ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (12/3)

Σήμερα 12/3 εορτάζουν:

  • Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής της Συγριανής
  • Όσιος Γρηγόριος ο Α’ Διάλογος Πάπας Ρώμης
  • Άγιοι Εννέα Μάρτυρες
  • Δίκαιος Φινεές
  • Όσιος Συμεών ο Ευλαβής
  • Άγιος Λαυρέντιος
  • Προφήτης Ααρών
  • Άγιος Δημήτριος βασιλεύς της Γεωργίας

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Συγριανῆς

Ὁ γνωστὸς χρονογράφος καὶ εὐθαρσὴς Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ 760 μ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Ἰσαὰκ καὶ τὴν μητέρα του Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀλλὰ ἡ μητέρα του κατόρθωσε νὰ τὸν μορφώσει καλὰ καὶ νὰ τὸν παντρέψει σὲ νεαρὴ ἡλικία, μὲ ἐνάρετη καὶ πλούσια κόρη, τὴν Μεγαλῶ, τὴν ἔπειτα μοναχὴ καὶ μετονομασθεῖσα Εἰρήνη. Ὁ Θεοφάνης ὅμως, εἶχε μοναχικὴ κλίση καὶ ἔτσι ὁ γάμος διαλύθηκε. Καὶ ἡ μὲν σύζυγός του μὲ τὴν θέλησή της κλείστηκε στὴ γυναικεία μονὴ τῆς νήσου τοῦ Πρίγκηπος, καὶ αὐτὸς σ᾿ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὸ βουνὸ τῆς Συγριανῆς, τὸ Πολίχνιο. Ἀπὸ τὴν μονὴ αὐτή, προσεκλήθη μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους στὴ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, ὅπου καὶ διέπρεψε. Ὅταν ἐπέστρεψε, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸ μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἀποχώρησε στὴν ἀπέναντι νῆσο Κολώνυμο. Ἐκεῖ ἵδρυσε νέα μεγάλη μονὴ καὶ ἐπὶ ἕξι χρόνια καλλιγραφοῦσε καὶ συνέγραψε. Ἡ ὑγεία του ὅμως, προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Καὶ ἐπειδὴ δὲ συμμερίστηκε τὶς αἱρετικὲς ἰδέες τῶν εἰκονομάχων Λέοντα τοῦ Ἀρμενίου καὶ Ἰωάννου τοῦ πατριάρχου, ἐξορίσθηκε στὴ Σαμοθράκη ὅπου μετὰ 23 ἡμέρες πέθανε (815 ἢ κατ᾿ ἄλλους τὸ 818). Ἀργότερα οἱ μαθητές του, μετακόμισαν τὰ λείψανά του στὴ μονή του (822).

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Α´ ὁ Διάλογος Πάπας Ῥώμης

Ἦ­ταν χρυ­σή ἐ­κεί­νη ἡ πε­ρί­ο­δος, πού ἡἘκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νη. Καί ὁ Πά­πας τῆς Ρώ­μης, Ὀρ­θό­δο­ξος τό­τε, κα­τεῖ­χε τήν πρώ­τη θέ­ση τι­μῆς στήν Ἰ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Με­τα­ξύ τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων αὐ­τῶν πα­πῶν ἦ­ταν καί ὁ Γρη­γό­ριος, ὁ γνω­στός μέ τήν προ­σω­νυ­μί­α Δι­ά­λο­γος.

Ὁ Γρη­γό­ριος γεν­νή­θη­κε στή Ρώ­μη τό 540 μ.Χ. σέ οἰ­κο­γέ­νεια χρι­στι­α­νι­κή, πλού­σι­α καί ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή. Ὁ πα­τέ­ρας του κα­τεῖ­χε θέ­ση γε­ρου­σια­στῆ καί τι­μοῦν­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἀ­πό τό πε­ρι­βάλ­λον του. Ἦ­ταν φυ­σι­κό καί ὁ γιός του Γρη­γό­ριος νά σπου­δά­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κά καί νά ἐ­ξε­λι­χθεῖ ἀ­νά­λο­γα. Σπού­δα­σε τή νο­μι­κή, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως τήν θεί­α καί ἱ­ε­ρά ἐ­πι­στή­μη, ὅ­πως αὐ­τή ἀ­να­πτύσ­σε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, στά συγ­γράμ­μα­τα τῶν θεί­ων Πα­τέ­ρων καί στίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων.

