ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (18/3)

Σήμερα 18/3 εορτάζουν:

  • Άγιος Κύριλλος Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων
  • Άγιοι Τρόφιμος και Ευκαρπίων
  • Άγιοι Μύριοι Μάρτυρες
  • Όσιος Ανανίας ο Θαυματουργός
  • Άγιος Edward βασιλέας της Αγγλίας
  • Όσιος Κύριλλος του Αστραχάν

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων

18.-Agios-Kyrillos-Ierosolimon

Στή σει­ρά τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νή­κει ὁ ἱ­ε­ρός Κύ­ριλ­λος. Ἁ­γι­ό­τη­τα βί­ου, στα­θε­ρό­τη­τα πί­στε­ως, ἀ­γω­νι­στι­κό φρό­νη­μα, συ­νε­χεῖς ἐ­ξο­ρί­ες γιά τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας συν­θέ­τουν τή ζω­ή του. Νά θαυ­μά­σου­με τόν σπου­δαῖ­ο ἀ­γω­νι­στή.

Στίς ἀρ­χές τοῦ τε­τάρ­του αἰ­ῶ­νος γεν­νή­θη­κε ὁ Κύ­ριλ­λος. Ἡ Πα­λαι­στί­νη ἦ­ταν ἡ πα­τρί­δα του. Δέν γνω­ρί­ζου­με δυ­στυ­χῶς πολ­λά γιά τήν παι­δι­κή καί νε­α­νι­κή του ἡ­λι­κί­α. Ἕ­να μό­νο εἶναι γνω­στό, ὅ­τι τόν δι­έ­κρι­νε βα­θύ­τα­τη εὐ­σέ­βεια καί τόν δι­α­κα­τεῖ­χε ἰ­σχυ­ρός πό­θος νά ὑ­πη­ρέ­τη­σει τόν Κύ­ριο στό ἅ­γιο θυ­σι­α­στή­ριο καί νά δι­ά­θε­σει τόν ἑ­αυ­τό του στό ἔρ­γο τῆς δι­α­δό­σε­ως τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­λη­θεί­ας. Ὁ Κύ­ριος, ἀ­μεί­βον­τας τόν ζῆ­λο του, τόν κα­λεῖ νά δι­α­κο­νή­σει στήν τέ­λε­ση τῶν φρι­κτῶν μυ­στη­ρί­ων ὡς δι­ά­κο­νος πρῶ­τα, ὡς πρε­σβύ­τε­ρος στή συ­νέ­χεια. Μέ σε­βα­σμό πο­λύ πε­ρι­βάλ­λουν οἱ πι­στοί τόν Κύ­ριλ­λο, τόν ἄ­ξιο λει­τουρ­γό, τόν εὐ­φρά­δη κή­ρυ­κα τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ, τόν πι­στό οἰ­κο­νό­μο. Δι­ά­πυ­ρη εἶ­ναι ἡ ἐπιθυμί­α ὅ­λων νά τόν δοῦν νά ἀ­νέρχεται καί τίς βαθ­μί­δες τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κοῦ θρό­νου τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τῆς μη­τρο­πό­λε­ως αὐ­τῆς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ὅ­που ἔ­ζη­σε καί δί­δα­ξε καί πέ­θα­νε ὁ Λυ­τρω­τής μας, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν στά μέ­σα πε­ρί­που τοῦ τε­τάρ­του αἰ­ῶ­νος ὁ θρό­νος χή­ρευ­σε καί ὁ Κύ­ριλ­λος ἐ­ξε­λέ­γη ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῆς Ἁ­γί­ας πόλεως, ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ πα­νη­γύ­ρι­σε τό γε­γο­νός. Εἶ­χε πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι ὁ ἄ­ξιος Ἱ­ε­ράρ­χης μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις θά ἐρ­γα­σθεῖ ὄ­χι μό­νο γιά τή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ὀρ­θῆς πί­στε­ως, ἡ ὁ­ποί­α κιν­δύ­νευ­ε ἀ­πό τό μί­α­σμα τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, ἀλ­λά καί γιά ὅ­λη τήν ὀρ­γά­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί οἱ ἐλ­πί­δες τοῦ εὐ­σε­βοῦς λα­οῦ δέν δι­α­ψεύ­σθη­καν. Μέ ζῆ­λο ἀ­πο­στο­λι­κό ὁ Ἱ­ε­ράρ­χης ἄρ­χι­σε τό δη­μι­ουρ­γι­κό ἔρ­γο του. Τό κή­ρυγ­μα, ἡ φι­λαν­θρω­πί­α, ἡ ἐ­κλο­γή καί χει­ρο­το­νί­α ἁ­γί­ων κλη­ρι­κῶν, ἡ ἀ­κρι­βής κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ κα­τή­χη­ση ὅσων ἐκ­δή­λω­ναν τή δι­ά­θε­ση νά προ­σέλ­θουν στόν Χρι­στι­α­νι­σμό ἀ­πο­τέ­λε­σαν τούς ἀν­τι­κει­με­νι­κούς σκο­πούς τοῦ ἁ­γί­ου Ἱ­ε­ράρ­χη. Ὅ­λη τήν προ­σπά­θειά του εὐ­λό­γει πλού­σια ὁ Κύριος, ὁ αἰ­ώ­νιος Γε­ωρ­γός καί Λυ­τρω­τής, ὥ­στε συν­το­μό­τα­τα ὅ­λη ἡ δη­μι­ουρ­γι­κή του ἐρ­γα­σί­α νά γί­νει γνω­στή σέ ὅ­λους καί ἀ­πό τά στό­μα­τα ὅ­λων νά ἀ­να­πέμ­πε­ται εὐ­χα­ρι­στί­α στόν Θε­ό γιά τόν με­γά­λο ἀ­γω­νι­στή, πού χά­ρι­σε στήν Ἐκ­κλη­σί­α Του.

