Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὴν πατρίδα ὅπου γεννήθηκε, εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα.
Μιὰ πατρίδα στὴν ὁποία τὸν ἔταξε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐξαρχῆς «ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ» (Δευτ. λβ΄ [32] 8)· καθόρισε τὰ σύνορα τῶν ἐθνῶν σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀρχαγγέλων ποὺ θὰ ἦταν προστάτες τους. Μέσα λοιπὸν σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐκ Θεοῦ καθορισμένους τόπους οἱ ἄνθρωποι, αἰῶνες τώρα, ζοῦν ἀναπτύσσοντας μεταξύ τους δεσμοὺς ἀγάπης, ἐμπιστοσύνης, συνεργασίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν ἐπίγεια παρουσία Του περιέβαλλε μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ κι ἀγάπη τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Ἔθνους Του. Ὅμως οἱ συμπατριῶτες Του ἀρνήθηκαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὸ κάλεσμα τῆς σωτηρίας ποὺ τοὺς ἔκανε, κάτι ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ λυπᾶται κατάκαρδα, γι᾿ αὐτὸ πηγαίνοντας στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὸ Πάθος Του, «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ» (Λουκ. ιθ΄ [19] 41). Ἔκλαψε προβλέποντας τὴν τραγικὴ κατάληξη τῆς ἀμετανοησίας της. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἦταν πρόθυμος νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἂν αὐτὸ ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ γίνει, ἀρκεῖ νὰ γινόταν νὰ σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, οἱ Ἰουδαῖοι (βλ. Ρωμ. θ΄ 3).
Ἀπὸ τέτοιο πνεῦμα φιλοπατρίας ἦταν διαποτισμένοι καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονταν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν καθημερινῶν προβλημάτων τῶν συμπατριωτῶν τους. Καὶ τοὺς καλοῦσαν, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸν Ὕπαρχο τῆς Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο: «Τὴν πατρίδα τίμησον, καὶ τῇ ἀρετῇ βοήθησον»· νὰ τιμήσεις τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ τὴ βοηθήσεις μὲ τὴν ἀρετή σου (Ἐπιστολὴ 22, ΕΠΕ 7, 52).
Καὶ οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων, παρόλο ποὺ ζοῦν ὡς «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἐντούτοις «πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας»· ἔχουν καὶ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους, τὴν ὁποία ὀφείλουν νὰ τιμοῦν, νὰ προστατεύουν καὶ νὰ ἀγαποῦν.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάθε Ἕλληνας πιστὸς Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ ἀγαπᾶ τὴν Ἑλλάδα μας. Γιατὶ δὲν ἀποτελεῖ «κακόφημο ἐθνικισμό», ὅπως θέλουν νὰ γράφουν μερικοὶ διεθνιστικοὶ κονδυλοφόροι στὴ χώρα μας, ἡ θερμὴ ὑπεράσπιση καὶ ἡ καύχηση ὅλων μας γιὰ τὴν Ἱστορία της.
Ἔτσι κι ἐγώ, ὡς πιστὸς Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου, τὴν Ἑλλάδα, ὅπου γεννήθηκα, στὴν ὁποία ζῶ καὶ δραστηριοποιοῦμαι.
Ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου, τὴν Ἑλλάδα, μὲ τὴν πλούσια Ἱστορία της, τὴν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοσή της, τὸν πανάρχαιο πολιτισμό της, τὸν Παρθενώνα, τὴν Ἀκρόπολη, τοὺς σοφούς της, δημιουργοὺς τοῦ κορυφαίου πολιτισμοῦ.
Ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου, τὴν Ἑλλάδα, γιατὶ χάρισε στὴν οἰκουμένη τὴ γλώσσα ποὺ κατέχει ξεχωριστὴ θέση ἀνάμεσα στὶς ἄλλες δυόμισι καὶ πλέον χιλιάδες γλῶσσες τοῦ κόσμου. Γλώσσα ποὺ σμιλεύτηκε ἐπὶ τριάντα καὶ πλέον αἰῶνες στὴν ἔκφραση τῶν πλέον λεπτῶν ἐννοιῶν τῆς Φιλοσοφίας καὶ τῆς κάθε ἐπιστήμης καὶ μὲ τὴν ὁποία διατυπώθηκαν μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια οἱ ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου καὶ τῆς πατερικῆς Θεολογίας.
Ἀγαπῶ τὸ χῶμα τὸ Ἑλληνικό! Χῶμα ποὺ καθαγιάστηκε ἀπὸ τὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ μάλιστα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργῶν του, ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ἀπὸ τὸν ἱδρώτα τῶν Ὁσίων ἀλλὰ καὶ τοῦ κάθε σημερινοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ ποὺ ἀθλεῖται πνευματικὰ στὸν ἐγκόσμιο στίβο. Χῶμα Ἑλληνικό, χῶμα τιμημένο, ποὺ ἔχει ἀνασκαφεῖ γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ ὁ Παρθενώνας. Χῶμα δοξασμένο, ποὺ ἔχει ποτιστεῖ μὲ αἵματα στὸ Σούλι, στὸ Μαραθώνα, σὲ κάθε γωνιά του. Χῶμα ποὺ εἶναι σπαρμένο μὲ ἱερὰ Λείψανα ἀναρίθμητων Ἁγίων καὶ μὲ τὰ ἱερὰ κόκκαλα τῶν ἡρώων στὸ Μεσολόγγι, στὴ Χίο, στὰ Ψαρά, σὲ κάθε σπιθαμὴ τούτης τῆς μαρτυρικῆς γῆς.
Ὅλοι οἱ λαοὶ ἔχουν τὴ δική τους πατρίδα, τὰ ἱερά τους χώματα, τὴν ἱστορία τους. Τὴν σεβόμαστε. Αὐτὸ ὅμως δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν ἀνεξαρτησία, τὴν ἀκεραιότητα τῆς δικῆς μας πατρίδας. Τὴν ὑπερασπιζόμαστε, ὅταν ποικίλοι ἐχθροὶ τὴν ἐπιβουλεύονται κι ἐπιδιώκουν τὸν ἀφανισμὸ ἢ τὸν ἀκρωτηριασμό της. Καὶ τί ζητᾶμε; Ζητᾶμε μόνο ἀπὸ τοὺς ὅποιους ξένους ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν μαζί μας νὰ σέβονται τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας, τὸν πολιτισμό μας, τὴν Παράδοσή μας, τὸ ἦθος μας.
Σήμερα κανένας ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ ἤθελε νὰ καταντήσει ξένος πρόσφυγας στὴν πατρίδα του, τὴν Ἑλλάδα, στὸ σπίτι ποὺ μεγάλωσε, στοὺς δρόμους ποὺ περπάτησε καὶ ἔπαιξε μικρός, στὶς βουνοκορφὲς ποὺ σκαρφάλωσε.
Δικαιοῦμαι λοιπὸν καὶ ὀφείλω νὰ ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου, διαφυλάττοντας τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ποὺ οἱ πρόγονοί μου μοῦ κληροδότησαν, τὶς ρίζες μου. Γι᾿ αὐτὸ θέλω νὰ πῶ, νὰ φωνάξω μὲ τὸν μεγάλο ἁγνὸ ἥρωα, τὸν στρατηγὸ Ἰωάννη Μακρυγιάννη:
«Ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου, δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας»!