Σήμερα 20/3 εορτάζουν:
- Άγιοι Αββάδες εν τη μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντες, των λεγομένων Μαύρων
- Άγιος Μύρων ο Νεομάρτυρας από το Ηράκλειο Κρήτης
- Όσιος Νικήτας ο Ομολογητής επίσκοπος Απολλωνιάδος
- Αγίες Αλεξανδρία, Κλαυδία, Ευφρασία, Ματρώνα, Ιουλιανή, Ευφημία και Θεοδώρα που μαρτύρησαν στην Αμινσό
- Άγιος Ροδιανός
- Άγιος Ακύλας ο Έπαρχος
- Άγιος Λολλίων
- Άγιος Εμμανουήλ
- Όσιος Cuthbert
- Άγιος Ευφρόσυνος ο Ιερομάρτυρας εκ Ρωσίας
- Άγιος Σεϊμβλάς
- Άγιοι Οκτώ εν Φθιώτιδι
- Σύναξη της Παναγιάς της Παντάνασσας στην Σίκινο
- Άγιος Γρηγόριος ο ιερομάρτυς
- Σύναξις των Φθιωτών Αγίων
Οἱ Ὅσιοι (44 κατὰ τὴν παράδοση) ἀναιρεθέντες Ἀββάδες τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα
Ἡ ἱερά Μονή τοῦ ἁγίου Σάββα εἶναι μία ἀπό τίς παλαιότερες καί τίς πιό ὀνομαστές Μονές τῆς Ἁγίας Γῆς, τῆς Παλαιστίνης. Τήν ἵδρυσε ἡ μεγάλη ἐκείνη καί ὁσία μορφή τοῦ ἁγίου Σάββα τόν 6ο αἰώνα. Μονή ὀνομαστή, τόσο γιά τό πλῆθος τῶν μοναχῶν της, ὅσο καί γιά τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀκτινοβολία της ἔκανε καθημερινῶς νά καταφθάνουν σ’ αὐτήν δεκάδες καί ἑκατοντάδες προσκυνητῶν, γιά νά πάρουν πνευματική τόνωση. Σ’ αὐτήν τή δόξα τῆς Μονῆς προστέθηκε καί ἡ ἄλλη ἅγια δόξα τοῦ μαρτυρίου τῶν ὁσίων Πατέρων της (Ἀββάδων), τό ὁποῖο συνέβη στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (575 – 641).
Λίγες μόλις μέρες προτοῦ οἱ Πέρσες καταλάβουν τά Ἱεροσόλυμα (614), Ἄραβες ληστές ἐπέδραμαν μέ ἀγριότητα ἐναντίον τῆς ἱερᾶς Μονῆς γιά νά συλλήσουν ὅ,τι θά ἔβρισκαν σ’ αὐτήν. Διότι εἶχαν τήν ἐντύπωση, ὅτι πίσω ἀπό τά τείχη τῆς Μονῆς κρύβονταν πολύτιμοι θησαυροί, στόν ἱερό της Ναό, ἀλλά καί στά κελλιά τῶν μοναχῶν. Ἄλλωστε σκέπτονταν, ὅτι τό πλῆθος τῶν πιστῶν, πού ἐπισκέπτονταν καθημερινά τήν Μονή, θά ἄφηναν ἐκεῖ πολύ χρυσάφι. Αὐτοί, Ἀγαρηνοί καθώς ἦταν, δέν ἦταν σέ θέση νά ἀντιληφθοῦν τήν ἀποστολή τῆς Μονῆς καί ὅτι οἱ ἐπισκέπτες προσκυνητές δέχονταν ἀπ’ αὐτήν ἀγαθά πνευματικά, ἀλλά καί ὑλικά ἀγαθά. Αὐτή ἄλλωστε ἦταν καί ἡ αἴγλη τῆς ἱερᾶς Μονῆς καί αὐτός ὁ περίλαμπρος πνευματικός θησαυρός της.
