ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (9/3)

Σήμερα 9/3/2017 εορτάζουν:

  • Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια
  • Άγιος Ουρπασιανός
  • Άγιος Καισάριος αδελφός Γρηγορίου Θεολόγου
  • Άγιοι Παππούς, Γιαγιά, Πατέρας, Μητέρα και τα Δύο Παιδιά τους
  • Άγιος Πασιανός Επίσκοπος Βαρκελώνης της Ισπανίας
  • Άγιος Κωνσταντίνος της Κορνουάλλης ο Μάρτυρας
  • Όσιος Βιτάλιος εκ Σικελίας
  • Όσιος Κλεόπας εκ Ρωσίας
  • Άγιοι Χρίστος ο Ιερέας και Πανάγος οι Νεομάρτυρες
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου «του Ένσαρκου Λόγου», εν Αλμπαζίν της Ρωσίας

Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια

9.-Agioi-Saranta-Martyres

Α. Ἡ δι­πλή ἰ­δι­ό­τητά τους.

Τό Μη­νο­λό­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ση­μει­ώ­νει:

«Μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων Τεσ­σα­ρά­κον­τα Μαρ­τύ­ρων τῶν ἐν Σε­βα­στείᾳ τῇ πό­λει μαρ­τυ­ρη­σάν­των».

Ποιοί ὅ­μως ἦταν οἱ λαμ­προί αὐ­τοί ἀ­θλη­τές τῆς πί­στε­ως καί ποι­ό ἦ­ταν τό ἔν­δο­ξο τέ­λος τους; Τό­σο χρή­σι­μο εἶ­ναι νά τούς γνω­ρί­σου­με, ἀ­φοῦ κα­τά τήν βε­βαί­ω­ση τοῦ με­γά­λου φωστῆ­ρος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που τῆς Και­σα­ρεί­ας Βα­σι­λεί­ου αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἔ­παι­νος τῶν μαρ­τύ­ρων, τό νά πα­ρα­κι­νοῦν­ται καί ἐ­νι­σχύ­ον­ται πρός τήν ἀ­ρε­τή οἱ Χριστιανοί.

Στρα­τι­ῶ­τες ἦταν οἱ Τεσ­σα­ρά­κον­τα Μάρ­τυ­ρες. Ὑπηρε­τοῦ­σαν σ’ ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κό τάγ­μα τοῦ Ρω­μαϊκοῦ στρα­τοῦ, ἀ­πό ἐ­κεῖ­να πού ἦταν στήν Ἀ­να­το­λή. Στόν Ρω­μαῖ­ο αὐ­το­κρά­το­ρα εἶ­χαν δη­λώ­σει ὑ­πο­τα­γή. Ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, ἦταν στρα­τι­ῶ­τες. Ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Του εἶ­χε λάμ­ψει στίς καρ­διές τους. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ ­φώ­τι­ζε τῆς ζω­ῆς τους τό δρό­μο. Καί ἡ λα­τρεί­α Του ­γέ­μι­ζε τίς νε­α­νι­κές τους καρ­διές. Ἀ­πό δι­άφορες πα­τρί­δες κα­τάγονταν καί ἑνώθηκαν μέσα ἀπό τήν ἴδια πίστη καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν μί­α ψυ­χή καί μί­α καρ­διά. Ἦταν οἱ πιό ἀνδρεῖοι καί πιό θαρραλέοι καί πιό πρόθυμοι με­τα­ξύ τῶν στρα­τι­ω­τῶν. Μέ αὐ­το­θυ­σί­α ­προ­χω­ροῦ­σαν στίς μά­χες, ἀψη­φῶντας κιν­δύ­νους καί τόν θά­να­το ἀ­κό­μη.

Ἄλ­λα καί στίς πε­ρι­ό­δους τῆς εἰ­ρή­νης σ’ ἄλ­λους πο­λέ­μους καί σ’ἄλ­λες μά­χες ἔ­στρε­φαν τήν προ­σο­χήν τους. Ἕ­νας πό­θος θερ­μός, ἕ­νας παλ­μός ἱ­ε­ρός ­δο­νοῦ­σε τίς καρ­διές τους: πῶς θά εὐ­α­ρεσ­τή­σουν στόν Κύ­ριο, τόν αἰ­ώ­νιο βα­σι­λέ­α τῆς δό­ξης.

Ἕ­να γε­γο­νός ὅ­μως ἦλ­θε νά με­τα­βά­λει τίς συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς τους. Αὐ­το­κρά­τωρ τῆς Ρώ­μης ἦ­ταν ὁ Λι­κί­νιος. Συ­νάρ­χοντας ἀρχικά τοῦ Γα­λε­ρί­ου, ἀ­νέ­λα­βε τήν δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τῆς Ἀ­να­το­λῆς με­τά τό θά­να­το ἐ­κεί­νου. Εἶ­ναι οἱ ἀρ­χές τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ­ῶ­νος. Δη­λα­δή ἡ πιό κρί­σι­μη ἐ­πο­χή γιά τόν Χρι­στι­α­νι­σμό. Ἡ ἐ­πο­χή, στήν ὁ­ποί­α οἱ δυ­ό κό­σμοι, ὁ πα­λαι­ός εἰδωλο­λα­τρι­κός στό πρόσωπο τῶν Ρω­μαί­ων αὐ­το­κρα­τό­ρων καί ὁ Χρι­στι­α­νι­κός μέ τόν ἀ­πό τόν Θε­ό ἀ­να­δει­χθέν­τα ὑ­πο­στη­ρι­κτή καί ὑ­πέρ­μα­χο Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, θά ἔλ­θουν στήν σφο­δρό­τε­ρη σύγ­κρουση, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἡ θρη­σκεί­α τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου θά ἐ­ξέλ­θει νι­κή­τρια καί θά ἐ­πι­κρά­τη­σει γιά πάντα. Τό μέ­νος τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τρό­πο φο­βε­ρό. Πρέ­πει ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός καί οἱ Χρι­στια­νοί νά δι­ω­χθοῦν χω­ρίς οἶ­κτο, νά πάψουν, εἰ δυ­να­τόν, νά ὑ­πάρ­χουν. Ὁ Λι­κί­νιος ὑ­πο­γρά­φει δι­ά­ταγ­μα σκλη­ροῦ καί ἀ­πη­νοῦς δι­ωγ­μοῦ κα­τά τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Τό κοι­νο­ποι­εῖ σέ ὅλες τίς ἐ­παρ­χίες τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Οἱ κα­τά τό­πους ἔ­παρ­χοι ἀρ­χί­ζουν τό ἔρ­γο τους, ἔρ­γο ἀ­να­κρι­τι­κό καί δι­κα­στι­κό. Μέ τά ὄργανά τους πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ἐ­ρευ­νοῦν, ἐ­ξε­τά­ζουν νά ἀ­να­κα­λύ­ψουν τούς Χρι­στια­νούς· νά τούς ὁ­δη­γή­σουν μ­προστά τους νά ἐ­φαρ­μό­σουν σ’ αὐ­τούς τίς ποινές τοῦ αὐτοκρατορι­κοῦ δι­α­τάγ­μα­τος.

Πόσο μεγάλη ὅ­μως ἦ­ταν ἡ ἐκ­πλη­ξή του, ὅ­ταν ὁ ἔ­παρ­χος ἄ­κου­σε, ὅ­τι τό καύ­χη­μα τοῦ αὐ­το­κρα­το­ρι­κοῦ στρα­τοῦ, οἱ ­σα­ρά­ν­τα νέ­οι πού δια­κρί­νον­ταν ἀ­πό ὅ­λους τούς ἄλ­λους γιά τήν πει­θαρ­χί­α καί τήν ἀν­δρεί­α τους, ἦταν Χρι­στια­νοί. Τήν ἔκ­πλη­ξη δι­α­δέ­χθηκε ἡ ὀρ­γή καί τήν ὀρ­γή ἡ φο­βε­ρή δι­ά­θε­ση ἐκ­δι­κή­σε­ως. Συ­γ­κρά­τη­σε ὅ­μως τόν ἐ­αυ­τό του καί ζή­τη­σε νά πα­ρου­σια­σθοῦν ἐ­νώ­πιόν του οἱ πι­στοί Χρι­στια­νοί στρα­τι­ῶ­ται. Ἡ δι­α­τα­γή ἐ­κτε­λεῖ­ται. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες β­ρί­σκον­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ ἐ­πάρ­χου. Ἐ­κεῖ­νος τούς δείχν­ει τό δι­ά­ταγ­μα. Καί τούς ζη­τᾶ νά ὑ­πα­κού­σουν. Καί ἐ­κεῖ­νοι μέ μιά φω­νή, φω­νή στα­θε­ρή καί με­γά­λη, μέ θάρ­ρος καί ἀν­δρεί­α, χω­ρίς νά φο­βη­θοῦν τί­πο­τε ἀ­πό ὅ­σα ἔ­βλε­παν, ὁ­μο­λό­γη­σαν ὅ­τι εἶ­ναι Χριστια­νοί. Ὦ μα­κά­ριες γλῶσ­σες, ἀ­να­φω­νεῖ ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὅσες πρό­φε­ραν τήν ἱ­ε­ρή ἐ­κεί­νη φω­νή, τήν ὁ­ποί­α ὑ­πο­δέχθηκε ὁ ἀέρας καί ἁγιάσθηκε, τήν ἄκου­σαν οἱ ἄγ­γε­λοι καί τήν ἐ­παί­νε­σαν, ἐνῶ ὁ δι­ά­βο­λος μαζί μέ τούς δαίμονες ­τραυ­μα­τί­σθηκε, καί ὁ Κύ­ριος τήν κα­τέ­γρα­ψε στούς οὐ­ρα­νούς! Τό σπου­δαῖ­ο μάλιστα εἶ­ναι ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ κα­θέ­νας ἐρχόταν στή μέση νά δώ­σει τήν ἀ­πάν­τη­ση καί τόν ρωτοῦσαν ποι­ό εἶ­ναι τό ὄ­νο­μά του, ὅ­λοι καί ὁ καθένας ξεχωριστά ἀ­παν­τοῦ­σαν: εἶ­μαι Χρι­στια­νός. Καί ἔ­τσι ὅ­λων τό ὄ­νο­μα ἔ­γι­νε ἕ­να, διό­τι δέν ὀ­νο­μά­ζον­ταν πλέ­ον ὁ κα­θένας μέ τά ὀνόματά τους, ἀλλά ὅ­λοι ἀ­να­κη­ρύσ­σον­ταν Χρι­­στια­νοί.

