Ὁ ἅγιος μάρτυς Μιχαὴλ ὁ Σαββαΐτης καταγόταν ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα τῆς Γαλιλαίας. Ἀνήκει στοὺς ταπεινοὺς καὶ ἄσημους μοναχοὺς τοῦ 8ου αἰώνα. Τόπος τῶν μοναχικῶν του παλαισμάτων ὑπῆρξε ἡ φημισμένη Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου στὴν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ σπούδαζε στὸ σχολεῖο τῆς ἐρήμου δίπλα σ’ ἕναν ἄξιο καθοδηγὸ γέροντα ἀσκητὴ συμπατριώτη του. Καὶ ἀπορροφοῦσε μὲ δίψα τὸ νέκταρ τῆς πνευματικῆς του ἐμπειρίας. Μὲ τὴν ἀπόλυτη ὑπακοή του θυσίαζε τὰ δικά του θελήματα καὶ ἄφηνε εἰρηνικὰ τὴ ζωή του στὰ θελήματα τῆς Προνοίας τοῦ Θεοῦ.
Κάποια μέρα ὁ Γέροντάς του τὸν ἔστειλε κάτω στὴν ἁγία Πόλη τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ πουλήσει τὰ ἐργόχειρά τους. Φθάνοντας στὴν Πόλη, ἀφοῦ ξαπόστασε λίγο στὸ κονάκι τοῦ Μοναστηριοῦ τους, πέρασε ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ προσκύνησε μὲ περισσὴ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη. Καὶ ὅλος χαρὰ στὴ συνέχεια κατευθύνθηκε στὴν κεντρικὴ ἀγορά. Ἐκεῖ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν πραματευτάδων βρῆκε μιὰ ἀκρούλα καὶ ἅπλωσε τὰ εὐλογημένα ἐργόχειρα τῆς Σκήτης τους γιὰ νὰ τὰ πουλήσει.
Κεῖνες τὶς μέρες στὴν ἁγία Πόλη εἶχε ἔρθει ὁ χαλίφης τῆς Δαμασκοῦ Ἄβδουλ Μάλεκ μὲ τὴ σύζυγό του Σεϊντὰ καὶ ὅλη τὴ συνοδεία του γιὰ νὰ προσκυνήσει στὸ τζαμὶ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει, καὶ μάλιστα στὸ ρυθμὸ τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ καθόταν ὁ μοναχός, τὸν πλησίασε ὁ ὑπηρέτης τῆς συζύγου τοῦ χαλίφη καὶ τοῦ λέει:
–Ξέρεις, ἡ βασίλισσα ἐπιθυμεῖ νὰ σὲ δεῖ καὶ νὰ ἀγοράσει ἀπὸ τὰ ὡραῖα εὐλογημένα προϊόντα σας.
Ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ δὲν εἶχε λόγο νὰ ἀρνηθεῖ. Ἀκολούθησε τὸν εὐνοῦχο ὑπηρέτη καὶ μὲ κάθε σεμνότητα καὶ σοβαρότητα βρέθηκε μπροστὰ στὴ βασίλισσα. Ὅμως οἱ διαθέσεις τῆς γυναίκας αὐτῆς ἀποδείχθηκαν δόλιες, γιατὶ προσπαθοῦσε μὲ γλυκόλογα νὰ παγιδεύσει στὰ πονηρά της δίχτυα τὸ νεαρὸ μοναχό. Ἀλλὰ ὁ Μιχαὴλ ἀντέδρασε μὲ ὁρμὴ στὴν ἄνομη πρότασή της, μιμούμενος στὴ γενναιότητα τὸν πάγκαλο Ἰωσήφ, ποὺ πρὶν ἀπὸ 25 αἰῶνες εἶχε ἀντισταθεῖ στὴν πονηρὴ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ στὴν Αἴγυπτο. Ἡ Σεϊντὰ προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν περιφρόνηση τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Καὶ τὸν ὁδήγησε ἀμέσως μετὰ βίαια στὸ σύζυγό της ἀπαγγέλλοντας γι’ αὐτὸν τὴ φρικτὴ συκοφαντία ὅτι ἐπιχείρησε νὰ τὴν ἀτιμάσει.
Ὁ μονάρχης τῆς Δαμασκοῦ ὅταν ἀντίκρισε τὴν ἐξαγνισμένη μορφὴ τοῦ νεαροῦ αὐτοῦ ἀσκητῆ, ἔμεινε ἔκθαμβος. Μὲ καλοσυνάτο τρόπο ἄνοιξε διάλογο μαζί του σὲ θέματα πίστεως. Ὁ Μιχαὴλ ἀπαντοῦσε μὲ ἄνεση καὶ θάρρος ποὺ τοῦ ἐνέπνεε ὁ μυστικὸς φωτισμὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν τελείωσαν οἱ μακρὲς συζητήσεις, ὁ χαλίφης μὲ ἤπιο τρόπο τοῦ εἶπε:
–Νὰ ξέρεις, σὲ θέλω κοντά μου, δίπλα μου πάντα στὴ δούλεψή μου. Θέλω νὰ σὲ θεωρῶ δικό μου γιὸ ἀγαπητό, ἀρκεῖ νὰ ὁμολογήσεις ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἥσυχος καὶ ταπεινὸς μοναχὸς ἔγινε ὅλος φωτιά. Μὲ ἰσχυρὴ φωνὴ καὶ δύναμη πίστεως ἀπάντησε:
–Ὁ Μωάμεθ εἶναι ἕνας ψεύτης! Οὔτε προφήτης εἶναι οὔτε ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό.
Στὸ ἄκουσμα αὐτῆς τῆς ὁμολογίας οἱ παρευρισκόμενοι Μωαμεθανοὶ ἀντέδρασαν μὲ ἄγριο μίσος ἐναντίον του. Τότε ὁ χαλίφης ἔβγαλε τὸ προσωπεῖο τῆς καλοσύνης καὶ τὸν ἀπείλησε μὲ θάνατο, ἐὰν δὲν δεχόταν νὰ γίνει Μουσουλμάνος.
Ὁ Μιχαὴλ μὲ ψυχραιμία ἀποκρίθηκε:
–Ὁτιδήποτε καὶ ἂν μοῦ κάνεις, δὲν θὰ φοβηθῶ καὶ ποτὲ δὲν θὰ προδώσω τὴν πίστη μου στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια.
Τότε ἀγανακτισμένος ὁ χαλίφης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἐκφοβισμοί. Διέταξε νὰ βάλουν τὸν Ὅσιο ὄρθιο μέσα σὲ λεκάνη μὲ καυτὸ νερὸ γιὰ νὰ τοῦ κάψουν τὰ πόδια. Ὅμως ἡ φλόγα τῆς φωτιᾶς ἔσβησε καὶ ὁ Μιχαὴλ ἐξῆλθε θαλερὸς καὶ χαρούμενος χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἔγκαυμα.
Μετὰ τὸν ἀνάγκασε νὰ πιεῖ μπροστά του ἕνα ποτήρι μὲ δηλητήριο, τὸ γνωστὸ τότε «σαμσάλα». Ὁ μοναχὸς ἤπιε ἀτάραχος τὸ θανατηφόρο ποτό. Μὲ τὴ δύναμη ὅμως τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νίκησε. Δὲν τὸν ἔβλαψε καθόλου. Τότε ὅλοι οἱ παριστάμενοι Ἀγαρηνοί, μὴν ἀντέχοντας ἄλλο τὴν ντροπὴ καὶ τὸν ἐμπαιγμὸ ποὺ δέχονταν ἀπὸ ἕναν τόσο «εὐτελὴ» ἄνθρωπο, φώναξαν με μιὰ φωνὴ στὸ χαλίφη:
–Ἂν δὲν θανατώσεις τώρα ἀμέσως αὐτὸ τὸν καλόγερο, θὰ βροῦμε ὅλοι τὸν μπελά μας. Θὰ χαθοῦμε καὶ σὺ καὶ μεῖς.
Ὁ χαλίφης φοβήθηκε. Δὲν μποροῦσε ἄλλο νὰ διαπραγματευθεῖ τὸ θέμα μὲ τὸν Χριστιανό. Τὸ θύμα του τὸν εἶχε νικήσει, ἀφοῦ ἄλλωστε εἶχε δεχθεῖ τόση δημόσια ντροπή. Σὰν ἄλλος Πόντιος Πιλάτος διέταξε τὸν θάνατο ἑνὸς ἀθώου.
Σὲ λίγο οἱ δήμιοι ὁδήγησαν τὸν μοναχὸ Μιχαὴλ ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ δοξολόγησε τὸν Πανάγιο Τριαδικὸ Θεὸ γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε νὰ μαρτυρήσει γι’ Αὐτόν, ἔγειρε τὴν κεφαλή του στὸ σπαθὶ τοῦ δημίου καὶ παρέδωσε γαλήνιος τὸ πνεῦμα του στὸν Πλάστη καὶ Κύριό του.
Ἡ εἴδηση τοῦ Μαρτυρίου τοῦ ὁσίου Μιχαὴλ τοῦ Σαββαΐτου συγκλόνισε τὴν ἁγία Πόλη. Κανεὶς δὲν περίμενε αὐτὴ τὴν ἔκβαση στὴν ἐποχὴ τοῦ χαλίφη Ἄβδουλ Μάλεκ (685-705). Γιατὶ στὰ χρόνια του ἦταν ζηλευτὴ ἡ εἰρήνη ποὺ ἐπικρατοῦσε ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανούς, τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς Μουσουλμάνους.
Οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων ἤθελαν νὰ κρατήσουν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Μάρτυρα στὴν πόλη τους. Ὅμως τελικὰ κέρδισαν τὸν εὐλογημένο θησαυρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ Λειψάνου οἱ συμμοναστές του ἀπὸ τὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸ μετέφεραν ἐκεῖ μὲ θυμιάματα καὶ λαμπάδες καὶ τὸ κήδεψαν μὲ τιμὲς καὶ ὕμνους Μάρτυρος.
Λέγεται πὼς ἕνας μοναχὸς ποὺ γιὰ τρία χρόνια ἦταν κατάκοιτος, ὅταν ἀσπάστηκε τὴν ἁγία Σορὸ τοῦ Ὁσιομάρτυρος Μιχαήλ, ἔγινε τελείως καλά. Καὶ δοξολόγησαν ὅλοι τὸν Θεὸ ποὺ δοξάζει τοὺς Ἁγίους Του.
Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Μιχαὴλ τοῦ Σαββαΐτου καὶ ἡ δική μας ἐποχὴ νὰ ἀναδείξει ἀντάξιους μιμητὲς τῆς ὁμολογίας του, τοῦ Μαρτυρίου του καὶ τῆς Ἁγνότητάς του.