ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (20/3)

Σήμερα 20/3 εορτάζουν:

  • Άγιοι Αββάδες εν τη μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέντες, των λεγομένων Μαύρων
  • Άγιος Μύρων ο Νεομάρτυρας από το Ηράκλειο Κρήτης
  • Όσιος Νικήτας ο Ομολογητής επίσκοπος Απολλωνιάδος
  • Αγίες Αλεξανδρία, Κλαυδία, Ευφρασία, Ματρώνα, Ιουλιανή, Ευφημία και Θεοδώρα που μαρτύρησαν στην Αμινσό
  • Άγιος Ροδιανός
  • Άγιος Ακύλας ο Έπαρχος
  • Άγιος Λολλίων
  • Άγιος Εμμανουήλ
  • Όσιος Cuthbert
  • Άγιος Ευφρόσυνος ο Ιερομάρτυρας εκ Ρωσίας
  • Άγιος Σεϊμβλάς
  • Άγιοι Οκτώ εν Φθιώτιδι
  • Σύναξη της Παναγιάς της Παντάνασσας στην Σίκινο
  • Άγιος Γρηγόριος ο ιερομάρτυς
  • Σύναξις των Φθιωτών Αγίων

Οἱ Ὅσιοι (44 κατὰ τὴν παράδοση) ἀναιρεθέντες Ἀββάδες τῆς Μονῆς Ἁγίου Σάββα

Ἡ ἱ­ε­ρά Μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς πα­λαι­ό­τε­ρες καί τίς πιό ὀ­νο­μα­στές Μο­νές τῆς Ἁ­γί­ας Γῆς, τῆς Πα­λαι­στί­νης. Τήν ἵ­δρυ­σε ἡ με­γά­λη ἐ­κεί­νη καί ὁ­σί­α μορ­φή τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα τόν 6ο αἰ­ώ­να. Μο­νή ὀ­νο­μα­στή, τό­σο γιά τό πλῆ­θος τῶν μο­να­χῶν της, ὅ­σο καί γιά τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς τους. Ἡ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α της ἔ­κα­νε κα­θη­με­ρι­νῶς νά κα­τα­φθά­νουν σ’ αὐ­τήν δε­κά­δες καί ἑ­κα­τον­τά­δες προ­σκυ­νη­τῶν, γιά νά πά­ρουν πνευ­μα­τι­κή τό­νω­ση. Σ’ αὐ­τήν τή δό­ξα τῆς Μο­νῆς προ­στέ­θη­κε καί ἡ ἄλ­λη ἅ­για δό­ξα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τῶν ὁ­σί­ων Πα­τέ­ρων της (Ἀβ­βά­δων), τό ὁ­ποῖ­ο συ­νέ­βη στά χρό­νια τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος Ἡ­ρα­κλεί­ου (575 – 641).

Λί­γες μό­λις μέρες προ­τοῦ οἱ Πέρ­σες κα­τα­λά­βουν τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα (614), Ἄ­ρα­βες λη­στές ἐ­πέ­δρα­μαν μέ ἀ­γρι­ό­τη­τα ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς γιά νά συλ­λή­σουν ὅ,τι θά ἔ­βρι­σκαν σ’ αὐ­τήν. Δι­ό­τι εἶ­χαν τήν ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι πί­σω ἀ­πό τά τεί­χη τῆς Μο­νῆς κρύ­βον­ταν πο­λύ­τι­μοι θη­σαυ­ροί, στόν ἱ­ε­ρό της Να­ό, ἀλ­λά καί στά κελ­λιά τῶν μο­να­χῶν. Ἄλ­λω­στε σκέ­πτον­ταν, ὅ­τι τό πλῆ­θος τῶν πι­στῶν, πού ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν κα­θη­με­ρι­νά τήν Μο­νή, θά ἄ­φη­ναν ἐκεῖ πο­λύ χρυ­σά­φι. Αὐτοί, Ἀ­γα­ρη­νοί καθώς ἦταν, δέν ἦ­ταν σέ θέ­ση νά ἀν­τι­λη­φθοῦν τήν ἀ­πο­στο­λή τῆς Μο­νῆς καί ὅ­τι οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες προ­σκυ­νη­τές δέ­χον­ταν ἀ­π’ αὐ­τήν ἀ­γα­θά πνευ­μα­τι­κά, ἀλ­λά καί ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Αὐ­τή ἄλ­λω­στε ἦ­ταν καί ἡ αἴ­γλη τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς καί αὐ­τός ὁ πε­ρί­λαμ­προς πνευ­μα­τι­κός θη­σαυ­ρός της.

