ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (13/4)

Ἀπόστολος Μεγ. Πέμπτης (Α΄ Κορ. ια΄ 23-32)

23 ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· 24 λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. 25 ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. 26 ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ. 27 ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. 28 δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρω­πος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· 29 ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. 30 διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. 31 εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· 32 κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

23 Καί δέν σᾶς ἐπαινῶ, διότι ἐγώ παρέλαβα ἀπό τόν Κύριο τό ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού κάνετε ἐσεῖς. Παρέλαβα δηλαδή ἐκεῖνο πού σᾶς παρέδωσα: ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς τή νύχτα πού παραδιδόταν πῆρε ἄρτο καί, ἀφοῦ ἔκανε εὐχαριστήρια προσευχή, τόν ἔκοψε σέ τεμάχια καί εἶπε: 24 Λάβετε, φάγετε· αὐτό εἶναι τό σῶμα μου πού θυσιάζεται καί τή στιγμή αὐτή κόβεται σέ κομμάτια γιά χάρη σας καί γιά τή σωτηρία σας. Αὐτό πού κάνω τώρα μαζί σας νά τό κάνετε συνεχῶς, γιά νά θυμάστε μέ εὐγνωμοσύνη τή θυσία τοῦ σταυροῦ, πού τήν πρόσφερα γιά νά σᾶς σώσω. 25 Παρόμοια πῆρε καί τό ποτήριο, ἀφοῦ τελείωσε τό δεῖπνο, καί εἶπε: Αὐτό τό ποτήριο ἐμπεριέχει τό αἷμα μου καί γι’ αὐτό εἶναι ἡ νέα διαθήκη πού συνάπτεται καί ἐπισφραγίζεται μέ τό αἷμα μου. Νά τό κάνετε αὐτό πάντοτε, γιά νά θυμάστε ἐμένα καί τή θυσία μου. Καί κάθε φορά πού θά πίνετε ἀπό τό ἁγιασμένο αὐτό ποτήριο, θά τό κάνετε στήν ἀνάμνησή μου. 26 Καί τό ἱερό αὐτό καί μυστηριῶδες δεῖπνο θά τό κάνετε στήν ἀνάμνηση τοῦ Κυρίου, διότι κάθε φορά πού τρῶτε τόν ἄρτο αὐτό καί πίνετε τό ποτήριο αὐτό, κηρύττετε καί ὁμολογεῖτε δημόσια μέ πίστη καί εὐγνωμοσύνη τό θάνατο πού ὑπέστη ὁ Κύριος γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Κι ἔτσι ἡ ὁμολογία αὐτή καί ἡ ἀνάμνηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου θά γίνεται συνεχῶς καί ἀδιάκοπα, μέχρι νά ἔλθει ὁ Κύριος κατά τή δευτέρα του παρουσία. 27 Συνεπῶς ὁποιοσδήποτε τρώει τόν ἄρτο αὐτό καί πίνει τό ποτήριο τῆς κοινωνίας τοῦ Κυρίου ἀναξίως, θά εἶναι ἔνοχος γιά ἀσέβεια καί βεβήλωση, τήν ὁποία ἀποτολμᾶ στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. 28 Ἄς ἐξετάζει λοιπόν κάθε ἄνθρωπος μέ προσοχή τόν ἑαυτό του, καί ἀφοῦ προετοιμασθεῖ μέ τήν ἐξέταση αὐτή, τότε ἄς τρώει ἀπό τόν καθαγιασμένο ἄρτο κι ἄς πίνει ἀπό τό καθαγιασμένο ποτήριο. 29 Διότι ἐκεῖνος πού τρώει καί πίνει ἀνάξια ἀπό τόν καθαγιασμένο ἄρτο καί οἶνο, αὐτό πού τρώει καί πίνει φέρνει ἐπάνω του καταδίκη, ἐπειδή δέν διακρίνει καί δέν ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτά πού τρώει εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλά τά ἀντιμετωπίζει καί τά τρώει σάν νά ἦταν κοινές τροφές. 30 Κι ἐπειδή χωρίς νά ἐξετάζετε τόν ἑαυτό σας τρῶτε καί πίνετε ἀνάξια τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρ­ρωστοι, καί ἀρκετοί πέθαναν. 31 Διότι ἐάν ἀνακρίναμε τόν ἑαυτό μας καί τόν ἐξετά­ζαμε μέ φόβο Θεοῦ πρίν προσέλθουμε στή θεία Κοι­­νωνία, δέν θά καταδικαζόμασταν ἀπό τόν Θεό μέ τέ­τοιες τιμωρίες. 32 Ὅταν λοιπόν τιμωρούμαστε ἀπό τόν Κύριο μέ ἀσθένειες, τιμωρούμαστε παιδαγωγικά ἀπ’ αὐτόν γιά νά διορθωθοῦμε καί νά μήν κατακριθοῦμε στήν ἄλλη ζωή μαζί μέ τόν κόσμο πού ζεῖ μακριά ἀπό τόν Θεό.