Ποιὸς μπορεῖ ἀξίως νὰ ὑμνήσει καὶ νὰ ἐγκωμιάσει τὴν Κεχαριτωμένη Μαριάμ; Πράγματι κανείς. Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στέκεται ἐκστατικὸς ἐνώπιον τοῦ παρθενικοῦ κάλλους της καὶ δὲν βρίσκει τὰ κατάλληλα λόγια γιὰ νὰ τὴν ἐπαινέσει ἀξίως καὶ ὅπως ἁρμόζει στὴν πάσης ἡλιακῆς ἀκτίνος καθαροτέρα Μαριάμ, ὅπως ψάλλουμε στὸ θαυμάσιο τροπάριο «τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου». Διότι ἡ ἁγνότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα ἐξωτερικὸ ἰδίωμα τοῦ χαρακτῆρος της, ἀλλὰ ἦταν σύμφυτη μὲ τὴν ὕπαρξή της, ἑδραζόταν στὰ μύχια βάθη τῆς πάγκαλης ψυχῆς της. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Θεόνυμφος Κόρη εἶναι τὸ ἀνεπανάληπτο πρότυπο ἁγνείας καὶ σεμνότητος γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἡ ἁγνὴ καὶ φίλαγνη Θεοτόκος ἀνεδείχθη πράγματι αἰώνιο πρότυπο καὶ ὁδηγὸς γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς στὴν ἀρετὴ τῆς σωφροσύνης. Ἡ ζωή της ἦταν κατεξοχὴν νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστική. Ζοῦσε διαρκῶς τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καθὼς καὶ μὲ τὴν ἐντρύφησή της στὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἔτσι τήρησε τὸ νοῦ της ἀλλὰ καὶ τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος πεντακάθαρες ἀπὸ τὴ δυσώδη ἁμαρτία. Ὅπως ὡραῖα μᾶς διδάσκει ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός, ποτὲ οὔτε ἡ παραμικρὴ ἁμαρτία δὲν εἰσῆλθε στὴν παρθενικὴ ψυχή της μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, ποτὲ οὔτε μὲ ἐλάχιστη προσβολὴ ἐμπαθῶν λογισμῶν δὲν μολύνθηκε ὁ νοῦς της.
Καὶ τὰ αἰσθητήριά της βεβαίως, οἱ θυρίδες αὐτὲς τῆς ψυχῆς, ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἁγιασμένα, δοσμένα στὸ Θεό. Ἔτσι ἡ Κυρία Θεοτόκος μίσησε τὶς αἰσθητὲς καὶ ψευδεῖς ἡδονὲς καὶ μὲ τὴ φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων διατήρησε τὴν ψυχή της ὡραία καὶ λαμπρὴ καὶ τὴν καρδιά της καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη. Ἐπεθύμησε τότε ὁ Κύριος τοῦ κάλλους της, ἐθέλχθη ἀπὸ τὴν παρθενική της ὡραιότητα καὶ ἔγινε ἡ ὕπαρξή της «ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος».
Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὅμως ποὺ ὑπερελάμπρυνε τὴν Παρθένο Μαρία καὶ τὴν ἀνέδειξε Θεοτόκο, εἶναι Αὐτὸ ποὺ ἑλκύει καὶ τὸν κάθε πιστὸ στὴν ἀγάπη τῆς Θεομήτορος καὶ τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ νήψη καὶ ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ἀειπαρθένου προσφέρουν στὸν πιστὸ ἀκαταμάχητη ἀσπίδα προστασίας ἔναντι τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ποὺ ἀφαιροῦν τὴν ἁγνότητα, μολύνουν τὸ νοῦ, βαραίνουν τὴν ψυχή. Καὶ ἡ περιφρούρηση συνάμα τῶν αἰσθήσεων εἶναι τὸ ἑπόμενο ἀγώνισμα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς σωφροσύνης, ἀφοῦ μέσῳ τῶν θυρίδων αὐτῶν, ὅπως θαυμάσια μᾶς διδάσκει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ ἀριστουργηματικό του «Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο», «εἰσέρχεται εἰς τὴν ψυχὴν ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος· ἡ ζωὴ μέν, ὅταν κυβερνῶνται καλῶς καὶ δὲν ἀπολαμβάνωσι τῶν συνηθισμένων εἰς αὐτὰς ἡδονῶν, ὁ θάνατος δέ, ὅταν αὐτὲς γεύονται τῶν θνησιμαίων».
Πράγματι, συνεχίζει ὁ Ἅγιος, ὅταν οἱ αἰσθήσεις μας μένουν ἀφύλακτες, τότε ἡ ψυχὴ γίνεται σπήλαιο ληστῶν καὶ πανδοχεῖο ἁμαρτημάτων. Ἀντιθέτως, ὅταν τὰ μάτια μας ἀτενίζουν τὶς θεῖες μορφὲς τοῦ Κυρίου, τῆς σεμνῆς Βασιλίδος Μητρός Του, τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων καὶ θεοειδῶν Ἀγγέλων, ὅταν ἀκοῦμε τοὺς ζωοποιοὺς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου καὶ πληροῦται ἔτσι ἡ ὕπαρξή μας Πνεύματος Ἁγίου, ὅταν ὀσφραινόμαστε τὴν εὐωδία τῶν χαριτοβρύτων Λειψάνων καὶ τοῦ θυμιάματος τῆς προσευχῆς, ὅταν γευόμαστε μετὰ τὴν ἀναίμακτον ἱερουργία τὴν παναμώμητον σάρκα καὶ τὸ δεσποτικὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὰ χέρια μας, τέλος, διακονοῦμε τὸν Δεσπότη Χριστὸ στὰ πρόσωπα τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν μας, καθίστανται τότε οἱ αἰσθήσεις μας ὄργανα θεάρεστα τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ ψυχή μας ταμεῖο καὶ κατοικία τῶν ἀρετῶν τῆς ἁγνῆς Θεομήτορος.
Βέβαια, ἡ πάναγνη Παναγία, τὸ ὁλόλευκο αὐτὸ κρίνο τῆς ἁγνότητος, δὲν ἀρκεῖται νὰ παραμένει ἁπλῶς ἕνας ὁδηγὸς καὶ ἕνα πρότυπο ψυχικῆς καὶ σωματικῆς καθαρότητος. Ποθεῖ, διδάσκει ὁ ὅσιος Νικόδημος, βλέποντας καὶ ἐμᾶς στολισμένους μὲ τέτοιου εἴδους ἀρετές, νὰ εὐχαριστηθεῖ ἀπὸ τὸ κάλλος καὶ τὴ λαμπρότητα τῶν δικῶν μας ψυχῶν ἔτσι, ὥστε νὰ ἔλθει νοερῶς στὴν ψυχή μας γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει ὅλες τὶς πνευματικὲς χάρες, ποὺ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἄγαλμα ἔμψυχο θεϊκό. Εἴθε μὲ τὴν πανσθενὴ Χάρι τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της νὰ ἀποκτήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ποὺ τιμοῦμε καὶ προσκυνοῦμε τὴν ἄσπιλη Μορφή της, τὰ θεῖα αὐτὰ καὶ οὐράνια δωρήματα.