Ὁ κόσμος μας φλέγεται. Φλέγεται ἀπὸ πλῆθος τοπικῶν πολέμων. Φλέγεται ἀπὸ καθημερινὲς τρομοκρατικὲς ἐνέργειες. Φλέγεται ἀπὸ τὶς πυρκαγιὲς ποὺ κατατρώγουν ἀχόρταγα τὰ δάση του. Φλέγεται ταυτόχρονα ἀπὸ τὴν πύρινη λαίλαπα τῆς ἁμαρτίας.
Λαίλαπα! Σαρώνει ὅλο τὸν πλανήτη. Καταστρέφει τὴν οἰκογένεια, ἀποσαθρώνει τὴν κοινωνία. Παντοῦ. Σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, σὲ ὅλους τοὺς λαούς, σὲ ὅλες τὶς ἠπείρους. Ἀπὸ τὸν Βόρειο μέχρι τὸ Νότιο Πόλο. Ἀπὸ τὴν Αὐστραλία μέχρι τὴν Ἀμερική. Ἀπὸ τὴν Εὐρώπη μέχρι τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Ἀσία. Ἀπὸ τὴ Σιβηρία μέχρι τὴ ζούγκλα τοῦ Ἀμαζονίου.
Τραγικὸς κόσμος. Παραδομένος στὴ σαρκολατρία. Οἱ φλόγες τῆς φιληδονίας τὸν ἀφανίζουν. Ξεπηδοῦν μανιασμένες ἀπὸ τὶς ὀθόνες τῶν τηλεοράσεων, τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, τῶν ἔξυπνων κινητῶν τηλεφώνων. Μαίνονται σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ δρόμου. Πυρπολοῦν μικροὺς καὶ μεγάλους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀκόμη καὶ νήπια καὶ γέροντες. Ἰδιαιτέρως φλέγουν τὴ νέα γενιά – αὐτὴν τῆς ἐφηβικῆς κυρίως ἡλικίας.
Ἀποκορύφωμα τούτης τῆς πύρινης κολάσεως εἶναι ἡ ἐξάπλωση κάθε εἴδους σαρκολατρικῆς διαστροφῆς. Καὶ τὸ χειρότερο, ἡ νομιμοποίησή τους. Καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο, ἡ ἐπιβολή τους ὡς «φυσιολογικῶν» καὶ ἡ διὰ νόμου τιμωρία ὅλων ὅσοι τολμοῦν νὰ ἐκφράσουν ἀντίθετη γνώμη.
Μπροστὰ σ᾿ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ μοίρα τοῦ κόσμου ποιὰ εἶναι, ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ στάση τῶν πιστῶν ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς ἔταξε νὰ ζοῦν σὲ τέτοιους δίσεκτους καιρούς;
Περίπου 15 αἰῶνες πρίν, σὲ περίοδο κρίσιμη, τότε ποὺ βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς σάρωναν τὴν Αὐτοκρατορία, ἕνας μεγάλος ἀσκητὴς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος ὁ μέγας, ὅταν δέχθηκε τὴν ἀγωνιώδη παράκληση κάποιων μοναχῶν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ μεγάλου κινδύνου ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε, ἀπάντησε: «Ἀδελφοί, ἐν πένθει εἰμὶ καὶ ὀδυρμῷ διὰ τὴν ἐπικειμένην ὀργήν· καὶ γὰρ πάντα πράττομεν ἐναντία… καὶ ἐπερίσσευσεν ἡ παρανομία ἡμῶν πλέον τῶν ἀλλοεθνῶν»· πενθῶ καὶ ὀδύρομαι, ἀδελφοί, γιὰ τὴν ὀργὴ ποὺ εἶναι ἕτοιμη νὰ ξεσπάσει. Διότι ὅλα τὰ κάνουμε ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ… καὶ ἡ παρανομία μας τῶν πιστῶν Χριστιανῶν ξεπέρασε κατὰ πολὺ αὐτὴν τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.
Συμπλήρωσε μάλιστα ὅτι εἶναι πολλοὶ ποὺ παρακαλοῦν τὸν Θεὸ νὰ σταματήσει τὴν ὀργὴ ἀπὸ τὸν κόσμο – καὶ βέβαια κανένας δὲν εἶναι πιὸ φιλάνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό – ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ δείξει ἔλεος. Καὶ δὲν θέλει, διότι Τοῦ ἀντιστέκεται τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ γίνονται στὸν κόσμο: «Καὶ εἰσὶ πολλοὶ οἱ παρακαλοῦντες τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ παῦσαι τὴν ὀργὴν ἀπὸ τοῦ κόσμου καὶ οὐδεὶς φιλανθρωπότερος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐ θέλει ἐλεῆσαι· ἀντιστήκει γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων ἁμαρτιῶν» (ἀπόκριση φξθ΄ [569]).
Βεβαίωσε ὅμως στὸ τέλος ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς σύγχρονοί τους Ἅγιοι: «Ἰωάννης ἐν Ρώμῃ καὶ Ἠλίας ἐν Κορίνθῳ καὶ ἄλλος ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ Ἱεροσολύμων» (δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος, ποὺ ἀπὸ ταπείνωση ἀποφεύγει νὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομά του), οἱ ὁποῖοι ἔχοντας ξεπεράσει «τὸ μέτρον τῆς ἀνθρωπότητος» προσεύχονται «καὶ διὰ τῶν εὐχῶν αὐτῶν» ὁ Θεὸς «μετ᾿ ἐλέους παιδεύει».
Αὐτοὶ «συγχαίρουσιν ἀλλήλοις καὶ συναγάλλονται», ὅταν συναντῶνται προσευχόμενοι ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως στρέφουν τὸ βλέμμα τους στὴ γῆ, «συμπενθοῦσι καὶ συγκλαίουσι καὶ συνοδύρονται διὰ τὰ κακὰ τὰ γινόμενα».
«Σὺν αὐτοῖς οὖν εὔξασθε»· μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς προσευχηθεῖτε καὶ σεῖς, προτρέπει τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ὁ Ὅσιος.
Αὐτὴ ἂς εἶναι ἡ στάση καὶ τῶν σημερινῶν πιστῶν: προσευχὴ μαζὶ μὲ τοὺς σύγχρονους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους Ἁγίους.
Προσευχὴ «ἐν πένθει». Αὐτὴ ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας σήμερα. «Ἐν πένθει» γιὰ τὴ φρικτὴ κατάπτωση, γιὰ τὴν ἀνομολόγητη διαστροφὴ τῶν ἀνθρώπων.
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ κόσμος διασκεδάζει ἀμέριμνος, βυθίζεται στὰ δαιμονικὰ πάθη χορεύοντας καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς ὀλέθριες συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν του, οἱ πιστοὶ ἂς γονατίζουμε πενθώντας γιὰ τὴν κατάπτωσή του. Ἂς πενθοῦμε ἐκζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ μόνου φιλευσπλάχνου καὶ ἐλεήμονος. Πένθος γιὰ τὸν δαιμονοκρατούμενο κόσμο. Πένθος γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ἐκκοσμικευόμενης Ἐκκλησίας μας. Πένθος γιὰ τὴ δική μας πνευματικὴ πτωχεία, γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας, ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων.
Αὐτὸ τὸ προσευχητικὸ πένθος εἶναι ζωογόνο. Δὲν καταβάλλει τὴ ψυχή, δὲν τὴν ἀποθαρρύνει, δὲν τὴν γεμίζει ἄγχος καὶ μελαγχολία. Εἶναι πένθος χαροποιό. Διότι στηρίζεται στὴ μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Ἐμπιστεύεται τὴν ἀγαθὴ πρόνοιά Του, τὸ σοφὸ σχέδιό Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Εἶναι πένθος ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἅγιο πένθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος πορευόμενος πρὸς τὸ Πάθος Του, «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ» (Λουκ. ιθ΄ [19] 41). Ἔκλαψε γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ τὴν τύφλωσή της μὲ τὴν ὁποία ἀπέρριπτε τὸν Λυτρωτή της, γιὰ τὴν ἀναπόφευκτη καταστροφή της, ἀποτέλεσμα τῶν παράφρονων ἐπιλογῶν της.
Πόσο σκληρύνθηκε ἡ καρδιά μας τῶν πιστῶν! Θύματα συχνὰ κι ἐμεῖς τῆς δηλητηριασμένης ἀτμόσφαιρας τοῦ κόσμου, ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ ποὺ συχνὰ εἰσέρχεται βίαια μέσα μας, δηλητηριάζοντας τὴν ψυχή μας.
Γι᾿ αὐτὸ τούτη ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἂς μᾶς ἀφυπνίσει. Νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ μολυσμένη ἀτμόσφαιρα τοῦ κόσμου. Νὰ εἰσέλθουμε στὸ γαλήνιο κόσμο τοῦ ζωογόνου πένθους.
Γιὰ μᾶς. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας.
Γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ κόσμου.