Σήμερα 17/3 εορτάζουν:
- Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού
- Όσιος Θεοστήρικτος ο Ομολογητής
- Άγιος Πατρίκιος
- Μνήμη της φοβεράς απειλής του σεισμού
- Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας
- Άγιος Μαρίνος
- Άγιος και Δίκαιος Λάζαρος ο φίλος του Χριστού
- Όσιος Μακάριος ηγούμενος της μονής Κολγιαζίν της Ρωσίας
- Άγιος Γαβριήλ ο Μικρός ο Οσιομάρτυρας
- Άγιος Θεόδουλος ο Ιερομάρτυρας ο Σιναΐτης
- Άγιος Παύλος ο Οσιομάρτυρας ο ἐν Κύπρῳ ἀθλήσας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
Γεννήθηκε στὴ Ῥώμη, στὰ χρόνια του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου, γιῶν τοῦ Μ. Θεοδοσίου (378-395). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐφημιανὸς καὶ ἡ μητέρα του Ἀγλαΐα. Ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοὶ καὶ εἶχαν μεγάλη περιουσία, ποὺ διέθεταν στὰ ὀρφανὰ καὶ στοὺς φτωχούς με μεγάλη προθυμία καὶ γενναιοδωρία. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀνατροφὴ ἔδωσαν καὶ στὸ γιὸ τους Ἀλέξιο. Μὲ τὸ δικό του χέρι μοίραζαν τὰ περισσότερα ἐλέη τους. Ὅταν ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία ὁ Ἀλέξιος, θέλησαν νὰ τὸν νυμφεύσουν, πρᾶγμα ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπιθυμοῦσε. Ἀλλὰ στὴν ἐπιμονὴ τῶν γονέων του, ὁ Ἀλέξιος νυμφεύθηκε μία γυναῖκα ποὺ κι αὐτὴ ἤθελε νὰ μείνει ἄγαμη. Ὁπότε συμφώνησαν νὰ διατηρήσουν καὶ οἱ δυὸ τὴν παρθενία τους. Αὐτό, ὅμως, τὸ κατάλαβαν οἱ γονεῖς τοῦ Ἀλεξίου καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ φύγει σὲ μακρινὸ μέρος, στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ στὶς ἀσκήσεις, ἀλλὰ καὶ στὴ βοήθεια καὶ φροντίδα τῶν φτωχῶν. Μετὰ 17 χρόνια, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ βρῆκε στὴ ζωὴ τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν σύζυγό του. Αὐτοὶ ὅμως δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Ἔμεινε κοντά τους, συνεχίζοντας καὶ καλλιεργώντας τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ὅταν πέθανε, ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν. Αὐτὸ στὴν ἀρχὴ λύπησε τοὺς δικούς του, ἀλλὰ ἔπειτα χάρηκαν, διότι ὁ Ἀλέξιος μέχρι τέλους ἦταν «ἄρτιος του Θεοῦ ἄνθρωπος», δηλαδή, τέλειος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς
ἀπειλῆς τοῦ Σεισμοῦ κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως
Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει: Ἐν τοῖς ἐντύποις Συναξαρισταῖς καὶ τοῖς Μηναίοις σημειοῦται κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἄνευ ὑπομνήματος, «μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῇς τοῦ σεισμοῦ, κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως». Περὶ τοῦ σεισμοῦ τοῦ ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου (780-797) συμβάντος, ὁ Κεδρηνὸς (Β΄, σ. 23) λέγει, ὅτι ἐγένετο κατὰ τὸ δέκατον ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, χωρὶς νὰ ὁρίζῃ τὴν ἡμέραν, ἥτις, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, εἶναι ἡ κατὰ τὴν 17ην Μαρτίου μνημονευομένη ὑπὸ τῶν Συναξαριστῶν. Ὁ Λαυριωτικὸς Κώδ. 70 συμπληροῖ τὴν ἀνωτέρω σύντομον μνείαν τοῦ σεισμοῦ οὕτω: «τότε γὰρ πολὺ μέρος τῶν τειχῶν τῆς πόλεως κατέπεσε καὶ θεῖοι ναοὶ διεῤῥάγησαν καὶ οἶκοι διάφοροι καὶ τριόροφοι ἕως ἐδάφους κατέπεσον καὶ ἢν κλονουμένη πᾶσα ἡ γῆ ἐπὶ πλεῖστας ἡμέρας· ὁ δὲ βασιλεύς, σὺν τῷ Πατριάρχῃ καὶ παντὶ τῷ λαῷ μετὰ λιτῶν καὶ τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ ζωοποιῶν σταυρῶν καὶ τῶν ἁγίων λειψάνων σὺν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ προσευχαῖς ἐξιλεούμενοι τὸ θεῖον καὶ παρακλητεύοντες [καί] ἐπιβοῶντες «ρῦσαι Κύριε, τῆς δικαίας σου ὀργῆς καὶ μὴ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν παραδώῃς ἡμᾶς εἰς θάνατον ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου ἐλέησον τὸν σὸν ὑποκείμενον λαόν» ὁ δὲ πολυέλεος καὶ μακρόθυμος Θεὸς ἀποστρέψας τὴν ὀργὴν αὐτοῦ, παρ΄ ἐλπίδα τοὺς τότε πάντας ἐῤῥύσατο καὶ τὸν κλόνον καὶ τρόμον τῆς γῆς κατέπαυσε.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁμολογητής
Γεννήθηκε στὴν Τρίγλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (κωμόπολη τῆς Βιθυνίας στὰ παράλια της Προποντίδας) στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα. Εὐσεβὴς καὶ φιλομόναχος ἀπὸ μικρός, ἀμέσως ὅταν τελείωσε τὴν βασική του ἐκπαίδευση, πῆγε στὴν ἐκεῖ κοντὰ Μονὴ Πελεκητή, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούμενός της. Ὅταν ἐπὶ Κων/νου Ε΄ τοῦ
Κοπρωνύμου (741-775) ξέσπασε ὁ φοβερὸς διωγμὸς κατὰ τῶν εἰκόνων, ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀσίας Μιχαὴλ τὸ Λαχανοδράκοντα, νὰ τιμωρήσει μὲ κάθε τρόπο σκληρὰ αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες. Τότε αὐτός, πῆγε στὴ Μονὴ Πελεκητῆς τὴν Μεγάλη Πέμπτη καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, συνέλαβε τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄλλους σκότωσε μὲ βάρβαρα βασανιστήρια καὶ ἄλλους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Θεοστήρικτο, ἀφοῦ πάλι σκληρὰ βασάνισε τοὺς ἔστειλε στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, γέροντας πλέον, ἐπέστρεψε στὴν κατεστραμμένη Μονὴ Πελεκητῆς, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν ὅσιο καὶ ὁμολογητὴ Νικήτα, ἡγούμενο τῆς κοντινῆς Μονῆς Μηδικίου. Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος συνέθεσε καὶ «Κανόνα Παρακλητικὸν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔζησε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες καί Μοναχοί κατέχουν περίλαμπρη θέση στήν ἁγία μας Ἐκκλησία καί ἔπαιξαν ἀνέκαθεν σπουδαῖο καί θαυμαστό ρόλο μέσα σ’ αὐτήν. Εἶναι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι, ἀπομακρυσμένοι ἀπό τόν κόσμο, ἀσκοῦνται σέ κάθε εἴδους ἀρετή, καί ἀπό τά ἱερά τους ἀσκητήρια ἀναπέμπουν καθημερινῶς δεήσεις στόν Θεό ὑπέρ τῶν ἀγωνιζομένων Χριστιανῶν πού βρίσκονται στόν κόσμο. Συγχρόνως αὐτοί οἱ Μοναχοί ἀποτέλεσαν ἀνά τούς αἰῶνες τά ἀγωνιστικά τάγματα τῆς Ἐκκλησίας μας, πού μάχονται πάντοτε ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί κάθε πλάνης. Πολλοί ἀπό αὐτούς ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία μέχρι μαρτυρίου. Μία τέτοια μορφή εἶναι καί ὁ ὁσιομάρτυς Παῦλος.
Ἀπό τήν εὐανδρη μεγαλόνησο Κρήτη καταγόταν ὁ Ὅσιος. Καί εἶχε μελετήσει, εἶχε ἀγαπήσει καί εἶχε ἐμπνευσθεῖ ἀπό τόν ὁμώνυμο, τόν ἀπόστολο Παῦλο, καί τά δικά του τά ἴχνη πόθησε νά ἀκολουθήσει, ὡς μιμητῆ τοῦ Χριστοῦ. Γιά τήν ἀσκητική ζωή τοῦ ὁσίου Πατρός ὁ ἱερός ὑμνογράφος σημειώνει: «Κατηκολούθησε Χριστῷ δί ἐνάρετου ἀγωγῆς καί ἀρετῶν ἀσκητικῶν». Στήν λιτή ἀλλά περιεκτική αὐτή φράση περιλαμβάνεται ὅλη ἡ ἐνάρετη ζωή τοῦ Παύλου. Οἱ κόποι του, οἱ ἀσκήσεις, ἡ ἐγκράτεια, οἱ προσευχές, οἱ ἀγρυπνίες, ἡ ἀγάπη του…
Ὅμως ὁ ὅσιος Ὀρθόδοξος μοναχός δέν ἔμεινε μόνο σ’ αὐτά. Ἦταν τότε καιροί, πού τόν καλοῦσαν καί σέ ἄλλους ἀγῶνες ἔξω ἀπό τό ἀσκητήριό του. Ἦταν χρόνοι δοκιμασίας τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν κηρύξει σκληρό καί συνεχῆ διωγμό μέ σκοπό νά ἀφανίσουν τούς Ὀρθοδόξους καί νά ἐπιβάλουν τήν πλάνη τους.
Ὁ Παῦλος ἦταν Ὀρθόδοξος, μέ φρόνημα ὀρθό καί μέ θερμό ζῆλο, καί γι’ αὐτό ὑποστήριξε καί κήρυξε σέ κάθε κατεύθυνση τήν ἀλήθεια. Τήν ἀλήθεια γιά τίς ἁγίες Εἰκόνες, ὅπως τήν συνόψισε ἡ Ἐκκλησία στή φράση τοῦ Μ. Βασιλείου: «ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Ἀλλά καί γενικῶς κήρυξε τήν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια, ὅπως τήν διατύπωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Καί εἶναι ἀλήθεια, ὅτι τό ἐρημητήριο τοῦ ὁσίου Πατρός ἔγινε κέντρο δυνάμεως τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί κέντρο ἐπιτελικοῦ συντονισμοῦ γιά τήν διαφώτιση τῶν Χριστιανῶν, κέντρο ἀντιαιρετικου ἀγῶνος.
Τό θλιβερό εἶναι ὅτι πολλοί ἀπό τούς Ἄρχοντες τήν περίοδο ἐκείνη, καί αὐτοκράτορες ἀκόμη, εἶχαν προσχωρήσει στήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ἔτσι μέ τήν ἀνοχή ἤ καί προτροπή τους γινόταν μέ φανατισμό μεγάλος διωγμός κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχι μόνο στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί σ’ ὅλη τήν αὐτοκρατορία. Καί ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ὁ Κοπρώνυμος, ὁ ὁποῖος βασίλευσε τήν ἐποχή ἐκείνη (718 – 775), ἦταν φοβερός εἰκονομάχος καί διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων. Μέ τήν καθοδήγηση καί τίς διαταγές του ὅλοι οἱ διοικητικοί καί στρατιωτικοί ὑπάλληλοι τῆς αὐτοκρατορίας πίεζαν καί δίωκαν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.
Στήν Κρήτη ἐκπρόσωπος τοῦ Κοπρωνύμου ἦταν ὁ στρατηγός Θεόφιλος ὁ Λαρδατύρης. Αὐτός, γνώστης τῶν πεποιθήσεων καί τῶν ἀγώνων τοῦ μοναχοῦ Παύλου, ἐπεχείρησε νά τόν ἐπηρεάσει, ὥστε καί νά διακόψει τούς ἀγῶνες του καί ὁ ἴδιος νά ἀρνηθεῖ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Καί γιά νά γίνει αὐτό πραγματικότητα, τοποθέτησε μπροστά στόν Ὅσιο μία εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τοῦ ἔδωσε διαταγή νά τήν καταπατήσει καί νά τή βεβηλώσει. Ἀλλά ἦταν φυσικό. Ὁ Παῦλος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ὄχι μόνο ἀντέδρασε, ἀλλά ἔκπληκτος γιά τή νοοτροπία καί τήν ἀπαίτηση τοῦ στρατηγοῦ, μπροστά του καί μέ τρόπο ἔντονο φώναξε δυνατά, γιά νά ἀκουσθεῖ ἀπό ὅλους: «Μή γένοιτο, Κύριε Ἰησοῦ, πατῆσαι τήν σήν εἰκόνα». Καί συγχρόνως γονάτισε εὐλαβικά καί ἀσπάσθηκε μέ σεβασμό τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος.
