Σὲ καιροὺς κατακλυσμοῦ

Ποιὸς εἶναι ὁ Νῶε, εἶναι γνωστό. Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ διακηρύσσει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνδρὸς μὲ τὰ λόγια: «…Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ· τῷ Θεῷ εὐηρέστησε Νῶε» (Γεν. θ΄ 9). Ὁ Νῶε ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος, ἀποδείχθηκε τέλειος στὴν ἐποχή του. Εὐαρέστησε στὸ Θεὸ ὁ Νῶε.

Ὅμως δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ἄνθρωπος σημαίνει καὶ ἀδυναμία. Καὶ αὐτὸς ὁ κολοσσὸς τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, παρουσίασε ἀδυναμία, τὴν ὁποία δὲν ἀποσιωπᾶ ἡ Ἁγία Γραφή, διότι δὲν κρύβει τὶς ἀδυναμίες τῶν δικαίων ἀνθρώπων, ἀφοῦ μποροῦμε νὰ διδασκόμαστε καὶ ἀπὸ αὐτές. Τί ἔγινε δηλαδή;
«Καὶ ἤρξατο Νῶε, ἄνθρωπος γεωργὸς τῆς γῆς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη καὶ ἐγυμνώθη ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (Γεν. θ΄ 20-21). Ὁ Νῶε μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ ὡς γεωργὸς τῆς γῆς φύτεψε ἀμπέλι, ἔφτιαξε κρασί, ἤπιε καὶ μέθυσε.

Δίκαιος, ἅγιος, ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μεθύσει! Καὶ μάλιστα, ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἐκλεκτὸς ὁ Νῶε!

«Ἐκεῖνος, ποὺ ἔδειξεν ἕως τότε τόσην ἐγκράτειαν, πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὸν Θεόν· ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε τὴν εὐλογίαν νὰ εἶναι κύριος τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, δὲν κυβερνᾷ τὸν ἑαυτόν του! Ἐπάνω εἰς τὴν μέθην, εἰς τὴν ὁποίαν παρεσύρθη ὄχι ἀπὸ ἀκράτειαν, ἀλλὰ ἀπὸ ἄγνοιαν (διότι ὑπάρχει ἡ ἄποψις ὅτι δὲν ἦταν γνωστὴ στὸν Νῶε ἡ μεθυστικὴ δύναμις τῆς ἀμπέλου) «ἐγυμνώθη». «Ἐγυμνώθη» ὅμως «ἐν τῷ οἴκῳ αὐ­­­τοῦ» καὶ ὄχι ἔξω.

Ὁ δίκαιος Νῶε, ὁ κήρυξ τῆς δικαιοσύνης, ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ μεθυσμένος καὶ γυμνός! (Ναί, ἡ γυμνότης χαρακτηρίζει μία κατάστασι ἐκτὸς λογικῆς). Ἀλλά, αὐτὸς εἶναι πάντοτε ὁ ἄνθρωπος. Μὲ τὶς ἰδικές του δυνάμεις εἶναι μία ἀδυναμία. Μόνον σφάλματα, πτώσεις καὶ ἁμαρτίες ἔχει νὰ παρουσιάσῃ» (Παλ. Διαθήκη, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», τόμ. 1ος, σελ. 78).

Ἀλλὰ τὰ λάθη καὶ οἱ ἁμαρτίες καὶ μέσα στὸ σπίτι καὶ στὴν ἐρημιὰ καὶ στὸ σκοτάδι, ὅπου κι ἂν γίνονται, ἔχουν θεατές. Ὁπωσδήποτε τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀόρατο κόσμο. Ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους. Ἔτσι καὶ ἐδῶ:

«Καὶ εἶδε Χὰμ ὁ πατὴρ Χαναὰν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐξελθὼν ἀνήγγειλε τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς αὐτοῦ ἔξω» (Γεν. θ΄ 22). Ὁ γιὸς τοῦ Νῶε, ὁ Χάμ, ὁ πατέρας τοῦ Χαναάν, εἶδε τὴν γύμνωση τοῦ πατέρα του, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸ ἀνακοίνωσε ἀδιάντροπα στοὺς ἀδελφούς του. Τὸ ἄκουσαν ὄχι μόνο οἱ ἄνδρες ἀλλὰ καὶ οἱ γυναῖκες.

Οἱ δύο ἄλλοι ὅμως γιοὶ τοῦ Νῶε συμ­περιφέρθηκαν ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀ­πὸ τὸν Χάμ. Ἔδειξαν πολὺ σεβασμό, σεμνότητα καὶ αἰδημοσύνη.

«Καὶ λαβόντες Σὴμ καὶ Ἰάφεθ τὸ ἱμάτιον ἐπέθεντο ἐπὶ τὰ δύο νῶτα αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς καὶ συν­εκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς, καὶ τὴν γύμνωσιν τοῦ πα­τρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον» (Γεν. θ΄ 23). Δη­λαδή: «…ὁ Σὴμ καὶ ὁ Ἰάφεθ, ἀφοῦ ἐ­πῆραν τὸν χιτῶνα τοῦ πατέρα των, τὸν ἅπλωσαν ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους των καὶ βαδίζον­τες πρὸς τὰ πίσω, ἐπλησίασαν τὸν πατέρα των καὶ ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσίν του· καὶ τὸ πρόσωπόν των τὸ εἶχαν στραμμένον πρὸς τὴν ἀντίθετον κατεύθυνσιν καὶ ἔτσι αὐτοὶ οἱ δύο δὲν εἶδαν καθόλου τὴν γύμνωσιν τοῦ πατέρα των».

Καὶ ὁ Νῶε, ἀφοῦ συνῆλθε ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ οἴνου καὶ ἔμαθε τί συνέβη, καὶ ποιὰ συμπεριφορὰ ἔδειξαν τὰ παιδιά του, εἶπε:

«…ἐπικατάρατος Χαναάν· παῖς οἰκέτης ἔσται τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ· καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ. καὶ ἔσται Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ. πλατύναι ὁ Θεὸς τῷ Ἰάφεθ καὶ κατοικησάτω ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖς αὐτοῦ» (Γεν. θ΄ 25-27).

Μὲ τὰ λόγια του προφητεύει ὁ Νῶε. Καὶ μοιράζει ἀνάλογα μὲ τὴ διαγωγὴ τῶν παιδιῶν του εὐχὲς καὶ κατάρες.

Ἡ κατάρα ἀπευθύνεται στὸν ἀδιάν­τροπο καὶ ἀσεβὴ Χάμ. Ὅμως δὲν κατονομάζεται αὐτὸς ἀλλὰ ὁ υἱός του Χαναάν, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ λάβει τὸ ὄνομα ἕνας ὁλόκληρος λαός, οἱ Χαναναῖοι. Προλέγει ὅτι αὐτὸς θὰ δουλεύσει στοὺς ἀδελφούς του. Καὶ πραγματικά, οἱ Χαναναῖοι ἐπρόκειτο νὰ γίνουν δοῦλοι τῶν Ἰσραηλιτῶν.

Εὐλογεῖ τὸν Σὴμ καὶ λέει ὅτι ὁ Χαναὰν θὰ εἶναι δοῦλος τοῦ Σήμ, ὅπως καὶ ἔγινε. Διότι οἱ Ἰσραηλίτες, ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, εἶναι οἱ Σημίτες, καὶ κυριάρχησαν ἐπὶ τῶν Χαναναίων.

Εὐλογεῖ καὶ τὸν Ἰάφεθ πιὸ πολύ. Εὔχεται νὰ πληθύνει καὶ νὰ αὐξήσει ὁ Θεὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰάφεθ καὶ οἱ ἀπόγονοί του νὰ κατοικήσουν στὶς χῶρες τοῦ Σὴμ καὶ νὰ γίνουν ὁ Χαναὰν καὶ οἱ ἀπόγονοί του δοῦλοι τους.

Καὶ πραγματικά, ἀπόγονοι τοῦ Ἰάφεθ οἱ Ἰαπετοί, ἦταν οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι κατέκτησαν διαδοχικὰ τὴν Παλαιστίνη καὶ κατοίκησαν στοὺς οἴκους τοῦ Σήμ.

Αὐτὸ ἦταν τὸ πάθημα τοῦ Νῶε. Πάθημα πολὺ διδακτικό. Διότι φανερώνει ὅτι ἀκόμη καὶ ἕνας πολὺ ἐνάρετος ἄνθρωπος κινδυνεύει νὰ ἐκτραπεῖ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ἐμεῖς, ποὺ ὑστεροῦμε πάρα πολὺ στὴν ἀρετὴ ὡς πρὸς τὸν Νῶε, ὅλοι κινδυνεύουμε. Κινδυνεύουμε σὲ κά­­ποια στιγμὴ ἀδυναμίας νὰ πέσουμε, νὰ παρασυρθοῦμε στὸ κακό.

Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ προσέχουμε. Μὴν ξεθαρρεύουμε, μὴν πειραματιζόμαστε μὲ τὴν ἁμαρτία. Μιὰ στιγμὴ συμβιβασμοῦ μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψει αἰώνια. Μάλιστα σὲ τέτοιους κατακλυσμιαίους καιροὺς ποὺ ζοῦμε.

Νὰ προσέχουμε, νὰ προσευχόμαστε, νὰ ἀγωνιζόμαστε.

Γιὰ νὰ μείνουμε ὄρθιοι καὶ νὰ πορευόμαστε ἀσυμβίβαστοι μὲ κάθε κακὸ πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.