Κανεὶς δὲν ὑποπτευόταν ὅτι ὁ κατὰ κόσμον Λάμπρος Κανέλλος, ἕνας καλοκάγαθος βιοπαλαιστής – γεωργὸς καὶ οἰκοδόμος τοῦ 17ου αἰώνα ἀπὸ τὰ Μέγαρα, παντρεμένος μὲ δυὸ παιδιά, θὰ ἔφθανε σὲ τέτοια ὕψη ἀρετῆς, ὥστε νὰ τιμᾶται σήμερα ὡς Ὅσιος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ τελικὰ εἶναι τόσο εὔκολη, ἀρκεῖ νὰ δέχεται κανεὶς μὲ ἁπλότητα τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόζει μὲ ἀκρίβεια καὶ χαρά. Καὶ ὁ Λάμπρος ἀπὸ μικρὸ παιδὶ δέχθηκε τὸν σπόρο τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς καὶ θεοσεβεῖς γονεῖς του, τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Καὶ ποτὲ δὲν πρόδωσε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στὸ ἐπάγγελμά του ἦταν δίκαιος καὶ ἐργατικός. Καὶ στὴν οἰκογένειά του ὑποδειγματικὸς πατέρας καὶ τίμιος σύζυγος. Τὴ γυναίκα του τὴν ἔλεγαν Βασίλω καὶ τὰ δύο του ἀγόρια Ἰωάννη καὶ Δημήτριο. Συνέβη κάποτε ὁ Λάμπρος μὲ δύο συμπατριῶτες του νὰ βρίσκεται σὲ δουλειὲς σὲ χωράφια στὴν Κορινθία. Καὶ ’κεῖ, νύκτα ἦταν, εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Κυρία Θεοτόκο, ποὺ τὸν πρόσταζε νὰ τῆς ξανακτίσει τὸν ἐρειπωμένο ναό της ποὺ βρισκόταν στὸ βόρειο μέρος τοῦ νησιοῦ τῆς Σαλαμίνας. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν παραλία τῆς Μεγαρίδος στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Μεγάλου Πεύκου ἢ Νέας Περάμου.
Ὁ Λάμπρος δίσταζε νὰ πιστέψει στὸ ὅραμα. Ὅμως ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ δεύτερη φορὰ τοῦ ἐμφανίστηκε καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὴν ἴδια ἐπιθυμία της μὲ ἐντονότερο τρόπο.
Ὅμως ὁ Λάμπρος συνέχιζε νὰ διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις καὶ ἀμφιβολίες γιὰ τὴν προέλευση τοῦ ὁράματος. Καὶ τότε πάλι γιὰ τρίτη φορὰ σὲ ὅραμα ἡ Παναγία μας πιὸ ἐπιτακτικὰ τοῦ εἶπε:
«Τάχιστα πορεύου, ἄνθρωπε, εἰς τὴν νῆσον, εἰς τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπον, νὰ ἐκτελέσῃς τὸ παρ’ ἐμοῦ προσταττόμενον».
Τελικὰ ὁ ταπεινὸς αὐτὸς γεωργὸς πείστηκε ὅτι τὸ σημεῖο εἶναι ἀληθινό. Διέκοψε τὴν ἐργασία του καὶ ἐπέστρεψε στὰ Μέγαρα. Καὶ διηγήθηκε μὲ πολλὴ συστολὴ καὶ ἀγωνία τὸ ὅραμα στοὺς δικούς του ἀνθρώπους καὶ σὲ ἔμπιστους φίλους. Ὅλοι ξαφνιάστηκαν. Ἄλλοι τὸν συμβούλευσαν νὰ ἀδιαφορήσει καὶ ἄλλοι τοῦ ἔλεγαν τὸ γρηγορότερο νὰ φύγει γιὰ τὴ Σαλαμίνα νὰ ἐκπληρώσει τὴν αἴτηση τῆς Παναγίας μας. Ὁ ἴδιος ὅμως παρέμενε ἀναποφάσιστος, κλεισμένος στὸ σπίτι του. Ἕως ὅτου καὶ πάλι ἡ Παναγία μας μὲ ἐπίσκεψή της τοῦ διέλυσε τοὺς τελικοὺς δισταγμούς του καὶ τὸν ἀνάγκασε μὲ ἐπιτακτικὸ τόνο νὰ ξεκινήσει τὸ ἅγιο ἐγχείρημα.
Μὲ ὅπλο πλέον μόνο τὴν πίστη καὶ μὲ ἐσωτερικὴ εἰρήνη ὁ Λάμπρος κατέβηκε στὴν παραλία. Ὅμως ἦταν ἀδύνατο νὰ ταξιδέψει. Ἡ θάλασσα ἦταν φουρτουνιασμένη. Πλοιάριο πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε. Καὶ ’κεῖ καθὼς καθόταν μόνος, ἀπελπισμένος καὶ ἀντίκριζε τὸ ἀνταριασμένο πέλαγος, ἄκουσε μιὰ ὑπερκόσμια φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε:
«Ρίξε τὴν κάπα σου στὴ θάλασσα, καὶ ἀφοῦ καθίσεις πάνω σ’ αὐτήν, θὰ σὲ ὁδηγήσει χωρὶς κίνδυνο στὸ νησί».