Κα­θῆ­κον τῶν μο­να­χῶν ἦ­ταν νά ἀν­τι­στα­θοῦν στήν ἐ­πί­θε­ση τῶν ὁ­πλι­σμέ­νων λη­στῶν μέ ὅ­σα εἰ­ρη­νι­κά μέ­σα μπο­ροῦ­σαν νά δι­α­θέ­σουν. Ὅ­μως δέν κα­τέ­στη δυ­να­τόν νά ἀ­να­χαι­τί­σουν τήν ὁρ­μή καί μα­νί­α τους. Αὐ­τοί εἰ­σῆλ­θαν στήν Μο­νή καί ἀ­παί­τη­σαν ἀ­πό τούς ὅ­σιους μο­να­χούς νά τούς ὁ­δη­γή­σουν στά μέ­ρη, ὅ­που φυ­λάσ­σον­ταν οἱ θη­σαυ­ροί καί νά τούς πα­ρα­δώ­σουν σ’ αὐτούς. Κι ἐ­πει­δή δέν πί­στε­ψαν στή δι­α­βε­βαί­ω­ση τῶν μο­να­χῶν, ὅ­τι τέ­τοι­οι ὑ­λι­κοί θη­σαυ­ροί, πού ζη­τοῦ­σαν, δέν ὑ­πῆρ­χαν, προ­χώ­ρη­σαν οἱ ἴ­διοι μέ αὐ­ταρ­χι­κό καί βί­αι­ο τρό­πο σέ ἐ­πί­μο­νη καί ἐξονιχιστική ἔ­ρευ­να. Κι ὅ­ταν οἱ ἐ­πι­δρο­μεῖς δέν βρῆ­καν τούς θη­σαυ­ρούς πού πε­ρί­με­ναν, ὑ­πέ­βα­λαν τούς μο­να­χούς σέ φο­βε­ρά μαρ­τύ­ρια. Τούς κά­λε­σαν ὅ­λους, ἀ­πό τόν γε­ρον­τό­τε­ρο μέ­χρι τόν νε­ό­τε­ρο, νά ἀρ­νη­θοῦν τήν πί­στη τους. Ἀ­παί­τη­σαν νά βρί­σουν ἐ­νώ­πιόν τους τό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ, νά ἀρ­νη­θοῦν τήν μο­να­χι­κή τους κλή­ση καί νά βε­βη­λώ­σουν ὅ,τι ὅ­σιο καί ἱ­ε­ρό λά­τρευ­αν μέ­χρι τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη. Οἱ ὅ­σιοι μο­να­χοί, πού εἶ­χαν δώ­σει ὑ­πό­σχε­ση ἐ­νώ­πιον Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων νά μεί­νουν πι­στοί μέ­χρι θα­νά­του στόν Χρι­στό, πού δί­δα­σκαν τούς ἄλ­λους νά μέ­νουν πι­στοί στόν Κύ­ριο καί Θε­ό τούς μέ­χρι θα­νά­του, ὕ­ψω­σαν τά βλέμ­μα­τά τους στόν οὐ­ρα­νό καί ἐ­νι­σχυ­μέ­νοι ἀ­πό ἐ­κεῖ, κα­κου­χη­μέ­νοι ἀ­πό τά βα­σα­νι­στή­ρια τῶν λη­στῶν, ἀ­δελ­φω­μέ­νοι καί ὁ­μό­ψυ­χοι μέ ἕ­να στό­μα φώ­να­ξαν «ὄ­χι» στή βέ­βη­λη ἀ­ξί­ω­ση τῶν ἐγ­κλη­μα­τι­ῶν Ἀ­γα­ρη­νῶν. Ἄλ­λω­στε ἦ­ταν φρό­νη­μα καί πε­ποί­θη­ση ὅ­λων ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου, πού ἀν­τη­χοῦ­σε πάν­το­τε, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως τίς κρί­σι­μες ἐ­κεῖ­νες στιγ­μές: «Μή φο­βη­θῆ­τε ἀ­πό τῶν ἀ­πο­κτεν­νόν­των τό σῶ­μα, τήν δέ ψυ­χήν μή δυ­να­μέ­νων ἀ­πο­κτεῖ­ναι» (Ματθ. ι΄ 28).

Ἔ­ξαλ­λοι τό­τε οἱ λη­στές σάν θη­ρί­α αἱ­μο­βό­ρα προ­χώ­ρη­σαν σέ φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια. Μέ γρο­θι­ές καί ρό­πα­λα ἔ­δει­ραν τούς μο­να­χούς, τούς ἔ­δε­σαν, κρέ­μα­σαν πολ­λούς ἀ­πό αὐ­τούς καί τούς ἔ­κο­ψαν τά χέ­ρια καί τά πό­δια. Ἔ­πει­τα ἀ­πό ὧ­ρες πολ­λές καί ἀ­φοῦ ἱ­κα­νο­ποί­η­σαν τά ἐγ­κλη­μα­τι­κά τους ἔν­στι­κτα, συμ­πλή­ρω­σαν τήν κα­τα­στρο­φή τῆς Μο­νῆς καί ἀ­πο­χώ­ρη­σαν. Ἀ­πο­χώ­ρη­σαν, ἀ­φοῦ ἄ­φη­σαν πί­σω τους 44 κα­τα­κρε­ουρ­γη­μέ­νους μο­να­χούς, μέ κομ­μέ­να τά κε­φά­λια τους, σχι­σμέ­να τά στή­θη τους καί σκορ­πι­σμέ­να τά σπλάγ­χνα τους.

Γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός: Καί ρο­πά­λοις τυ­πτό­με­νοι καί τοῖς λί­θοις βαλ­λό­με­νοι καί πυγ­μαῖς κο­πτό­με­νοι, τήν ὁ­μό­νοι­αν οὐ δι­ε­λύ­σα­τε, Μάρ­τυ­ρες, ἀ­γά­πη συν­δού­με­νοι καί στορ­γή ἀ­δελ­φι­κή, ἀλλ’ ὑφ’ ἕν θα­να­τού­με­νοι καί τε­μνό­με­νοι με­λη­δόν, Ἀ­θλο­φό­ροι, τῇ τρα­πέ­ζῃ προ­ση­νέ­χθη­τε τῇ θείᾳ, ὡς ἱ­έ­ρεια ἀ­μώ­μη­τα.

Τῶν ὁ­σί­ων αὐ­τῶν μο­να­χῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πι­τέ­λε­σαν μέ­χρι τέ­λους τό ἱ­ε­ρό τους κα­θῆ­κον στήν ἱ­ε­ρά Μο­νή τους, τά ἱ­ε­ρά τους λεί­ψα­να συ­νέ­λε­ξε καί ἐν­τα­φί­α­σε ὁ ἅ­γιος Μό­δε­στος ὁ Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μί­της. Ἀλ­λά οἱ ψυ­χές τους ἑ­νω­μέ­νες με­τα­ξύ τους ἀ­νέ­βη­καν στόν οὐ­ρα­νό γιά νά λά­βουν τό ἁ­μα­ράν­τι­νο στε­φά­νι τῆς δό­ξας.