Καθῆκον τῶν μοναχῶν ἦταν νά ἀντισταθοῦν στήν ἐπίθεση τῶν ὁπλισμένων ληστῶν μέ ὅσα εἰρηνικά μέσα μποροῦσαν νά διαθέσουν. Ὅμως δέν κατέστη δυνατόν νά ἀναχαιτίσουν τήν ὁρμή καί μανία τους. Αὐτοί εἰσῆλθαν στήν Μονή καί ἀπαίτησαν ἀπό τούς ὅσιους μοναχούς νά τούς ὁδηγήσουν στά μέρη, ὅπου φυλάσσονταν οἱ θησαυροί καί νά τούς παραδώσουν σ’ αὐτούς. Κι ἐπειδή δέν πίστεψαν στή διαβεβαίωση τῶν μοναχῶν, ὅτι τέτοιοι ὑλικοί θησαυροί, πού ζητοῦσαν, δέν ὑπῆρχαν, προχώρησαν οἱ ἴδιοι μέ αὐταρχικό καί βίαιο τρόπο σέ ἐπίμονη καί ἐξονιχιστική ἔρευνα. Κι ὅταν οἱ ἐπιδρομεῖς δέν βρῆκαν τούς θησαυρούς πού περίμεναν, ὑπέβαλαν τούς μοναχούς σέ φοβερά μαρτύρια. Τούς κάλεσαν ὅλους, ἀπό τόν γεροντότερο μέχρι τόν νεότερο, νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους. Ἀπαίτησαν νά βρίσουν ἐνώπιόν τους τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νά ἀρνηθοῦν τήν μοναχική τους κλήση καί νά βεβηλώσουν ὅ,τι ὅσιο καί ἱερό λάτρευαν μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη. Οἱ ὅσιοι μοναχοί, πού εἶχαν δώσει ὑπόσχεση ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων νά μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου στόν Χριστό, πού δίδασκαν τούς ἄλλους νά μένουν πιστοί στόν Κύριο καί Θεό τούς μέχρι θανάτου, ὕψωσαν τά βλέμματά τους στόν οὐρανό καί ἐνισχυμένοι ἀπό ἐκεῖ, κακουχημένοι ἀπό τά βασανιστήρια τῶν ληστῶν, ἀδελφωμένοι καί ὁμόψυχοι μέ ἕνα στόμα φώναξαν «ὄχι» στή βέβηλη ἀξίωση τῶν ἐγκληματιῶν Ἀγαρηνῶν. Ἄλλωστε ἦταν φρόνημα καί πεποίθηση ὅλων ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, πού ἀντηχοῦσε πάντοτε, ἰδιαιτέρως ὅμως τίς κρίσιμες ἐκεῖνες στιγμές: «Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι΄ 28).
Ἔξαλλοι τότε οἱ ληστές σάν θηρία αἱμοβόρα προχώρησαν σέ φρικτά βασανιστήρια. Μέ γροθιές καί ρόπαλα ἔδειραν τούς μοναχούς, τούς ἔδεσαν, κρέμασαν πολλούς ἀπό αὐτούς καί τούς ἔκοψαν τά χέρια καί τά πόδια. Ἔπειτα ἀπό ὧρες πολλές καί ἀφοῦ ἱκανοποίησαν τά ἐγκληματικά τους ἔνστικτα, συμπλήρωσαν τήν καταστροφή τῆς Μονῆς καί ἀποχώρησαν. Ἀποχώρησαν, ἀφοῦ ἄφησαν πίσω τους 44 κατακρεουργημένους μοναχούς, μέ κομμένα τά κεφάλια τους, σχισμένα τά στήθη τους καί σκορπισμένα τά σπλάγχνα τους.
Γράφει ὁ ἱερός ὑμνωδός: Καί ροπάλοις τυπτόμενοι καί τοῖς λίθοις βαλλόμενοι καί πυγμαῖς κοπτόμενοι, τήν ὁμόνοιαν οὐ διελύσατε, Μάρτυρες, ἀγάπη συνδούμενοι καί στοργή ἀδελφική, ἀλλ’ ὑφ’ ἕν θανατούμενοι καί τεμνόμενοι μεληδόν, Ἀθλοφόροι, τῇ τραπέζῃ προσηνέχθητε τῇ θείᾳ, ὡς ἱέρεια ἀμώμητα.
Τῶν ὁσίων αὐτῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέλεσαν μέχρι τέλους τό ἱερό τους καθῆκον στήν ἱερά Μονή τους, τά ἱερά τους λείψανα συνέλεξε καί ἐνταφίασε ὁ ἅγιος Μόδεστος ὁ Ἱεροσολυμίτης. Ἀλλά οἱ ψυχές τους ἑνωμένες μεταξύ τους ἀνέβηκαν στόν οὐρανό γιά νά λάβουν τό ἁμαράντινο στεφάνι τῆς δόξας.
Ναί, οἱ ἱερές Μονές εἶναι ἐξαγιασμένοι χῶροι ἀγώνων πνευματικῶν καί ὅσιας ζωῆς, τόποι ἀγάπης καί φιλοξενίας, ἀνανεώσως πνευματικῆς. Συγχρόνως ὅμως καί προπύργια πίστεως. Οἱ μοναχοί εἶναι ἀνά τούς αἰῶνες ἄγρυπνοι φύλακες, φρουροί τῶν ὁσίων καί ἱερῶν, τά ὁποῖα διατηροῦν, προστατεύουν καί ὑπερασπίζονται μέχρι θανάτου. Θανάτου, ἐάν χρειασθεῖ καί μαρτυρικοῦ, ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀββάδες τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Σάββα.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Κλαυδία, Εὐφρασία, Ματρώνα, Ἰουλιανή, Εὐφημία καὶ
Θεοδώρα (κατ΄ ἄλλους Θεοδοσία), ποὺ μαρτύρησαν στὴν Ἀμισὸ τῆς Καππαδοκίας
Ἔζησαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ, ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν συμπεριέλαβε καὶ τὴν Ἀμισὸ τῆς Καππαδοκίας. Μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν θυμάτων τῆς εἰδωλολατρικῆς τυραννίας οἱ ἑπτὰ αὐτὲς γυναῖκες, ἀγανακτισμένες γιὰ τὴν βαρβαρότητα τῶν εἰδωλολατρῶν, παρουσιάστηκαν στὸν ἔπαρχο καὶ διαμαρτυρήθηκαν γιὰ τοὺς συνεχεῖς βασανισμοὺς καὶ θανάτους. Ἡ ἐνέργειά τους αὐτή, τὶς ὁδήγησε στὸ κριτήριο. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸν βέβαιο κίνδυνο, διατήρησαν ὅλη τὴν εὐσεβὴ φλόγα τους. Ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἀκούστηκε ἀπὸ τὰ στόματά τους ἐπανειλημμένη, συχνή, θαῤῥαλέα, σταθερή. Τότε τὶς μαστίγωσαν, ἔσχισαν ἔπειτα τὶς σάρκες τους καὶ στὸ τέλος τὶς ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι καὶ τὶς ἔκαψαν ζωντανές.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
Ὁ ἀθλητὴς αὐτὸς τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων. Ἡ εὐσέβεια καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές του, τὸν ἔφεραν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀπολλωνιάδος, πόλης τῆς Βιθυνίας, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Μητρόπολη Νικομήδειας. Ἀκριβὴς γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν, διδάσκαλος καὶ κήρυκας εὔγλωττος καὶ πρακτικότατος, διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν ἄκρα ἀφιλοκέρδεια καὶ τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του. Ἡ θύελλα τῶν εἰκονομάχων, ζήτησε νὰ τὸν παρασύρει στὸ κίνημά της κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Γιὰ τὴν ἄρνησή του καταδιώχθηκε καὶ ἐξορίστηκε, ὑποβλήθηκε δὲ καὶ σὲ πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ κακουχίες. Ἀσθένησε ὅμως βαρειὰ καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ Θεό, ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ τίμιο στεφάνι τοῦ ὁμολογητῆ καὶ τῆς παντοτινῆς μνήμης ἀπὸ μέρους τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ῥοδιανός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Ἔπαρχος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Λολλίων ἢ Δολλίων
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν χτύπησαν μὲ γροθιὲς μέχρι θανάτου. Δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὁ ἴδιος Ἅγιος μ΄ αὐτὸν τῆς 15ης Ἰουλίου, ποὺ ἀναφέρεται ὡς Λολλιανός.
