«Ἄκουσε ὁ ἅγιος Παΐσιος τὴν προσευχή μας»!

Λὲς καὶ ἦταν ὄνομα καὶ πράμα ὁ Ἄγγελος. Λεπτοκαμωμένος, μὲ ὁ­λοκάθαρα μάτια καὶ φωτεινὸ μέτωπο.
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ μονάκριβη ἀδελφή του, ἡ Ἐλπίδα, μικρότερή του κατὰ δύο χρόνια.
Δὲν τοὺς εἶχε μολύνει ὁ κόσμος. Πρόσ­εχαν στὴ ζωή τους, εἶχαν τὸν ἴδιο Πνευματικό, κοινωνοῦσαν τακτικὰ καὶ ἀφοσιώνονταν στὶς σπουδές τους: ὁ Ἄγγελος στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ ἡ Ἐλπίδα στὴ Φιλοσοφική.
Κανεὶς ὅμως δὲν γνώριζε τὸ δράμα ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦσαν στὸ σπίτι τους. Εἶχαν ἔλθει ἀπὸ μακρινὴ ἐπαρχία στὴν Ἀθήνα καὶ ἀπέφευγαν διακριτικὰ πολλὲς γνωριμίες καὶ σχέσεις μὲ γείτονες καὶ ἄλλους.
Ἡ μητέρα τους ἔφευγε νωρὶς κάθε πρωί, καθάριζε σκάλες σὲ τέσσερις πολυκατοικίες καὶ γύριζε κατάκοπη στὸ σπίτι τὸ ἀπόγευμα. Τὸ μεσημεριανό τους φαγητὸ τὸ ἑτοίμαζε ἀποβραδίς. Παρόλο ποὺ μποροῦσαν νὰ φᾶνε στὴ Λέσχη τοῦ Πανεπιστημίου, ἤθελε νὰ τρῶνε ἀπὸ τὸ φαγητό της καὶ δὲν τῆς χαλοῦσαν τὸ χατίρι. Τὸ βράδυ στὸ τραπέζι ἡ μάνα τους, παρὰ τὴν κούρασή της, ἤθελε νὰ μαθαίνει τὰ νέα τους καὶ χαιρόταν βλέποντας καὶ ἀκούγον­τας τὰ βλαστάρια της.
Αὐτὴ ἡ ὡραία ἀτμόσφαιρα τοῦ βραδινοῦ τραπεζιοῦ ποὺ ἔκλεινε κάθε μέρα μὲ προσευχή, τοὺς βοηθοῦσε νὰ ξεχνοῦν γιὰ λίγο ὅλοι τους τὸν βαθὺ πόνο τῆς καρδιᾶς τους, ποὺ ἐδῶ καὶ ἑπτὰ χρόνια τοὺς χτύπησε ἀπρόσμενα. Πόνος σκληρός. Πόνος ποὺ προκάλεσε ὁ μισάνθρωπος Σατανᾶς. Στὰ καλὰ καθούμενα ὁ πατέρας τῆς οἰκογένειας ἐγκατέλειψε τὴ γυναίκα του καὶ τὰ δυό τους ἀγγελούδια καὶ χάθηκε στὸ ἄγνωστο. Ἔμπλεξε μὲ κάποια πονηρὴ γυναίκα ἀντροχωρίστρα καὶ ἔφυγε μαζί της, σκλάβος τῆς ἁμαρτίας, σὲ ἄλλη χώρα.
Καὶ ζοῦσε πλέον σιωπηλὰ καὶ ὑπομονετικὰ ἡ ἐγκαταλειμμένη οἰκογένεια τὸ δράμα της. Ἡ μάνα δὲν θέλησε νὰ βάλει ἄλλον πατέρα στὸ σπίτι γιὰ τὰ παιδιά της. Συμβούλευε μάλιστα τὰ παιδιά της νὰ προσεύχονται νὰ μὴν πάθει κανένα κακὸ ὁ πατέρας τους ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν, νὰ μὴ συζητοῦν μὲ κανένα γι’ αὐτόν, τὸ πολὺ νὰ λένε ὅτι εἶναι στὸ ἐξωτερικὸ καὶ νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν ἀγαποῦν ὅπως καὶ πρῶτα.
Τὰ παιδιὰ ἄκουσαν προσεκτικὰ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὶς συμβουλὲς τῆς μητέρας τους καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν βοηθοῦν καὶ νὰ μὴν τὴν στενοχωροῦν καθόλου. Ὅταν μάλιστα εἶδαν ὅτι ξενοδούλευε γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ζήσουν καὶ νὰ σπουδάσουν, ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν γιὰ νὰ τὴν ξεκουράζουν. Τὴν κα­θαριότητα τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἄλλες δουλειὲς μέσα στὸ σπίτι τὶς ἀνέλαβαν μὲ χαρὰ ὁ Ἄγγελος καὶ ἡ Ἐλπίδα. Καὶ στὸ διάστημα τῶν διακοπῶν τῶν μαθημάτων πήγαιναν καὶ βοηθοῦσαν τὴ μάνα τους στὴν καθαριότητα τῶν πολυκατοικιῶν, κι ἂς μὴν ἤθελε ἐκείνη.
Ἔτσι κυλοῦσαν τὰ χρόνια. Οἱ πρῶτες ρυτίδες ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους στὸ πρόσωπο τῆς κυρίας Καλλιόπης, τῆς ζωντοχήρας μάνας τοῦ Ἄγγελου καὶ τῆς Ἐλπίδας. Ὁ πόνος τῆς ψυχῆς καὶ τῶν τριῶν ποὺ τὸν ζοῦσαν ἐπὶ χρόνια μέσα τους, τοὺς ἔστρεψε ἀκόμη πιὸ πολὺ πρὸς τὸν Θεό. Γνώρισαν πιστοὺς ἀνθρώπους. Παρακολουθοῦσαν θεῖες Λειτουργίες, Ἀγρυπνίες, Παρακλήσεις, ὁμιλίες Ὀρθόδοξες καὶ σιγά-σιγὰ μαλάκωνε ὁ σκληρὸς πόνος τους.
Κάποτε ὁ Πνευματικὸς τοῦ Ἄγγελου τοῦ δώρισε ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν ἅγιο Παΐ­σιο καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὸ μελετήσει προσ­εκτικά. Θὰ ὠφεληθεῖς πολύ, πρόσθεσε.
Καὶ πράγματι, συγκινήθηκε καὶ ὠφελήθηκε πολὺ ἀπὸ τὴ μελέτη του ὁ Ἄγγελος. Τὸ ἔδωσε μάλιστα καὶ στὴν Ἐλπίδα. Καὶ ἐπειδὴ τὴν εἶδε ἐνθουσιασμένη ἀπὸ τὴ μελέτη του, τῆς εἶπε μιὰ μέρα:
–Τί λές; Συμφωνεῖς νὰ προσευχηθοῦμε μαζὶ στὸν ἅγιο Παΐσιο γιὰ τὸν πατέρα μας; Ὅπως εἶδες στὸ βιβλίο, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου γίνονται πολλὰ θαύματα.
–Συμφωνῶ ἀπολύτως, ἀδελφέ μου. Εἶ­ναι μεγάλη ἡ Χάρη τοῦ νέου Ἁγίου τῆς Ἐκ­κλησίας μας.
Τὸ εἶπαν καὶ τὸ ἔκαμαν. Προσευχήθηκαν μὲ θέρμη τὰ δύο ἀδέλφια, καὶ παρακάλεσαν τὸν ὅσιο Παΐσιο γιὰ τὸν ἄσωτο πατέρα τους. Καὶ τὸ θαῦμα δὲν ἄργησε νὰ συμβεῖ.
Ἕνα μεσημέρι χτύπησε τὸ τηλέφωνο τοῦ σπιτιοῦ τους. Σήκωσε τὸ ἀκουστικὸ ὁ Ἄγγελος:
–Ὁρίστε; Ποιὸς εἶστε;
–Εἶμαι ὁ πατέρας σου, Ἄγγελέ μου! Γνώρισα τὴ φωνή σου!
–Καὶ τί θέλεις, πατέρα; Πόσο χαίρομαι ποὺ σ’ ἀκούω!
–Θέλω νὰ ξαναέλθω στὸ σπίτι μας, παιδί μου!
–Νὰ τηλεφωνήσεις τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὶς πέντε, ποὺ ἔρχεται ἡ μαμὰ ἀπὸ τὴ δουλειά της. Ἐγὼ καὶ ἡ Ἐλπίδα σὲ θέλουμε πολύ, μπαμπά! Νομίζω καὶ ἡ μαμά!
–Καλά, παιδί μου. Σὲ φιλῶ.
Ὅταν ἦλθε ἡ Καλλιόπη ἀπὸ τὴ δουλειά της, τὴν ἀγκάλιασε ὁ Ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε κλαίγοντας ἀπὸ χαρά:
–Μαμά, ἄκουσε ὁ ἅγιος Παΐσιος τὴν προσευχή μας ποὺ κάναμε χθὲς τὸ πρωὶ μὲ τὴν Ἐλπίδα γιὰ τὸν πατέρα μας! Καὶ σήμερα ὁ μπαμπὰς πῆρε τηλέφωνο καὶ θέλει νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι μας!
–Δόξα τῷ Θεῷ, εἶπε ἡ μάνα κι ἔκαμε τὸν σταυρό της.
Τὸ ἀπόγευμα, ἀφοῦ προσευχήθηκαν ὅλοι, περίμεναν τὸ τηλεφώνημα τοῦ ἄ­σωτου πατέρα. Στὶς ἑπτὰ χτύπησε τὸ τη­λέφωνο. Σήκωσε τὸ ἀκουστικὸ μὲ τρε­μάμενα χέρια ἡ μάνα.
–Ὁρίστε! Ποιὸς εἶναι;
–Εἶμαι ὁ Νίκος, ὁ ἄντρας σου, Καλλιόπη, ποὺ πρόδωσα τὴν ἀγάπη σου καὶ πίκρανα τὰ παιδιά μας. Θέλω νὰ γυρίσω πίσω κοντά σας. Δὲν ἀντέχω ἄλλο μακριά σας! Μὲ θέλεις;
–Ἀφοῦ μετάνιωσες καὶ ἀποφάσισες νὰ εἶσαι τὸ στήριγμα καὶ τὸ παράδειγμά μας, ἔλα, σὲ περιμένουμε μὲ χαρὰ ὅλοι μας, Νίκο! Περιμέναμε χρόνια αὐτὴ τὴ μέρα! Σὲ ἔφερε ὁ ἅγιος Παΐσιος!
–Εὐχαριστῶ ποὺ μὲ δέχεσαι, Καλλιόπη, πιστὴ γυναίκα μου. Θὰ γίνει ὅπως τὸ λὲς καὶ τὸ θέλεις. Θὰ τὸ δεῖς!
Ἡ στιγμὴ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ πατέρα ἦταν συγκινητική. Ἀπερίγραπτη! Μιὰ νέα ζωὴ ἄρχιζε πλέον γιὰ τὸν πρώην ἄσωτο πατέρα. Ζωὴ μετανοίας, ἀλλὰ καὶ οἰκογενειακῆς εὐτυχίας γιὰ ὅλους, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Παϊσίου.