεῖ τὸ δεξί Σου χέρι…
***
Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὅλο καὶ περισσότερο παρακολουθεῖται ἡ ζωή μας ἀπὸ κάμερες καὶ δορυφόρους. Καὶ αὐτὸ γεμίζει μὲ ἀνησυχία τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅμως πάνω καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη παρακολούθηση ὑπάρχει τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακολουθεῖ τὰ πάντα καὶ προνοεῖ γιὰ τὰ πάντα. Ἂς μὴν τὸ ξεχνοῦμε. Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς δίνει αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο, τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του. Παράλληλα, ἂς προσπαθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ τὴν θυμόμαστε καὶ νὰ τὴν συνειδητοποιοῦμε ἔχοντας προσοχὴ στὸν ἑαυτό μας. Τότε θὰ ζοῦμε καὶ θὰ κινούμαστε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.