Ὁ Ἅγιος Ἐμμανουήλ
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 26ης Μαρτίου, ποὺ φέρεται ὡς Μανουήλ. Ἀπὸ ὁρισμένα Ἁγιολόγια, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 27η Μαρτίου ἡ μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Σεϊμβλᾶς
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας» 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Κρητικός, νεομάρτυρας
Ἡ μεγαλόνησος καί ἡρωοτόκος Κρήτη δέν σεμνύνεται καί δέν τιμᾶ μόνο τόν παλαιό ἅγιο Ἐπίσκοπό της Μύρωνα (180 μ.Χ.), ἀλλά καί τόν ἄλλον ἐκεῖνο νεότερο Μύρωνα, τόν ἔνδοξο Νεομάρτυρα τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνος.
Ὁ Χάνδακας, τό σημερινό Ηράκλειο, εἶναι ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Νεομάρτυρος, ὅπου γεννήθηκε γύρω στό 1773. Από τούς πιστούς γονεῖς του ὁ Μύρων θησαύρισε τήν εὐσέβεια καί ἀγάπησε τόν Χριστό. Καί τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ ἔβαλε θησαυρό πολύτιμο στήν ψυχή του, Γι’ αὐτό, νέο παιδί ἀκόμη ὁ Μύρων, ἦταν μύρο πραγματικό καί ἀνέδιδε εὐωδία Χριστοῦ στό περιβάλλόν του, ἀγαπητός πολύ καί οἰκοδομητικός στούς Χριστιανούς, παρά τή νεότητα τῆς ἠλικίας του.
Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς στό μικρό ἐργαστήριο τῆς ραπτικῆς πού ἐργαζόταν, τόν ἐπισκέπτονταν πλῆθος Χριστιανῶν. Ὄχι μόνο γιά νά τοῦ ἀναθέσουν μέ ἐμπιστοσύνη κάποια ραπτική ἐργασία, ἐφόσον τόν ἤξεραν τίμιο, εἰλικρινή καί συνεπή, ἀλλά καί γιά νά ἀντλήσουν κάτι ἀπό τό θησαυρό τῆς ἀγάπης του. Καί εἶχε πολλά νά τούς προσφέρει, στή δύσκολη μάλιστα ἐκείνη ἐποχή τῆς δουλείας, τό μύρο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Μύρων ἀπό τήν ἀναγεννημένη καρδιά του, ἐφόσον, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου, «ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά» (Ματθ. ιβ΄ 35). «Λόγον ἀγαθόν» ἀγάπης καί παρηγοριᾶς, οἰκοδομῆς καί ἐνισχύσεως. Προτροπή γιά σταθερότητα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, ἐλπίδα γιά τήν ἐλευθερία, πού ὅλο καί πλησίαζε. Κι ἔφευγαν οἱ ἀνθρωποι ἀπό τό μικρό του ἐργαστήρι τονωμένοι καί ἐνισχυμένοι, μέ δυνατή τήν ψυχή καί λαμπρό τό πρόσωπο. Μέ ἐλπίδα! Δέν ἦταν λοιπόν φυσικό καί πολλοί νά τόν ἐπισκέπτονται καί πολύ νά τόν ἀγαποῦν;
Ὅλα αὐτά τά γνώριζαν βεβαίως οἱ Τοῦρκοι. Γι’ αὐτό καί ζήλεψαν τήν εὐγενική ψυχή τοῦ Μύρωνος, ἀλλά καί φθόνησαν τήν ἀγάπη, πού τοῦ εἰχαν οἱ Χριστιανοί. Κι ἔτσι ὅπως περνοῦσαν συχνά ἔξω ἀπό τό ἐργαστήρι του, γιά νά κατασκοπεύσουν, κάποια ἡμέρα εἶπαν μεταξύ τους τόν ὕπουλο καί πονηρό λόγο: Αὐτός πρέπει νά γίνει δικός μας. Ἀλλά πῶς; Ἄρχισαν λοιπόν νά τόν ἐπισκέπτονται καί αὐτοί τακτικά, νά τοῦ προσποιοῦνται τόν φίλο καί νά τοῦ ὑπόσχονται πολλά, ἐάν ἤθελε νά γινόταν κι αὐτός Τοῦρκος. Δέν ἄργησαν ὅμως νά διαπιστώσουν καί οἱ ἴδιοι, ὅτι ἡ νεανική του καρδιά, ἀνυψωμένη στόν οὐρανό, περιφρονεῖ τά κοσμικά δελεάσματα καί ἀγανακτεῖ σέ κάθε τέτοια συζήτηση. Γι’ αὐτό ἀναζητοῦν ἄλλον τρόπο. Καί βρίσκουν τόν ὕπουλο τρόπο τῆς συκοφαντίας. Διαδίδουν λοιπόν, ὅτι ὁ Μύρων, πονηρός καί διεφθαρμένος, παρέσυρε στήν ἀμαρτία ἕνα νεαρό Τουρκόπουλο. Προσποιοῦνται τότε τούς ἐξαγριωμένους καί ἐξαλλοι ὁδηγοῦν τόν χριστιανό ράπτη στόν δικαστή τους.
Ἀπό τήν ἀνάκριση πού ἔκανε, δέν ἄργησε ὁ τοῦρκος δικαστής νά ἀντιληφθεῖ καί τήν κακοήθεια τῶν συκοφαντῶν, ἀλλά καί τοῦ Μύρωνος τήν ἀθωότητα καί ἁγνότητα. Ἀλλά νικήθηκε. Εἶχε μπροστά του τούς μανιασμένους κατήγορους, πού φώναζαν καί ζητοῦσαν τήν καταδίκη τοῦ ἀθώου. Ἀπαιτοῦσαν ἤ νά τουρκέψει ἤ νά χαλασθεῖ (νά θανατωθεῖ). Κι ὁ θλιβερός δικαστής, ὅμοιος μέ τόν Πιλάτο, ὑποχωρεῖ. Ἐπί ὥρα πολλή προσπαθεῖ μέ ὑποσχέσεις τιμῶν καί δόξας νά πείσει τόν Μύρωνα νά ἀλλάξει τήν πίστή του καί, ἐπειδή δέν τό κατορθώνει, τόν παραδίδει στά πλήθη νά θανατωθεῖ.
Ἀπτόητος ὁ πιστός νέος ἀκούει τήν καταδίκή του. Τήν περίμενε ἄλλωστε. Καί τήν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή ὁ ὁμολογητής καί μάρτυρας Μύρων μέ φωνή δυνατή, γιά νά ἀκουσθεῖ ἀπ’ ὅλους, δέν ἀλλάζω τήν πίστή μου! φωνάζει καί παραδίδεται στά χέρια τῶν Τούρκων. Ὤ, ποιός μπορεῖ νά ἀναπαραστήσει τή χαρά, μέ τήν ὁποία ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ σπεύδει πρός τό μαρτύριο! Μέ πρόσωπο χαρωπό, μέ βλέμμα ζωηρό, μέ βῆμα ταχύ προχωρεῖ τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου καί ζητᾶ ἀπό τούς Χριστιανούς, πού συναντᾶ, συγχώρεση καί προσευχή.
Μεταξύ τῶν λίγων Χριστιανῶν, πού ἀκολουθοῦν τόν Μάρτυρα στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, εἶναι καί ὁ εὐλαβής πατέρας του Δημήτριος. Τρέχει τότε πρός τόν πατέρα του ὁ Μύρων καί μ’ ὅλη τή θερμότητα τῆς ἀγάπης του, μέ δάκρυα συγκινήσεως, τοῦ ἀσπάζεται τά χέρια καί τόν διαβεβαιώνει μέ χαρά ὅτι αἰσθάνεται εὐτυχής, διότι ὡς Χριστιανός πεθαίνει γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Νά χαίρεσαι καί σύ, τοῦ λέει, διότι τό παιδί σου μαρτυρεῖ γιά τόν Χριστό, ὅπως τόσοι ἄλλοι Μάρτυρες. Μέ λόγια πίστεως παρηγορεῖ τόν πατέρα του καί ζητᾶ νά προσεύχεται γι’ αὐτόν.
Καί ἡ μεγάλη ὥρα τοῦ μαρτυρίου ἔφθασε. Ὁ τόπος δέν εἶναι μόνο γεμάτος ἀπό Τούρκους, πού φωνάζουν μέ φανατισμό, ἀλλά καί ἀπό ἀγίους Ἀγγέλους, πού ἔσπευσαν νά πανηγυρίσουν τή χαρά καί τή δόξα τοῦ νέου Μάρτυρος. Οἱ δήμιοι περνοῦν ἀπό τόν λαιμό τοῦ Μάρτυρος τό σχοινί καί τόν κρεμοῦν στήν ἀγχόνη ψηλά. Ἡ ψυχή τοῦ Μύρωνος γεμάτη ἀγαλλίαση πετᾶ στόν οὐρανό, γιά νά συγκαταριθμηθεῖ ἀνάμεσα στό ἔνδοξο πλῆθος ἐκείνων, πού στέκονται ἐνώπιον τοῦ Θρόνου καί τοῦ Ἀρνίου μέ στολές λευκές καί φοίνικες δόξας στά χέρια τους (Ἀποκ. ζ΄ 9). Τήν ἡμέρα ἐκείνη, 20 Μαρτίου 1793, ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκτησε κι ἕναν ἀκόμη Μάρτυρα καί πρεσβευτή, τόν εἰκοσάχρονο Μύρωνα.
Πόσο ἔμεινε τό σῶμα τοῦ Μάρτυρος στήν ἀγχόνη, δέν γνωρίζουμε. Ξέρουμε ὅμως, ὅτι κι ἀπό ἐκεῖ ψηλά, ἄφωνο, κήρυττε πίστη καί σταθερότητα στά ἱερά καί τά ὅσια, ὅσα ὁ Χριστός Ἰησοῦς μᾶς χάρισε στό Ὀρθόδοξο Ἔθνος μας.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἔγραψε γιά τόν Μάρτυρα ἕνα θαυμάσιο δίστιχο:
«Μύρον νοητόν ὡράθης ἐξ ἀγχόνης Μύρων ἀθλητά, δόξα Κρήτης καί κλέος».
Ἄς θαυμάσουν οἱ νέοι μας σήμερα τόν νέο Μάρτυρα κι ἄς φιλοτιμηθοῦν νά τόν μιμηθοῦν τόσο στήν ἐνάρετη ζωή του, ὅσο καί στή μαρτυρία γιά τόν Χριστό καί τήν ἀφοσίωση στά ἰδανικά τοῦ Ἔθνους μας.
Κάθισμα Ὄρθρου. Ἦχος δ΄.
Νεανίας εὐπρεπής σώματι κάλλει καί ψυχῆς καί ἀμέμπτῳ βιοτή
καί καθαρότητι ἠθῶν κεκοσμημένος ὠράθης Μύρων θεόφρον
ἐντεῦθεν τόν καλόν ἀγώνα ἤνυσας, τιμάς καί ἡδονάς λιπῶν ὡς πρόσκαιρα
καί τήν ἀγχόνην ἀσμένως ἑλόμενος πρός ὑπερκόσμιον ἔλλαμψιν
χαίρων μετέστης καί τῶν Μαρτύρων δήμοις ἁγίοις ἠρίθμησαι.
Ἀπολυτίκιον. Ηχος πλ. α΄.
Ἡρακλείου τό ἄνθος τό εὐωδέστατον, ὡς εὐσέβειας σέ μύρον ὕμνοις γεραίρομεν,
Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Μύρων μακάριε, σύ γάρ νεότητος ἀκμήν ὑπερεῖχες ἀνδρικῶς
καί ἤθλησας στερροψύχως. Καί νῦν ἀπαύστως δυσώπει ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη