Ἅγιος Ἀλέξιος – Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

Ὅλοι γνωρίζουμε τό Μοναστήρι τῆς ἁγίας Λαύρας πού βρίσκεται κοντά στά Καλάβρυτα. Πρόκειται γιά τήν ἱστορική Ἱερά Μονή στήν ὁποία ὑψώθηκε τό λάβαρο τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἀπό τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό καί τούς ὁπλαρχηγούς τοῦ Μωριά πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ στό Μοναστήρι μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου.

Ὁ ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ Τιμία Κάρα φυλάσσεται στήν Ἁγία Λαύρα θεωρεῖται ὄχι μόνο ὁ προστάτης τῆς Μονῆς ἀλλά καί τῆς εὑρύτερης περιοχῆς τῶν Καλαβρύτων, ὅπου ἑορτάζεται ὡς πολιοῦχος.

Ὁ ἅγιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στή Ρώμη κατά τά τέλη τοῦ 4ου αι. μ.Χ.. Ἦταν τό μοναδικό παιδί πού ἀπέκτησαν, ὕστερα ἀπό πολλές προσευχές, οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Εὐφημιανός καί Ἀγλαΐς, ἄνθρωποι πλούσιοι μέ ἀριστοκρατική καταγωγή καί ὑψηλή θέση μέσα στήν κοινωνία – ὁ πατέρας του ἦταν συγκλητικός καί εἶχε στήν ὑπηρεσία του 3000 ἀνθρώπους!

Ὁ Ἀλέξιος ἔλαβε ἐπιμελημένη μόρφωση ἐνῶ ἀπό μικρό παιδί διακρινόταν γιά τό ἦθος καί τή σεμνότητά του. Παρά τό γεγονός ὅτι οἱ γονεῖς του θέλησαν νά τόν ὁδηγήσουν σέ γάμο μέ μία κόρη ἀπό ἀρχοντική οἰκογένεια ἐκεῖνος προτίμησε νά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Θεό. Ἔφυγε κρυφά μέ ἕνα πλοῖο καί ἔφτασε στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ βρῆκε καταφύγιο στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπου ἔζησε ἀσκητικά γιά 17 χρόνια. Παρουσιαζόταν ὡς ζητιάνος γιά νά ἐξασφαλίζει τά ἀναγκαῖα καί τόν ὑπόλοιπο καιρό ἀφοσιωνόταν στήν προσευχή καί τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Κοινωνοῦσε τακτικά κι ἡ καρδιά του ἦταν πλημμυρισμένη ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ὅλον τόν κόσμο.

Στό μεταξύ ὁ Εὐφημιανός εἶχε ἐξαπολύσει τούς 3000 ὑπηρέτες του σέ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία μέ ἐντολή νά βροῦν τόν μονάκριβο γιό του. Μάταια ὅμως. Ἀκόμη κι ἀυτοί πού ἔφτασαν στόν ἱερό Ναό ὅπου βρισκόταν, δέν μπόρεσαν νά τόν ἀναγνωρίσουν.

Τόν Ἀλέξιο, ὀνόμασε «Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» ἡ ἵδια ἡ Παναγία πού ἐμφανίστηκε σ’ ἕναν πιστό ἄνθρωπο πού διακονοῦσε στό Προσκύνημα ἐκεῖνο καί τοῦ ἀποκάλυψε τήν ἀρετή τοῦ Ἁγίου. Ὕστερα ἀπ’ αὐτό ὁ ἅγιος, πού ἐπιθυμοῦσε νά ζεῖ στήν ἀφάνεια, ἔφυγε μέ πλοῖο γιά τήν Ταρσό τῆς Κιλικίας. Ὡστόσο σφοδροί ἄνεμοι παρέσυραν τό πλοῖο καί τό ὁδήγησαν στό λιμάνι τῆς Ρώμης. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος, κατά πρόνοια Θεοῦ, συνάντησε τόν πατέρα του κι ἐκεῖνος, χωρίς νά τόν ἀναγνωρίσει, καθώς τόν εἶδε πτωχό καί ἄστεγο, τόν πῆρε στό σπίτι του γιά νά τόν φιλοξενήσει. Ὁ ἅγιος Ἀλέξιος ἔμεινε 17 χρόνια στό πατρικό του σπίτι χωρίς νά ἀποκαλύψει τήν ταυτότητά του. Πρίν φύγει ὅμως ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἔγραψε σ’ ἕνα σημείωμα ὅλη τή ζωή του. Μετά τόν θάνατό του (410μ.Χ.), τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας στή Ρώμη, ἀκούστηκε οὐράνια φωνή πού καλοῦσε τούς πιστούς νά ἀναζητήσουν τόν «Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ». Πράγματι ὁ ἀρχιεπίσκοπος, οἱ κληρικοί καί ὁ λαός προσευχήθηκαν καί τούς ἀποκαλύφθηκε ὅτι τό ἱερό λείψανο τοῦ «Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ» βρίσκεται στό σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Ὅταν τό βρῆκαν, διάβασαν τό χαρτί πού εἶχε στά χέρια του. Ἔκπληκτοι οἱ γονεῖς του ἄρχισαν νά κλαῖνε ἀλλά καί νά ἀποροῦν καί νά θαυμάζουν γιά ὅσα ἔβλεπαν: Τό ἱερό λείψανο εὐωδίαζε καί πλῆθος ἀρρώστων θεραπεύονταν καθώς τό προσκυνοῦσαν. Σύντομα ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νά τιμᾶ ὡς ἅγιο τόν Ἀλέξιο, πού ἔζησε ταπεινά καί γι’ αὐτό ὁ Πανάγαθος Θεός τοῦ χάρισε αἰώνια τιμή καί δόξα. 

***

Τό 1398 ἡ Τιμία Κάρα τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου μεταφέρθηκε στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Λαύρας ὡς δῶρο τοῦ Αὐτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου. Ἄπειρα εἶναι τά θαύματα καί οἱ εὐεργεσίες τοῦ Ἁγίου στό Μοναστήρι τῆς ἁγίας Λαύρας καί τίς γύρω περιοχές. Μάλιστα σέ περιόδους ἀνομβρίας, σεισμῶν καί ἐπιδρομῆς ἀκρίδων, στίς περιοχές τῶν Καλαβρύτων ἀλλά καί στήν Αἰγιάλεια, τό Λεβίδι καί τήν Κορινθία,  οἱ ντόπιοι συνηθίζουν νά τελοῦν ἁγιασμούς, παρακλήσεις καί λιτανεῖες μέ τήν Τιμία Κάρα του. Καί πράγματι, ἔχουν καταγραφεῖ πολλά θαυμαστά σημεῖα τῆς προστασίας τοῦ Ἁγίου.

Τό 1929, σέ ἕνα χωριό τῆς περιοχῆς τῆς Αἰγιαλείας εἶχε πέσει πολλή ἀκρίδα. Τότε μέ τήν προτροπή τοῦ ἱερέα τοῦ χωριοῦ, ζήτησαν ἀπό τό Μοναστήρι νά τούς φέρουν τήν κάρα τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου. Πράγματι τήν ἔφεραν δύο πατέρες τῆς Μονῆς καί οἱ κάτοικοι τήν ὑποδέχθηκαν μέ τιμές καί συγκεντρώθηκαν σ’ ἕνα ἁλώνι. Ἔπεσαν ὅλοι στά γόνατα, ἔκαναν ἁγιασμό καί στή συνέχεια ὁ ἱερέας σταύρωσε μέ τήν τιμία κάρα τόν κόσμο καί τήν περιοχή, ἐνῶ ὅλοι ἔψαλλαν τό «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου…». Τότε σηκώθηκε ἕνα σύννεφο ἀπό ἀκρῖδες καί ἔπεσε στό ποτάμι. Ὅλοι οἱ κάτοικοι πού εἶδαν αὐτό τό θαυμαστό γεγονός, ἔκλαιγαν ἀπό χαρά καί εὐχαριστοῦσαν τόν Ἅγιο πού φύλαξε τίς σταφῖδες τους ἀπό ἀνυπολόγιστη ζημιά.

Ὁ ἅγιος Ἀλέξιος εἶναι ὁ πολιοῦχος τῶν Καλαβρύτων. Πολλοί χριστιανοί φέρουν τό ὄνομά του ἀλλά καί κεντρική ὁδός τῆς πόλεως ὀνομάζεται ὁδός Ἁγίου Ἀλεξίου. Στίς 17 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς μνήμης του, ὕστερα ἀπό ὁλονύκτια ἀγρυπνία στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας, ἡ Τιμία Κάρα του μεταφέρεται τό πρωί μέ λιτανευτική πομπή στόν Μητροπολιτικό Ναό Καλαβρύτων γιά νά τήν προσκυνήσουν οἱ πιστοί.

Εἶναι πράγματι θαῦμα συγκλονιστικό καί μεγάλη εὐλογία γιά τόν τόπο, τό γεγονός ὅτι ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου διασώζεται πάνω ἀπό 600 χρόνια παρά τό ὅτι ἡ Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας πολλές φορές καταστράφηκε ὁλοσχερῶς. Ὁ πολύτιμος αὐτός θησαυρός ἀποτελεῖ πηγή παρηγορίας καί ἐνισχύσεως γιά κάθε πιστό χριστιανό πού ἐπικαλεῖται τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.

Από το περιοδικό “Προς τη Νίκη”

τ. 769, Μάρτιος 2014