Ναί, οἱ ἱ­ε­ρές Μο­νές εἶ­ναι ἐ­ξα­γι­α­σμέ­νοι χῶ­ροι ἀ­γώ­νων πνευ­μα­τι­κῶν καί ὅ­σιας ζω­ῆς, τό­ποι ἀ­γά­πης καί φι­λο­ξε­νί­ας, ἀ­να­νε­ώ­σως πνευ­μα­τι­κῆς. Συγ­χρό­νως ὅ­μως καί προ­πύρ­για πί­στε­ως. Οἱ μο­να­χοί εἶ­ναι ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες ἄ­γρυ­πνοι φύ­λα­κες, φρου­ροί τῶν ὁ­σί­ων καί ἱ­ε­ρῶν, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­τη­ροῦν, προ­στα­τεύ­ουν καί ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ται μέ­χρι θα­νά­του. Θα­νά­του, ἐ­άν χρεια­σθεῖ καί μαρ­τυ­ρι­κοῦ, ὅ­πως οἱ ἅ­γιοι Ἀβ­βά­δες τῆς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Κλαυδία, Εὐφρασία, Ματρώνα, Ἰουλιανή, Εὐφημία καὶ
Θεοδώρα (κατ΄ ἄλλους Θεοδοσία), ποὺ μαρτύρησαν στὴν Ἀμισὸ τῆς Καππαδοκίας

Ἔζησαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ, ὅταν ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν συμπεριέλαβε καὶ τὴν Ἀμισὸ τῆς Καππαδοκίας. Μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν θυμάτων τῆς εἰδωλολατρικῆς τυραννίας οἱ ἑπτὰ αὐτὲς γυναῖκες, ἀγανακτισμένες γιὰ τὴν βαρβαρότητα τῶν εἰδωλολατρῶν, παρουσιάστηκαν στὸν ἔπαρχο καὶ διαμαρτυρήθηκαν γιὰ τοὺς συνεχεῖς βασανισμοὺς καὶ θανάτους. Ἡ ἐνέργειά τους αὐτή, τὶς ὁδήγησε στὸ κριτήριο. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸν βέβαιο κίνδυνο, διατήρησαν ὅλη τὴν εὐσεβὴ φλόγα τους. Ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἀκούστηκε ἀπὸ τὰ στόματά τους ἐπανειλημμένη, συχνή, θαῤῥαλέα, σταθερή. Τότε τὶς μαστίγωσαν, ἔσχισαν ἔπειτα τὶς σάρκες τους καὶ στὸ τέλος τὶς ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι καὶ τὶς ἔκαψαν ζωντανές.

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος

Ὁ ἀθλητὴς αὐτὸς τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων. Ἡ εὐσέβεια καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές του, τὸν ἔφεραν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀπολλωνιάδος, πόλης τῆς Βιθυνίας, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Μητρόπολη Νικομήδειας. Ἀκριβὴς γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν, διδάσκαλος καὶ κήρυκας εὔγλωττος καὶ πρακτικότατος, διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν ἄκρα ἀφιλοκέρδεια καὶ τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του. Ἡ θύελλα τῶν εἰκονομάχων, ζήτησε νὰ τὸν παρασύρει στὸ κίνημά της κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Γιὰ τὴν ἄρνησή του καταδιώχθηκε καὶ ἐξορίστηκε, ὑποβλήθηκε δὲ καὶ σὲ πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ κακουχίες. Ἀσθένησε ὅμως βαρειὰ καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ Θεό, ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ τίμιο στεφάνι τοῦ ὁμολογητῆ καὶ τῆς παντοτινῆς μνήμης ἀπὸ μέρους τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Ῥοδιανός

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Ἔπαρχος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Λολλίων ἢ Δολλίων

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν χτύπησαν μὲ γροθιὲς μέχρι θανάτου. Δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὁ ἴδιος Ἅγιος μ΄ αὐτὸν τῆς 15ης Ἰουλίου, ποὺ ἀναφέρεται ὡς Λολλιανός.

Ὁ Ἅγιος Ἐμμανουήλ

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 26ης Μαρτίου, ποὺ φέρεται ὡς Μανουήλ. Ἀπὸ ὁρισμένα Ἁγιολόγια, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 27η Μαρτίου ἡ μνήμη του.

Ὁ Ἅγιος Σεϊμβλᾶς

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας» 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του.

Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Κρητικός, νεομάρτυρας

Ἡ με­γα­λό­νη­σος καί ἡρω­ο­τό­κος Κρή­τη δέν σε­μνύ­νε­ται καί δέν τι­μᾶ μό­νο τόν παλαιό ἅ­γιο Ἐ­πί­σκο­πό της Μύ­ρω­να (180 μ.Χ.), ἀλ­λά καί τόν ἄλ­λον ἐ­κεῖ­νο νε­ό­τε­ρο Μύ­ρω­να, τόν ἔν­δο­ξο Νε­ο­μάρ­τυ­ρα τοῦ δε­κά­του ὀ­γδό­ου αἰ­ῶ­νος.

Ὁ Χάν­δα­κας, τό ση­με­ρι­νό Η­ρά­κλει­ο, εἶ­ναι ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη πα­τρί­δα τοῦ Νε­ο­μάρ­τυ­ρος, ὅ­που γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στό 1773. Α­πό τούς πι­στούς γο­νεῖς του ὁ Μύ­ρων θη­σαύ­ρι­σε τήν εὐ­σέ­βεια καί ἀ­γά­πη­σε τόν Χρι­στό. Καί τίς ἀ­ρε­τές τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­βα­λε θη­σαυ­ρό πο­λύ­τι­μο στήν ψυ­χή του, Γι’ αὐ­τό, νέ­ο παι­δί ἀ­κό­μη ὁ Μύ­ρων, ἦταν μύ­ρο πραγ­μα­τι­κό καί ἀ­νέ­δι­δε εὐ­ω­δί­α Χρι­στοῦ στό πε­ρι­βάλ­λόν του, ἀ­γα­πη­τός πο­λύ καί οἰ­κο­δο­μη­τι­κός στούς Χρι­στια­νούς, πα­ρά τή νε­ό­τη­τα τῆς ἠ­λι­κί­ας του.

Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται πῶς στό μι­κρό ἐρ­γα­στή­ριο τῆς ρα­πτι­κῆς πού ἐρ­γα­ζό­ταν, τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν πλῆθος Χρι­στια­νῶν. Ὄ­χι μό­νο γιά νά τοῦ ἀ­να­θέ­σουν μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη κά­ποι­α ρα­πτι­κή ἐρ­γα­σί­α, ἐ­φό­σον τόν ἤ­ξε­ραν τί­μιο, εἰ­λι­κρι­νή καί συ­νε­πή, ἀλ­λά καί γιά νά ἀν­τλή­σουν κά­τι ἀ­πό τό θη­σαυ­ρό τῆς ἀ­γά­πης του. Καί εἶχε πολ­λά νά τούς προ­σφέ­ρει, στή δύ­σκο­λη μά­λι­στα ἐ­κεί­νη ἐ­πο­χή τῆς δου­λεί­ας, τό μύ­ρο τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Μύ­ρων ἀ­πό τήν ἀ­να­γεν­νη­μέ­νη καρ­διά του, ἐ­φό­σον, κα­τά τόν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, «ὁ ἀ­γα­θός ἄν­θρω­πος ἐκ τοῦ ἀ­γα­θοῦ θη­σαυ­ροῦ ἐκ­βάλ­λει ἀ­γα­θά» (Ματθ. ιβ΄ 35). «Λό­γον ἀ­γα­θόν» ἀ­γά­πης καί πα­ρη­γο­ριᾶς, οἰ­κο­δο­μῆς καί ἐ­νι­σχύ­σε­ως. Προ­τρο­πή γιά στα­θε­ρό­τη­τα στήν ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, ἐλ­πί­δα γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α, πού ὅ­λο καί πλη­σί­α­ζε. Κι ἔ­φευ­γαν οἱ ἀν­θρω­ποι ἀ­πό τό μι­κρό του ἐρ­γα­στή­ρι το­νω­μέ­νοι καί ἐ­νι­σχυ­μέ­νοι, μέ δυ­να­τή τήν ψυ­χή καί λαμ­πρό τό πρό­σω­πο. Μέ ἐλ­πί­δα! Δέν ἦ­ταν λοι­πόν φυ­σι­κό καί πολ­λοί νά τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ται καί πο­λύ νά τόν ἀ­γα­ποῦν;

