ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (21/3)

Σήμερα 21/3 εορτάζουν:

  • Άγιος Ιάκωβος ο Ομολογητής ο Επίσκοπος
  • Άγιος Θωμάς Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
  • Όσιος Σεραπίων ο Σιδώνιος
  • Άγιοι Φιλήμων και Δομνίνος
  • Όσιος Βήρυλλος Επίσκοπος Κατάνης
  • Αγία Μαρία «ἡ ἐν Πέργῃ»
  • Όσιος Σεραφείμ
  • Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος

21.-Agios-Iakobos-Omologitis

Ἀσκητὴς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, διακρίθηκε γιὰ τὴν καθαρὴ ζωὴ καὶ τὴν ὁλόψυχη προσήλωσή του στὰ διδάγματα καὶ τὶς ἐντολὲς τῆς πίστης. Ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων καὶ διώχθηκε σκληρά, μέχρι τοῦ σημείου νὰ στερηθεῖ ἀκόμα καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί. Ἀλλὰ ὅλη ἡ στέρηση καὶ ἡ κακοπάθεια ποὺ ὑπέστη, δὲ λύγισε καθόλου τὸ φρόνημά του. Ἔμεινε σταθερὸς μέχρι τὴν τελευταία του πνοή, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια του Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: «Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ». Σύ, λοιπόν, κακοπάθησε σὰν καλὸς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Πρόκειται γιὰ τὸ Θωμᾶ τὸν Α´ ποὺ διαδέχτηκε τὸν Πατριάρχη Κυριακὸ στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ 607. Ὁ Θωμᾶς αὐτὸς χειροτονήθηκε διάκονος καὶ προήχθη σὲ Σακελλάριο ἀπὸ τὸν προκάτοχο τοῦ Κυριακοῦ, Ἰωάννη τὸ Νηστευτῆ. Ἡ ὑπόληψη καὶ ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγνοῦ ἐκείνου ἄνδρα πρὸς τὸν Θωμᾶ, ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη μαρτυρία τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ὑπόλοιπης ἀρετῆς του. Ὁ Πατριάρχης Θωμᾶς Α´, ἔκτισε στὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν ἁγία Σοφία, τὸν μέγα τρίκλινο, ποὺ ἀπὸ τ᾿ ὄνομά του ὀνομάστηκε «Θωμαΐτης», καὶ ἀπὸ κάτω του ἦταν ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Πατριαρχείου. Στὴν ἁγνότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, πρόσθεσε τὴν δόξα τοῦ ἀγωνιστῆ καὶ ἀκοίμητου φύλακα τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Πέθανε δὲ τὴν 20η Μαρτίου τοῦ 610 καὶ κηδεύτηκε τὴν 22α τοῦ ἴδιου μήνα, ἡμέρα Κυριακή.

Οἱ Ἅγιοι Φιλήμων καὶ Δομνῖνος

Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς μεγάλης καὶ σκληρῆς πάλης τῆς εἰδωλολατρίας κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ. Μὲ τὴν φλόγα τοῦ ζήλου τους γιὰ τὸν Χριστό, πήγαιναν σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἰταλίας καὶ κήρυτταν τὸν αἰώνιο λόγο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Συνελήφθησαν καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειραν ἀνελέητα, κατόπιν τοὺς φυλάκισαν. Ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωσή τους στὴ χριστιανικὴ πίστη ἐξακολουθοῦσε ἀκέραια, καὶ ἔτσι κάτω ἀπὸ τὰ ξίφη τῶν δημίων ἀξιώθηκαν τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου.

Ὁ Ὅσιος Βήρυλλος ἐπίσκοπος Κατάνης

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ὅταν πῆγε μαζί του στὴ Δύση, χειροτονήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν ἐπίσκοπος Κατάνης τῆς Σικελίας. Ἐκεῖ ὁ Βήρυλλος, ποίμανε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ ποίμνιό του καὶ ἔφερε ἀρκετοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἐπίσης ἀξιώθηκε καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Κάποτε λοιπόν, ὑπῆρχε μία πηγὴ στὴν Κατάνη, ποὺ ἔβγαζε πικρὸ νερό. Ὁ Ἅγιος διὰ τῆς προσευχῆς του, μετέβαλε τὸ πικρὸ νερό, σὲ γλυκό. Ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα αὐτὸ κάποιος φανατικὸς εἰδωλολάτρης, πίστεψε στὸν Χριστό, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἀρκετοὶ ἄλλοι. Ὁ Ὅσιος Βήρυλλος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε μὲ τιμὲς στὴν Κατάνη, ὅπου μέχρι σήμερα ἀναβλύζει μύρο καὶ θεραπεύει ἀσθένειες σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται σ᾿ αὐτὸ μὲ πίστη.

Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Σιδώνιος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σιδῶνα καὶ ἔζησε κυρίως στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἔλαμπε μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν της. Ἀποδείχτηκε κορυφαῖος στὰ ἔργα ἐλεημοσύνης. Δὲν ἔδωσε μόνο ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ κατόπιν ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλάνθρωπη ζωή του μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Μοίραζε στοὺς φτωχοὺς ὅσα εὐσεβεῖς χριστιανοὶ τοῦ ἔδιναν γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἡ δὲ ἀγάπη του στοὺς στερημένους τὸν ὠθοῦσε σὲ ὑπερβολές. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκδηλώθηκε μὲ σπάνιο τρόπο. Ὅταν τὸν ἔπιαναν οἱ λῃστὲς γιὰ νὰ τὸν πουλήσουν σὰν δοῦλο, αὐτὸς μὲ τὴν πειθὼ ποὺ τὸν διέκρινε, ἔκανε τοὺς λῃστὲς δούλους Χριστοῦ. Κάποτε ὅμως τὸν πούλησαν σὲ κάποιον Λακεδαιμόνιο πρόκριτο, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του πρέσβευε τὴν αἵρεση τῶν Μανιχαίων. Στὴν ἀρχὴ ὁ αἱρετικὸς ἐνέπαιξε τὸν Σεραπίωνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀνταπέδωσε μόνο ὑπομονὴ καὶ γλυκύτητα. Μετὰ δυὸ χρόνια ὁ δοῦλος νίκησε τὸν κύριο, ὁ ὁποῖος οἰκογενειακὰ προσῆλθε στὴνὈρθοδοξία. Ἔπειτα ὁ Σεραπίων πῆγε στὴν Ἀθήνα, ὅπου κέρδισε πολλὲς ψυχές. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Ῥώμη, ὅπου κατόρθωσε νὰ φέρει στὴν ἐγκράτεια πολλοὺς κοιλιόδουλους. Τελικὰ ὅμως ἐπέστρεψε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο καὶ ἐκεῖ πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα, ἀξιομίμητο παράδειγμα στοὺς ἐκεῖ μοναχούς.

Ἡ Ἁγία Μαρία «ἡ ἐν Πέργῃ»

Ἄγνωστη ἡ μάρτυς αὐτὴ στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 25 φ. 64 α, καθὼς καὶ ἡ ἀσματική της Ἀκολουθία, ποὺ ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνα της ἀρχίζει: «Δέχου τὸν ὕμνον εὐμενῶς μακαριωτάτη». Μᾶλλον εἶναι ποίημα τοῦ Θεοφάνους καὶ ἐξυμνεῖται σὰν καλλίνικος μάρτυς.

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυρουδής

1) Γεν­ναῖ­ος Ὁ­μο­λο­γη­τής.

Τίς μέ­ρες πού ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν ἐ­πέ­τει­ο τῆς ἔν­δο­ξης ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας μας, τήν 25η Μαρ­τί­ου, ἔρ­χον­ται στό νοῦ μας ἐν­το­νό­τε­ρα τά ὀ­νό­μα­τα καί οἱ φυ­σι­ο­γνω­μί­ες ὅ­λων ἐ­κεί­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τρό­πο συν­τέ­λε­σαν στήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Πα­τρί­δος μας. Πο­λέ­μαρ­χοι, ἀ­γω­νι­στές, Φι­λι­κοί, Φι­λέλ­λη­νες, Δι­δά­σκα­λοι τοῦ Γέ­νους. Τήν πρώ­τη ὅ­μως καί ὑ­ψη­λό­τε­ρη θέ­ση με­τα­ξύ τους κα­τέ­χουν οἱ Νε­ο­μάρ­τυ­ρες, ἐ­κεῖ­νοι δη­λα­δή πού στή σκλη­ρή δου­λεί­α πό­τι­σαν μέ τό αἷ­μα τούς τό δέν­δρο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί μέ τό ἱ­ε­ρό μαρ­τύ­ριό τους εἵλ­κυ­σαν τή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ στό Ἔ­θνος μας καί δι­α­φύ­λα­ξαν τή φλό­γα τῆς πί­στε­ως στίς ψυ­χές τῶν ρα­γιά­δων. Πολ­λοί εἶ­ναι οἱ γνω­στοί καί πε­ρισ­σό­τε­ροι οἱ ἄ­γνω­στοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι σέ δι­α­φό­ρες ἐ­πο­χές καί πε­ρι­ο­χές ἀν­τι­τά­χθη­καν στόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό καί ἔ­δω­σαν μέ τό λό­γο, τή ζω­ή καί τό μαρ­τύ­ριό τους τήν ὁ­μο­λο­γί­α, ὅ­τι ὁ Γραι­κός δέν ἀλ­λα­ξο­πι­στεῖ οὔ­τε καί προ­δί­δει τά ὅ­σια καί τά ἱ­ε­ρά τῆς φυ­λῆς του. Ὁ Μι­χα­ήλ Μαυ­ρου­δής εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς.

Μέ­σα στήν πα­γω­νιά τῆς πι­κρῆς δου­λεί­ας γεν­νή­θη­κε ὁ Μι­χα­ήλ στό χω­ριό Γρα­νί­τσα τῶν Ἀ­γρά­φων. Εἶ­χε ὅ­μως τήν εὐ­τυ­χί­α νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει μέ­σα στό φτω­χι­κό σπίτι του τή θαλ­πω­ρή πού δί­νει ἡ πί­στη στόν Χρι­στό καί ἡ ἀ­γά­πη στήν Πα­τρί­δα. Δι­ό­τι οἱ γο­νεῖς του, Δη­μή­τριος καί Στα­τή­ρα, ἦ­ταν πι­στοί καί ἐ­νά­ρε­τοι, ἀλ­λά καί φλο­γε­ροί Ἕλ­λη­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πό τή γέν­νη­σή του τοῦ με­τέ­δω­σαν ὄ­χι κά­ποι­ον ὑ­λι­κό θη­σαυ­ρό —ποῦ νά τόν βροῦν;— ἀλ­λά τόν πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό, τόν ὁ­ποῖ­ο οἱ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς γνω­ρί­ζουν νά με­τα­δί­δουν στά παι­διά τους. Τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σαν τόν πό­θο νά ἀ­γα­πᾶ τόν Θε­ό καί νά ἐ­φαρ­μό­ζει τίς ἐν­το­λές του. Ὁ πα­τέ­ρας του ὅ­μως, ὁ ἁ­πλός καί εὐ­λα­βής Δη­μή­τριος, ἔ­φυ­γε γρή­γο­ρα γιά τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα καί τήν ἀ­να­τρο­φή συμ­πλή­ρω­σε ἡ ἀν­τά­ξι­α μη­τέ­ρα του, ἕ­ως ὅ­του σέ κα­τάλ­λη­λη ἡ­λι­κί­α νυμ­φεύ­θη­κε ὁ Μι­χα­ήλ καί μέ τή σύ­ζυ­γό του ἀ­να­χώ­ρη­σε καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Ἐ­δῶ στή Θεσ­σα­λο­νί­κη συν­δέ­θη­κε ὁ Μι­χα­ήλ μέ τή συν­τε­χνί­α τῶν ἀρ­το­ποι­ῶν καί ἐρ­γα­ζό­ταν εὐ­συ­νεί­δη­τα σ’ ἕ­ναν ἀ­π’ αὐ­τούς, γιά νά ἐ­ξοι­κο­νο­μεῖ τόν ἄρ­το τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του. Δέν ἔ­παυ­σε ὅ­μως νά ζεῖ τήν ἴ­δια θε­ά­ρε­στη ζω­ή, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τώ­ρα πού ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­κε καί συ­νει­δη­το­ποί­η­σε καί ἐ­κτί­μη­σε πλή­ρως τήν ἁ­γί­α πί­στη πού εἶ­χε. Τί καί ἄν ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἐ­λά­χι­στων γραμ­μά­των; Μέ τά λί­γα πού ἔ­μα­θε στήν ἐκ­κλη­σί­α τῆς πα­τρί­δος του, θέρ­μαι­νε τούς ἱ­ε­ρούς καί ἁ­γί­ους πό­θους του. Καί τώ­ρα στή Θεσ­σα­λο­νί­κη πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε πάν­το­τε τίς ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες καί τά κη­ρύγ­μα­τα τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Θε­ο­φά­νους, συγ­κι­νοῦν­ταν ἀ­π’ αὐ­τά καί εἶ­χε τόν πό­θο νά με­τα­δώ­σει καί σ’ ἄλ­λους τήν πί­στη στόν Σω­τή­ρα Χρι­στό.

Τό ἔρ­γο αὐ­τό τό θε­ω­ροῦ­σε ἱ­ε­ρό καί τό ἔ­κα­νε πρός δυ­ό κα­τευ­θύν­σεις. Μέ­σα στό φοῦρ­νο κι ἐ­νῶ φρόν­τι­ζε νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τούς Ἕλ­λη­νες πε­λά­τες του προ­σπα­θοῦ­σε συγ­χρό­νως νά το­νώ­νει τό φρό­νη­μά τους, ὥ­στε οἱ Χρι­στια­νοί νά μήν ὑ­πο­χω­ρή­σουν στήν ὀ­θω­μα­νι­κή βί­α, ἀλ­λά νά κρα­τή­σουν ψη­λά τά ἱ­ε­ρά ἰ­δα­νι­κά τους. Δέν πα­ρέ­λει­πε ὅ­μως νά δί­νει ἀ­φορ­μές συ­ζη­τή­σε­ως γιά τά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως καί σέ γνω­στούς τούρ­κους, οἱ ὁ­ποῖ­οι τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν καί μά­λι­στα σέ Ὀ­θω­μα­νό­που­λα, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἄ­κου­σαν πο­τέ γιά τόν Χρι­στό καί τή δι­δα­σκα­λί­α του. Ἔ­τσι ὅ­ταν τή Δευ­τέ­ρα ἐ­κεί­νη με­τά τήν Κυ­ρια­κή της Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως τοῦ ἔ­τους 1544 ἕ­να τουρ­κό­που­λο ἦλ­θε νά ἀ­γο­ρά­σει ψω­μί, ὁ Μι­χα­ήλ θέ­λη­σε νά τοῦ μι­λή­σει καί γιά τόν ἄλ­λον ἐ­κεῖ­νο Ἄρ­το, τόν Ἄρ­το τῆς ζω­ῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος δί­νει ζω­ή στόν κό­σμο (Ἰ­ω­άν. στ΄ 33 – 35). Τοῦ μί­λη­σε μέ ἁ­πλό­τη­τα, ἀλ­λά καί σα­φή­νεια γιά τόν πολ­λα­πλα­σια­σμό τῶν πέν­τε ἄρ­των στήν ἔ­ρη­μο, γιά τόν Χρι­στό καί τήν πί­στη σ’ αὐ­τόν. Δέν πέ­ρα­σαν ὅ­μως πα­ρά λί­γα λε­πτά κι ὁ τοῦρ­κος νέ­ος δι­η­γή­θη­κε τά ὅ­σα τοῦ εἶ­πε ὁ Μι­χα­ήλ στόν ὀ­θω­μα­νό νο­μο­δι­δά­σκα­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη περ­νοῦ­σε ἀ­π’ τό δρό­μο. Ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νος ὁ τοῦρ­κος μπαίνει στό ἀρ­το­ποι­εῖ­ο, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο ἀρ­χί­ζει ἐ­κτε­νής συ­ζή­τη­ση με­τα­ξύ τοῦ νο­μο­δι­δα­σκά­λου καί τοῦ Μι­χα­ήλ. Ὁ πρῶ­τος, φα­να­τι­κός, ἐ­πι­πλήτ­τει καί ἀ­πει­λεῖ. Ὁ ἄλ­λος μέ θερ­μό­τη­τα καί στα­θε­ρό­τη­τα μι­λᾶ γιά τήν πί­στη του στόν Χρι­στό.