Ὁ Λάμπρος ὑπάκουσε μὲ ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ. Ἅπλωσε τὴν κάπα του στὰ κύματα καὶ ἔφθασε στὴν ἀπέναντι ἀκτή, στὸ νησὶ σῶος καὶ ἀβλαβής.
Καὶ ἐκεῖ στὴν τοποθεσία ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Κυρία Θεοτόκος, μετὰ ἀπὸ προσευχὲς καὶ πολλοὺς κόπους ἀνέσυρε ἀπὸ τὴ γῆ τὴ θαυματουργὴ ἁγία εἰκόνα της ποὺ ὀνομάζεται πλέον «Παναγία ἡ Φανερωμένη», γιατὶ φανερώθηκε σὲ δοῦλο ἄξιο τοῦ Θεοῦ.
Στὸν τόπο αὐτὸ τὸν εὐλογημένο, αὐτὸς ὁ ἄκακος ἄνθρωπος, ὁ Λάμπρος, παρέμεινε μέχρι τὰ τέλη τῆς ζωῆς του. Μὲ ζῆλο ἱερὸ ἀνέλαβε νὰ οἰκοδομήσει ὄχι μόνο τὸ ναό της ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο μοναστικὸ συγκρότημα. Πολλοὶ πρόθυμοι ἐθελοντὲς οἰκοδόμοι ἔτρεξαν νὰ βοηθήσουν στὸ ἱερὸ αὐτὸ ἐργοτάξιο καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν μοναχοί.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Λάμπρου πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο εἶχε πλημμυρίσει τὴν ἄδολη καὶ ἄκακη καρδιά του τόσο πολύ, ὥστε ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ τελείως στὸ Θεό. Καὶ ἔγινε ἐκεῖ μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λαυρέντιος. Τὸν δρόμο τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἀκολούθησε σύντομα καὶ ἡ σύζυγός του ποὺ ἐπονομάσθηκε Βασσιανή, προσφέροντας καὶ αὐτὴ γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς ὅ,τι περιουσία εἶχε.
Πρῶτος Ἡγούμενος καὶ κτήτωρ τοῦ ἀνδρικοῦ μοναστικοῦ συγκροτήματος τῆς Παναγίας Φανερωμένης τῆς Σαλαμίνας ἀνεδείχθη ὁ ὅσιος Λαυρέντιος. Μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀκακία του, προπαντὸς μὲ τὴν ἄδολη πίστη καὶ τὸν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε, εἵλκυσε κοντά του πλῆθος μοναχῶν καὶ ἱερομονάχων, ποὺ καθοδηγοῦσε μὲ σοφία καὶ σύνεση, δημιουργώντας ἔτσι μιὰ Ἀδελφότητα μὲ κύρος μοναδικὸ καὶ φωτεινὸ ἦθος, μέσα στὰ σκοτάδια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς.
Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἀναπαυόταν στὴν καρδιὰ τοῦ ἄκακου Ἡγουμένου. Λόγῳ τῆς καθαρότητας καὶ ἁγνότητάς του ὁ Κύριος τοῦ χάρισε, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Κάποτε τὸν κάλεσε στὴν Ἀθήνα ἕνας Ὀθωμανὸς ἀξιωματοῦχος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴ βαριὰ ἄρρωστη Μουσουλμάνα γυναίκα του. Καὶ ὁ Ὅσιος μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του καὶ τὴ σημείωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸ σῶμα της τὴν θεράπευσε. Σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης ὁ Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ κτήματα ποὺ τὰ εἶχε ἐπὶ χρόνια καταπατημένα. Καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ καὶ σήμερα συνεχίζει νὰ ἐπιτελεῖ σὲ πολλοὺς πονεμένους ἀνθρώπους μὲ τὶς πρεσβεῖες του στὸν Κύριο.
Τὸ συγκρότημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὁ Ὅσιος τὸ ἀποπεράτωσε τὸ 1682. Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, στὶς 9 Μαρτίου τοῦ 1707, ἡμέρα τῶν ἁγίων 40 Μαρτύρων, ὁ ὅσιος Λαυρέντιος παρέδωσε εἰρηνικὸς τὴν κατάκαρπη ἀπὸ ἀρετὲς ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Πλάστη καὶ Δημιουργοῦ του.
Διάδοχός του στὴν ἡγουμενία ἀνεδείχθη ὁ κατὰ σάρκα υἱός του Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη μοναχὸς ἐκεῖ μὲ τὸ ὄνομα Ἰωακείμ.
Ἡ ἐπέτειος τῆς μνήμης τοῦ ὁσίου Λαυρεντίου τοῦ ἐν Μεγάροις καὶ κτήτορος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Σαλαμῖνος μετατέθηκε στὶς 7 Μαρτίου γιὰ νὰ μὴ συμπίπτει μὲ τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα.
Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Λαυρεντίου νὰ ἀφεθοῦμε καὶ μεῖς τελείως στὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ μὲ ἀκακία καὶ ἁπλότητα νὰ ὑπακοῦμε σὲ ὅ,τι ὁ Κύριος θέλει καὶ στέλνει γιὰ τὴ σωτηρία μας.