Με­τά τόν θά­να­το τοῦ γε­ρου­σια­στῆ πα­τέ­ρα τουὁ Γρη­γό­ριος, ὑ­πά­κου­ος στήν κλή­ση τοῦ Θε­οῦ, χρη­σι­μο­ποί­η­σε τήν με­γά­λη πε­ρι­ου­σί­α, τήν ὁ­ποί­α εἶ­χε κλη­ρο­νο­μή­σει, καί ἔ­κτι­σε δυ­ό Ἱ­ε­ρές Μο­νές, μί­α στή Ρώ­μη καί τήν ἄλ­λη στή Σι­κε­λί­α. Στή δεύ­τε­ρη αὐ­τή ἀ­πο­σύρ­θη­κε καί μό­να­σε γιά ἀρ­κε­τό δι­ά­στη­μα, ἔχοντας ὡς μό­νη ἀ­πα­σχό­λη­ση τήν πνευ­μα­τι­κή του ἑ­τοι­μα­σί­α σ’ ὅ,τι ὁ Κύ­ριος ἤ­θε­λε νά τόν κα­λέ­σει. Ἀλ­λά ἔ­πει­τα ἀ­πό κά­ποι­ο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ὁ Πά­πας Πε­λά­γιος ὁ Β΄ τόν ἀ­να­κά­λε­σε στή Ρώ­μη καί τόν χει­ρο­τό­νη­σε δι­ά­κο­νο καί στή συ­νέ­χεια πρε­σβύ­τε­ρο.

Τά πολ­λά καί ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­σόν­τα τουἔ­κα­ναν τόν Πε­λά­γιο νά τοῦἀ­να­θέ­τει ἐμ­πι­στευ­τι­κές καί ἐ­πί­ση­μες ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἀ­πο­στο­λές. Μί­α ἀ­πό αὐ­τές ἦ­ταν καί στήν Κων­σταν­τι­νού­πολη πρός τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Τι­βέ­ριο, ὡς ἀ­πο­κρι­σα­ρί­ου, γιά νά δι­α­πραγ­μα­τεύ­ε­ται μα­ζί του ζη­τή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρώ­μης. Ἦ­ταν πο­λύ ὑ­πεύ­θυ­νες καί ἱ­ε­ρές ἀ­πο­στο­λές αὐ­τές, τίς ὁ­ποῖ­ες ὅ­μως ὁ Γρη­γό­ριος ἔ­φε­ρε σέ πέ­ρας μέ τα­πεί­νω­ση καί σύ­νε­ση καί φό­βο Θε­οῦ. Ὅ­μως στά ἕ­ξι χρό­νια, πού ἔ­μει­νε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ὁ Γρη­γό­ριος (579 – 585), εἶ­χε τήν εὐ­και­ρί­α νά συν­δε­θεῖ μέ τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­στα­ν­τι­νου­πό­λε­ως καί νά ὠ­φε­λη­θεῖ πολύ ἀ­πό τήν θε­ο­λο­γι­κή καί πα­τε­ρι­κή σκέ­ψη, πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἐ­κεῖ, καί τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή δρά­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ θρό­νου. Ἡ γνω­ρι­μί­α του μέ τήν Ἀ­να­το­λή ἔ­γι­νε ἐ­φό­διο γιά τήν με­τέ­πει­τα ὑ­πεύ­θυ­νη ἱ­ε­ρή ἀ­πο­στο­λή του.

Με­τά τό θά­να­το τοῦ Πε­λα­γί­ου τοῦ Β΄ ὁ Θε­ός ἀ­νέ­βα­σε στόν πα­πι­κό θρό­νο τόν Γρη­γό­ριο, τόν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 590. Ἦταν τότε μιά πε­ρί­ο­δος καί ἐ­πο­χή δύ­σκο­λη γιά τή Ρώ­μη. Ἡ πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α βρι­σκό­ταν σέ κα­τά­πτω­ση καί εἶ­χε χά­σει τε­λεί­ως τό κύ­ρος της. Ἐ­ξάλ­λου καί ἡἐκ­κλη­σι­α­στι­κή κα­τά­στα­ση ἦ­ταν γε­μά­τη προ­βλή­μα­τα. Οἱ δι­ά­φο­ροι καί πολ­λοί αἱ­ρε­τι­κοί δροῦ­σαν μέ φα­να­τι­σμό. Οἱ κλη­ρι­κοί δέν ἦ­ταν ἱ­κα­νοί νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν στίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις τους καί νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν τήν κρι­σι­μό­τη­τα τῆς κα­τα­στά­σε­ως. Καί μα­ζί μέ αὐ­τά ἡἀ­σθέ­νεια τῆς πα­νού­κλας μά­στι­ζε τήν πε­ρι­ο­χή καί ὁ­δη­γοῦ­σε σέ θά­να­το πλῆ­θος λα­οῦ. Γι’ αὐ­τήν τήν ἐ­πο­χή γρά­φει ὁ Γρη­γό­ριος: ἩἘκ­κλη­σί­α μοιά­ζει μέ πα­λιό κα­ρά­βι, πού τό δέρ­νουν μέ σφο­δρό­τη­τα τά κύ­μα­τα, κι αὐ­τό κά­νει νε­ρά ἀ­πό ὅ­λα τά μέ­ρη. Τά ξύ­λα του σα­ρα­κω­μέ­να. Κιν­δυ­νεύ­ει νά χα­θεῖ.­

Βλέ­πει ὁ Γρη­γό­ριος ζο­φε­ρή τήν κα­τά­στα­ση. Ὅ­μως δέν ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται. Ἔ­χει τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ὁ Θε­ός, ὁὁ­ποῖ­ος τόν ἀ­νέ­βα­σε «ἐ­πί τήν λυ­χνί­αν» τῆς Ρώ­μης, θά τόν φω­τί­σει καί θά τόν ἐν­δυ­να­μώ­σει. Ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τά θέ­μα­τα μέ πί­στη καί προ­σευ­χή, μέ σύ­νε­ση καί δυ­να­μι­σμό. Δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται σ’ ὅ­λους τους το­μεῖς καί μέ τή βο­ή­θεια τῶν κα­λῶν του συ­νερ­γα­τῶν προ­χω­ρᾶ. Πρω­τί­στως ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τήν πνευ­μα­τι­κή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μόρ­φω­ση καί ἀ­να­μόρ­φω­ση τοῦ Κλή­ρου. Κι αὐ­τό γιά νά ἔ­χει ἱ­κα­νούς ἀ­γω­νι­στές καί πρό­τυ­πα χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς τῶν πι­στῶν, τό­σο στίς ἱ­ε­ρές Μο­νές, ὅ­σο καί στόν κό­σμο. Κα­τορ­θώ­νει νά ἐ­πα­να­φέ­ρει στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή κοι­νω­νί­α καί ἑ­νό­τη­τα τούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἰ­στρί­ας, οἱὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν ἀν­τι­δρα­στι­κοί. Ἱ­δρύ­ει Σχο­λή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μου­σι­κῆς μέ νέ­ο ἀ­σμα­τι­κό σύ­στη­μα, τό γνω­στό ὡς «Γρη­γο­ρια­νό». Μέ μέ­τρα αὐ­στη­ρά τι­μω­ρεῖ τή σι­μω­νί­α καί κά­θε ἄλ­λη πα­ρε­κτρο­πή καί ἀ­πει­θαρ­χί­α τοῦ κλή­ρου. Ἀν­τί­στοι­χα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τή δι­α­βρω­τι­κή δρά­ση τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν της Σι­κε­λί­ας καί Ἀ­φρι­κῆς καί αὐ­τῶν τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Δι­α­φω­τί­ζει τούς Ὀρ­θο­δό­ξους καί τούς κά­νει στα­θε­ρούς καί συγ­χρό­νως ἀ­γω­νι­στές ἐ­ναν­τί­ον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἐ­πι­χει­ρεῖ ἀ­κό­μη καί ἐ­πι­τυγ­χά­νει ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή στήν Ἀγ­γλί­α γιά τόν ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμό τῶν Ἀγ­γλο­σα­ξό­νων.

Κι αὐ­τοί βέ­βαι­α εἶ­ναι οἱἀ­γῶ­νες του γιά τήν οἰ­κο­δο­μή καί τή σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Ἀλ­λά ὁ Γρηγόριος ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε καί γιά τά οἰ­κο­νο­μι­κά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, χρή­σι­μα κι αὐ­τά γιά τούς δι­ά­φο­ρους πνευ­μα­τι­κούς ἀ­γῶ­νες, γιά τά ἔρ­γα καί τή συν­τή­ρη­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν καί τῶν Μο­να­στη­ρι­ῶν, γιά τή φι­λαν­θρω­πί­α, γιά τήν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή.­..

Καί ὄ­χι μό­νο αὐ­τά. Ὁ Γρη­γό­ριος δέν λη­σμο­νεῖ ὅ­τι εἶ­ναι Ἐ­πί­σκο­πος, λει­τουρ­γός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῶν ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων της καί κήρυκας τῆς ἀ­λη­θεί­ας. Λει­τουρ­γεῖ καί κη­ρύτ­τει. Εἶ­ναι θε­ο­λό­γος ἱ­κα­νός, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί κή­ρυ­κας πρα­κτι­κός, ὁὁ­ποῖ­ος ἀν­τλεῖ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ κη­ρύγ­μα­τός του ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Συγ­χρό­νως γρά­φει ἀ­σκη­τι­κά καί ποι­μαν­τι­κά ἔρ­γα καί σχο­λιά­ζει μέ τρό­πο οἰ­κο­δο­μη­τι­κό, μέ τρό­πο ἁ­πλό. Καί δί­νει εὐ­και­ρί­ες στούς ἀ­κρο­α­τές νά ὑ­πο­βάλ­λουν ἐ­ρω­τή­σεις καί ἀ­πο­ρί­ες, ὥ­στε νά προ­κα­λεῖ­ται δι­ά­λο­γος. Κά­νει ὁ­μι­λί­ες στά ἱ­ε­ρά Εὐ­αγ­γέ­λια. Ἀ­πό τίς δι­α­λο­γι­κές αὐ­τές ὁ­μι­λί­ες πῆ­ρε τήν προ­σω­νυ­μί­α «Δι­ά­λο­γος». Σώ­θη­καν ἀ­κό­μη καί 848 ἐ­πι­στο­λές μέ ποι­κί­λο πε­ρι­ε­χό­με­νο, πάν­το­τε πνευ­μα­τι­κό καί οἰ­κο­δο­μη­τι­κό, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό.

Ἐρ­γά­σθη­κε μέ πί­στη, ζῆ­λο, σθέ­νος, καί προ­πάν­των μέ γνή­σια ἀ­γά­πη πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τούς πι­στούς. Τό πο­λύ­μορ­φο ὅ­μως αὐ­τό καί ποι­κί­λο ἔρ­γο του, τε­ρά­στιο σέ πλά­τος καί ἔ­κτα­ση, ἔ­καμ­ψε γρή­γο­ρα τόν ἀ­σθε­νι­κό ὀρ­γα­νι­σμό του καί στίς 12 Μαρ­τί­ου τοῦ 604, σέ ἡ­λι­κί­α 64 ἐ­τῶν, ἐ­κλή­θη ἀ­πό τόν Θε­ό νά ἀ­να­παυ­θεῖ ἀ­πό τούς κό­πους του καί νά ἀ­μει­φθεῖ ὡς κα­λός ἐρ­γά­της καί «στρα­τι­ώ­της Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» (Β΄ Τιμ. δ΄ 3).

Πράγ­μα­τι πρό­τυ­πο Ἱ­ε­ράρ­χου. Μέ συ­ναί­σθη­ση τῶν ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ών τουἀ­πέ­ναν­τι στόν Θε­ό καί στούς ἀν­θρώ­πους, μέ­σα σέ δυ­σκο­λί­ες καί ἀν­τι­ξο­ό­τη­τες. Τό ὑ­ψη­λό του ἀ­ξί­ω­μα τό εἶ­δε ὡς δι­α­κο­νί­α, καί σ’ αὐ­τήν ἐκ­δα­πά­νη­σε τόν ἑ­αυ­τό του καί ὅ,τι δι­κό του εἶ­χε. Ἀ­λή­θεια, πό­σα μπορεῖ νά ἐρ­γα­σθεῖ με­τα­ξύ τοῦ λα­οῦ καί σέ πό­σους το­μεῖς ἕ­νας εὐ­λα­βής κλη­ρι­κός πού ἔ­χει συ­ναί­σθη­ση τῆς εὐ­θύ­νης του, κά­θε κλη­ρι­κός, ὁ­που­δή­πο­τε κι ἄν βρί­σκε­ται. Καί μά­λι­στα ὁἈρχιε­ρεύς!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ πυρός. (Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο ἐπίσκοπο Αὐδᾶ στὴν Περσία, ποὺ ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται τὴν 31η Μαρτίου).

Ὁ Δίκαιος Φινεές

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Ἦταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Θεοφανῶ, φρόντισαν γιὰ τὴν καλή του ἐκπαίδευση, τὶς δὲ σπουδές του συμπλήρωσε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν κηδεμονία ἰσχυροῦ θείου του στὴν Αὐλή. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ θείου του, μπῆκε καὶ αὐτὸς στὴν Αὐλή. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ θεῖος του, ἄφησε τὴν Αὐλὴ τοῦ Παλατιοῦ καὶ ζήτησε νὰ εἰσαχθεῖ στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Στουδίου. Δὲν τὸν δέχτηκαν λόγω τοῦ νεαροῦ της ἡλικίας του. Ἀργότερα ὅμως τὸν δέχτηκαν. Ἐκεῖ μαθήτευσε κοντὰ στὸν ὁμώνυμο προίσταμενό του Συμεών, μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ὁποίου εὐδοκιμοῦσε στὶς θεολογικὲς μελέτες καὶ στὴν πνευματικὴ ζωή. Συναντᾶμε κατόπιν τὸν Συμεὼν στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντα, ὅπου πῆρε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε ἡγούμενός της. Ἐπειδὴ ὅμως θέλησε νὰ ἐπιβάλει τοὺς μοναστικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συνάντησε ζωηρὴ ἀντίδραση καὶ παραιτήθηκε. Ἀσχολήθηκε ἀποκλειστικὰ μὲ θεολογικὲς μελέτες καὶ συγγραφές. Κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νικομήδειας Στέφανο ὅτι, γιόρταζε ἀπὸ μόνος του σὰν ἐπίσημο Ἅγιο τὸν γέροντά του Συμεὼν καὶ ἡ περιπέτεια αὐτὴ τοῦ κόστισε ἕξι χρόνια ταλαιπωρίες. Τελικά, διατάχθηκε νὰ πάει σ᾿ ἕνα μοναχικὸ παρεκκλῆσι τῆς ἁγίας Μαρίνας, στὴν Ἀσιατικὴ ὄχθη τῆς Προποντίδας, ὅπου καὶ πέθανε σὲ γεροντικὴ ἡλικία (κατὰ τὸ 1020). Ἀπὸ τὶς συγγραφές του σῴζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικὰ καὶ θεολογικὰ κεφάλαια, καθὼς καὶ θρησκευτικὰ ποιήματα. Γιὰ τὴν θεολογική του δεινότητα ὀνομάστηκε Νέος Θεολόγος.

Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος

Ἀνήκει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν 300 Μαρτύρων καὶ Ὁσίων της Κύπρου, τοὺς ἐπονομαζόμενους Ἀλαμανούς. Βλέπε καὶ Μάρτυρες 300 Ἀλαμανοὶ στοὺς Α.Χ.Ε.Χ.