Τί ἀ­κο­λού­θη­σε τή στα­θε­ρή, τήν ἀ­με­τά­κλη­τη ὁ­μο­λο­γί­α; Λό­για ἤ­πια, λό­για κα­λω­σύ­νης καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἐκ μέ­ρους τοῦ ἐ­πάρ­χου. Εἶ­στε νέ­οι, τούς εἶ­πε· λυ­πη­θεῖ­τε, λοι­πόν, τήν νε­ό­τη­τά σας. Γλυ­κειά ἁ­πλώ­νε­ται μπρο­στά σας ἡ ζω­ή· μή θε­λή­σε­τε νά τήν κά­νε­τε πι­κρή, οὔ­τε νά ἀν­ταλ­λά­ξε­τε τήν γλυ­κύ­τη­τα καί τήν ὀ­μορ­φιά της μέ ἕ­να πρό­ω­ρο καί ὀ­δυ­νη­ρό θά­να­το. Πό­σο σκλη­ρό θά εἶ­ναι γιά σᾶς, πού πάν­το­τε ἀ­ρι­στεύ­σα­τε στά πε­δί­α τῶν μα­χῶν, νά ­πε­θά­νε­τε μέ ἕ­να θά­να­το, πού ἁρ­μό­ζει μό­νο στούς κα­κούρ­γους! Χρή­μα­τα ἔ­χω πολλά στή δι­ά­θε­σή σας. Ἀλ­λά καί τι­μές πολ­λές καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα με­γά­λα καί πα­ρά­ση­μα αὐ­το­κρα­το­ρι­κά θά σᾶς προ­σφέ­ρω, ἐ­άν θε­λή­σε­τε νά ἀρ­νη­θεῖ­τε τήν πί­στη σας· νά λατρεύσετε τούς θε­ούς τοῦ βα­σι­λιά· νά ἀ­πο­δεί­ξε­τε, ὅ­τι εἶστε ἀ­νώ­τε­ροι τῶν μύ­θων, πού πι­στεύ­ουν ἄν­θρω­ποι μι­κροί καί χω­ρίς ἀ­ξί­α.

Καί ὅ­ταν εἶ­δε, ὅ­τι μέ τά ἤ­πια καί μα­λα­κά μέ­σα δέν ἔ­φε­ρνε κα­νένα ἀ­πο­τέ­λε­σμα, τό­τε ἄρ­χι­σε τίς φο­βε­ρές ἀ­πει­λές, τά βα­σα­νι­στή­ρια καί τίς τι­μω­ρίες. Στά μέ­σα ὅ­μως αὐ­τά, πού χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ τύ­ραν­νος, τί ἀ­πάν­τη­σαν οἱ Μάρ­τυ­ρες; Προ­τοῦ δοῦμε ὅ­μως τήν ἀ­πάν­τη­ση, ἅς ση­μει­ώ­σουμε ἕ­να σπου­δαῖ­ο δί­δαγ­μα· ὅ­τι δη­λα­δή καί στή ­δι­κή μας ζω­ή θά παρου­σια­σθοῦν ἀ­σφα­λῶς πε­ρι­στά­σεις, στίς ὁ­ποῖες θά κλη­θοῦ­με νά ἀ­πο­δεί­ξου­με ἐ­άν πράγ­μα­τι εἴ­μα­στε πι­στοί στρα­τι­ῶ­τες τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως, ἄ­ξιοι νά φέ­ρου­με τό ὄ­νο­μά Του, πι­στοί τη­ρη­τές τοῦ νό­μου Του καί τῶν ἐν­το­λῶν Του. Ἄς ἐ­τοι­μα­ζό­μα­στε γιά τίς ὧρες αὐ­τές, ὥ­στε ἡ στά­ση μας καί ἡ δι­α­γω­γή μας νά δι­καί­ω­σει τό τι­μη­τι­κό μας ὄ­νο­μα, τό ὄνο­μα τοῦ Χρι­στια­νοῦ.

Β. Τό σκλη­ρό τους μαρ­τύ­ριο.