Γρή­γο­ρα ἡ ὑ­πό­θε­ση ἔ­φθα­σε στό δι­κα­στή­ριο καί ὁ Μι­χα­ήλ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον τοῦ κρι­τῆ, τοῦ τούρ­κου δι­κα­στῆ. Στέ­κε­ται ἐ­νώ­πιον τοῦ βή­μα­τος τοῦ κρι­τῆ, ἀλ­λά τό ἄλ­λο βῆ­μα τοῦ ἄλ­λου Κρι­τή θυ­μᾶ­ται, στό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­θυ­μεῖ νά ἔ­χει κα­λή ἀ­πο­λο­γί­α. Γι’ αὐ­τό καί μέ παρ­ρη­σί­α πολ­λή ἀ­μέ­σως ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή κά­νει τήν ὁ­μο­λο­γί­α του. Ὅ­ταν ὁ τοῦρ­κος δι­κα­στής τόν ρω­τᾶ πώς ὀ­νο­μά­ζε­ται καί ἀ­πό πού κα­τά­γε­ται, ὁ­μο­λο­γεῖ μέ καύ­χη­ση ἐν Κυ­ρί­ῳ ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νός, ἀ­πό Χρι­στια­νούς γο­νεῖς, ὅ­τι πι­στεύ­ει στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, τόν τρι­συ­πό­στα­το καί Δη­μι­ουρ­γό τοῦ παν­τός. Ἡ ἀ­πο­λο­γί­α του εἶ­ναι μί­α θαυ­μά­σια ἔκ­θε­ση τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας γιά τόν Θε­ό, τήν ὁ­ποί­α θά ζή­λευ­ε ἀκόμη κι ἕνας εἰ­δι­κευ­μέ­νος θε­ο­λό­γος.

Ὁ δι­κα­στής ντρο­πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὁ­μο­λο­γί­α καί παρ­ρη­σί­α τοῦ ἀ­γράμ­μα­του ρα­γιᾶ, τόν ἀ­πει­λεῖ: θά πα­ρα­δο­θεῖς στή φω­τιά, τοῦ λέ­ει, ἄν δέν με­τα­νο­ή­σεις καί δέν ἀρ­νη­θεῖς ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πες. Κι ὁ Χρι­στια­νός ὁ­μο­λο­γη­τής θυ­μᾶ­ται τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη τόν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «μή φο­βη­θῆ­τε ἀ­πό τῶν ἀ­πο­κτεν­νόν­των τό σῶ­μα, τήν δέ ψυ­χήν μή δυ­να­μέ­νων ἀ­πο­κτεῖ­ναι. φο­βή­θη­τε δέ μᾶλ­λον τόν δυ­νά­με­νον καί ψυ­χήν καί σῶ­μα ἀ­πο­λέ­σαι ἐν γε­έν­νῃ» (Μάτθ. ι΄ 28).

Γι’ αὐ­τό καί δι­α­κη­ρύτ­τει μέ δυ­να­τή φω­νή, γιά νά τόν ἀ­κού­σουν ὁ δι­κα­στής καί ὅ­λοι οἱ πα­ρόν­τες;

Πι­στεύ­ω στόν Κύ­ριό μου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, πού εἶ­ναι Θε­ός ἀ­λη­θι­νός καί Πλά­στης μου καί εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νά ὑ­πο­μεί­νω μύ­ρια βα­σα­νι­στή­ρια γιά τήν ἀ­γά­πη του. Πά­ρ­τε λοι­πόν ἀ­πό τά χρή­μα­τα πού ἔ­χω καί ἀ­γο­ρά­στε ξύ­λα, γιά νά μέ κάψε­τε, δι­ό­τι δέν θέ­λω ἀ­πό τά δι­κά σας νά προ­σφερ­θῶ θυ­σί­α στόν Θε­ό.

Μέ ρα­βδι­σμός καί κτυ­πή­μα­τα ὁ δι­κα­στής τόν ὁ­δη­γεῖ ἀ­μέ­σως στή φυ­λα­κή, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α θά τόν βγά­λουν καί πά­λι γιά νά ἀ­κο­λού­θη­σει νέ­α δι­α­δι­κα­σί­α.

2) Τό ἡ­ρω­ι­κό μαρ­τύ­ριο.

Ὁ Μι­χα­ήλ Μαυ­ρου­δής κλεί­σθη­κε στήν ὑ­γρή ὑ­πό­γεια φυ­­λα­κή ἔ­πει­τα ἀ­πό τήν ἡ­ρω­ι­κή του στά­ση καί τή γεν­ναί­α του χρι­στι­α­νι­κή ὁ­μο­λο­γί­α ἐ­νώ­πιον τοῦ τούρ­κου δι­κα­στῆ. Πό­­ση συγ­κί­νη­ση αἰ­σθά­νον­ται ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Θε­ο­φά­νης καί οἱ ἄλ­λοι Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ροῦν­ται τά πε­ρι­στα­τι­κά! Γε­μί­ζει ἡ ψυ­χή τους ἀ­πό χα­ρά γιά τήν παρ­ρη­σί­α πού ἐ­νέ­πνευ­σε ὁ Θε­ός στό δοῦ­λο του. Καί ἔ­χουν τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ὁ Κύ­ριος θά τόν ἐν­δυ­να­μώ­σει μέ­χρι τέ­λους.

Μέ τή βο­ή­θεια γνω­στοῦ φύ­λα­κα κα­τορ­θώ­νουν καί τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τή νύ­χτα ἐ­κεί­νη μί­α ὁ­μά­δα Χρι­στια­νῶν, ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη, γιά νά ἐ­νι­σχύ­σουν τόν ὁ­μο­λο­γη­τή καί νά τοῦ πα­ρα­στα­θοῦν στή δύ­σκο­λη στιγ­μή. Τόν βρί­σκουν δε­μέ­νο μέ ἁ­λυ­σί­δες, μέ τήν ὄ­ψη ὅ­μως ἤ­ρε­μη, τήν καρ­διά ἀ­γαλ­λό­με­νη καί τό στό­μα ἀ­νοι­κτό νά ὑ­μνεῖ τόν Θε­ό. Δι­ό­τι ἄν τό σῶ­μα εἶ­ναι δέ­σμιο, ἡ ψυ­χή μέ­νει ἐ­λεύ­θε­ρη νά πετᾶ στά ὕ­ψη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κον­τά στόν Κύ­ριο. Πῶς τό θέ­λε­τε ὅ­μως; Εἶ­ναι ἅ­για καί ἀ­λη­θι­νή ἡ ρή­ση: «ἀ­δελ­φός ὑπ’ ἀ­δελ­φοῦ βο­η­θού­με­νος ὡς πό­λις ὀ­χυ­ρά» (Πάρ. ιη΄ 19). Καί ὁ φυ­λα­κι­σμέ­νος ἅ­γιος ἐν­δυ­να­μώ­θη­κε πο­λύ μέ τά λό­για τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως τῶν ὁ­μό­ψυ­χων ἀ­δελ­φῶν, ἀλ­λά καί οἱ Χρι­στια­νοί ἐ­πι­σκέ­πτες του ἀ­πο­χώ­ρη­σαν συγ­κι­νη­μέ­νοι δο­ξά­ζον­τας τόν Θε­ό γιά τή δύ­να­μη πού δί­νει στούς δι­κούς του.

Δυ­ό μέ­ρες ἔ­μει­νε στή φυ­λα­κή ὁ Μι­χα­ήλ, ἕ­ως ὅ­του ἦλ­θε ὁ ἀ­νώ­τε­ρος δι­κα­στής, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί θά ἐ­ξέ­δι­δε τήν κα­τα­δι­κα­στι­κή ἀ­πό­φα­ση σέ θά­να­το. Ἀλ­λά καί ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ ὁ ἅ­γιος ἀ­πτό­η­τος καί ἡ­ρω­ι­κός τήν ἰ­δί­α ὁ­μο­λο­γί­α κά­νει.

— Δέν ἀρ­νοῦ­μαι τόν Θε­ό μου, βρον­το­φω­νάζει. Δέν προ­τι­μῶ τό σκοτάδι ἀ­π’ τό φῶς, οὔ­τε τό ψέμα ἀ­π’ τήν ἀ­λή­θεια. Εἶ­μαι Ἕλ­λη­νας καί Χρι­στια­νός, θέ­λω νά πε­θά­νω γιά τόν Χρι­στό καί νά ζή­σω μ’ αὐ­τόν. Μή μέ φο­βε­ρί­ζεις, κρι­τή, δι­ό­τι πο­τέ δέν πρό­κει­ται ν’ ἀλ­λά­ξω τήν πί­στη μου. Τί μέ ὠ­φε­λοῦν τά χρή­μα­τα πού μοῦ ὑ­πό­σχε­σαι; Δέν πρό­κει­ται νά ἀν­ταλ­λά­ξω τή χα­ρά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ μέ χρή­μα­τα καί δό­ξα προ­σω­ρι­νή. Λοι­πόν πα­ρά­δω­σε μέ στή φω­τιά. Θέ­λω νά κα­ῶ, ὅ­πως οἱ ἅ­γιοι μάρ­τυ­ρες!

Κα­τό­πιν αὐ­τῶν ἡ ἀ­πό­φα­ση δέν ἀρ­γεῖ νά ἐκ­δο­θεῖ. Ὁ δι­κα­στής δι­α­τά­ζει νά πα­ρα­δο­θεῖ ὁ Μι­χα­ήλ Μαυ­ρου­δής ἀ­μέ­σως στή φω­τιά. Με­τά τήν ἀ­πό­φα­ση ὁ ἔ­παρ­χος βγαί­νει ἀ­πό τό δι­κα­στή­ριο ἔ­χον­τας δί­πλα του δε­μέ­νο τόν ἅ­γιο. Κι αὐ­τός μι­μού­με­νος τόν Κύ­ριο, ὡς ἄ­κα­κο ἀρ­νί­ο δέν ἀ­φή­νει νά βγεῖ ἀ­πό τό στό­μα του κα­μί­α λέ­ξη δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας καί ἀ­γα­να­κτή­σε­ως. Κι ἐ­νῶ μέ δι­ά­φο­ρους τρό­πους προ­σπα­θοῦν μέ­χρι τε­λευ­ταία στιγ­μή νά τόν με­τα­πεί­σουν, αὐ­τός συ­νε­χῶς ὁ­μο­λο­γεῖ τόν Χρι­στό ὡς Θε­ό καί Σω­τή­ρα του.

Ἦ­ταν ἡ­μέ­ρα Πέμ­πτη, 21 Μαρ­τί­ου καί ὥ­ρα ἕ­ξι τό ἀ­πό­γευ­μα τοῦ ἔ­τους 1544, ὅ­ταν ὁ Μι­χα­ήλ, ὁ κα­λός ὁ­μο­λο­γη­τής τοῦ Κυ­ρί­ου, πα­ρα­δό­θη­κε στή φω­τιά. Ὁ ἔ­παρ­χος δί­νει δι­α­τα­γή καί ἀ­λεί­φουν τό σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρα μέ θειά­φι καί συγ­χρό­νως ἀ­νά­βουν ἀ­πό κά­τω τή φω­τιά. Τό σῶ­μα του φουν­τώ­νει ἀ­μέ­σως σάν κε­ρί. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό καί­ε­ται ὁ Μι­χα­ήλ γιά ὥ­ρα πολ­λή ἐ­νῶ συγ­χρό­νως μέ τό στό­μα του ὑ­μνεῖ σι­γά, ὅ­σο μπο­ροῦ­σε, τόν Θε­ό.

Οἱ Ἀ­γα­ρη­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι συγ­κεν­τρώ­θη­καν στόν δρα­μα­τι­κό ἐ­κεῖ­νο τό­πο, πα­ρα­κο­λου­θοῦν τό μαρ­τύ­ριο ξε­στο­μί­ζον­τας βρι­σι­ές καί βλα­σφη­μί­ες ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Μάρ­τυ­ρα καί ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν. Κον­τά ὅ­μως στόν ἅ­γιο πα­ρα­στέ­κουν Ἄγ­γε­λοι καί τόν ἐν­δυ­να­μώ­νουν μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α του πνο­ή. Κα­τό­πιν ὅ­ταν τό καμ­μέ­νο μαρ­τυ­ρι­κό σῶ­μα μέ­νει στή γῆ, οἱ ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι πα­ρα­λαμ­βά­νουν τήν ψυ­χή του καί μέ τι­μή καί δό­ξα τήν ὁ­δη­γοῦν στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, «ὅ­που αἱ ψυ­χαί αἱ ἐ­σφαγ­μέ­ναι διά τόν λό­γον τοῦ Θε­οῦ καί διά τήν μαρ­τυ­ρί­αν τοῦ ἀρ­νί­ου, ἥν εἶ­χον» (Ἀ­ποκ. στ΄ 9).

Ὅ­ταν τέ­τοι­οι ἡ­ρω­ι­κοί Μάρ­τυ­ρες θυ­σί­α­σαν τή ζω­ή τους, γιά νά κρα­τή­σουν τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ τόν και­ρό πού ἡ ὀ­θω­μα­νι­κή βί­α ἤ­θε­λε νά ἐ­πι­βά­λει ἀν­τί τοῦ τι­μί­ου Σταυ­ροῦ τήν ἡ­μι­σέ­λη­νο, ὅ­ταν τέ­τοι­οι ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρες ἔ­χυ­σαν τό αἷ­μα τους γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α μας, ποι­ό χρέ­ος ἔ­χου­με ἐ­μεῖς πού ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με σή­με­ρα μέ τή δι­κή τους θυ­σί­α μιά Πα­τρί­δα ἐ­λεύ­θε­ρη, χρι­στι­α­νι­κή καί Ὀρ­θό­δο­ξη; Ἔ­χου­με χρέ­ος ἐ­πι­τα­κτι­κό ὄ­χι μό­νο νά ψάλ­λου­με δε­ή­σεις γι’ αὐ­τούς καί νά ἐκ­δη­λώ­νου­με τήν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας γιά τή θυ­σί­α τους, ἀλ­λά καί νά κρα­τή­σου­με τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας μέσα στίς ψυ­χές μας σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τή ζω­ή μας. Νά τήν κρα­τή­σου­με ὡς πα­ρα­κα­τα­θή­κη ἁ­γί­α καί θη­σαυ­ρό πο­λύ­τι­μο, ὡς θε­μέ­λιο ἀρ­ρα­γές, πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο καί μό­νο θά μπο­ρέ­σει νά στη­ρι­χθεῖ γιά πάν­τα με­γα­λο­πρε­πές τό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς εὐ­τυ­χί­ας τοῦ Ἔ­θνους μας.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη