ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (27/3)

Σήμερα 27/3 εορτάζουν:

  • Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη
  • Άγιοι Φιλητός ο Συγκλητικός, Λυδία σύζυγος αυτού, Θεοπρέπιος και Μακεδόνας τα τέκνα αυτών, Αμφιλόχιος ο Δούκας και Κρονίδης ο κομενταρήσιος οι Μάρτυρες
  • Όσιος Κήρυκος «ὁ ἐν Ἄπρῳ»
  • Άγιοι Ιωάννης και Βαρούχιος οι Μάρτυρες
  • Προφήτης Ανανί
  • Όσιος Παύλος Επίσκοπος Κορίνθου
  • Όσιος Ευτύχιος
  • Άγιος Αμβρόσιος Πατριάρχης Γεωργίας
  • Άγιος Εφραίμ Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ της Ρωσίας
  • Όσιος Αλέξανδρος του Βόσκιϋ
  • Άγιος Αντώνιος Μητροπολίτης Τομπόλσκ
  • Σύναξη των εν τη Λακωνία διαλαμψάντων Αγίων

Ἡ Ἁγία Ματρώνα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ

27.-Agia-Matrona

Ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς πρῶ­τες πό­λεις τῆς Πα­τρί­δος μας, ἡ ὁ­ποί­α δέ­χθη­κε τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­πό τίς πρῶ­τες ὅ­μως ἡ­μέ­ρες ἡ νέ­α πί­στη συ­νάν­τη­σε καί ἐ­κεῖ τήν ἀν­τί­δρα­ση καί τόν δι­ωγ­μό τῶν ἰ­σχυ­ρῶν τῆς ἐ­πο­χῆς. Δέν ἦ­ταν μό­νο οἱ Ἐ­θνι­κοί, οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, πού πο­λε­μοῦ­σαν τήν χρι­στι­α­νι­κή ἀ­λή­θεια. Τήν κα­τε­δί­ω­καν καί οἱ Ἑ­βραῖ­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἦ­ταν λί­γοι τό­τε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Ἐ­δῶ λοι­πόν στή Θεσ­σα­λο­νί­κη τόν τρί­το ἤ τέ­ταρ­το αἰ­ώ­να ἔ­ζη­σε καί ἡ Μα­τρώ­να. Ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε στό σπί­τι τῆς Ἑ­βραί­ας ἀρ­χόν­τισ­σας Παν­τίλ­λας, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν σύ­ζυ­γος ἀ­νω­τέ­ρου στρα­τι­ω­τι­κοῦ, τοῦ στρα­το­πε­δάρ­χη τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἡ Μα­τρώ­να εἶ­χε τήν με­γά­λη εὐ­τυ­χί­α νά βρεῖ τόν πο­λύ­τι­μο μαρ­γα­ρί­τη (Μάτθ. ιγ΄ 45 – 46), νά γνω­ρί­σει δη­λα­δή τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ, καί προ­σπα­θοῦ­σε μέ ὅ­λες της τίς  δυ­νά­μεις νά τήν ἐ­φαρ­μό­ζει στήν κα­θη­με­ρι­νή της ζω­ή, μέ­σα στό πε­ρι­βάλ­λον, στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­στρε­φό­ταν. Προ­σε­κτι­κή στήν ἐρ­γα­σί­α της, πρό­θυ­μη καί ἐ­ξυ­πη­ρε­τι­κή, τα­πει­νή καί εὐ­γε­νής, ἀ­πέ­δι­δε τόν σε­βα­σμό καί τήν τι­μή στούς ἀν­θρώ­πους πού ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε. Γι’ αὐ­τό καί ἔ­γι­νε ἀ­γα­πη­τή ἀ­πό ὅ­λους.

Ἡ Παν­τίλ­λα ὅ­μως δέν ἤ­ξε­ρε οὔ­τε ὑ­πο­ψι­ά­σθη­κε πο­τέ ὅ­τι ἡ εὐ­γε­νι­κή βο­η­θός της ἦ­ταν Χρι­στια­νή. Ἕ­ως πό­τε ὅ­μως θά ἔ­με­νε τό πράγ­μα μυ­στι­κό; Δό­θη­κε ἀ­φορ­μή νά φα­νε­ρω­θεῖ. Δι­ό­τι τήν κα­θο­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα, πού ἡ Παν­τίλ­λα πή­γαι­νε στήν ἐ­βραι­κή Συ­να­γω­γή, ἡ Μα­τρώ­να ἔ­βρι­σκε τήν εὐ­και­ρί­α νά σπεύ­δει στόν χρι­στι­α­νι­κό Να­ό καί ἐ­κεῖ μα­ζί μέ τούς ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς νά λα­τρεύ­ει καί νά ὑ­μνεῖ τόν Κύ­ριο, νά κοι­νω­νεῖ τοῦ Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τός του. Αὐ­τό λοι­πόν τό ὁ­ποῖ­ο γιά πο­λύ και­ρό γι­νό­ταν μυ­στι­κά, τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ἡ Παν­τίλ­λα, τῆς τό ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε μά­λι­στα μέ θάρ­ρος καί ἡ Μα­τρώ­να. Για­τί ἄλ­λω­στε νά πτο­η­θεῖ; Θά εὐ­χό­ταν μά­λι­στα νά γνω­ρί­σει καί ἡ κυ­ρί­α της τήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ καί νά λα­τρεύ­ουν μα­ζί τόν Σω­τή­ρα Κύ­ριο. Ἀλ­λά ἡ Παν­τίλ­λα, φα­να­τι­κή Ἑ­βραί­α καί ἐ­γω­ί­στρια, εἶ­χε σκλη­ρή καρ­διά. Οὔ­τε τίς ὑ­πη­ρε­σί­ες τῆς κα­λῆς της ὑ­πη­ρέ­τριας θυ­μή­θη­κε, οὔ­τε τήν εὐ­γέ­νεια καί ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα τῶν αἴ­σθη­μα­τών της. Δί­νει δι­α­τα­γή καί τήν ξυ­λο­κο­ποῦν ἄ­γρια. Καί στή συ­νέ­χεια τήν κλεί­νει σέ ἕ­να ὑ­γρό καί ὑ­πό­γει­ο δω­μά­τιο. Τέσ­σε­ρις μέ­ρες τήν ἄ­φη­σε ἐ­κεῖ μό­νη της, χω­ρίς ἐ­πί­σκε­ψη, χω­ρίς τήν ἐ­λά­χι­στη τρο­φή. Καί ἡ φυ­λα­κή αὐ­τή, ἐ­νῶ γιά ἄλ­λους ἀ­πο­τε­λεῖ μαρ­τύ­ριο ὀ­δυ­νη­ρό, γιά τούς Χρι­στια­νούς οἱ ὁ­ποῖ­οι κλεί­νον­ται γιά χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς πί­στε­ώς τους, ἄν καί πο­νοῦν καί ὑ­πο­φέ­ρουν ἐ­κεῖ, γί­νε­ται κομ­μά­τι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, ὅ­που ἡ ψυ­χή τους ψάλ­λει στόν λα­τρευ­τό Σω­τή­ρα τους μα­ζί μέ τούς ἀγ­γέ­λους ὕ­μνους καί δο­ξο­λο­γί­ες. Σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο τό­πο με­τα­βλή­θη­κε καί τό ὑ­πό­γει­ο δω­μά­τιο ὅ­που φυ­λα­κί­σθη­κε ἡ Μα­τρώ­να…

Ὅ­ταν ἡ Παν­τίλ­λα εἶ­δε ὅ­τι μέ τόν σκλη­ρό αὐ­τό τρό­πο δέν με­τέ­πει­σε τή Μα­τρώ­να, ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δο­κι­μά­σει ἄλ­λον δε­λε­α­στι­κό­τε­ρο. Τήν ἐ­λευ­θε­ρώ­νει ἀ­πό τό δω­μά­τιο καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἐγ­κώ­μια καί κο­λα­κεῖ­ες, ὑ­πο­σχέ­σεις καί δῶ­ρα, γιά νά τήν πεί­σει νά ἀρ­νη­θεῖ τόν Χρι­στό. Κι ἐ­κεί­νη βρῆ­κε τήν εὐ­και­ρί­α νά νι­κή­σει «ἐν τῷ ἀ­γα­θῷ τό κα­κόν» (Ρωμ. ιβ΄ 21), νά με­τα­δώ­σει φῶς στήν κυ­ρί­α της. Δέν σκέ­φθη­κε, ὅ­τι ἦ­ταν ὑ­πη­ρέ­τρια, ὅ­τι ἦ­ταν ἕ­να ἀ­δύ­να­το πλά­σμα καί ἀ­προ­στά­τευ­το ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τη μπρο­στά στήν ἀρ­χόν­τισ­σα τοῦ στρα­χο­πε­δάρ­χη. Τό θε­ώ­ρη­σε κα­θῆ­κον της νά κα­λέ­σει καί τήν κυ­ρί­α της, τήν ὁ­ποί­α ἀ­γα­ποῦ­σε μέ πολ­λή ἀ­γά­πη, στήν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. «Τό θῆ­λυ λοι­πόν ἀρ­ρε­νω­θέν τῇ χά­ρι­τι» ἀ­νοί­γει τό στό­μα του νά τῆς μι­λή­σει γιά τόν Χρι­στό καί τή δι­δα­σκα­λί­α του, γιά τόν οὐ­ρα­νό καί τή δό­ξα του.

Κι ἐ­κεί­νη; Στά εὐ­γε­νι­κά λό­για τῆς δού­λης, ἀν­τέ­τα­ξε ἡ ἀρ­χόν­τισ­σα τήν ἀ­γρι­ό­τη­τα καί κα­κό­τη­τα τῆς καρ­διᾶς της. Ὁρ­κί­ζε­ται νά τήν θα­νά­τω­σει. Μέ ἀ­γρι­ό­τη­τα τήν κα­κο­ποι­εῖ μέ κά­θε τρό­πο, τήν χτυ­πᾶ σ’ ὅ­λα τά μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός της καί τή ρί­χνει καί πά­λι στό ὑ­πό­γει­ο δω­μά­τιο, χω­ρίς τρο­φή, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως εἰ­δο­ποι­εῖ τούς ἄρ­χον­τες νά συ­νε­χί­σουν ἐ­κεῖ­νοι τό ἔρ­γο πού ἄρ­χι­σε αὐ­τή. Δέν πρό­λα­βαν ὅ­μως! Δι­ό­τι με­τά τήν τό­ση κα­κο­ποί­η­ση ἡ εὐ­γε­νής Μα­τρώ­να δέν ἄν­τε­ξε πε­ρισ­σό­τε­ρο. «Ὡ­ραϊ­σμέ­νη τοῖς στίγ­μα­σι», τά ὁ­ποῖ­α ἔ­φε­ρε πά­νω της γιά χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ (Γαλ. στ΄ 17), πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα της στόν Κύ­ριο, τόν ὁ­ποῖ­ο τό­σο πο­λύ ἀ­γά­πη­σε. Στε­ρή­θη­κε τήν τρο­φή τίς τε­λευ­ταῖ­ες της ἡ­μέ­ρες στή γῆ καί ἔ­σπευ­σε στόν οὐ­ρα­νό, ὅ­που πα­ρα­κά­θη­σε στήν τρά­πε­ζα τῆς ἀ­θα­να­σί­ας, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει τήν τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου στή Βα­σι­λεί­α του (Λουκ. κβ΄ 29 – 30).

Τό ἱ­ε­ρό της λεί­ψα­νο τό πε­ρι­συ­νέ­λε­ξε ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης Ἀ­λέ­ξαν­δρος καί τό ἐν­τα­φί­α­σε μέ τι­μές μέ­σα σέ ἱ­ε­ρό Να­ό. Γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός: «Οὐ ζυ­γός τῆς δου­λεί­ας, οὐ τό χαῦ­νον τοῦ θή­λε­ος, οὐ λι­μός, οὐ μά­στι­γες ἐ­νε­πό­δι­σαν αὐ­τήν τήν τῶν μαρ­τύ­ρων στερ­ρό­τη­τα μι­μεῖ­σθαι».

Ἄς θαυ­μά­σου­με τήν μάρ­τυ­ρα Μα­τρώ­να ὄ­χι μό­νο γιά τή στα­θε­ρό­τη­τά της, ἀλ­λά καί γιά τήν εὐ­γέ­νεια τῆς ψυ­χῆς καί τῶν τρό­πων της. Δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α ἐ­άν ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι με­γά­λης ἤ μι­κρῆς μορ­φώ­σε­ως, ἐ­άν εἶ­ναι πλού­σιος ἤ πτω­χός, ἐ­άν κα­τέ­χει αὐ­τή ἤ ἐ­κεί­νη τήν θέ­ση καί τό ἀ­ξί­ω­μα ἤ εἶ­ναι ἄ­ση­μος κα­τά κό­σμον καί δοῦ­λος. Ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ πο­λυ­τε­λές εἶ­ναι τῆς ἀ­ρε­τῆς ὁ πλοῦ­τος, τῆς ψυ­χῆς ἡ μόρ­φω­ση, τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος ἡ ὡ­ραι­ό­τη­τα, «ὁ κρυ­πτός τῆς καρ­δί­ας ἄν­θρω­πος», τόν ὁ­ποῖ­ο ἐγ­κω­μιά­ζει ὁ θεῖ­ος Πέ­τρος (Α΄ Πέ­τρ. γ΄ 34) καί τόν ὁ­ποῖ­ο μι­μή­θη­κε καί ἡ ἁ­γί­α Μα­τρώ­να.

Στι­χη­ρόν τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ. Ἦ­χος δ΄

Ἰ­ου­δαί­ων φρυ­άγ­μα­τι καί θρα­σεί­α ὠ­μό­τη­τι λο­γι­σμόν ἀν­θέ­στη­κας ἀν­δρει­ό­φρο­να,

τήν τῶν μελ­λόν­των προ­σβλέ­που­σα, θε­ό­φρον, ἀ­πό­λαυ­σιν,

δι­α­μέ­νου­σαν ἀ­εί δι’ αἰ­ῶ­νος ἀ­σά­λευ­τον ἧς ἐ­πέ­τυ­χες ἀ­πό γῆς

με­τα­στά­σα πρός νυμ­φώ­νας οὐ­ρα­νίους καί χο­ρεί­αν τήν ἀ­κα­τά­λυ­τον, ἔν­δο­ξε.

 Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ὅσιος Κήρυκος ὁ ἐν τῷ Ἄσπρῳ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Φίλητος, Λυδία, τὰ δυό τους παιδιὰ Θεοπρέπιος καὶ Μακεδόνας,
Ἀμφιλόχιος ὁ δούκας καὶ Κρονίδης ὁ Κομενταρήσιος

Πρό­κει­ται γιά μί­α χρι­στι­α­νι­κή οἰ­κο­γέ­νεια, τοῦ Φι­λη­τοῦ καί τῆς Λυ­δί­ας, πού μα­ζί μέ τά τέ­κνα τούς Θε­ο­πρό­πιο καί Μα­κε­δό­νιο ἔ­δω­σαν στά χρό­νια τῶν δι­ωγ­μῶν τή χρι­στι­α­νι­κή μαρ­τυ­ρί­α καί ὑ­πέ­στη­σαν τό μαρ­τύ­ριο γιά χά­ρη τῆς πί­στε­ως.

Ὁ Φι­λη­τός ἐ­πί αὐ­το­κρά­το­ρος Ἀ­δρια­νοῦ (117 – 138 μ.Χ.) ἦ­ταν ἐ­πί­ση­μος συγ­κλη­τι­κός καί συγ­χρό­νως πι­στός καί θερ­μός Χρι­στια­νός μα­ζί μέ ὅ­λη τήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ὅ­λη του ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μέ­σα στή ρω­μα­ϊ­κή σύγ­κλη­το καί οἱ ὀρ­θές ἠ­θι­κές πε­ποι­θή­σεις πού εἶχε καί ὑ­πο­στή­ρι­ζε σέ κά­θε πε­ρί­στα­ση, ἔ­δω­σαν τήν ὑ­πο­ψί­α στόν αὐ­το­κρά­το­ρα καί τούς γύ­ρω του, ὅ­τι εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Καί βε­βαί­ως, ὅ­ταν ὁ Φι­λη­τός ρω­τή­θη­κε, ὄ­χι μό­νο δέν ἀρ­νή­θη­κε νά βε­βαι­ώ­σει τήν ἀ­λή­θεια, ἀλ­λά καί δι­και­ο­λό­γη­σε τήν πί­στη του καί καυ­χή­θη­κε γι’ αὐ­τήν. Ὅ­ταν μά­λι­στα σέ λί­γο ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ὅ­τι καί ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του εἶ­ναι χρι­στι­α­νι­κή, κλή­θη­καν ἀ­μέ­σως ὅ­λοι σέ ἀ­πο­λο­γί­α. Καί ὄ­χι ἁ­πλῶς σέ ἀ­πο­λο­γί­α, ἀλ­λά προ­κλή­θη­καν ἐ­νώ­πιον τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος νά ἀρ­νη­θοῦν τήν πί­στη τους. Καί βρέ­θη­καν τό­τε ὁ αὐ­το­κρά­τωρ καί οἱ ἐ­πι­τε­λεῖς του ἐ­νώ­πιον μιᾶς τε­τρά­δας ὁ­μο­λο­γη­τῶν, πού μέ τήν μορ­φή τους, τόν λό­γο τους καί τήν ὅ­λη τους συμ­πε­ρι­φο­ρά ἔ­δει­χναν τό ὁ­μό­ψυ­χο τῆς ἀ­πο­φά­σε­ως νά μεί­νουν στα­θε­ροί μέ­χρι θυ­σί­ας καί μαρ­τυ­ρί­ου στήν πί­στη τους. Ἄ­κου­σαν ἀ­πό τό στό­μα τοῦ Φι­λη­τοῦ λό­γους σο­φί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι τούς κα­τέ­πλη­ξαν, «θεί­ας σο­φί­ας», τῆς «ἄ­νω­θεν κα­τερ­χό­με­νης» (Ἰ­ακ. γ΄ 17).

Ὁ Ἀ­δρια­νός, ὅ­ταν ἀ­πέ­τυ­χε στήν προ­σπά­θειά του νά τούς με­τα­πεί­σει, τούς πα­ρέ­πεμ­ψε στόν δού­κα Ἀμ­φι­λό­χιο, γιά νά προ­χω­ρή­σει στή δι­α­δι­κα­σί­α τῶν βα­σα­νι­στη­ρί­ων. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά κλεί­σουν καί τούς τέσ­σε­ρις στή φυ­λα­κή καί νά τούς κρε­μά­σουν ἀ­πό τήν ὀ­ρο­φή. Ὁ ἴ­διος ὁ Ἀμ­φι­λό­χιος, μα­ζί μέ τόν συ­νερ­γά­τη του Κρο­νί­δη, πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τήν ἐ­ξέ­λι­ξη.

Ὅ­μως τί εἶ­δαν οἱ δή­μιοι; Καί τούς τέσ­σε­ρις ἤ­ρε­μους καί ἀ­τά­ρα­χους. Τά λό­για, πού ἔ­βγαι­ναν ἀ­πό τά στό­μα­τά τους ἦ­ταν λό­για εἴ­τε προ­σευ­χῆς, εὐ­χα­ρι­στί­ας καί δο­ξο­λο­γί­ας στόν Θε­ό, εἴ­τε ἐ­νι­σχύ­σε­ως καί το­νώ­σε­ως με­τα­ξύ τους, γιά νά μεί­νουν στα­θε­ροί καί ἀ­με­τα­κί­νη­τοι. Εἶ­δαν στίς μορ­φές τους «πρό­σω­πα ἀγ­γέ­λων», ὅ­πως πρίν λί­γα χρό­νια οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι εἶ­χαν δεῖ τό πρό­σω­πο τοῦ πρω­το­μάρ­τυ­ρος Στε­φά­νου (Πράξ. στ΄ 15). Εἶ­δαν ἀ­κό­μη, πα­ρά τό μαρ­τύ­ριο, πα­ρά τίς ποι­κί­λες κα­κο­ποι­ή­σεις, τούς Χρι­στια­νούς μάρ­τυ­ρες νά χαί­ρον­ται τε­λεί­ως ἀ­βλα­βεῖς. Ὅ­πως οἱ τρεῖς Παῖ­δες στήν κά­μι­νο τοῦ πυ­ρός (Δαν. γ΄ 23). Εἶ­δαν καί ἔ­μει­ναν ἔκ­πλη­κτοι καί ἐκ­στα­τι­κοί!

Ἄλ­λα δέν εἶ­δαν μό­νο. Καί ἄ­κου­σαν! Ἄ­κου­σαν τή φω­νή τοῦ Θε­οῦ μέ­σα τους νά τούς μι­λᾶ γιά τήν πί­στη τῶν Μαρ­τύ­ρων καί νά τούς κα­λεῖ σ’ αὐ­τή τήν πί­στη. Καί κα­λο­δι­ά­θε­τοι ὅ­πως ἦ­ταν, τήν δέ­χθη­καν τή θεί­α κλή­ση μέ ὅ­λη τους τήν ψυ­χή. Θαῦ­μα με­γά­λο συν­τε­λέ­σθη­κε μυ­στι­κά μέ­σα στά μύ­χια τῆς ψυ­χῆς τους καί τούς με­τέ­βα­λε μέ­σα σέ μί­α στιγ­μή. Ἔ­τσι, χω­ρίς νά ὑ­πο­λο­γί­ζουν τίς συ­νέ­πει­ες, ὁ­μο­λό­γη­σαν καί οἱ δυ­ό τήν πί­στη τους στόν Χρι­στό ὡς Θε­ό καί λυ­τρω­τή τῶν ἀν­θρώ­πων.