Ἡ διαταγή ὅμως τοῦ αὐτοκράτορος ἦταν σαφής καί αὐστηρή γιά ὅλους. Ὅσοι δέν ὑποτάσσονταν, ὅποιοι κι ἄν ἦταν αὐτοί, ἔπρεπε νά βασανισθοῦν καί τελικά νά θανατωθοῦν. Καί ὁ ὅσιος Παῦλος, ὁ ἀγωνιστής, ὁ ὁμολογητής τῆς ἀληθείας, βάδισε τόν δρόμο αὐτό καί ἐπισφράγισε τό κήρυγμα καί τήν ὁμολογία του μέ τό φοβερό μαρτύριο. Κατά διαταγή τοῦ στρατηγοῦ τόν ἔδεσαν σφιχτά καί τόν ἔβαλαν στόν καταπέλτη. Αὐτό ἦταν ἕνα βασανιστικό ὄργανο πού χρησιμοπουοῦσαν γιά νά ἐξαρθρώνουν τά μέλη τοῦ σώματος τῶν καταδίκων καί νά προκαλοῦν ἀνυπόφορους πόνους. Καί στή θέση αὐτή κτυποῦσαν συνεχῶς τό ἐξαρθρωμένο σῶμα του μέ σιδερένια ραβδιά. Στό τέλος τόν κρέμασαν ἀνάποδα, ἄναψαν ἀπό κάτω φωτιά καί τόν ἔκαψαν.
Γράφει ὁ ἱερός ὑμνωδός:
Τοίς ἀθλητικοῖς ἱδρῶσι τούς τῆς αἱρέσεως σβέσας ἄνθρακας καί τῷ πυρί ὁλοκαυτωθείς ὡς θύμα εὐπρόσδεκτον καί ἱερεῖον σεπτόν προσηνέχθης Κυρίω… καί ἐπαξίῳ ἐπάθλῳ μετάσχων, ἀδιαλείπτως πρέσβευε, ὑπέρ ἡμῶν δεόμεθα, Ἅγιε!
Ἕνας ἀκόμη κρίκος ἀπό τήν χρυσή ἁλυσίδα τῶν Πατέρων καί Ὁσίων της ἀθανάτου Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν καί κράτησαν τήν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια μέ τήν θυσία τῆς ζωῆς τους, τήν ὁμολογία τους καί τό μαρτύριο. Εἶναι καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά καί τό ἄξιο παράδειγμα γιά μίμηση ἀπό ὅλους μας.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ὁ Ἅγιος Μαρῖνος
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν γέννησή του, ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἐπιμελημένη εὐσέβεια καὶ μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη. Ὅταν συνελήφθη σὰν χριστιανός, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν πίστη του καὶ ἤλεγξε τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ τὶς ἀνόητες θυσίες τους, ὅταν αὐτοὶ ἔβρισαν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Τότε τὸν βασάνισαν ἄγρια. Τὸν ἔδειραν μὲ μαστίγια, τοῦ ἔσπασαν κατόπιν τὸ στόμα καὶ τὰ δόντια, καὶ τελευταῖα πῆρε τὸ στεφάνι τῆς μαρτυρικῆς τελείωσης μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ὁ Ἅγιος καὶ Δίκαιος Λάζαρος ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ
Τὴ μνήμη του ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Delehaye καὶ ὁ Λαυριωτικὸς Κώδικας 70, μνήμη ποὺ δὲν ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Στὸν ἀνωτέρω λοιπὸν Κώδικα ἀναφέρεται ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἀνάστασις τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν ἐκ νεκρῶν ἤγειρεν ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ πλησίον Ἱεροσολύμων, ὅτε σαρκὶ περιεπολεύετο ἐν τῇ γῇ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν διὰ τὴν σωτηρίαν». Γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου βλέπε στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, κεφ. ια΄ στ. 1 – 44.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος
Ἡγούμενος Κολιαζίνης στὴ Ῥωσία.
Ὁ Ἅγιος Patrick (Ἰρλανδός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκοποῦ Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.