Ὅ­λα αὐ­τά τά γνώ­ρι­ζαν βε­βαί­ως οἱ Τοῦρ­κοι. Γι’ αὐ­τό καί ζή­λε­ψαν τήν εὐ­γε­νι­κή ψυ­χή τοῦ Μύ­ρω­νος, ἀλ­λά καί φθό­νη­σαν τήν ἀ­γά­πη, πού τοῦ εἰ­χαν οἱ Χρι­στια­νοί. Κι ἔ­τσι ὅ­πως περ­νοῦ­σαν συ­χνά ἔ­ξω ἀ­πό τό ἐρ­γα­στή­ρι του, γιά νά κα­τα­σκο­πεύ­σουν, κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα εἶ­παν με­τα­ξύ τους τόν ὕ­που­λο καί πο­νη­ρό λό­γο: Αὐ­τός πρέ­πει νά γί­νει δι­κός μας. Ἀλ­λά πῶς; Ἄρ­χι­σαν λοι­πόν νά τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ται καί αὐ­τοί τα­κτι­κά, νά τοῦ προ­σποι­οῦν­ται τόν φί­λο καί νά τοῦ ὑ­πό­σχον­ται πολ­λά, ἐάν ἤ­θε­λε νά γι­νό­ταν κι αὐ­τός Τοῦρ­κος. Δέν ἄρ­γη­σαν ὅ­μως νά δι­α­πι­στώ­σουν καί οἱ ἴ­διοι, ὅ­τι ἡ νε­α­νι­κή του καρ­διά, ἀ­νυ­ψω­μέ­νη στόν οὐ­ρα­νό, πε­ρι­φρο­νεῖ τά κο­σμι­κά δε­λε­ά­σμα­τα καί ἀ­γα­να­κτεῖ σέ κά­θε τέ­τοι­α συ­ζή­τη­ση. Γι’ αὐ­τό ἀ­να­ζη­τοῦν ἄλ­λον τρό­πο. Καί βρί­σκουν τόν ὕ­που­λο τρό­πο τῆς συ­κο­φαν­τί­ας. Δι­α­δί­δουν λοι­πόν, ὅ­τι ὁ Μύ­ρων, πο­νη­ρός καί δι­ε­φθαρ­μέ­νος, πα­ρέ­συ­ρε στήν ἀ­μαρ­τί­α ἕ­να νε­α­ρό Τουρ­κό­που­λο. Προ­σποι­οῦν­ται τό­τε τούς ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νους καί ἐ­ξαλ­λοι ὁ­δη­γοῦν τόν χρι­στια­νό ρά­πτη στόν δι­κα­στή τους.

Ἀ­πό τήν ἀ­νά­κρι­ση πού ἔ­κα­νε, δέν ἄρ­γη­σε ὁ τοῦρ­κος δι­κα­στής νά ἀν­τι­λη­φθεῖ καί τήν κα­κο­ή­θεια τῶν συ­κο­φαν­τῶν, ἀλ­λά καί τοῦ Μύ­ρω­νος τήν ἀ­θω­ό­τη­τα καί ἁ­γνό­τη­τα. Ἀλ­λά νι­κή­θη­κε. Εἶ­χε μπρο­στά του τούς μα­νι­α­σμέ­νους κα­τήγο­ρους, πού φώ­να­ζαν καί ζη­τοῦ­σαν τήν κα­τα­δί­κη τοῦ ἀ­θώ­ου. Ἀ­παι­τοῦ­σαν ἤ νά τουρ­κέ­ψει ἤ νά χα­λα­σθεῖ (νά θα­να­τω­θεῖ). Κι ὁ θλι­βε­ρός δι­κα­στής, ὅ­μοι­ος μέ τόν Πι­λά­το, ὑ­πο­χω­ρεῖ. Ἐ­πί ὥ­ρα πολ­λή προ­σπα­θεῖ μέ ὑ­πο­σχέ­σεις τι­μῶν καί δό­ξας νά πεί­σει τόν Μύ­ρω­να νά ἀλ­λά­ξει τήν πί­στή του καί, ἐ­πει­δή δέν τό κα­τορ­θώ­νει, τόν πα­ρα­δί­δει στά πλή­θη νά θα­να­τω­θεῖ.

Ἀ­πτό­η­τος ὁ πι­στός νέ­ος ἀ­κού­ει τήν κα­τα­δί­κή του. Τήν πε­ρί­με­νε ἄλ­λω­στε. Καί τήν κρί­σι­μη ἐ­κεί­νη στιγ­μή ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής καί μάρ­τυ­ρας Μύ­ρων μέ φω­νή δυ­να­τή, γιά νά ἀ­κου­σθεῖ ἀ­π’ ὅ­λους, δέν ἀλ­λά­ζω τήν πί­στή μου! φω­νά­ζει καί πα­ρα­δί­δε­ται στά χέ­ρια τῶν Τούρ­κων. Ὤ, ποι­ός μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πα­ρα­στή­σει τή χα­ρά, μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ Μάρ­τυ­ρας τοῦ Χρι­στοῦ σπεύ­δει πρός τό μαρ­τύ­ριο! Μέ πρό­σω­πο χα­ρω­πό, μέ βλέμ­μα ζω­η­ρό, μέ βῆ­μα τα­χύ προ­χω­ρεῖ τό δρό­μο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου καί ζη­τᾶ ἀ­πό τούς Χρι­στια­νούς, πού συ­ναν­τᾶ, συγ­χώ­ρε­ση καί προ­σευ­χή.

Με­τα­ξύ τῶν λί­γων Χρι­στια­νῶν, πού ἀ­κο­λου­θοῦν τόν Μάρ­τυ­ρα στόν τό­πο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου, εἶ­ναι καί ὁ εὐ­λα­βής πα­τέ­ρας του Δη­μή­τριος. Τρέ­χει τό­τε πρός τόν πα­τέ­ρα του ὁ Μύ­ρων καί μ’ ὅ­λη τή θερ­μό­τη­τα τῆς ἀ­γά­πης του, μέ δά­κρυ­α συγ­κι­νή­σε­ως, τοῦ ἀ­σπά­ζε­ται τά χέ­ρια καί τόν δι­α­βε­βαι­ώ­νει μέ χα­ρά ὅ­τι αἰ­σθά­νε­ται εὐ­τυ­χής, δι­ό­τι ὡς Χρι­στια­νός πε­θαί­νει γιά τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ. Νά χαί­ρε­σαι καί σύ, τοῦ λέ­ει, δι­ό­τι τό παι­δί σου μαρ­τυ­ρεῖ γιά τόν Χρι­στό, ὅ­πως τό­σοι ἄλ­λοι Μάρ­τυ­ρες. Μέ λό­για πί­στε­ως πα­ρη­γο­ρεῖ τόν πα­τέ­ρα του καί ζη­τᾶ νά προ­σεύ­χε­ται γι’ αὐ­τόν.

Καί ἡ με­γά­λη ὥ­ρα τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ἔ­φθα­σε. Ὁ τό­πος δέν εἶ­ναι μό­νο γε­μά­τος ἀ­πό Τούρ­κους, πού φω­νά­ζουν μέ φα­να­τι­σμό, ἀλ­λά καί ἀ­πό ἀ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους, πού ἔ­σπευ­σαν νά πα­νη­γυ­ρί­σουν τή χα­ρά καί τή δό­ξα τοῦ νέ­ου Μάρ­τυ­ρος. Οἱ δή­μιοι περ­νοῦν ἀ­πό τόν λαι­μό τοῦ Μάρ­τυ­ρος τ­ό σχοι­νί καί τόν κρε­μοῦν στήν ἀγ­χό­νη ψη­λά. Ἡ ψυ­χή τοῦ Μύ­ρω­νος γε­μά­τη ἀ­γαλ­λί­α­ση πε­τᾶ στόν οὐ­ρα­νό, γιά νά συγ­κα­τα­ριθ­μη­θεῖ ἀ­νά­με­σα στό ἔν­δο­ξο πλῆ­θος ἐ­κεί­νων, πού στέ­κον­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ Θρό­νου καί τοῦ Ἀρ­νί­ου μέ στο­λές λευ­κές καί φοί­νι­κες δό­ξας στά χέ­ρια τους (Ἀ­ποκ. ζ΄ 9). Τήν ἡμέ­ρα ἐ­κεί­νη, 20 Μαρ­τί­ου 1793, ἡ ἁ­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πέ­κτη­σε κι ἕ­ναν ἀ­κό­μη Μάρ­τυ­ρα καί πρε­σβευ­τή, τόν εἰ­κο­σά­χρο­νο Μύ­ρω­να.

Πό­σο ἔ­μει­νε τό σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρος στήν ἀγ­χό­νη, δέν γνω­ρί­ζου­με. Ξέ­ρου­με ὅ­μως, ὅ­τι κι ἀ­πό ἐ­κεῖ ψη­λά, ἄ­φω­νο, κή­ρυτ­τε πί­στη καί στα­θε­ρό­τη­τα στά ἱε­ρά καί τά ὅ­σια, ὅ­σα ὁ Χρι­στός Ἰ­η­σοῦς μᾶς χά­ρι­σε στό Ὀρ­θό­δο­ξο Ἔ­θνος μας.

Ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της ἔ­γρα­ψε γιά τόν Μάρ­τυ­ρα ἕ­να θαυ­μά­σιο δί­στι­χο:

«Μύ­ρον νο­η­τόν ὡ­ρά­θης ἐξ ἀγ­χό­νης Μύ­ρων ἀ­θλη­τά, δό­ξα Κρή­της καί κλέ­ος».

Ἄς θαυ­μά­σουν οἱ νέ­οι μας σή­με­ρα τόν νέ­ο Μάρ­τυ­ρα κι ἄς φι­λο­τι­μη­θοῦν νά τόν μι­μη­θοῦν τό­σο στήν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή του, ὅ­σο καί στή μαρ­τυ­ρί­α γιά τόν Χρι­στό καί τήν ἀ­φο­σί­ω­ση στά ἰ­δα­νι­κά τοῦ Ἔ­θνους μας.

Κά­θι­σμα Ὄρ­θρου. Ἦ­χος δ΄.

Νε­α­νί­ας εὐ­πρε­πής σώ­μα­τι κάλ­λει καί ψυ­χῆς καί ἀ­μέμ­πτῳ βι­ο­τή

καί κα­θα­ρό­τη­τι ἠ­θῶν κε­κο­σμη­μέ­νος ὠ­ρά­θης Μύ­ρων θε­ό­φρον

ἐν­τεῦ­θεν τόν κα­λόν ἀ­γώ­να ἤ­νυ­σας, τι­μάς καί ἡ­δο­νάς λι­πῶν ὡς πρό­σκαι­ρα

καί τήν ἀγ­χό­νην ἀ­σμέ­νως ἑ­λό­με­νος πρός ὑ­περ­κό­σμιον ἔλ­λαμ­ψιν

χαί­ρων με­τέ­στης καί τῶν Μαρ­τύ­ρων δή­μοις ἁ­γί­οις ἠ­ρίθ­μη­σαι.

Ἀ­πο­λυ­τί­κιον. Η­χος πλ. α΄.

Ἡ­ρα­κλεί­ου τό ἄν­θος τό εὐ­ω­δέ­στα­τον, ὡς εὐ­σέ­βειας σέ μύ­ρον ὕ­μνοις γε­ραί­ρο­μεν,

Νε­ο­μάρ­τυς τοῦ Χρι­στοῦ Μύ­ρων μα­κά­ρι­ε, σύ γάρ νε­ό­τη­τος ἀ­κμήν ὑ­πε­ρεῖ­χες ἀν­δρι­κῶς

καί ἤ­θλη­σας στερ­ρο­ψύ­χως. Καί νῦν ἀ­παύ­στως δυ­σώ­πει ἐ­λε­η­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡμῶν.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη