ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (23/3)

Σήμερα 23/3 εορτάζουν:

  • Άγιος Νίκων Ίερομάρτυρας και οι 199 μαθητές του
  • Άγιος Λουκάς ο Ανδριανουπολίτης
  • Άγιος Δομέτιος
  • Όσιος Παχώμιος ο Αναχωρητής
  • Όσιος Εφραίμ ο εν σπηλαίω (Ρώσος)
  • Όσιος Θεοδόσιος ο Θαυματουργός (Ρώσος)
  • Όσιος Νίκων καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου
  • Άγιος Βασσιανός Επίσκοπος Ροστώβ της Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Νίκων Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ 199 μαθητές του

23.-Agios-Nikon

Στὶς 23 Μαρ­τί­ου ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­ορ­τά­ζει τὴ μνή­μη μιᾶς ἐν­δό­ξου χο­ρεί­ας 200 μαρ­τύ­ρων τοῦ 3ου αἰ­ῶ­νος, τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος τοῦ ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος μα­ζὶ μὲ τοὺς 199 μα­θη­τές του.

Ἡ ζω­ὴ τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ τὴν ἐ­παρ­χί­α τῆς Νε­α­πό­λε­ως τῆς Ἰ­τα­λί­ας. Ἐ­δῶ γεν­νή­θη­κε καὶ ἔ­ζη­σε. Τὸ οἰ­κο­γε­νεια­κὸ πε­ρι­βάλ­λον ὅ­που ἀ­να­τρά­φη­κε ἦ­ταν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ ἀπὸ τὸν πα­τέ­ρα του, βα­θύ­τα­τα ὅ­μως χρι­στι­α­νι­κὸ ἀ­πὸ τὴ μη­τέ­ρα του. Αὐ­τὴ ἡ εὐ­σε­βὴς μη­τέ­ρα ἔ­θε­σε μέ­σα στὴν ψυ­χὴ τοῦ μι­κροῦ Νί­κω­να ὡς θε­μέ­λιο καὶ ἀ­κρο­γω­νια­ῖο λί­θο τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Αὐ­τὴ ἡ πι­στὴ μάν­να, ὅ­πως ὡ­ραῖ­α λέ­ει ὁ ὑ­μνο­γρά­φος, κα­τηύ­γα­σε «μὲ τὸ φῶς τῶν θεί­ων ρη­μά­των» τὴν ἁ­πα­λὴ καρ­διὰ τοῦ παι­διοῦ της.

Νέ­ος, ὡ­ραῖ­ος στὴν ὄ­ψη, ἀ­θλη­τι­κὸς στὸ πα­ρά­στη­μα, ζη­λευ­τὸς στὰ χα­ρί­σμα­τα, ὁ Νί­κων κα­τε­τά­γη νω­ρὶς στὸν ρω­μα­ϊ­κὸ στρα­τό, τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ ὑ­πη­ρέ­τη­σε μὲ τόλ­μη καὶ ἀ­φο­σί­ω­ση. Σὲ κά­ποι­α δύ­σκο­λη πο­λε­μι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α κιν­δύ­νευ­σαν ὅ­λοι νὰ ἡτ­τη­θοῦν, ὁ γεν­ναῖ­ος Νί­κων θυ­μή­θη­κε τὶς συμ­βου­λὲς τῆς μη­τέ­ρας του. Ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε ἀ­μέ­σως τὸ ὅ­πλο τῆς προ­σευ­χῆς. Καὶ μὲ ἰ­σχυ­ρὴ φω­νὴ ἐ­κραύ­γα­σε: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, βο­ή­θει μοι». Καὶ ὅρ­μη­σε στὴ μά­χη κά­νον­τας τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ. Οἱ ἐ­χθροὶ ἔ­φυ­γαν ντρο­πι­α­σμέ­νοι, ἡτ­τη­μέ­νοι. Εἶ­χε νι­κή­σει «ἡ εὐ­χὴ τῆς πί­στε­ως» ἑ­νὸς στρα­τι­ώ­του – τοῦ Νί­κω­νος! Ὅ­λοι ἐ­πέ­στρε­ψαν πί­σω ἔν­δο­ξοι καὶ τι­μη­μέ­νοι. Ἔκ­πλη­κτοι οἱ συμ­πο­λε­μι­στὲς τοῦ Νί­κω­να μι­λοῦ­σαν γιὰ θαῦ­μα.

Ὅ­λα αὐ­τὰ ὁ Νί­κων τὰ ἀ­νήγ­γει­λε μὲ χα­ρὰ στὴν εὐ­σε­βὴ μη­τέ­ρα του δο­ξά­ζον­τας τὸν Θε­ό. Τῆς ἀ­να­κοί­νω­σε ἀ­κό­μα καὶ τὸ με­γά­λο του πό­θο νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει γιὰ τὴν Ἀ­να­το­λή. Καὶ ἐ­κεῖ νὰ βα­πτι­σθεῖ, νὰ λου­σθεῖ στὰ κα­θαρ­τι­κὰ ὕ­δα­τα τῆς ἁ­γί­ας Κο­λυμ­βή­θρας, νὰ γί­νει συ­νει­δη­τὸ μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ!…

Ἀ­να­χω­ρεῖ λοι­πὸν γιὰ τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Καὶ ἀ­πὸ κεῖ κα­τα­φθά­νει στὴ Χί­ο, ὅ­που καὶ σταθ­μεύ­ει γιὰ μιὰ ἑ­βδο­μά­δα. Ἀ­νε­βαί­νει σὲ ὄ­ρος ὑ­ψη­λό. Ἐ­δῶ ὁ Ἅ­γιος προ­σεύ­χε­ται ἀ­πε­ρί­σπα­στα. Νη­στεύ­ει καὶ ἀ­γρυ­πνεῖ. Πα­ρα­δί­δει τε­λεί­ως τὸν ἑ­αυ­τό του στὸ σχέ­διο τῆς θεί­ας Προ­νοί­ας, τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ὁ πα­νά­γα­θος Κύ­ριος, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἀ­σφα­λὴς ὁ­δη­γὸς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­της ψυ­χῆς, μὲ θεῖ­ο ση­μεῖ­ο – ὑ­πό­δει­ξη ἀγ­γέ­λου του – δι­α­τά­ζει τὸ δοῦ­λο του νὰ κα­τε­βεῖ στὴ μι­κρὴ πα­ρα­λί­α καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μὲ πλοιά­ριο, με­τὰ δύ­ο μέ­ρες, νὰ φθά­σει στὴν Προ­πον­τί­δα στὴν πό­λη Γά­νος τῆς Θρά­κης.

Στὴν πε­ρι­ο­χὴ αὐ­τὴ ὁ Κύ­ριος θὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὸν δοῦ­λο του γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴ θεί­α Χά­ρη τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος ἀλ­λὰ καὶ τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης.

Ἀ­νέρ­χε­ται ὁ ἅ­γιος στὸ ὁ­μώ­νυ­μο βου­νὸ Γά­νος, ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε με­γά­λο μο­να­στι­κὸ κέν­τρο τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Ἐ­κεῖ εἶ­χε ἀ­πο­συρ­θεῖ καὶ ἀ­σκή­τευ­ε τό­τε ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Κυ­ζί­κου Θε­ό­δω­ρος. Σ’ αὐ­τὸν τὸν ἅ­γιο κα­θο­δη­γὸ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται ὁ Νί­κων τὸν πό­θο του: νὰ βα­πτι­σθεῖ! Ὁ τα­πει­νὸς Ἐ­πί­σκο­πος προσ­δέ­χε­ται μὲ χα­ρὰ τὸν δοῦ­λο τοῦ Θε­οῦ Νί­κω­να. Ἀ να­λαμ­βά­νει ὁ ἴ­διος προ­σω­πι­κὰ νὰ τὸν κα­τη­χή­σει ἢ μᾶλ­λον νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὸ ἔρ­γο ποὺ ἡ εὐ­σε­βὴς μη­τέ­ρα τοῦ Νί­κω­νος εἶ­χε ἀρ­χί­σει. Πά­νω λοι­πὸν στὰ θε­μέ­λια ποὺ ἐ­κεί­νη ἔ­θε­σε στὸ παι­δί της, οἰ­κο­δο­μεῖ καὶ αὐ­τὸς τοὺς τι­μί­ους λί­θους τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, δογ­μα­τι­κῆς καὶ ἠ­θι­κῆς.

Καὶ ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ πο­λυ­πό­θη­τη ὥ­ρα τῆς βα­πτί­σε­ως, ὁ Νί­κων μὲ ἱ­ε­ρὴ ἀ­γαλ­λί­α­ση δέ­χε­ται τὴ θεί­α Χά­ρη. Συ­νέ­χι­σε δὲ καὶ με­τὰ τὸ Βά­πτι­σμα τοὺς ἀ­σκη­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες του μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­κρί­βεια. Καὶ ἐ­πει­δὴ ὁ πλοῦ­τος τῶν ἀ­ρε­τῶν του ἦ­ταν τό­σο με­γά­λος, ἐ­κρί­θη ὁ ἅ­γιος Νί­κων ἄ­ξιος ἀ­πὸ τὸν Ἐ­πί­σκο­πο, με­τὰ τρί­α χρό­νια ἀ­πὸ τὴ βά­πτι­σή του, νὰ δε­χθεῖ καὶ τὸ Μυ­στή­ριο τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης καὶ νὰ γί­νει ἱ­ε­ρεὺς τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου.

Ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ καὶ φω­τει­νὴ μορ­φὴ τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος ἐ­νέ­πνευ­σε πολ­λούς. Σὰν ἰ­σχυ­ρὸς μα­γνή­της εἵλ­κυ­σε κον­τά του 190 μα­θη­τές. Ὅ­λους αὐ­τοὺς ὁ ὅ­σιος τοὺς κα­θο­δη­γοῦ­σε μὲ σο­φί­α καὶ σύ­νε­ση, τοὺς συ­νέ­δε­ε μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ καὶ τοὺς μυ­στα­γω­γοῦ­σε στὰ μυ­στή­ρια τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λοι ἔ­νι­ω­θαν κον­τά του ἀ­σφά­λεια καὶ ἀ­νά­παυ­ση ἀ­πὸ τὴν ποι­μαν­τι­κή του κα­θο­δή­γη­ση. Φρόν­τι­ζε ὁ Ἅ­γιος νὰ με­τα­δί­δει πνευ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ σὲ ὅ­λους τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ φρό­νη­μα!

Ὅ­ταν ξέ­σπα­σε ὁ δι­ωγ­μὸς τοῦ Δε­κί­ου στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τῆς Ἀ­να­το­λῆς, ὁ ἅ­γιος Νί­κων φω­τι­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὸ Πα­νά­γιον Πνεῦ­μα μα­ζὶ μὲ τοὺς μα­θη­τές του ἀ­νε­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ τὸν τό­πο τῆς ἀ­σκή­σε­ώς τους σὲ ἀ­σφα­λέ­στε­ρο μέ­ρος. Ἀ­φοῦ κα­τέ­φυ­γαν – ὅ­λοι μα­ζί – γιὰ λί­γο και­ρὸ στὴ Μυ­τι­λή­νη, ἔ­φθα­σαν κα­τό­πιν στὴν Ἰ­τα­λί­α. Συ­νέ­πε­σε δὲ τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη νὰ πε­θά­νει ἡ μη­τέ­ρα του, τὴν ὁ­ποί­α ἐ­κή­δευ­σε ὁ Ὅ­σιος μὲ τι­μή, εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ ἱ­ε­ρὴ συγ­κί­νη­ση, για­τὶ σ’ αὐ­τὴν ὄ­φει­λε τὸν πρῶ­το σπιν­θή­ρα τῆς ἀ­γά­πης του πρὸς τὸν Θε­ό.

Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ αὐ­τὴ συ­νο­δεί­α κα­τέ­λη­ξε στὸ νη­σὶ τῆς Σι­κε­λί­ας. Οἱ θε­ο­φι­λεῖς ἀ­γῶ­νες ὅ­λων συ­νε­χί­στη­καν ἐ­πά­νω στὸ κεν­τρι­κὸ ὄ­ρος τοῦ νη­σιοῦ, τὸ Ταυ­ρο­μέ­νιο (ση­με­ρι­νὴ Τα­ορ­μί­να), στὰ ἐ­ρεί­πια συγ­κρο­τή­μα­τος λου­τρῶν. Στὴ φω­τει­νὴ αὐ­τὴ συ­νο­δεί­α εἶ­χαν προ­στε­θεῖ καὶ ἄλ­λοι ἐν­νιὰ μα­θη­τὲς ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη.

Ἡ φή­μη τῶν εὐ­λα­βῶν καὶ πι­στῶν αὐ­τῶν Χρι­στια­νῶν μο­να­χῶν ἀ­σκη­τῶν ἔ­φθα­σε στὸν εἰ­δω­λο­λά­τρη ἡ­γε­μό­να τῆς Σι­κε­λί­ας Κυν­τια­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοὺς κά­λε­σε σὲ αὐ­στη­ρὴ ἀ­νά­κρι­ση. Τοὺς ἀ­πεί­λη­σε μὲ θά­να­το ἐ­ὰν δὲν ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη καὶ δὲν θυ­σιά­σουν στὰ εἴ­δω­λα. Καὶ τό­τε ὅ­λοι μα­ζὶ οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ πι­στοὶ δοῦ­λοι καὶ μα­θη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ μα­ζὶ μὲ τὸν πνευ­μα­τι­κό τους πα­τέ­ρα Νί­κω­να ὁ­μο­λό­γη­σαν μὲ στα­θε­ρό­τη­τα τὴν πί­στη τους στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ὸ καὶ Σω­τή­ρα τους, τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό!

Ἡ ἀ­συμ­βί­βα­στη καὶ ἀ­με­τά­κλη­τη αὐ­τὴ ὁ­μο­λο­γί­α ἐ­ξα­γρί­ω­σε τὸν ἡ­γε­μό­να. Δι­έ­τα­ξε ἀ­μέ­σως τοὺς 199 μα­θη­τὲς νὰ ξα­πλώ­σουν στὴ γῆ γιὰ νὰ τοὺς μα­στι­γώ­σουν μὲ βού­νευ­ρα. Καὶ ἔ­τσι πλη­γω­μέ­νοι βα­ριὰ νὰ κα­τα­κα­οῦν. Καὶ με­τὰ δι­έ­τα­ξε καὶ τοὺς ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν. Τὰ μαρ­τυ­ρι­κά τους σώ­μα­τα τὰ ἔ­ρι­ξαν σὲ με­γά­λη φω­τιὰ ποὺ ἄ­να­ψαν γι’ αὐ­τούς.

Τὸν ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα Νί­κω­να τὸν ξά­πλω­σαν κα­τα­γῆς, τοῦ τέν­τω­σαν τὰ ἄ­κρα καὶ τὸν ἔ­και­γαν μὲ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες. Με­τὰ ἔ­δε­σαν τὸ κα­τα­πλη­γω­μέ­νο σῶ­μα του πί­σω ἀ­πὸ ὑ­πο­ζύ­για καὶ τὸ ἔ­σερ­ναν βά­ναυ­σα στὴ γῆ, μέ­χρις ὅ­του τὸ ἔ­ρι­ξαν σὲ γκρε­μό. Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­κεῖ ὁ­λο­κλή­ρω­σαν ἄ­σπλα­χνα τὸ μαρ­τύ­ριό του. Χτύ­πη­σαν μὲ πέ­τρες τὸ στό­μα του. Τοῦ ἔ­κο­ψαν με­τὰ τὴ γλώσ­σα. Καὶ τε­λι­κὰ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν. Ἔ­τος 250 μ.Χ. Τὰ τί­μια λεί­ψα­να τὰ βρῆ­κε ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Μεσ­σή­νης Θε­ο­δό­σιος καὶ ἀ­νή­γει­ρε στὴ μνή­μη τῶν μαρ­τύ­ρων να­ό!

Κά­θε μη­τέ­ρα εἶ­ναι προι­κι­σμέ­νη μὲ εἰ­δι­κὴ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ μπο­ρεῖ μὲ τὰ φι­λό­στορ­γά της αἰ­σθή­μα­τα καὶ τὴν πει­στι­κό­τη­τα νὰ συγ­κι­νεῖ τὴν ψυ­χὴ κά­θε παι­διοῦ της καὶ νὰ τὴ στρέ­φει πρὸς τὸν Κύ­ριό μας, τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὅ­πως τὸ ἔ­πρα­ξε τό­σο ὑ­πεύ­θυ­να καὶ ἡ μη­τέ­ρα τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος.

Ἂν θέ­λου­με καὶ σή­με­ρα ἁ­γί­ους γιὰ νὰ μᾶς σώ­ζουν ἀ­πὸ τὸν δι­ε­φθαρ­μέ­νο κό­σμο, ἂς δι­ευ­κο­λύ­νου­με τὸ ἱ­ε­ρὸ ἔρ­γο κά­θε εὐ­σε­βοῦς μη­τέ­ρας καὶ ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ τὶς ἐν­δυ­να­μώ­νει στὴ με­γά­λη τους καὶ ἱ­ε­ρὴ ἀ­πο­στο­λή.

Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Ἅγιος Δομέτιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30ην Ὀκτωβρίου).

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἀδριανουπολίτης

Γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὴν Δομνίτσα στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης. Σὲ ἡλικία ἕξι χρονῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του τὸν παρέδωσε σ΄ ἕναν Ζαγοραῖο πραγματευτή, μὲ τὸν ὁποῖο ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἦταν 13 χρονῶν ὁ Λουκᾶς, φιλονίκησε μ΄ ἕνα τουρκόπουλο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κυρίου του καὶ τὸ ἔδειρε. Αὐτὸ τὸ εἶδαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι καὶ ὅρμησαν μὲ θυμὸ ἐναντίον τοῦ Χριστιανόπουλου. Ὁ Λουκᾶς γιὰ ν΄ ἀποφύγει τὴν τιμωρία εἶπε στοὺς Τούρκους: «Ἀφῆστε με κι ἐγὼ θὰ τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ὁ θυμὸς τῶν Τούρκων καὶ τὸν πῆγαν σ΄ ἕνα εὐγενῆ Τοῦρκο, ποὺ πέτυχε τὸν ἐξισλαμισμό του. Ἐλεγχόμενος ὅμως ἀπὸ τὴν συνείδησή του, ὁ Λουκᾶς ζήτησε τὴν βοήθεια τοῦ κυρίου του ἀπὸ τὴν Ζαγορά, ὁ ὁποῖος καὶ προσπάθησε νὰ τὸν ἀπελευθερώσει μὲ τὴν ἐπέμβαση τῆς Ῥωσικῆς Πρεσβείας. Ἀλλ΄ ἡ Ῥωσικὴ Πρεσβεία, γιὰ ν΄ ἀποφύγει τυχὸν ἀνωμαλίες, εἶπε ὅτι θὰ δεχόταν τὸν Λουκᾶ μόνο ἂν αὐτὸς διέφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του. Πράγματι μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Λουκᾶς κατόρθωσε καὶ ἀπέδρασε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη του καὶ ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο πῆγε στὴ Σμύρνη, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Θήρα. Ἐκεῖ μὲ τὴν συμβουλὴ ἑνὸς πνευματικοῦ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέμεινε ἀρκετά. Ἐκεῖ ἀφοῦ γύρισε διάφορες Σκῆτες καὶ Μονές, τελικὰ ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα. Τὸν κατέλαβε ὅμως ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μυτιλήνη κατὰ τὸν Μάρτιο τοῦ 1802. Λόγω κάποιου γεγονότος, ἡ Μυτιλήνη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀναταραχή. Ὁ Λουκᾶς, μὲ τὶς εὐχὲς τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ τῆς πόλης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμοὺς τῶν Τούρκων, ὁ Θρακιώτης μάρτυρας παρέμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει. Ὁδηγούμενος πρὸς τὸν Ναζήρη, στὸ δρόμο συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ποὺ τὸν πήγαιναν στὸ κριτήριο, ἔσκυψε τοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ ζήτησε τὶς προσευχές του. Γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ αὐτή, οἱ συνοδοὶ Τοῦρκοι τὸν ἔδειραν ἀνελέητα. Μπροστὰ στὸν Ναζήρη, ὁ Λουκᾶς μὲ εὐτολμία κήρυξε τὸν Χριστὸ καὶ κατηγόρησε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Μετὰ ἀπὸ τριήμερη προθεσμία, ποὺ ἐξέπνευσε χωρὶς ἀποτέλεσμα γιὰ τοὺς Τούρκους, ὁ Ναζήρης ἐξέδωσε καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Ἔτσι στὶς 23 Μαρτίου 1802, ὁ Λουκᾶς ἀπαγχονίστηκε στὴ Μυτιλήνη καὶ ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ Ἅγιο λείψανό του παρέμεινε γιὰ τρεῖς μέρες στὴν ἀγχόνη, κατόπιν τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.