Σήμερα 21/3 εορτάζουν:
- Άγιος Ιάκωβος ο Ομολογητής ο Επίσκοπος
- Άγιος Θωμάς Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
- Όσιος Σεραπίων ο Σιδώνιος
- Άγιοι Φιλήμων και Δομνίνος
- Όσιος Βήρυλλος Επίσκοπος Κατάνης
- Αγία Μαρία «ἡ ἐν Πέργῃ»
- Όσιος Σεραφείμ
- Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος
Ἀσκητὴς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, διακρίθηκε γιὰ τὴν καθαρὴ ζωὴ καὶ τὴν ὁλόψυχη προσήλωσή του στὰ διδάγματα καὶ τὶς ἐντολὲς τῆς πίστης. Ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων καὶ διώχθηκε σκληρά, μέχρι τοῦ σημείου νὰ στερηθεῖ ἀκόμα καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί. Ἀλλὰ ὅλη ἡ στέρηση καὶ ἡ κακοπάθεια ποὺ ὑπέστη, δὲ λύγισε καθόλου τὸ φρόνημά του. Ἔμεινε σταθερὸς μέχρι τὴν τελευταία του πνοή, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια του Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: «Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ». Σύ, λοιπόν, κακοπάθησε σὰν καλὸς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Πρόκειται γιὰ τὸ Θωμᾶ τὸν Α´ ποὺ διαδέχτηκε τὸν Πατριάρχη Κυριακὸ στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ 607. Ὁ Θωμᾶς αὐτὸς χειροτονήθηκε διάκονος καὶ προήχθη σὲ Σακελλάριο ἀπὸ τὸν προκάτοχο τοῦ Κυριακοῦ, Ἰωάννη τὸ Νηστευτῆ. Ἡ ὑπόληψη καὶ ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγνοῦ ἐκείνου ἄνδρα πρὸς τὸν Θωμᾶ, ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη μαρτυρία τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ὑπόλοιπης ἀρετῆς του. Ὁ Πατριάρχης Θωμᾶς Α´, ἔκτισε στὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν ἁγία Σοφία, τὸν μέγα τρίκλινο, ποὺ ἀπὸ τ᾿ ὄνομά του ὀνομάστηκε «Θωμαΐτης», καὶ ἀπὸ κάτω του ἦταν ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Πατριαρχείου. Στὴν ἁγνότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, πρόσθεσε τὴν δόξα τοῦ ἀγωνιστῆ καὶ ἀκοίμητου φύλακα τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Πέθανε δὲ τὴν 20η Μαρτίου τοῦ 610 καὶ κηδεύτηκε τὴν 22α τοῦ ἴδιου μήνα, ἡμέρα Κυριακή.
Οἱ Ἅγιοι Φιλήμων καὶ Δομνῖνος
Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς μεγάλης καὶ σκληρῆς πάλης τῆς εἰδωλολατρίας κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ. Μὲ τὴν φλόγα τοῦ ζήλου τους γιὰ τὸν Χριστό, πήγαιναν σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἰταλίας καὶ κήρυτταν τὸν αἰώνιο λόγο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Συνελήφθησαν καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειραν ἀνελέητα, κατόπιν τοὺς φυλάκισαν. Ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωσή τους στὴ χριστιανικὴ πίστη ἐξακολουθοῦσε ἀκέραια, καὶ ἔτσι κάτω ἀπὸ τὰ ξίφη τῶν δημίων ἀξιώθηκαν τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου.
Ὁ Ὅσιος Βήρυλλος ἐπίσκοπος Κατάνης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ὅταν πῆγε μαζί του στὴ Δύση, χειροτονήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν ἐπίσκοπος Κατάνης τῆς Σικελίας. Ἐκεῖ ὁ Βήρυλλος, ποίμανε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ ποίμνιό του καὶ ἔφερε ἀρκετοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἐπίσης ἀξιώθηκε καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Κάποτε λοιπόν, ὑπῆρχε μία πηγὴ στὴν Κατάνη, ποὺ ἔβγαζε πικρὸ νερό. Ὁ Ἅγιος διὰ τῆς προσευχῆς του, μετέβαλε τὸ πικρὸ νερό, σὲ γλυκό. Ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα αὐτὸ κάποιος φανατικὸς εἰδωλολάτρης, πίστεψε στὸν Χριστό, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἀρκετοὶ ἄλλοι. Ὁ Ὅσιος Βήρυλλος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε μὲ τιμὲς στὴν Κατάνη, ὅπου μέχρι σήμερα ἀναβλύζει μύρο καὶ θεραπεύει ἀσθένειες σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται σ᾿ αὐτὸ μὲ πίστη.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Σιδώνιος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σιδῶνα καὶ ἔζησε κυρίως στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἔλαμπε μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν της. Ἀποδείχτηκε κορυφαῖος στὰ ἔργα ἐλεημοσύνης. Δὲν ἔδωσε μόνο ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ κατόπιν ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλάνθρωπη ζωή του μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Μοίραζε στοὺς φτωχοὺς ὅσα εὐσεβεῖς χριστιανοὶ τοῦ ἔδιναν γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἡ δὲ ἀγάπη του στοὺς στερημένους τὸν ὠθοῦσε σὲ ὑπερβολές. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκδηλώθηκε μὲ σπάνιο τρόπο. Ὅταν τὸν ἔπιαναν οἱ λῃστὲς γιὰ νὰ τὸν πουλήσουν σὰν δοῦλο, αὐτὸς μὲ τὴν πειθὼ ποὺ τὸν διέκρινε, ἔκανε τοὺς λῃστὲς δούλους Χριστοῦ. Κάποτε ὅμως τὸν πούλησαν σὲ κάποιον Λακεδαιμόνιο πρόκριτο, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του πρέσβευε τὴν αἵρεση τῶν Μανιχαίων. Στὴν ἀρχὴ ὁ αἱρετικὸς ἐνέπαιξε τὸν Σεραπίωνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀνταπέδωσε μόνο ὑπομονὴ καὶ γλυκύτητα. Μετὰ δυὸ χρόνια ὁ δοῦλος νίκησε τὸν κύριο, ὁ ὁποῖος οἰκογενειακὰ προσῆλθε στὴνὈρθοδοξία. Ἔπειτα ὁ Σεραπίων πῆγε στὴν Ἀθήνα, ὅπου κέρδισε πολλὲς ψυχές. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Ῥώμη, ὅπου κατόρθωσε νὰ φέρει στὴν ἐγκράτεια πολλοὺς κοιλιόδουλους. Τελικὰ ὅμως ἐπέστρεψε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο καὶ ἐκεῖ πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα, ἀξιομίμητο παράδειγμα στοὺς ἐκεῖ μοναχούς.
Ἡ Ἁγία Μαρία «ἡ ἐν Πέργῃ»
Ἄγνωστη ἡ μάρτυς αὐτὴ στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 25 φ. 64 α, καθὼς καὶ ἡ ἀσματική της Ἀκολουθία, ποὺ ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνα της ἀρχίζει: «Δέχου τὸν ὕμνον εὐμενῶς μακαριωτάτη». Μᾶλλον εἶναι ποίημα τοῦ Θεοφάνους καὶ ἐξυμνεῖται σὰν καλλίνικος μάρτυς.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυρουδής
1) Γενναῖος Ὁμολογητής.
Τίς μέρες πού ἑορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῆς ἔνδοξης ἀνεξαρτησίας μας, τήν 25η Μαρτίου, ἔρχονται στό νοῦ μας ἐντονότερα τά ὀνόματα καί οἱ φυσιογνωμίες ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μέ ὁποιοδήποτε τρόπο συντέλεσαν στήν ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδος μας. Πολέμαρχοι, ἀγωνιστές, Φιλικοί, Φιλέλληνες, Διδάσκαλοι τοῦ Γένους. Τήν πρώτη ὅμως καί ὑψηλότερη θέση μεταξύ τους κατέχουν οἱ Νεομάρτυρες, ἐκεῖνοι δηλαδή πού στή σκληρή δουλεία πότισαν μέ τό αἷμα τούς τό δένδρο τῆς ἐλευθερίας καί μέ τό ἱερό μαρτύριό τους εἵλκυσαν τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό Ἔθνος μας καί διαφύλαξαν τή φλόγα τῆς πίστεως στίς ψυχές τῶν ραγιάδων. Πολλοί εἶναι οἱ γνωστοί καί περισσότεροι οἱ ἄγνωστοι, οἱ ὁποῖοι σέ διαφόρες ἐποχές καί περιοχές ἀντιτάχθηκαν στόν ἐξισλαμισμό καί ἔδωσαν μέ τό λόγο, τή ζωή καί τό μαρτύριό τους τήν ὁμολογία, ὅτι ὁ Γραικός δέν ἀλλαξοπιστεῖ οὔτε καί προδίδει τά ὅσια καί τά ἱερά τῆς φυλῆς του. Ὁ Μιχαήλ Μαυρουδής εἶναι ἕνας ἀπ’ αὐτούς.
Μέσα στήν παγωνιά τῆς πικρῆς δουλείας γεννήθηκε ὁ Μιχαήλ στό χωριό Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων. Εἶχε ὅμως τήν εὐτυχία νά ἀπολαμβάνει μέσα στό φτωχικό σπίτι του τή θαλπωρή πού δίνει ἡ πίστη στόν Χριστό καί ἡ ἀγάπη στήν Πατρίδα. Διότι οἱ γονεῖς του, Δημήτριος καί Στατήρα, ἦταν πιστοί καί ἐνάρετοι, ἀλλά καί φλογεροί Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἀπό τή γέννησή του τοῦ μετέδωσαν ὄχι κάποιον ὑλικό θησαυρό —ποῦ νά τόν βροῦν;— ἀλλά τόν πνευματικό θησαυρό, τόν ὁποῖο οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς γνωρίζουν νά μεταδίδουν στά παιδιά τους. Τοῦ ἐνέπνευσαν τόν πόθο νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί νά ἐφαρμόζει τίς ἐντολές του. Ὁ πατέρας του ὅμως, ὁ ἁπλός καί εὐλαβής Δημήτριος, ἔφυγε γρήγορα γιά τήν αἰωνιότητα καί τήν ἀνατροφή συμπλήρωσε ἡ ἀντάξια μητέρα του, ἕως ὅτου σέ κατάλληλη ἡλικία νυμφεύθηκε ὁ Μιχαήλ καί μέ τή σύζυγό του ἀναχώρησε καί ἐγκαταστάθηκε στή Θεσσαλονίκη.
Ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη συνδέθηκε ὁ Μιχαήλ μέ τή συντεχνία τῶν ἀρτοποιῶν καί ἐργαζόταν εὐσυνείδητα σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς, γιά νά ἐξοικονομεῖ τόν ἄρτο τῆς οἰκογένειάς του. Δέν ἔπαυσε ὅμως νά ζεῖ τήν ἴδια θεάρεστη ζωή, πολύ περισσότερο τώρα πού ἐνηλικιώθηκε καί συνειδητοποίησε καί ἐκτίμησε πλήρως τήν ἁγία πίστη πού εἶχε. Τί καί ἄν ἦταν ἄνθρωπος ἐλάχιστων γραμμάτων; Μέ τά λίγα πού ἔμαθε στήν ἐκκλησία τῆς πατρίδος του, θέρμαινε τούς ἱερούς καί ἁγίους πόθους του. Καί τώρα στή Θεσσαλονίκη παρακολουθοῦσε πάντοτε τίς ἱερές Ἀκολουθίες καί τά κηρύγματα τοῦ Μητροπολίτου Θεοφάνους, συγκινοῦνταν ἀπ’ αὐτά καί εἶχε τόν πόθο νά μεταδώσει καί σ’ ἄλλους τήν πίστη στόν Σωτήρα Χριστό.
Τό ἔργο αὐτό τό θεωροῦσε ἱερό καί τό ἔκανε πρός δυό κατευθύνσεις. Μέσα στό φοῦρνο κι ἐνῶ φρόντιζε νά ἐξυπηρετεῖ τούς Ἕλληνες πελάτες του προσπαθοῦσε συγχρόνως νά τονώνει τό φρόνημά τους, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά μήν ὑποχωρήσουν στήν ὀθωμανική βία, ἀλλά νά κρατήσουν ψηλά τά ἱερά ἰδανικά τους. Δέν παρέλειπε ὅμως νά δίνει ἀφορμές συζητήσεως γιά τά θέματα τῆς πίστεως καί σέ γνωστούς τούρκους, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπισκέπτονταν καί μάλιστα σέ Ὀθωμανόπουλα, τά ὁποῖα δέν ἄκουσαν ποτέ γιά τόν Χριστό καί τή διδασκαλία του. Ἔτσι ὅταν τή Δευτέρα ἐκείνη μετά τήν Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως τοῦ ἔτους 1544 ἕνα τουρκόπουλο ἦλθε νά ἀγοράσει ψωμί, ὁ Μιχαήλ θέλησε νά τοῦ μιλήσει καί γιά τόν ἄλλον ἐκεῖνο Ἄρτο, τόν Ἄρτο τῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος δίνει ζωή στόν κόσμο (Ἰωάν. στ΄ 33 – 35). Τοῦ μίλησε μέ ἁπλότητα, ἀλλά καί σαφήνεια γιά τόν πολλαπλασιασμό τῶν πέντε ἄρτων στήν ἔρημο, γιά τόν Χριστό καί τήν πίστη σ’ αὐτόν. Δέν πέρασαν ὅμως παρά λίγα λεπτά κι ὁ τοῦρκος νέος διηγήθηκε τά ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Μιχαήλ στόν ὀθωμανό νομοδιδάσκαλο, ὁ ὁποῖος τήν ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἀπ’ τό δρόμο. Ἐξαγριωμένος ὁ τοῦρκος μπαίνει στό ἀρτοποιεῖο, μέσα στό ὁποῖο ἀρχίζει ἐκτενής συζήτηση μεταξύ τοῦ νομοδιδασκάλου καί τοῦ Μιχαήλ. Ὁ πρῶτος, φανατικός, ἐπιπλήττει καί ἀπειλεῖ. Ὁ ἄλλος μέ θερμότητα καί σταθερότητα μιλᾶ γιά τήν πίστη του στόν Χριστό.
Γρήγορα ἡ ὑπόθεση ἔφθασε στό δικαστήριο καί ὁ Μιχαήλ βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ κριτῆ, τοῦ τούρκου δικαστῆ. Στέκεται ἐνώπιον τοῦ βήματος τοῦ κριτῆ, ἀλλά τό ἄλλο βῆμα τοῦ ἄλλου Κριτή θυμᾶται, στό ὁποῖο ἐπιθυμεῖ νά ἔχει καλή ἀπολογία. Γι’ αὐτό καί μέ παρρησία πολλή ἀμέσως ἀπό τήν πρώτη στιγμή κάνει τήν ὁμολογία του. Ὅταν ὁ τοῦρκος δικαστής τόν ρωτᾶ πώς ὀνομάζεται καί ἀπό πού κατάγεται, ὁμολογεῖ μέ καύχηση ἐν Κυρίῳ ὅτι εἶναι Χριστιανός, ἀπό Χριστιανούς γονεῖς, ὅτι πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό, τόν τρισυπόστατο καί Δημιουργό τοῦ παντός. Ἡ ἀπολογία του εἶναι μία θαυμάσια ἔκθεση τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διδασκαλίας γιά τόν Θεό, τήν ὁποία θά ζήλευε ἀκόμη κι ἕνας εἰδικευμένος θεολόγος.
Ὁ δικαστής ντροπιασμένος ἀπό τήν ὁμολογία καί παρρησία τοῦ ἀγράμματου ραγιᾶ, τόν ἀπειλεῖ: θά παραδοθεῖς στή φωτιά, τοῦ λέει, ἄν δέν μετανοήσεις καί δέν ἀρνηθεῖς ἐκεῖνο πού εἶπες. Κι ὁ Χριστιανός ὁμολογητής θυμᾶται τήν ὥρα ἐκείνη τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι. φοβήθητε δέ μᾶλλον τόν δυνάμενον καί ψυχήν καί σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Μάτθ. ι΄ 28).
Γι’ αὐτό καί διακηρύττει μέ δυνατή φωνή, γιά νά τόν ἀκούσουν ὁ δικαστής καί ὅλοι οἱ παρόντες;
Πιστεύω στόν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι Θεός ἀληθινός καί Πλάστης μου καί εἶμαι ἕτοιμος νά ὑπομείνω μύρια βασανιστήρια γιά τήν ἀγάπη του. Πάρτε λοιπόν ἀπό τά χρήματα πού ἔχω καί ἀγοράστε ξύλα, γιά νά μέ κάψετε, διότι δέν θέλω ἀπό τά δικά σας νά προσφερθῶ θυσία στόν Θεό.
Μέ ραβδισμός καί κτυπήματα ὁ δικαστής τόν ὁδηγεῖ ἀμέσως στή φυλακή, ἀπό τήν ὁποία θά τόν βγάλουν καί πάλι γιά νά ἀκολούθησει νέα διαδικασία.
2) Τό ἡρωικό μαρτύριο.
Ὁ Μιχαήλ Μαυρουδής κλείσθηκε στήν ὑγρή ὑπόγεια φυλακή ἔπειτα ἀπό τήν ἡρωική του στάση καί τή γενναία του χριστιανική ὁμολογία ἐνώπιον τοῦ τούρκου δικαστῆ. Πόση συγκίνηση αἰσθάνονται ὁ Μητροπολίτης Θεοφάνης καί οἱ ἄλλοι Θεσσαλονικεῖς, ὅταν πληροφοροῦνται τά περιστατικά! Γεμίζει ἡ ψυχή τους ἀπό χαρά γιά τήν παρρησία πού ἐνέπνευσε ὁ Θεός στό δοῦλο του. Καί ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι ὁ Κύριος θά τόν ἐνδυναμώσει μέχρι τέλους.
Μέ τή βοήθεια γνωστοῦ φύλακα κατορθώνουν καί τόν ἐπισκέπτονται τή νύχτα ἐκείνη μία ὁμάδα Χριστιανῶν, ἀπεσταλμένοι τοῦ Μητροπολίτη, γιά νά ἐνισχύσουν τόν ὁμολογητή καί νά τοῦ παρασταθοῦν στή δύσκολη στιγμή. Τόν βρίσκουν δεμένο μέ ἁλυσίδες, μέ τήν ὄψη ὅμως ἤρεμη, τήν καρδιά ἀγαλλόμενη καί τό στόμα ἀνοικτό νά ὑμνεῖ τόν Θεό. Διότι ἄν τό σῶμα εἶναι δέσμιο, ἡ ψυχή μένει ἐλεύθερη νά πετᾶ στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ κοντά στόν Κύριο. Πῶς τό θέλετε ὅμως; Εἶναι ἅγια καί ἀληθινή ἡ ρήση: «ἀδελφός ὑπ’ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά» (Πάρ. ιη΄ 19). Καί ὁ φυλακισμένος ἅγιος ἐνδυναμώθηκε πολύ μέ τά λόγια τῆς παρακλήσεως τῶν ὁμόψυχων ἀδελφῶν, ἀλλά καί οἱ Χριστιανοί ἐπισκέπτες του ἀποχώρησαν συγκινημένοι δοξάζοντας τόν Θεό γιά τή δύναμη πού δίνει στούς δικούς του.
Δυό μέρες ἔμεινε στή φυλακή ὁ Μιχαήλ, ἕως ὅτου ἦλθε ὁ ἀνώτερος δικαστής, ὁ ὁποῖος καί θά ἐξέδιδε τήν καταδικαστική ἀπόφαση σέ θάνατο. Ἀλλά καί ἐνώπιον αὐτοῦ ὁ ἅγιος ἀπτόητος καί ἡρωικός τήν ἰδία ὁμολογία κάνει.
— Δέν ἀρνοῦμαι τόν Θεό μου, βροντοφωνάζει. Δέν προτιμῶ τό σκοτάδι ἀπ’ τό φῶς, οὔτε τό ψέμα ἀπ’ τήν ἀλήθεια. Εἶμαι Ἕλληνας καί Χριστιανός, θέλω νά πεθάνω γιά τόν Χριστό καί νά ζήσω μ’ αὐτόν. Μή μέ φοβερίζεις, κριτή, διότι ποτέ δέν πρόκειται ν’ ἀλλάξω τήν πίστη μου. Τί μέ ὠφελοῦν τά χρήματα πού μοῦ ὑπόσχεσαι; Δέν πρόκειται νά ἀνταλλάξω τή χαρά τοῦ οὐρανοῦ μέ χρήματα καί δόξα προσωρινή. Λοιπόν παράδωσε μέ στή φωτιά. Θέλω νά καῶ, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες!
Κατόπιν αὐτῶν ἡ ἀπόφαση δέν ἀργεῖ νά ἐκδοθεῖ. Ὁ δικαστής διατάζει νά παραδοθεῖ ὁ Μιχαήλ Μαυρουδής ἀμέσως στή φωτιά. Μετά τήν ἀπόφαση ὁ ἔπαρχος βγαίνει ἀπό τό δικαστήριο ἔχοντας δίπλα του δεμένο τόν ἅγιο. Κι αὐτός μιμούμενος τόν Κύριο, ὡς ἄκακο ἀρνίο δέν ἀφήνει νά βγεῖ ἀπό τό στόμα του καμία λέξη διαμαρτυρίας καί ἀγανακτήσεως. Κι ἐνῶ μέ διάφορους τρόπους προσπαθοῦν μέχρι τελευταία στιγμή νά τόν μεταπείσουν, αὐτός συνεχῶς ὁμολογεῖ τόν Χριστό ὡς Θεό καί Σωτήρα του.
Ἦταν ἡμέρα Πέμπτη, 21 Μαρτίου καί ὥρα ἕξι τό ἀπόγευμα τοῦ ἔτους 1544, ὅταν ὁ Μιχαήλ, ὁ καλός ὁμολογητής τοῦ Κυρίου, παραδόθηκε στή φωτιά. Ὁ ἔπαρχος δίνει διαταγή καί ἀλείφουν τό σῶμα τοῦ Μάρτυρα μέ θειάφι καί συγχρόνως ἀνάβουν ἀπό κάτω τή φωτιά. Τό σῶμα του φουντώνει ἀμέσως σάν κερί. Μέ τόν τρόπο αὐτό καίεται ὁ Μιχαήλ γιά ὥρα πολλή ἐνῶ συγχρόνως μέ τό στόμα του ὑμνεῖ σιγά, ὅσο μποροῦσε, τόν Θεό.
Οἱ Ἀγαρηνοί, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώθηκαν στόν δραματικό ἐκεῖνο τόπο, παρακολουθοῦν τό μαρτύριο ξεστομίζοντας βρισιές καί βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Μάρτυρα καί ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Κοντά ὅμως στόν ἅγιο παραστέκουν Ἄγγελοι καί τόν ἐνδυναμώνουν μέχρι τήν τελευταία του πνοή. Κατόπιν ὅταν τό καμμένο μαρτυρικό σῶμα μένει στή γῆ, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι παραλαμβάνουν τήν ψυχή του καί μέ τιμή καί δόξα τήν ὁδηγοῦν στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, «ὅπου αἱ ψυχαί αἱ ἐσφαγμέναι διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί διά τήν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου, ἥν εἶχον» (Ἀποκ. στ΄ 9).
Ὅταν τέτοιοι ἡρωικοί Μάρτυρες θυσίασαν τή ζωή τους, γιά νά κρατήσουν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ τόν καιρό πού ἡ ὀθωμανική βία ἤθελε νά ἐπιβάλει ἀντί τοῦ τιμίου Σταυροῦ τήν ἡμισέληνο, ὅταν τέτοιοι ἐθνομάρτυρες ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἐλευθερία μας, ποιό χρέος ἔχουμε ἐμεῖς πού ἀπολαμβάνουμε σήμερα μέ τή δική τους θυσία μιά Πατρίδα ἐλεύθερη, χριστιανική καί Ὀρθόδοξη; Ἔχουμε χρέος ἐπιτακτικό ὄχι μόνο νά ψάλλουμε δεήσεις γι’ αὐτούς καί νά ἐκδηλώνουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας γιά τή θυσία τους, ἀλλά καί νά κρατήσουμε τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας μέσα στίς ψυχές μας σ’ ὁλόκληρη τή ζωή μας. Νά τήν κρατήσουμε ὡς παρακαταθήκη ἁγία καί θησαυρό πολύτιμο, ὡς θεμέλιο ἀρραγές, πάνω στό ὁποῖο καί μόνο θά μπορέσει νά στηριχθεῖ γιά πάντα μεγαλοπρεπές τό οἰκοδόμημα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εὐτυχίας τοῦ Ἔθνους μας.
Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη