Εἶχαν περάσει σαράντα μέρες ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴ μεγάλη καὶ ἐπιφανή, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «τὸ ἀταπείνωτον αὐτοῦ ὕψος ἀταπεινώτως ταπεινώσας», κατὰ τὸν ἱερὸ Δαμασκηνό (ΕΠΕ 1, 282), ἔγινε γιὰ χάρη μας ἀνήμπορο καὶ κλαυθμυρίζον Βρέφος καὶ γνώρισε τὴν ἄφατη κένωση καὶ μέγιστη ταπείνωση.
Σύμφωνα ὅμως μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου ἔπρεπε «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν», τὸ πρῶτο ἀγόρι δηλαδὴ ποὺ θὰ ἔφερνε στὸν κόσμο μιὰ μητέρα, νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεό. Ἔτσι ἡ Παρθένος Μαριάμ, συνοδευόμενη ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωσήφ, καὶ κρατώντας στὴν παρθενική της ἀγκάλη τὸν μονάκριβο Υἱό της, ἔφθασε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ προσφέρει τὸν καρπὸ τῆς κοιλίας της στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἐκεῖ ὅμως, ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ πρεσβύτου Συμεὼν ἄκουσε ἡ Θεοτόκος λόγια πρωτάκουστα. «Θὰ διαπεράσει τὴν ψυχή σου δίκοπο μαχαίρι», τῆς εἶπε προφητικά, ἀναφερόμενος στὴ βαθύτατη θλίψη καὶ ὀδύνη ποὺ θὰ δοκιμάσει γιὰ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ Σταυρική Του θυσία.
Πράγματι· ἡ ὀδύνη τῆς Θεοτόκου στὸ Σταυρὸ ἦταν ἀπερίγραπτη. Πόνεσε ὅσο κανένας ἄλλος ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγάπησε τὸν Κύριο ὅσο κανεὶς ἄλλος· ὄχι μόνο περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀγγέλους, γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής(*).
Ἀδιαμφισβήτητα ἡ ἀμόλυντη Μαριὰμ ἀγάπησε τὸν Κύριο μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἁγνῆς ψυχῆς της καὶ κατέστη ἔτσι ἡ καρδιά της τὸ ὁλόχρυσο μυροδοχεῖο ποὺ ἔκλεισε ἑρμητικὰ μέσα του τὰ εὐώδη μύρα ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ κατεξοχὴν τὸ ἀκριβότερο καὶ πλέον εὐωδιαστὸ μύρο τῆς πλήρους καὶ τελείας ἀγάπης της στὸ Θεό. Ὁ νοῦς της μετὰ τὸν Εὐαγγελισμό της ἦταν συνεχῶς προσηλωμένος στὸ μυστήριο ποὺ λάμβανε σάρκα καὶ ὀστὰ μέσα της μὲ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ θεϊκὸ σπλάχνο της ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς της, ἡ ἐλπίδα της, ὁ στηριγμός της. Ἡ ἀγάπη της εἶχε στραφεῖ ἀποκλειστικὰ στὸ Χριστό, ἀφοῦ Τὸν ἀγάπησε μὲ διπλὴ ἀγάπη· ὄχι μόνο ὡς τὸν μονάκριβο Υἱό της ἀλλὰ καὶ ὡς τὸν προσκυνητὸ Θεό της. Καὶ δὲν δίστασε γιὰ χάρη Του νὰ ὑπομείνει μύριες δυσκολίες καὶ φόβους καὶ πόνους καὶ κινδύνους ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ «ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη» μὲ λογισμοὺς καὶ ἡ θανατική της καταδίκη ἦταν ἐπὶ θύραις, καὶ κατεξοχὴν τὴ στιγμὴ τοῦ ὑπερφυσικοῦ τοκετοῦ της στὸ πλέον μάλιστα ἀκατάλληλο μέρος, σ’ ἕνα δυσῶδες, παγωμένο καὶ ἀκάθαρτο σπήλαιο ἐν μέσῳ ἀλόγων ζώων.
Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης της πρὸς τὸν νηπιάσαντα Κύριο συνεχίστηκαν φυσικὰ καὶ μετὰ τὴ θεία Του Γέννηση, ἀφοῦ Αὐτὴ Τὸν σπαργάνωσε, Αὐτὴ Τὸν γαλακτοτρόφησε, Αὐτὴ Τὸν κράτησε στοργικὰ στὴν παρθενική της ἀγκάλη, Αὐτὴ Τὸν προστάτευσε στὰ πρῶτα Του βήματα, Αὐτὴ διακριτικὰ στάθηκε ὁ φύλακας καὶ ὁ φρουρός Του, ἕτοιμη νὰ τρέξει δίπλα Του σὲ κάθε ἀνάγκη καὶ δυσκολία, ἀφοῦ οἱ φιλόστοργοι ὀφθαλμοί της ἦταν πάντοτε στραμμένοι πάνω στὸ λατρευτὸ Υἱό της. Ἀναδείχθηκε ἔτσι ἀνεπανάληπτο πρότυπο μητρικῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως.
Ἡ ἀγάπη της βέβαια φάνηκε κατεξοχὴν τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους τοῦ γλυκυτάτου Υἱοῦ της, ἀφοῦ οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ δὲν Τὸν ἀποχωρίστηκε, πάσχοντας ἀληθινὰ κι Ἐκείνη μαζί Του. Πράγματι, πόνεσε ἡ Παναγία μας ὅσο καμιὰ ἄλλη μητέρα πάνω στὴ γῆ, ἀφοῦ ἔβλεπε τὸν Υἱό της, τὸν Δημιουργὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶχε πλημμυρίσει μὲ θαύματα ὅλη τὴν Παλαιστίνη, νὰ πεθαίνει ἄδικα σὰν κακοῦργος καὶ ἐγκληματίας ἀνάμεσα σὲ δύο ληστὲς μὲ ἀφόρητους σωματικοὺς πόνους καὶ μέγιστη ψυχικὴ ὀδύνη. Ἡ ὀδύνη της δὲν ἔχει προηγούμενο, ἀφοῦ ἔζησε τὴν τραγικότερη στιγμὴ τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Τότε ποὺ τὰ κτίσματα σταυρώναμε τὸν Κτίστη τοῦ παντός, τὰ πλάσματα τὸν Πλάστη, οἱ δοῦλοι τὸν Δεσπότη, οἱ χοϊκοὶ τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ.
Πόνεσε ἡ Θεοτόκος περισσότερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ τὰ καρφιὰ ποὺ ἐνέπηξαν οἱ ἄνομοι στὰ χέρια τοῦ Δεσπότου αἰσθάνθηκε νὰ ματώνουν, νὰ διαπερνοῦν καὶ νὰ κατατρυποῦν καὶ τὴ δική της μητρικὴ καρδιά.
Τὸ αἷμα τῆς εὐσπλαχνικότατης καρδιᾶς της καὶ οἱ ποταμοὶ τῶν δακρύων της χάριν τοῦ Υἱοῦ της μακάρι νὰ μαλακώσουν καὶ τὶς δικές μας πέτρινες καὶ ἁμαρτωλὲς καρδιὲς καὶ νὰ τὶς ὁδηγήσουν στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεομήτορος.
(*) Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ὁ ἀρχαῖος καὶ κατὰ πλάτος Βίος τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου «Ἡ Παναγία τοῦ Ἕβρου», Μάκρη Ἀλεξανδρουπόλεως, 2010.