Τώ­ρα ὁ Ἀ­δρια­νός ἔ­χει νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει ὄ­χι μό­νο τούς τέσ­σε­ρις, τόν Φι­λη­τό μέ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του, ἀλ­λά καί τόν δού­κα Ἀμ­φι­λό­χιο μέ τόν σύν­τρο­φό του Κρο­νί­δη. Κι ὅ­ταν βλέ­πει καί τούς ἕ­ξι ἀ­με­τα­κί­νη­τους, βρά­χους πί­στε­ως, ντρο­πι­α­σμέ­νος καί ἔ­ξαλ­λος ἀ­πό τόν θυ­μό του δί­νει ἐν­το­λή νά τούς βα­σα­νί­σουν. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ στή γῆ μέ τούς δη­μί­ους βα­σα­νί­ζει καί ὁ Βα­σι­λεύς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ μέ τούς Ἀγ­γέ­λους του ἐκ­χύ­νει τή χά­ρη του καί δω­ρί­ζει τό στη­ριγ­μό του στούς Μάρ­τυ­ρες. Οἱ Μάρ­τυ­ρες ἐ­νι­σχύονται ἀ­πό τούς φρου­ρούς τους Ἀγ­γέ­λους καί δί­νουν τή μά­χη. Προσεύχονται καί ψάλλουν μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α τους πνο­ή. Ὥσπου οἱ Ἄγ­γε­λοι αὐ­τοί με­τέ­φε­ραν τίς ἕ­ξι ψυ­χές τῶν ἀ­γω­νι­στῶν Μαρ­τύ­ρων στό θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, γιά νά προ­σκυ­νή­σουν τόν ἐν Τριά­δι προ­σκυ­νη­τό Θε­ό.

«Ἀ­γάλ­λε­ται ὁ οὐ­ρα­νός με­τά τῶν ἀ­σω­μά­των τάς ψυ­χάς αὐ­τῶν κε­κτη­μέ­νος». Ἐ­κεῖ κα­τα­γρά­φη­καν καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων «Φι­λη­τοῦ καί τῆς συμ­βί­ας αὐ­τοῦ Λυ­δί­ας καί τῶν τέ­κνων αὐ­τῶν Θε­ο­προ­πί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου, Ἀμ­φι­λο­χί­ου τοῦ δου­κός καί Κρο­νί­δου» .

Πράγ­μα­τι «με­γά­λα τά τῆς πί­στε­ως κα­τορ­θώ­μα­τα», ὅ­πως πα­ρου­σι­ά­ζον­ται σ΄ ὅ­λες τίς πτυ­χές τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου αὐ­τοῦ. Με­γά­λη καί ἡ δύ­να­μη τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος. Δι­ό­τι ἡ πί­στη καί τό ἅ­γιο πα­ρά­δειγ­μα ἔ­χουν τή δύ­να­μη νά ἐ­πι­δροῦν ὡς φῶς σέ ψυ­χές ἔ­στω καί προ­κα­τει­λημ­μέ­νες, ἀ­κό­μη καί σέ ψυ­χές δι­ω­κτῶν, πού εἶ­ναι ὅμως κα­λο­δι­ά­θε­τοι. Ἐ­άν ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί πα­ρου­σί­α­ζαν παν­τοῦ καί πάν­το­τε τέ­τοι­ο φω­τει­νό καί εὔ­γλωτ­το πα­ρά­δειγ­μα, πό­σα θαύ­μα­τα με­τα­στρο­φῆς θά γί­νον­ταν καί σή­με­ρα!

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Βαρούχιος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Προφήτης Ἀνάνι

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰούδα (955 π.Χ.). Ὁ βασιλιὰς Ἀσὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶχε στὴν ἀρχὴ ἀποκρούσει νικηφόρα τὴν ἐναντίον του ἐπιδρομὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας. Κατόπιν ὅμως ὁ Ἀσὰ συνθηκολόγησε μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας καὶ τοῦ ἔστειλε χρυσὸ καὶ ἀσῆμι, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Τότε ὁ Προφήτης Ἀνάνι, παρουσιάστηκε στὸν Ἀσὰ καὶ τοῦ ἔκανε δριμύτατη παρατήρηση (Β΄ Παραλειπ. ιστ΄ 7-10). Ὁ Ἀσὰ ὀργισμένος, φυλάκισε τὸν Προφήτη. Τελικὰ ὅμως αὐτὸς ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἐπίσκοπος Κορίνθου

Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ ἐπισκόπου Ἄργους καὶ Ναυπλίου Πέτρου, βλέπε σχετικῶς 3 Μαΐου.

Ὁ Ὅσιος Εὐτύχιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.