Ποί­α λοι­πόν ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σαν οἱ γεν­ναῖ­οι ἀ­γω­νι­στές στήν πρό­κλη­ση τοῦ τυ­ράν­νου; Ἅς ἀ­φή­σου­με τόν Μέ­γα Βα­σί­λει­ο νά μᾶς τήν πεῖ. Μᾶς δε­λε­ά­ζεις, θε­ο­μά­χε, νά ἀποστατήσου­με ἀ­πό τόν Θε­ό τόν ζῶν­τα καί νά ὑ­πα­κού­σου­με στούς δαί­μο­νες τῆς κα­τα­στρο­φῆς, προ­τεί­νοντάς μας τά ἀ­γα­θά σου; Ἔ­χεις νά μᾶς δώ­σεις ἀ­γα­θά ἴ­σης ἀ­ξί­ας μ’ ἐκεῖνο ποῦ προ­σπα­θεῖς νά μᾶς ἀ­φαί­ρε­σεις; Μι­σοῦ­με τή δω­ρε­ά αὐ­τή, πού θά μᾶς προ­ξε­νή­σει ζη­μιά. Δέν δε­χό­μα­στε τι­μή, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι μή­τηρ τῆς ἀ­τι­μί­ας. Μᾶς δί­δεις χρή­μα­τα, πού μέ­νουν ἐ­δῶ, δό­ξα πού μα­ραί­νε­ται… ὅ­λο τόν κό­σμο ἐ­μεῖς τόν ἔ­χου­με πε­ρι­φρο­νή­σει. Αὐ­τά πού βλέ­που­με στόν κό­σμο, δέν ἔ­χουν γιά μᾶς τήν ἀ­ξί­α πού ἔ­χουν ὅ­σα οὐ­ρά­νια ἐλ­πί­ζου­με καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­με… Μί­α δω­ρε­ά ἐ­πι­θυ­μῶ, τό στεφάνι τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Μί­α δό­ξα πο­θῶ, τή δό­ξα τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Φι­λο­δο­ξῶ νά ἀ­πο­λαύ­σω τήν ἐ­που­ρά­νια τιμή καί δό­ξα. Φο­βᾶ­μαι τήν τι­μω­ρί­α, ἀλ­λά μό­νο τῆς κο­λά­σε­ως τήν τι­μω­ρί­α… τίς τι­μω­ρίες σας τίς θε­ω­ρῶ βέ­λη νη­πί­ων…· Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἐ­δῶ ἕ­τοι­μοι νά μᾶς βα­σα­νί­σε­τε μέ τόν τρο­χό καί νά μᾶς στρε­βλώ­σε­τε τά μέ­λη τοῦ σώ­μα­τος καί νά μᾶς κα­τα­κάψε­τε, καί σέ κάθε εἶ­δος βα­σα­νι­στη­ρί­ων νά μᾶς ὑ­πο­βά­­λε­τε.

Κα­τά­πλη­ξη, θαυ­μα­σμός, ἀλ­λά καί τα­ρα­χή καί βρα­σμός ψυ­χῆς καί θυ­μός ἀ­συγ­κρά­τη­τος κυ­ρί­ευ­σε τήν καρ­διά τοῦ ἐ­πάρ­χου ἔ­πει­τα ἀ­πό τήν θαρ­ρα­λέ­α καί ἡ­ρω­ϊ­κή ἀ­πάν­τη­ση τῶν ἀν­δρεί­ων της πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γη­τῶν. Ἡ ἀ­πό­φα­σή του ἔ­πει­τα ἀ­π’ αὐ­τήν ἦ­ταν ἀ­με­τά­κλη­τη. Ὅ­λοι, ἀ­πό τόν πρῶτο μέ­χρι τόν τε­λευ­ταῖο, πρέ­πει νά ­πε­θά­νουν, καί μά­λι­στα μέ σκλη­ρό θά­να­το, αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο. Ποιό ὅ­μως θά ἦ­ταν τό σκλη­ρό­τε­ρο μαρ­τύ­ριο, τό πιό ὀ­δυ­νη­ρό καί πα­ρα­τε­τα­μέ­νο; Ὁ ἄρχοντας τοῦ σκό­τους τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε ποι­ό ἦ­ταν. Στήν ἄκρη τῆς πό­λε­ως ὑ­πῆρ­χε λί­μνη. Τά νε­ρά της, λό­γῳ τοῦ ἐ­ξαι­ρε­τι­κοῦ ψύ­χους τοῦ χει­μῶ­να ἐ­κεί­νου, ἦταν ἐν­τε­λῶς πα­γω­μέ­να. Ἐκεῖ ­πά­νω στήν πα­γω­μέ­νη λί­μνην οἱ ἥ­ρω­ες τῆς πίστε­ως κα­τα­δι­κά­σθη­καν νά πε­ρά­σουν τή φο­βε­ρή ἐ­κεί­νη νύ­κτα γυ­μνοί. Τό πρω­ί ἴ­σως κα­νέ­νας δέν θά ζοῦ­σε πιά. Τά σώ­μα­τα με­λα­νι­α­σμέ­να θά ἦταν πλέ­ον νε­κρά. Ἴ­σως καί τά μέ­λη θά εἶ­χαν ἀ­πο­κο­πεῖ ἀ­πό τό σῶ­μα…

Οἱ στρα­τι­ῶ­ται ἀ­κοῦν τή φο­βε­ρή κα­τα­δί­κη. Ὅ­μως δέν δει­λιάζουν. Εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νοι νά ὑ­πο­μεί­νουν τό μαρ­τύ­ριον, ὅ­σο καί ἄν τούς στοι­χί­σει. Ἀφοῦ μέ τόν τρό­πο αὐ­τό θά δοξα­σθεῖ ὁ Πα­τήρ ὁ ἐ­που­ρά­νιος, πῶς νά μή τό δε­χθοῦν; Ἡ ὥ­ρα τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως τῆς κα­τα­δί­κης, τῆς τό­σον ἀργῆς καί ὀ­δυ­νη­ρῆς, φθά­νει. Οἱ Μάρ­τυ­ρες ὁ­δη­γοῦν­ται στήν παγωμένη λί­μνη. Ἀ­έ­ρας πα­γω­μέ­νος κά­νει τό ψύ­χος ἀ­νυ­πό­φο­ρο. Ἐ­νῶ ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πο­βάλ­λουν τά ἐν­δύ­μα­τα τους, λό­γους εὐ­χα­ρι­στί­ας στέλνουν στόν Κύ­ριο, πού τούς ἀ­ξι­ώ­νει τέτοιας τι­μῆς. Ἄλ­λα καί με­τα­ξύ τους ἐ­νι­σχύ­ον­ται γιά νά ὑ­πο­μεί­νουν μέ­χρι τέ­λους τό φο­βε­ρό μαρ­τύ­ριο. Εἶ­ναι δρι­μύς ὁ χει­μών, λέ­νε, ἀλ­λά γλυ­κύς ὁ πα­ρά­δει­σος· εἶ­ναι ὀ­δυ­νη­ρόν τό πά­γω­μα, ἀλ­λά γλυ­κειά ἡ ἀ­νά­παυ­ση. Ἄς ὑ­πο­μεί­νου­με ἀ­κό­μη ­λί­γο, καί θά ζε­στα­θοῦ­με στόν κόλ­πο τοῦ Πα­τριά­ρχου… Ἄς μήν ὀ­πι­σθο­χω­ρή­σου­με, συ­στρα­τι­ῶ­τες, ἄς μή δώσουμε τά νῶ­τα στό δι­ά­βο­λο. Σάρ­κες εἶ­ναι· ἄς μή τίς λυ­πη­θοῦ­με. Ἄ­φου οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ὁπωσδήποτε θά πε­θά­νου­με, ἅς πε­θά­νου­με γιά νά ζή­σου­με. Ἄς γίνει ἡ θυ­σί­α μας ἐνώ­πιόν Σου, Κύ­ρι­ε, καί δέξου την ὡς θυ­σί­α ζῶ­σα, εὐ­ά­ρε­σ­τη σέ Σένα, θυ­σί­α πού προ­σφέ­ρε­ται σέ Σένα ὡς ὁ­λο­καύ­τω­μα μέσα ἀπό τό ψύχος αὐτό, ὡς κα­λή προ­σφο­ρά, ὡς νέ­ο ὁ­λο­καύ­τω­μα πού προσφέρεται ὄ­χι μέσα ἀπό τή φωτιά, ἀλλά μέσα ἀπό τό ψύχος.

Ὁ τύ­ραν­νος, γιά νά κάνει πε­ρισ­σό­τε­ρο ὀ­δυ­νη­ρό τό μαρ­τύ­ριό τους, εἶ­χε δι­α­τά­ξει τόν σκο­πό νά ἔ­χει ὅ­λη τή νύ­κτα φω­τιά με­γά­λη ἀ­ναμ­μέ­νη, πού νά φαί­νε­ται ἀ­πό τούς Μάρ­τυ­ρες, ἀλ­λά καί λου­τρό μέ νε­ρό ζε­στό νά εἶ­ναι ἕ­τοι­μο, ὥ­στε ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἤ­θε­λε λι­πο­τα­κτή­σει, νά συ­νέλ­θει γρή­γο­ρα ἀ­πό τή φο­βε­ρή ψύξη. Πα­ρόλα αὐτά οἱ Μάρ­τυ­ρες μέ μί­α ὑποδειγμα­τι­κή καρ­τε­ρί­α ὑ­πο­μέ­νουν τό φο­βε­ρό μαρ­τύ­ριο. Τό μαρ­τύ­ριο, πού τούς ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τά οὐ­ρά­νια στε­φά­νια καί τά ἀ­θά­να­τα βρα­βεῖ­α. Τά βλέ­πει τά βρα­βεῖ­α αὐ­τά σέ μί­α ὡραῖα ὀ­πτα­σί­α ὁ καλοδιάθετος Φρου­ρός νά κα­τέρ­χον­ται ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί νά στε­φα­νώ­νουν τούς ἡ­ρω­ι­κούς ἀ­θλη­τές. Σέ ἕ­ναν μό­νο δέν κα­τέρ­χε­ται στεφάνι. Εἶ­ναι ἕ­νας πού δει­λί­α­σε καί ἔτρεξε νά ζε­στα­θεῖ, γιά νά ξε­ψυ­χή­σει ὅ­μως ἀμέσως μόλις ­πλη­σί­α­σε τή φω­τιά. Τό πράγ­μα αὐτό δημιουργεῖ ζωηρή ἐν­τύ­πω­ση στόν σκο­πό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­τᾶ τόν ὁπλισμό του καί τρέχει πρός τούς Μάρ­τυ­ρες, γιά νά λά­βει ἐ­κεῖ­νος τόν στεφάνι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου.

Τό πρωΐ τά σώ­μα­τα ἦταν ὅ­λα πα­γω­μέ­να καί ἀ­ναί­σθη­τα. Οἱ ἐ­χθροί, γιά νά κάνουν ὀ­δυ­νη­ρό­τε­ρο τό μαρ­τύ­ριο, τούς με­τα­φέ­ρουν σέ τό­πο, ὅ­που ἔκαιγε με­γά­λη φω­τιά. Σ’ αὐ­τήν τώρα τούς ρί­χνουν, γιά νά κα­τα­κα­οῦν τά ἅ­για σώ­μα­τα καί νά τε­λεί­ω­σει ἡ ζω­ή καί ὅ­σων ἀ­κό­μη β­ρί­σκον­ταν στή ζωή. Ἔ­τσι μέσα σέ ἀφόρητους ὀδυνηρούς πό­νους με­τα­τέ­θηκαν στόν οὐ­ρα­νό οἱ ἡ­ρω­ϊ­κοί μα­χη­τές. Ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πό τά μαρ­τυ­ρι­κά σώ­μα­τα, ­ρίχθηκε στό πο­τάμι. «Ὤ χο­ρός ἅ­γιος! ὤ σύν­ταγ­μα ἱ­ε­ρό! ὤ σύν­δε­σμος ἀ­δι­ά­σπα­στος! ὤ κοι­νοί φύλακες τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων!», ἀ­να­φω­νεῖ ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος. Δέν σᾶς ἔ­κρυ­ψε ἡ γῆ, ἀλ­λά ὁ οὐ­ρα­νός σᾶς ἀ­πο­δέ­χθηκε, ἀ­νοί­χθηκαν γιά σᾶς τοῦ πα­ρα­δεί­σου οἱ πύλες. Στόν οὐ­ρα­νό πού βρίσκεστε, ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες, πα­ρα­κα­λεῖ­τε πάν­το­τε τόν Κύ­ριο καί γιά μᾶς. Νά εἴ­μα­στε πάν­το­τε Στρα­τι­ῶ­τες τοῦ οὐ­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως καί τί­πο­τε νά μή μας χω­ρί­ζει ἀ­πό τόν Βα­σι­λέ­α μας. Ναί, ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες, πα­ρα­κα­λεῖ­τε τόν Κύ­ριο καί γιά μᾶς.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου 

Ὁ Ἅγιος Οὐρπασιανός

Ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν συγκλητικῶν, καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα στὸ σφοδρὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διάταγμά του κατὰ τῶν χριστιανῶν, προσκάλεσε πρῶτα τοὺς συγκλητικοὺς καὶ δήλωσε ὅτι, ἂν κανεὶς ἀπ΄ αὐτοὺς ἦταν χριστιανός, θὰ τὸν συγχωροῦσε, ἀφοῦ τὸ δηλώσει ἀμέσως καὶ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Οὐρπασιανὸς ἄκουσε τὴν δήλωση τοῦ βασιλιᾶ, στὸ τέλος δέ, ἀντὶ ἄλλης ἀπάντησης, ἀφαίρεσε μόνος του τὰ σήματα τοῦ ἀξιώματός του καὶ τὰ παρέδωσε σ΄ αὐτόν. Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Στὴν ἀρχὴ τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα ἀπὸ βόδι καὶ μισοπεθαμένο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ κρατήσει τὸ ἀξίωμά του. Ἀλλ΄ ὁ Οὐρπασιανὸς ἔμεινε πιστὸς στὴν ἀπόφασή του. Τότε ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Τοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὶς πλευρὲς μὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ ὕστερα ἔβαλαν στὶς πληγές του ἀναμμένες λαμπάδες. Τόσο δὲ τὰ ἐγκαύματα ὅσο καὶ ὁ καπνὸς ἐπέφεραν τὸ μαρτυρικό του τέλος.

Ὁ Ἅγιος Καισάριος ἀδελφὸς Γρηγορίου Θεολόγου

Ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ ἰ­α­τρι­κοῦ κό­σμου καί τῆς ἰ­α­τρι­κῆς ἐ­πι­στή­μης. Ἰ­α­τρός, ὁ ὁ­ποῖ­ος συν­δυά­ζει ἄ­ρι­στα τόν ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νο ἐ­πι­στή­μο­να, τόν κοι­νω­νι­κό ἐρ­γά­τη, ἀλ­λά καί τόν πι­στό, τόν ἐ­νά­ρε­το, τόν ἅ­γιο ἄν­θρω­πο.

Εἶ­ναι ὁ Και­σά­ριος· ἀ­δελ­φός του ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Να­ζι­αν­ζη­νοῦ, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, τοῦ Θε­ο­λό­γου. Νε­ό­τε­ρος ἀ­δελ­φός ὁ Και­σά­ριος, εἶ­χε κι αὐ­τός τό προνό­μιο νά ἀ­να­τρα­φεῖ μέ­σα στό εὐ­λο­γη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας τοῦ Γρη­γο­ρί­ου καί τῆς Νόν­νας μέ τά ἱ­ε­ρά γράμ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ (Β΄ Τιμ. γ΄ 15), τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πό τήν πρώτη του ἡ­λι­κί­α τόν «ἐ­σό­φι­σαν» καί τοῦ χά­ρα­ξαν στή ζω­ή του γραμ­μή φω­τει­νή καί ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη.

Μέ τά πρῶ­τα αὐ­τά βα­σι­κά ἐ­φό­δια τῆς εὐ­σέ­βειας καί μέ τόν πό­θο εὐ­ρύ­τε­ρης μορ­φώ­σε­ως πῆ­γε ὁ Και­σά­ριος με­τά τήν Να­ζια­νζό στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια γιά τήν συμ­πλή­ρω­ση τῶν σπου­δῶν του. Ἐ­κεῖ φά­νη­κε καί ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀ­ρε­τή του καί ἡ ἐ­ξαί­ρε­τη ἐ­πί­δο­σή του στίς ἐ­πι­στῆ­μες πού σπού­δα­σε. Καί δέν σπού­δα­σε μό­νο μί­α. Με­λέ­τη­σε φι­λο­σο­φί­α, ρη­το­ρι­κή, γε­ω­με­τρί­α, ἀ­στρο­νο­μί­α. Ἕ­ως ὅ­του κα­τέ­λη­ξε στήν ἰ­α­τρι­κή, στήν ὁ­ποί­α ἔ­δω­σε πλέ­ον ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις. Ὁ ἀ­δελ­φός του Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος στόν ἐ­πι­τά­φιο λό­γο του τόν ἐγ­κω­μιά­ζει ὡς ἕναν νέ­ο θαυ­μα­στό κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη, προ­σε­κτι­κό στίς συ­να­να­στρο­φές του, ἀγαπητό στούς συμ­μα­θη­τές του, πειθαρχικό στούς δι­δα­σκά­λους του, ὀνομαστό γιά τή σω­φρο­σύ­νη καί τή σύ­νε­σή του. Πα­ρά­δειγ­μα φω­τει­νό γιά ὅ­λους.

Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Και­σά­ριος ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια ὡς ἐ­κλε­κτός ἰα­τρός γιά τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ὅ­που καί ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν πα­σχόν­των, τούς ὁ­ποί­ους ὡς δι­ά­κο­νος Χρι­στοῦ καί κα­λός Σα­μα­ρεί­της ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε. Ἀ­κού­ρα­στος ἔ­σπευ­δε μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον καί ἀ­γά­πη πολ­λή στούς ἀ­σθε­νεῖς ὡς ἰα­τρός καί ἀ­δελ­φός ἐν Χρι­στῷ, παρήγορος καί ἐ­νι­σχυ­τής.

Δέν ἄρ­γη­σε ἡ φή­μη του, φή­μη ἐ­κλε­κτοῦ καί ἁ­γί­ου ἰα­τροῦ, νά φθά­σει μέ­χρι τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­στάν­τιο (337 -361), ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν προ­σέ­λα­βε ὡς αὐ­το­κρα­το­ρι­κό ἰα­τρό. Οἱ ὑπη­ρε­σί­ες του στά ἀ­νά­κτο­ρα, ἡ ὅ­λη του ἐν γέ­νει ἀ­να­στρο­φή στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ὡς ἐ­νά­ρε­του καί σο­φοῦ ἰα­τροῦ, δη­μι­ούρ­γη­σε γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του σπά­νια αἴ­γλη. Αὐ­τός ὅ­μως, «ὄν­τως μέ­γας» (Σοφ. Σειρ. γ΄ 18), οὔ­τε γιά μιά στιγ­μή δέν ἐ­πη­ρε­ά­σθη­κε ἀ­πό τίς τι­μές, πού μέ δι­α­φό­ρους τρό­πους τοῦ ἀ­πέ­δι­δαν. Ἔ­μει­νε τα­πει­νός, ὅ­πως ἦ­ταν μικρό παι­δί στούς κόλ­πους τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του. Ἀλ­λά ἦλ­θε ἡ ἐ­πο­χή νά γί­νει θαυ­μα­στή καί ἡ ἄλ­λη με­γά­λη του ἀ­ρε­τή.

Τό ἔ­τος 361 δι­α­δέ­χθη­κε τόν Κων­στάν­τιο στόν θρό­νο ὁ Ἰ­ου­λια­νός ὁ Πα­ρα­βά­της. Ἀρ­νη­τής τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­πο­στά­της τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, μέ τή μα­νί­α νά ἀ­να­στή­σει τήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α. Αὐτός δι­α­τή­ρη­σε βέβαια στά ἀ­νά­κτο­ρα τόν Και­σά­ριο ὡς ἐ­κλε­κτό ἰα­τρό, δέν δυ­σκο­λεύ­θη­κε ὅ­μως νά στρέ­ψει καί πρός αὐ­τόν ἐ­πί­μο­νη τήν κα­τα­χθό­νια προ­πα­γάν­δα του. Ἦ­ταν ἄλ­λω­στε ἀ­πό τίς πρῶ­τες φρον­τί­δες του νά ἀ­πο­σπά­σει ἀ­πό τή χρι­στι­α­νι­κή πί­στη καί νά ἑλ­κύ­σει στήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ἄν­δρες σο­φούς καί ἐ­πί­ση­μους. Καί φαί­νε­ται ὅ­τι γιά πολ­λούς τό πέ­τυ­χε. Ἄλ­λο­τε μέ χρή­μα­τα καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα, καί ἄλ­λο­τε μέ τή βα­σι­λι­κή αἴ­γλη καί ἐ­πι­βο­λή του, καί ἄλ­λο­τε μέ τή γο­η­τεί­α τῶν λό­γων του. Ἀλ­λά ὁ Και­σά­ριος ἀ­μέ­σως ἀπό τήν πρώ­τη ὥ­ρα ἀν­τι­τά­χθη­κε. Οὔ­τε γιά μιά στιγ­μή δέν δε­λε­ά­σθη­κε,  οὔ­τε πτο­ή­θη­κε. Ὑ­πο­στή­ρι­ξε τήν πί­στη του μέ θερ­μό­τη­τα καί ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα. Ἀν­τέ­τα­ξε στόν Ἰ­ου­λια­νό θαρρα­λέ­α ἀν­τί­δρα­ση. Τήν ἀν­τί­στα­ση, τήν ὁ­ποί­α γνω­ρί­ζουν οἱ ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες πι­στοί τοῦ Χρι­στοῦ νά ἀν­τι­τάσ­σουν σ’ ὅ,τι εἶ­ναι ἀν­τί­θε­το μέ τό θεῖ­ο νό­μο. Δι­ό­τι πά­νω ἀ­πό τόν ἄνθρω­πο βα­σι­λέ­α, τόν ἀ­δύ­να­το καί θνη­τό, ὑ­πάρ­χει «ὁ Βα­σι­λεύς τῶν βα­σι­λευ­όν­των, ὁ Παν­το­κρά­τωρ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρ­χό­με­νος» (Ἀ­ποκ. α΄ 4). Καί ἀ­νώ­τε­ρη ἀπό τά βα­σι­λι­κά ἀ­νά­κτο­ρα καί τίς τι­μές ἡ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ση­μει­ώ­νει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος: Δέν ἔ­χα­σε ὁ Και­σά­ριος τήν εὐ­γέ­νεια τῆς ψυ­χῆς του, οὔ­τε ἀ­πό τή δό­ξα, οὔ­τε ἀ­πό τήν ἀ­να­στρο­φή του, μέ­σα στήν πο­λυ­τέ­λεια τῶν ἀ­να­κτό­ρων. Ἀλ­λά πάνω ἀ­πό ὅ­λες τίς τι­μές καί δι­α­κρί­σεις πού εἶ­χε κερ­δί­σει, θε­ω­ροῦ­σε ὑ­πε­ρο­χώ­τε­ρο τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Χρι­στια­νοῦ, τό νά εἶ­ναι καί νά ὀ­νο­μά­ζε­ται Χρι­στια­νός.

Τε­λι­κά ὁ Και­σά­ριος ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον νά ἔ­χει ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τόν ἀ­σε­βή καί ἀ­πο­στά­τη αὐ­το­κρά­το­ρα. Αὐ­τό ἄλ­λω­στε τοῦ ὑ­πέ­δει­ξαν καί οἱ κα­λοί του ἀ­δελ­φοί, οἱ ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κές του. Γι’ αὐ­τό προ­τί­μη­σε νά ἀ­φή­σει καί τήν ἐ­πί­ζη­λη θέ­ση του. Ἦλ­θε στήν πα­τρί­δα του νι­κη­τής κα­τά τῶν ὕ­που­λων δι­α­θέ­σε­ων τοῦ ἀ­πο­στά­τη Ἰ­ου­λια­νοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος νι­κή­θη­κε ἀ­πό τόν ἐ­νά­ρε­το ἰα­τρό του. «Ταύ­την τήν νί­κην καί τῆς ὑ­ψη­λῆς ἁ­λουρ­γί­δος καί τοῦ πο­λυ­τε­λοῦς δι­α­δή­μα­τος ὑ­ψη­λο­τέ­ραν κρί­νω». Δέν ἔμει­νε ὅ­μως γιά πάν­τα στήν πα­τρί­δα του. Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Ἰ­ου­λια­νοῦ ἐ­πα­νῆλ­θε στή Βα­σι­λεύ­ου­σα καί δι­ο­ρί­σθη­κε ἐ­πι­με­λη­τής θη­σαυ­ρῶν καί τα­μί­ας τῶν δη­μο­σί­ων χρημάτων τῆς Νι­καί­ας. Μέ­χρι τό 368, ὁ­πό­τε καί πέ­θα­νε ἔ­πει­τα ἀ­πό ἀ­σθέ­νεια, πρῶ­τος αὐ­τός, ὁ νε­ό­τε­ρος ἀ­πό τά ἄλ­λα δυ­ό του ἀ­δέλ­φια.

Τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο με­τα­φέρ­θη­κε ἀ­πό τή Νί­και­α στήν Ἀ­ρια­νζό καί το­πο­θε­τή­θη­κε σέ ἕνα ἐ­πι­με­λη­μέ­νο λα­ξευ­μέ­νο μνη­μεῖ­ο, πού ἔ­δει­χνε τήν πολ­λή ἀ­γά­πη τῶν οἰ­κεί­ων καί συμπατρι­ω­τῶν του. Ἐ­κεῖ ὁ ἀ­δελ­φός του Γρη­γό­ριος ἐκ­φώ­νη­σε τόν ἐ­πι­τά­φιο λό­γο, στόν ὁ­ποῖ­ο καί κα­τα­λή­γει:

Ὤ Δέ­σπο­τα πάν­των καί ποι­η­τά, ὤ Θε­έ τῶν σῶν ἀν­θρώ­πων καί πά­τερ καί κυ­βερ­νή­τα· ὤ ζω­ῆς καί θα­νά­του Κύ­ρι­ε… Νῦν μέν δέ­χοι­ο Και­σά­ριον, ἀ­παρ­χήν τῆς ἡ­με­τέ­ρας ἀποδημίας, δέ­χοι­ο δέ καί ἡ­μᾶς ὕ­στε­ρον ἐν και­ρῷ εὐ­θέ­τῳ πρός τήν αὐ­τό­θεν ζω­ήν καί μα­κα­ρί­αν, τήν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ τῷ Κυ­ρί­ῳ ἡ­μῶν, ὧ ἡ δό­ξα στούς αἰ­ώ­νας τῶν αἰ­ώ­νων.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι παππούς, γιαγιά, πατέρας, μητέρα καὶ τὰ Δύο παιδιά τους

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.