Εὐαγγέλιον Σαββάτου β΄ ἑβδ. νηστειῶν (Μρ. α΄ 35-44)
35 Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. 36 καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, 37 καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. 38 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα. 39 καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων. 40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. 41 ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι. 42 καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη. 43 καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· 44 ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ᾿ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
35 Καί τό πρωί, πολύ πρίν ξημερώσει, ὅταν ἀκόμη ἦταν ὅλα κατασκότεινα, σηκώθηκε, βγῆκε ἀπ’ τό σπίτι καί πῆγε σ’ ἕνα ἐρημικό μέρος, κι ἐκεῖ προσευχόταν. 36 Ὁ Σίμων ὅμως καί οἱ σύντροφοί του ἔτρεξαν πίσω του ζητώντας νά τόν βροῦν. 37 Κι ἀφοῦ τόν βρῆκαν, τοῦ λένε ὅτι ὅλοι σέ ζητοῦν. Ἔλα νά συνεχίσεις τό ἔργο σου καί μήν ψυχραίνεις τόν ἐνθουσιασμό τοῦ πλήθους. 38 Ἐκεῖνος ὅμως τούς εἶπε: Ἄς πᾶμε στά γειτονικά μεγαλοχώρια, γιά νά κηρύξω κι ἐκεῖ. Διότι γι’ αὐτό βγῆκα ἀπ’ τήν πόλη καί ἦλθα ἐδῶ, γιά νά συνεχίσω στά χωριά αὐτά τήν περιοδεία μου. 39 Καί ἐξακολουθοῦσε νά κηρύττει στίς συναγωγές τους σ’ ὅλη τή Γαλιλαία καί νά βγάζει τά δαιμόνια ἀπ’ τούς δαιμονισμένους πού τοῦ ἔφερναν. 40 Ἔρχεται τότε κοντά του κάποιος λεπρός, ὁ ὁποῖος τόν παρακαλοῦσε γονατιστός μπροστά του καί τοῦ ἔλεγε ὅτι, ἐάν θέλεις, ἔχεις τή δύναμη νά μέ θεραπεύσεις καί νά μέ καθαρίσεις ἀπ’ τίς πληγές καί τά ἐξανθήματα τῆς ἀρρώστιας μου. 41 Τότε ὁ Ἰησοῦς τόν σπλαχνίσθηκε. Κι ἀφοῦ ἅπλωσε τό χέρι του, τόν ἄγγιξε καί τοῦ λέει: Θέλω, καθαρίσου ἀπ’ τή λέπρα. 42 Μόλις τό εἶπε αὐτό, ἀμέσως ἔφυγε ἡ λέπρα ἀπό πάνω του καί καθαρίστηκε. 43 Κι ἀφοῦ τοῦ ἀπαγόρευσε αὐστηρά νά διαδώσει τή θαυματουργική θεραπεία του, τόν ἔβγαλε ἀμέσως ἔξω ἀπ’ τό μέρος πού ἦταν καί τοῦ εἶπε: 44 Πρόσεξε νά μήν πεῖς τίποτε σέ κανέναν. Ἀλλά πήγαινε, δεῖξε τόν ἑαυτό σου στόν ἱερέα καί πρόσφερε τά δῶρα ἐκεῖνα πού καθόρισε ὁ Μωυσῆς γιά τόν καθαρισμό καί τή θεραπεία σου ἀπό τή λέπρα. Γιά νά χρησιμεύσει ἡ ἐξέτασή σου ἀπό τόν ἱερέα καί ἡ προσφορά τοῦ δώρου σου ὡς μαρτυρία καί ἀπόδειξη στούς Ἰουδαίους ὅτι καί σύ πράγματι θεραπεύθηκες, ἀλλά κι ἐγώ δέν ἦλθα γιά νά καταργήσω τό νόμο.