Ἀλ­λά τά ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ καί οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ δέν μπο­ρεῖ, πα­ρά νά δο­κι­μά­σουν πει­ρα­σμούς καί νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν κιν­δύ­νους καί πο­λε­μι­κή ἐκ μέ­ρους τοῦ ψεύ­δους, τῆς πλά­νης καί τῶν ἀν­θρώ­πων πού ζοῦν ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἀ­λή­θεια. Ἔ­τσι τά ἔρ­γα ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τήν κα­λή τους θε­με­λί­ω­ση, οἱ ἐρ­γά­τες μέ τίς δο­κι­μα­σί­ες λάμ­πουν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅπως ὁ χρυ­σός πού περ­νᾶ καί κα­θα­ρί­ζε­ται στό χω­νευ­τή­ρι. Αὐ­τό συ­νέ­βη μέ τόν Κύ­ριλ­λο. Ἐ­νῶ δη­λα­δή ἐ­πι­δι­δό­ταν ὁ­λό­ψυ­χα στήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς ὑ­ψη­λῆς ἀ­πο­στο­λῆς του, δέχεται τά πυ­ρά ἐ­νός ἐ­χθροῦ. Ὁ ἐ­χθρός δέν βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Ἦ­ταν ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῆς Και­σα­ρεί­ας καί ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ἀ­κά­κιος. Αἱ­ρε­τι­κός ὁ Ἀ­κά­κιος, ἐ­χθρός της ὀρ­θῆς πί­στε­ως, ὀ­πα­δός τοῦ Ἀ­ρεί­ου, ζη­τᾶ εὐ­και­ρί­α νά χτυ­πή­σει τόν ἀ­γω­νι­στή. Καί βρί­σκει τήν εὐ­και­ρί­α. Ὁ Κύ­ριλ­λος προ­κει­μέ­νου νά βο­η­θή­σει πτω­χούς Χρι­στια­νούς, πού κιν­δύ­νευ­αν νά πε­θά­νουν ἀ­πό τόν λι­μό πού εἶ­χε πέ­σει στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, δέν δί­στα­σε νά που­λή­σει ἱ­ε­ρά κει­μή­λια καί ἀ­να­θή­μα­τα τῶν Να­ῶν, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει σύγ­χρο­νος Ἱστορι­κός. Αὐ­τό τό ἐ­κμε­ταλ­λεύ­θη­κε ὁ Ἀ­κά­κιος καί, ἀ­φοῦ συγ­κά­λε­σε Σύ­νο­δο ἐ­πι­σκό­πων της πε­ρι­ο­χῆς του μέ τή σύμ­φω­νη γνώ­μη τοῦ ἀ­ρει­α­νί­ζον­τος αὐ­το­κρά­το­ρος Κων­σταν­τί­ου, τόν κα­θαίρε­σε καί τόν ἐ­ξό­ρι­σε στήν Ταρ­σό τῆς Κι­λι­κί­ας. Ὁ Κύ­ριλ­λος παίρ­νει τήν ὁ­δό τῆς ἐ­ξο­ρί­ας καί οἱ πι­στοί θλί­βον­ται βα­θύ­τα­τα. Ὁ ἅ­γιος ἐ­πί­σκο­πος κα­θη­ρη­μέ­νος ἀ­πό Σύ­νο­δο αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­πι­σκό­πων. Οἱ ὑ­πέρ­μα­χοι ὅ­μως τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας δέν μέ­νουν ἀ­δρα­νεῖς. Συγ­κα­λεῖ­ται, λοι­πόν, νέ­α Σύ­νο­δος στή Σε­λεύ­κεια, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­θω­ώ­νει τόν Κύ­ριλ­λο. Ὁ πο­νη­ρός ὅμως Ἀ­κά­κιος κα­τα­φεύ­γει στόν αὐ­το­κρά­το­ρα, ἐκ­θέ­τει τά γεγονότα τῆς νέ­ας Συ­νό­δου καί τόν πεί­θει νά συγ­κά­λε­σει ἄλ­λη Σύ­νο­δο στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, γιά νά ἀ­να­νέ­ω­σει τήν κα­θαί­ρε­ση καί τήν κα­τα­δί­κη του Κυ­ρίλ­λου. Ἡ Σύ­νο­δος πράγ­μα­τι συ­νέρ­χε­ται τό 360, ἀ­ναι­ρεῖ τήν ἀ­πό­φα­ση τῆς Συ­νό­δου τῆς Σε­λευ­κεί­ας καί ἀ­να­νε­ώ­νει τήν κα­θαί­ρε­ση καί τήν ἐξορί­α τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που. Ἔ­τσι ὁ Ἱ­ε­ράρ­χης ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά πα­ρα­μέ­νει στήν ἐ­ξο­ρί­α προ­σευ­χό­με­νος καί ἀ­να­μέ­νον­τας τήν κρί­ση τοῦ δι­και­ο­κρί­του Θε­οῦ.

Στό με­τα­ξύ πε­θαί­νει ὁ Κων­στάν­τιος καί ἀ­νέρ­χε­ται στόν αὐ­το­κρα­το­ρι­κό θρό­νο ὁ ἀ­σε­βής Ἰ­ου­λια­νός ὁ Πα­ρα­βά­της. Πα­ρά­δο­ξα ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος, ἐ­πει­δή θέ­λη­σε νά προ­σελ­κύ­σει τούς ἐχθρούς του Κων­σταν­τί­ου, ἀ­να­κα­λεῖ ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α ὅ­λους τούς ἐ­ξό­ρι­στους ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί με­τα­ξύ αὐ­τῶν καί τόν Κύ­ριλ­λο, τόν ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­κα­θι­στᾶ στό θρό­νο του.

Οἱ δο­κι­μα­σί­ες ὅ­μως τοῦ Ἱ­ε­ράρ­χου δέν τε­λεί­ω­σαν ἀ­κό­μη. Με­τά τό θά­να­το τοῦ Ἰ­ου­λια­νοῦ, τό 363, ὁ Οὐά­λης πού τόν δι­α­δέ­χθη­κε, δι­α­τά­ζει νά στα­λοῦν καί πά­λι στήν ἐ­ξο­ρί­αν ὅ­λοι οἱ ἱ­ε­ράρ­χες πού ἀ­να­κλή­θη­καν ἀ­πό τόν προ­κά­το­χό του. Ἔ­τσι ὁ ἅ­γιος του Θε­οῦ καί πά­λι ἀ­πο­χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τό ἀ­γα­πη­τό του ποί­μνιο. Μέ δά­κρυ­α στά μά­τια τόν προ­πέμ­πει καί πάλι στήν ἐ­ξο­ρί­α. Ἐ­κεῖ, μα­κριά ἀ­πό τόν θρό­νο του, πα­ρέ­μει­νε ἕν­τε­κα ὁ­λό­κλη­ρα ἔ­τη, μέ­χρι τό 378, ὁ­πό­τε πέ­θα­νε ὁ Οὐά­λης καί ἐ­πα­νῆλ­θε στό θρό­νο του. Ἡ ἡ­λι­κί­α του ἔ­χει προχω­ρή­σει, ἀλ­λά ὁ ζῆ­λος του εἶ­ναι φλο­γε­ρός καί ἡ πί­στη τοῦ ἰ­σχυ­ρή. Μέ εἰ­ρή­νη καί δια­ρκή πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α δι­έρ­χε­ται τά ὑ­πό­λοι­πα χρό­νια τῆς ζω­ῆς τοῦ πά­νω στό θρό­νο του. Τό 386 ἀ­φή­νει τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή. Φεύ­γει ἀ­πό τήν ζω­ή αὐ­τή, γιά νά εἰ­σέλ­θει στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα καί νά πά­ρει τόν δί­και­ο μι­σθό ἀ­πό τόν Κύ­ριο. Ἔ­φυ­γε, ἀ­φοῦ ἄ­φη­σε στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς σπου­δαί­α ἀ­πό­δει­ξη τῆς θερ­μῆς του πί­στε­ως, τῆς σπου­δαί­ας του μορ­φώ­σε­ως καί τῆς ρη­το­ρι­κῆς του ἱ­κα­νό­τη­τος τίς πε­ρί­φη­μες εἴ­κο­σι τέσ­σε­ρις Κα­τη­χή­σεις πρός φω­τι­ζό­με­νους καί νε­ο­φώ­τι­στους, στίς ὁ­ποῖ­ες με­θο­δι­κά ἐ­κθέτει τίς χρι­στι­α­νι­κές ἀ­λή­θει­ες, ὅ­πως τίς δίδασκε σ’ αὐ­τούς πού προ­σέρ­χον­ταν στήν πί­στη. Τό ἅ­γιο πα­ρά­δειγ­μά του ἄς ἐμ­πνέ­ει ὅ­λους, ὅ­σοι πο­θοῦν νά δοῦν τήν ἀ­λή­θεια νά ἐ­πι­κρα­τεῖ καί τήν πί­στη νά θρι­αμ­βεύ­ει.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀπό τή Ζωή τῶν Ἁγίων»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου

Οἱ Ἅγιοι Τρόφιμος καὶ Εὐκαρπίων

Οἱ ἅ­γιοι μάρ­τυ­ρες Τρό­φι­μος καὶ Εὐ­καρ­πί­ων ἔ­ζη­σαν στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 4ου αἰ­ῶ­νος, στὰ χρό­νια τοῦ σκλη­ροῦ δι­ώ­κτη Δι­ο­κλη­τια­νοῦ. Ἦ­ταν καὶ οἱ δύ­ο προι­κι­σμέ­νοι μὲ σω­μα­τι­κὸ σφρί­γος καὶ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη γεν­ναι­ό­τη­τα, καὶ πολ­λὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἐ­νέ­πνε­αν γύ­ρω τους. Γι’ αὐ­τὸ ὁ Δι­οι­κη­τὴς τῆς Βι­θυ­νί­ας τοὺς εἶ­χε προσ­λά­βει στὴν προ­σω­πι­κὴ φρου­ρὰ τῆς ἀ­σφα­λεί­ας του. Πολ­λὲς φο­ρὲς τοὺς ἀ­νέ­θε­τε εἰ­δι­κὲς ἀ­πο­στο­λὲς γιὰ τὴ σύλ­λη­ψη τῶν χρι­στια­νῶν. Καὶ αὐ­τοὶ ἀ­πό­λυ­τα πει­θαρ­χι­κοὶ σὲ κά­θε ἐν­το­λὴ τοῦ κυ­ρί­ου τους ἔ­τρε­χαν μὲ δί­ψα αἱ­μο­βό­ρου θη­ρί­ου σὲ ἀ­να­ζή­τη­ση «τῶν ἀ­κά­κων ἀρ­νί­ων» τοῦ Να­ζω­ραί-ου. Καὶ ἀ­λί­μο­νο σὲ ὅ­σους χρι­στια­νοὺς ἀν­τι­στέ­κον­ταν στὶς δι­α­τα­γὲς τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα. Τοὺς ὑ­πέ­βαλ­λαν σὲ σκλη­ρὰ βα­σα­νι­στή­ρια, στρε­βλώ­σεις, μα­στι­γώ­σεις, θά­να­το!­.­..

Σὲ μιὰ τέ­τοι­α ἀ­πο­στο­λὴ ὁ Τρό­φι­μος καὶ ὁ Εὐ­καρ­πί­ων αἰχ­μα­λω­τί­στη­καν στὸ δί­χτυ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ἀ­πὸ

δι­ῶ­κτες του ἔ­γι­ναν φί­λοι του, ὑ­πε­ρα­σπι­στὲς καὶ μάρ­τυ­ρές του! Κα­θὼς δη­λα­δὴ ἔ­τρε­χαν στὸ δρό­μο πρὸς τὴ Νι­κο­μή­δεια γιὰ νὰ τι­μω­ρή­σουν χρι­στια­νούς, ἕ­να πα­ρά­δο­ξο θέ­α­μα τοὺς ἔ­κα­με νὰ μει­ώ­σουν τὴν τα­χύ­τη­τά τους. Εἶ­δαν μπρο­στά τους μιὰ πύ­ρι­νη νε­φέ­λη ποὺ κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να ἄ­κου­σαν μιὰ βρον­τε­ρὴ φω­νὴ ποὺ τοὺς ἄ­φη­σε ἄ­ναυ­δους:

–Για­τί μὲ τέ­τοι­α αἱ­μο­βό­ρα αἰ­σθή­μα­τα κα­τα­δι­ώ­κε­τε τοὺς δι­κούς μου πι­στούς;

Ἂς ξέ­ρε­τε κα­λὰ πὼς οἱ δι­κοί μου δὲν αἰχ­μα­λω­τί­ζον­ται καὶ δὲν ὑ­πο­κύ­πτουν στὶς ἀ­πει­λές σας!­.­.. Νο­μί­ζε­τε ὅ­τι τοὺς κερ­δί­ζε­τε. Ὅ­μως μα­ται­ο­πο­νεῖ­τε.­.. Ἂν θέ­λε­τε νὰ σω­θεῖ­τε, νὰ τοὺς μοι­ά­σε­τε.

Συγ­κλο­νι­σμέ­νοι ἔ­πε­σαν κά­τω καὶ οἱ δύ­ο ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοί, ἐ­νῶ ἡ φω­νὴ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ συ­νέ­χι­σε νὰ τοὺς λέ­γει:

–Με­τα­νο­ῆ­στε! Ἀλ­λάξ­τε φρο­νή­μα­τα καὶ δι­α­θέ­σεις καὶ γί­νε­τε δι­κοί μου. Καὶ τό­τε θὰ συγ­χω­ρη­θοῦν οἱ με­γά­λες σας ἀ­δι­κί­ες καὶ ἁ­μαρ­τί­ες.

Ὑ­ψώ­νον­τας τὰ μά­τια τους στὸν οὐ­ρα­νὸ οἱ δύ­ο δι­ῶ­κτες εἶ­δαν ἕ­ναν ἄν­δρα λευ­κον­τυ­μέ­νο καὶ γύ­ρω του μάρ­τυ­ρες.

Ἦ­ταν γνώ­ρι­μες μορ­φές. Ἦ­ταν ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι οἱ πι­στοὶ ποὺ τοὺς εἶ­χαν ὁ­δη­γή­σει οἱ ἴ­διοι μὲ τὰ χέ­ρια τους στὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ θά­να­το.­..

Οἱ πέ­τρι­νες καρ­δι­ὲς τῶν δύ­ο σκλη­ρῶν φί­λων ρά­γι­σαν. Δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας κύ­λη­σαν ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους. Στε­ναγ­μοὶ συν­τρι­βῆς βγῆ­καν ἀ­πὸ τὰ χεί­λη τους, καὶ οἱ δύ­ο δι­ῶ­κτες ζή­τη­σαν ἐ­πί­μο­να ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ συγ­χώ­ρη­ση! Ἡ ἀρ­χὴ τοῦ θαύ­μα­τος τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς δύ­ο ἐ­χθρῶν τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­χε συν­τε­λε­σθεῖ.

Θαῦ­μα τό­σο πα­ράλ­λη­λο μὲ τὸ θαῦ­μα τοῦ Παύ­λου στὸ δρό­μο γιὰ τὴ Δα­μα­σκό.

Σὲ λί­γο οἱ δύ­ο γεν­ναῖ­οι ὑ­πα­σπι­στὲς Τρό­φι­μος καὶ Εὐ­καρ­πί­ων ἔμ­παι­ναν στὴ φυ­λα­κὴ τῆς Νι­κο­μή­δειας. Ὄ­χι γιὰ νὰ τι­μω­ρή­σουν. Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σουν χρι­στια­νοὺς κρα­του­μέ­νους.

Ἐ­κεῖ μπρο­στά τους συγ­κλο­νι­σμέ­νοι τοὺς ἐμ­πι­στεύ­θη­καν ὅ­σα θαυ­μα­στὰ γε­γο­νό­τα εἶ­χαν ζή­σει πρὶν ἀ­πὸ λί­γη ὥ­ρα. Ζή­τη­σαν ἀ­πὸ τοὺς ἔγ­κλει­στους χρι­στια­νοὺς νὰ κα­τη­χη­θοῦν καὶ νὰ βα­πτι­σθοῦν. Καὶ ὅ­λα ἔ­γι­ναν ἐ­κεῖ μέ­σα στὴ φυ­λα­κή! Ἁ­πλά, σύν­το­μα καὶ δυ­να­τά!­.­..

Μὲ ἱ­ε­ρὸ ἀ­συγ­κρά­τη­το ἐν­θου­σια­σμὸ βγῆ­καν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κὴ οἱ δύ­ο φί­λοι – χρι­στια­νοὶ τώ­ρα – καὶ δι­α­λα­λοῦ­σαν στοὺς δρό­μους τῆς πό­λε­ως ὅ­τι ἕ­να εἶ­ναι τὸ σω­τή­ριο ὄ­νο­μα, ὁ Ἰ­η­σοῦς.

Μό­νον Αὐ­τός, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, σώ­ζει καὶ ἐ­λευ­θε­ρώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πὸ τὰ πά­θη καὶ φω­τί­ζει τὸ νοῦ τους μὲ φῶς ἀ­λη­θι­νό!

Οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως ξαφ­νι­ά­στη­καν. Ἡ εἴ­δη­ση ἁ­πλώ­θη­κε γρή­γο­ρα παν­τοῦ. Ἔ­φθα­σε μέ­χρι καὶ στὸ Δι­οι­κη­τὴ τῆς Βι­θυ­νί­ας: «Δύ­ο ἔμ­πι­στοί σου σω­μα­το­φύ­λα­κες σὲ πρό­δω­σαν. Ἔ­γι­ναν πι­στοὶ Κυ­ρί­ου».

Μά­ται­α προ­σπά­θη­σε ὁ Δι­οι­κη­τὴς νὰ με­τα­πεί­σει τοὺς δύ­ο ἐ­κλε­κτούς του ἔμ­πι­στους φρου­ρούς.

–Ποι­ὰ μα­γι­κὴ ρα­δι­ουρ­γί­α σᾶς αἰχ­μα­λώ­τι­σε καὶ σᾶς ἔ­κα­νε νὰ πα­ρα­φρο­νή­σε­τε πι­στεύ­ον­τας σὲ μιὰ θρη­σκεί­α πα­ρά­λο­γη;

Οἱ δύ­ο φί­λοι ἀ­τρό­μη­τα ὁ­μο­λό­γη­σαν:

–Τὸν Χρι­στὸ Τὸν γνω­ρί­σα­με μὲ θαῦ­μα. Τὸν ἀ­γα­πή­σα­με καὶ Τὸν ἐ­πι­λέ­ξα­με ἐ­λεύ­θε­ρα καὶ Τὸν δι­α­λα­λοῦ­με· εἶ­ναι δι­κός μας Σω­τή­ρας καὶ Σω­τὴρ ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Γιὰ χά­ρη του δι­ά­τα­ξε ὅ,τι θέ­λεις!­.­..

Ἡ δι­α­τα­γὴ ἦ­ταν θά­να­τος καὶ μά­λι­στα ἀρ­γὸς καὶ ἐ­πώ­δυ­νος θά­να­τος μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο τοῦ τρο­χοῦ. Μὲ ἀ­γαλ­λί­α­ση ψυ­χῆς δέ­χθη­καν καὶ οἱ δύ­ο νὰ προσ­δε­θοῦν στὸ σι­δε­ρέ­νιο τρο­χό. Καὶ κα­θὼς τὰ τε­ρά­στια τρο­χι­σμέ­να ἄγ­κι­στρα ξέ­σχι­ζαν τὶς σάρ­κες τους, οἱ ὑ­πο­ψή­φιοι αὐ­τοὶ ἅ­γιοι ἱ­κέ­τευ­αν τὸν Κύ­ριο.

–Μᾶς ἀ­ξί­ζουν, Κύ­ρι­ε, αὐ­τὰ τὰ μαρ­τύ­ρια. Ἂς εἶ­ναι τό­σο σκλη­ρά! Τέ­τοι­α μᾶς ἀ­ξί­ζουν, γιὰ νὰ ἐ­ξα­γνί­σου­με αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ τὶς ἀ­δι­κί­ες ποὺ προ­ξε­νή­σα­με σὲ τό­σο πολ­λοὺς δι­κούς σου, Κύ­ρι­ε, πι­στούς σου δού­λους!

Ἡ προ­σευ­χή τους ὅ­λο δυ­νά­μω­νε. Καὶ ἔ­φερ­νε ντρο­πὴ στὸν ἄρ­χον­τά τους. Γι’ αὐ­τὸ ἔ­δω­σε ἐν­το­λὴ νὰ ἐ­πι­σπευ­σθεῖ ὁ θά­να­τός τους. Καὶ ἀ­πὸ τὸν τρο­χὸ νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν στὴν πυ­ρά. Μιὰ ἀ­ναμ­μέ­νη τε­ρά­στια φω­τιὰ στὴ μέ­ση τῆς πό­λε­ως ἀ­νέ­με­νε τοὺς Μάρ­τυ­ρες. Σὲ λί­γο οἱ πύ­ρι­νες φλό­γες εἶ­χαν τυ­λί­ξει τὰ βα­σα­νι­σμέ­να τους σώ­μα­τα, ἐ­νῶ μέ­σα στὰ νε­α­νι­κά τους κορ­μιὰ ἔ­και­γε μιὰ ἄλ­λη ἄυ­λη τε­ρά­στια φλό­γα ἀ­γά­πης πρὸς τὸν Θε­ό, ποὺ ξε­κι­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ γῆ καὶ ἄγ­γι­ζε τὸν οὐ­ρα­νό!­.­..

Δύ­ο Μάρ­τυ­ρες! Εὐ­καρ­πί­ων καὶ Τρό­φι­μος! Δύ­ο και­ό­με­νες καρ­δι­ὲς ἀ­πὸ ἀ­γά­πη τό­σο δυ­να­τὴ πρὸς τὸν Θε­ό!

Κά­με, Κύ­ρι­ε, καὶ στὶς δι­κές μας καρ­δι­ὲς ἡ φλό­γα τῆς δι­κῆς σου ἀ­γά­πης νὰ κυριαρχεῖ. Καὶ ἐξαγνισμένη καὶ καθαρὴ νὰ φωτίζει καὶ νὰ θερμαίνει μὲ τὸ δικό σου φῶς τὴν ἀποστατημένη κοινωνία μας!

Οἱ Ἅγιοι μύριοι (10.000) Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, Ἴσως στὴ Νικομήδεια.

Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ὁ Θαυματουργός

Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα 70. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὸν ἀσκητικὸ μοναχισμὸ καὶ λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θαυτουργῇ. Ὁ συγκεκριμένος Κώδικας γράφει ὅτι μὲ τὴν προσευχή του νέκρωσε ἕναν δράκοντα, ἐπίσης ἀνέστησε νεκρὸ ἄνθρωπο, ἔβγαλε πολλὰ δαιμόνια ἀπὸ δαιμονισμένους καὶ ἀφοῦ προεῖδε καὶ τὸν θάνατό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Edward (Ἄγγλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.