Ὁ Ἀβραάμ καὶ οἱ δύο ἐπαγγελίες

Ἀπόστολος Κυριακῆς 26 Μαρτίου, Δ΄ Νηστειῶν, Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (Ἑβρ. ς΄ 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

1. Οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ

Τὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα μᾶς μεταφέρει στὴ συγκλονιστικὴ ἐκείνη στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔδωσε τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις του στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶπε: Θὰ σὲ εὐλογήσω πλούσια­ καὶ θὰ σοῦ δώσω πάρα πολλοὺς ἀπογό­νους. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀφοῦ περίμενε ὑπο­μονετικὰ πάρα πολλὰ χρόνια, πέτυχε τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας ποὺ τοῦ ὑπο­σχέθηκε ὁ Θεός. Ἀπέκτησε δηλαδὴ παιδὶ ἀπὸ τὴ Σάρρα, τὸν Ἰσαάκ. Κι ἀπ’ αὐτὸν πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του σὲ μεγάλο ἔθνος. Γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσει ὅμως ὁ Θεὸς γι’ αὐτὲς τὶς ἐπαγγελίες, ἔδωσε ὅρκο ὅτι θὰ τὶς πραγματοποιήσει. Κι ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε τίποτε μεγαλύτερο στὸ ὁποῖο νὰ ὁρκισθεῖ, ὁρκίσθηκε στὸν ἑαυτό του.

Ὁ Ἀβραὰμ λοιπὸν δέχθηκε ἔνορκη ὑ­­πό­σχεση τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἀποδέχθηκε, τὴν πί­­­­­­στεψε, ἀλλὰ πραγματοποίηση δὲν ἔ­­βλε­πε! Πόσα χρόνια περίμενε; Πόσες φο­­ρὲς δοκιμάστηκε ἡ πίστη του; Τοῦ μίλησε­ ὁ Θε­­ὸς γιὰ ἀπογόνους, κι αὐτὸς εἶχε μία γυ­­ναίκα στείρα. Τοῦ εἶπε γιὰ μεγάλο ἔ­θνος ποὺ θὰ δημιουργοῦσε, κι αὐτὸς γέ­­­ρασε καὶ παιδὶ δὲν εἶχε ἀπὸ τὴ Σάρρα!­ Ὅλα φαίνον­ταν ἀντίξοα, ἀντίθετα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ! Ὅλα ἔμοιαζαν οὐ­το­πικὰ καὶ ἀ­­­­­-
πραγματοποίητα. Ὁ Ἀβρα­ὰμ ὅμως δὲν ἔ­­­χασε τὴν πίστη του. Κι ὅ­­­­ταν χάθηκε κάθε ἐλ­­πίδα, τότε ἦλθε ἡ ἀ­­­­πάντηση τοῦ Θεοῦ.

Τί ἔχει νὰ πεῖ αὐτὸ γιὰ μᾶς; Ἔχει νὰ πεῖ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀναιρεῖ τὶς ὑποσχέσεις του. Δὲν τὶς ἀλλάζει. Μᾶς ἀφήνει ὅμως νὰ περιμένουμε καὶ νὰ δοκιμαζόμαστε. Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς προσμονῆς βέβαια μᾶς φαίνεται συχνὰ πὼς εἶναι ἕνα μαρτύριο. Ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φέρει στὴ ζωή μας αὐτὸ ποὺ ποθοῦμε, κι ἀντὶ γιὰ ἀπάντηση κάποιες φορὲς τὰ πράγματα γίνονται χειρότερα. Γιατί ἄραγε; Διότι κατὰ τὴν περίοδο τῆς προσμονῆς ἐξα­γιαζόμαστε, ἐξαγνιζόμαστε, πλουτίζουμε σὲ ἀρετές. Μαθαίνουμε νὰ ἐξαρτιό­μαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Μαθαίνουμε στὴν πράξη τί θὰ πεῖ πίστη καὶ δοκιμασία. Κάποτε φαί­­­νεται ὅτι ὁ Θεὸς ἀργεῖ πολύ, κι ἐμεῖς κου­­ραζόμαστε. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἀρ­­γεῖ ὁ Θεός, τόσο μεγαλύτερες εὐλογί­ες­ μᾶς ἑτοιμάζει. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ πιστεύ­ου­με, νὰ ἐλπίζουμε, νὰ περιμένουμε, νὰ ­προσευχόμαστε.

2. Ἡ ἑλπίδα μας

Ὁ θεῖος Παῦλος στὴ συνέχεια μᾶς λέει ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν δόθηκαν μόνο στὸν Ἀβραὰμ καὶ στοὺς ἀπογόνους του, τοὺς Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ καὶ στὸν νέο Ἰσραήλ, σ’ ὅλους δηλαδὴ τοὺς Χριστιανούς. Κληρονόμοι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ ἦταν γιὰ τὰ ἐπίγεια ὁ λαὸς τοῦ Ἰσρα­ήλ, ὅμως γιὰ τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ αἰ­ώ­­νια ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χρι­­­στοῦ. Σ’ ὅλους λοιπὸν τοὺς πιστοὺς ποὺ θὰ κλη­ρονομήσουν τὶς θεῖες ἐπαγγελίες ὁ Θε­ὸς ἤθελε νὰ δείξει καθαρὰ καὶ μὲ μεγα­λύτερη βεβαιότητα ὅτι ἦταν ἀμετάκλη­τη ἡ ἀπόφασή του νὰ ἐκτελέσει ὅ­σα ὑπο­σχέθηκε. Ἔτσι ὥστε ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ ἔ­­­­χουμε μεγάλη ἐνθάρρυνση γιὰ νὰ κρα­τοῦμε τὴν ἐλπίδα ποὺ βρίσκεται μπρο­στά μας. Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα ὁ ἀ­­­πόστο­λος Παῦλος τὴν παρομοιάζει μὲ ἄ­­­γκυρα τῆς ψυχῆς μας. Καὶ λέει ὅτι αὐτὴ μᾶς ἀσφαλίζει ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους ἐπειδὴ εἶναι ἀμετακίνητη. Κι αὐ­τὸ διότι δὲν ἀγκυροβολεῖ στὴ θάλασ­σα ἀλλὰ στὸν οὐρανό, στὰ Ἅγια τῶν Ἁγί­­­ων· ἐκεῖ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὅπου μπῆκε ὁ Κύριός μας πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ γιὰ χά­­ρη μας ὡς πρόδρομος, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο καὶ νὰ μᾶς ἑτοιμάσει τόπο. Κι ἔτσι ἀναδείχθηκε Ἀρχιερέας αἰώνιος κατὰ τὴν τάξη τοῦ Μελχισεδέκ. 

Πόσο παραστατική, ἀλήθεια, εἶναι ἡ εἰ­­­κόνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἐδῶ ὁ ἀπό­στολος Παῦ­λος! Παρομοιάζει τὴν ἐλπίδα μας πρὸς τὸν Κύριο μὲ μία ἄγκυ­ρα. Μιὰ ἄγκυρα ὅ­­­­μως ποὺ δὲν βυθίζεται στὸν πυθμένα κά­­ποιας θάλασσας ἀλλὰ στὸ ἱε­­ρότερο μέ­­­­ρος τοῦ σύμπαντος, στὸν οὐ­ρανό, στὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, στὸ θρό­­­­­­­νο τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς ὁδοιπόροι καὶ οὐ­­ρα­νοδρόμοι, πορευόμαστε καθη­με­ρι­νὰ μὲ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας καὶ ὁ­­­ρα­ματιζόμαστε τὸν προορισμό μας. Οἱ τρι­­κυμίες πολλές, οἱ ἀνεμοθύελλες, οἱ πει­ρασμοί. Τὰ κύματα ὁρμητικὰ παλεύ­ουν νὰ μᾶς ἀφανί­σουν, νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸ ναυάγιο αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ στὸ σκο­τάδι τῆς ἄλλης. Ὁ αἰώ­νιος ἐχ­θρός μας καιροφυλακτεῖ νὰ βουλιά­ξει τὸ πλοιά­ριο τῆς ζωῆς μας. Κι ἐμεῖς παλεύουμε,­ ἀντιστεκό­μαστε, προχωροῦμε. Δὲν ἀπογοη­τευ­όμα­στε. Διότι μπορεῖ νὰ μὴν ἔχου­με φτάσει ἀκόμη στὸν προορισμό μας, ἔ­χου­με ὅ­­­μως ἐκεῖ κάτι δικό μας. Ἔχουμε ἐκεῖ ἀγκυροβολημένη τὴν ἐλπί­δα μας. Γύρω μας ὅλα μᾶς ἀπογοητεύουν, οἱ ἄνθρωποι, οἱ καταστάσεις, οἱ πειρα­σμοί, οἱ δυσκολίες.­ Ὅλα μᾶς ἀπελπίζουν καὶ θέλουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ λιγοψυ­χοῦ­­με. Ἐμεῖς ὅμως οἱ πιστοί, λέει ὁ ἀπό­στολος Παῦ­λος, δὲν πρέ­πει νὰ χάνουμε τὴν ἐλ­πίδα μας. Διότι­ ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα μας τὴν ἔχουμε ἐμπιστευθεῖ στὸν Κύριό μας. Αὐ­τὸς κρατᾶ γερὰ στὰ παντο­δύναμα χέ­­ρια του τὴν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος μας. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ ἴδια ἡ ἐλπίδα μας, ἡ προσδοκία μας, αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά μας καὶ ἡ ζωή μας. Μὴν τὸ ξεχνᾶμε αὐτὸ ποτέ. Αὐτὸς μό­­νο μᾶς ἀπομένει στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς ἀμετακί­νητος σύντροφος καὶ συμπαραστάτης.