Σήμερα 29/3 εορτάζουν:
- Άγιος Μάρκος επίσκοπος Αρεθουσίων, Κύριλλος διάκονος, και των εν Ασκάλωνι και Γάζη παρθένων γυναικών και ιερωμένων ανδρών
- Άγιοι Ιωνάς, Βαραχήσιος και οι συν αυτοίς Ζανιθάς, Λάζαρος, Μαρουθάς, Ναρσής, Ηλίας, Μάρης, Άβιβος, Σιμιάθης και Σάββας (ή Σώθα)
- Άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής
- Άγιος Ευστάθιος ο Ομολογητής επίσκοπος Κίου Βιθυνίας
- Όσιος Ησύχιος ο Σιναΐτης
- Όσιοι Ιωνάς, Μάρκος και Βάσσος
- Άγιος Εφραίμ Αρχιεπίσκοπος Ροστώβ Ρωσίας
Ὁ ἅγιος Μάρκος, Ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων ὁ Ὁμολογητὴς
Ὁ ἅγιος Μάρκος, ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων, ἀνήκει στοὺς ὁμολογητὲς τῆς πίστεως καὶ ἄθλησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (361-363).
Χειροτονήθηκε στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὑπῆρξε φλογερὸς καὶ ἐνθουσιώδης ἐπίσκοπος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος στὸν Α΄ κατὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως Στηλιτευτικό του λόγο διαζωγραφίζει τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Μάρκου λέγοντας ὅτι «ὁδήγησε πολλοὺς στὴ σωτηρία, ὄχι λιγότερο ἕνεκα τῆς λαμπρότητος τοῦ βίου ἀπὸ ὅσο μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου του». Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας τὸ 341 μ.Χ., στὴ Σύνοδο τῆς Φιλιππουπόλεως τὸ 343 καὶ στὴ Σύν οδο τοῦ Σιρμίου τὸ 351. Ἀλλὰ καὶ στὴ Σύνοδο τῆς Σελεύκειας τῆς Ἰσαυρίας τὸ 358 ἦταν παρών.
Γιὰ μικρὸ διάστημα ἀπὸ ἄγνοια παρασύρθηκε στὶς τάξεις τῶν ἡμιαρειανῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δέχονταν μὲν τὴ θεότητα τοῦ Λόγου, ἀλλὰ ἀπέρριπταν τὸν ὅρο «ὁμοούσιος». Σύντομα ὅμως παραδέχθηκε τὸ λάθος του, καὶ συνέχισε μαχητικὰ καὶ ὀρθὰ νὰ ἐργάζεται μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου ἁγίας Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπίσκοπος Μάρκος πολέμησε μὲ δύναμη τὴν εἰδωλολατρία.
Οἱ εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς τῶν Ἀρεθουσίων δὲν ἄντεχαν τὸν φλογερὸ αὐτὸν ἄνδρα, ποὺ ἀποσποῦσε πολλοὺς καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ χριστιανικὴ πίστη. Γι’ αὐτὸ γεμάτοι ὀργὴ καὶ μίσος ζητοῦσαν εὐκαιρία νὰ τὸν συλλάβουν. Ὁ Μάρκος, γιὰ νὰ κατασιγάσει τὴ φωτιὰ τῆς ὀργῆς τους, γιὰ μικρὸ διάστημα ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπή του. Ὅμως τὸ μίσος τῶν διωκτῶν του ξέσπασε ἐναντίον τῶν πιστῶν χριστιανῶν μὲ συλλήψεις. Ὅταν πληροφορήθηκε ὁ Μάρκος τὴν ἀναστάτωση ποὺ ἔφερε ἡ φυγή του, ἐ πανῆλθε στὴ Μητρόπολή του τὸ 363 μ.Χ. καὶ παραδόθηκε στοὺς ἐχθρούς του.
Καὶ ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Μάρκο, διότι σὲ δύσκολη ὥρα τοῦ εἶχε σώσει τὴ ζωή, παρὰ ταῦτα δὲν ἐμπόδισε τοὺς ὀπαδούς του νὰ τὸν τιμωρήσουν.
Ἀνεκδιήγητα εἶναι τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη ὁ Μάρκος. Ὁ ἱστορικὸς Θεοδώρητος Κύρου τὰ ὀνομάζει «πραγματικὴ τραγωδία». Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος σημειώνει ὅτι «ἀγωνίζονταν πῶς νὰ ὑπερβάλουν (οἱ βασανιστές του) ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴ θρασύτητα κατὰ τοῦ πρεσβύτου ἱερέως». Ὅρμησαν χωρὶς νὰ σεβαστοῦν τὴν ἡλικία του, τὸν ξυλοκόπησαν ἀλύπητα, τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένια, τὸν ὠθοῦσαν πρὸς τοὺς ὑπονόμους. «Δὲν ὑπῆρχε μέλος τοῦ σώματός του ποὺ νὰ μὴν εἶχε ὑποστεῖ μαζὶ μὲ τὶς κακώσεις καὶ ταπείνωση.
Τὸν ὕψωναν μετέωρο ἀπὸ τὰ πόδια καὶ μὲ τὶς μυτερὲς γραφίδες (ξύλινα αἰχμηρὰ μολύβια) ἔκαναν παιχνίδι τους τὴν τραγωδία. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ αὐτιά…
Τὸν κρέμασαν ψηλὰ μέσα σὲ δίχτυ, καὶ τὸν ἄλειψαν μὲ μέλι καὶ ἁλάτι. Οἱ σφίγγες καὶ οἱ μέλισσες τὸν κεντοῦσαν, ἐνῶ τὸ καταμεσήμερο ὁ ἥλιος μὲ τὶς καυστικές του ἀκτίνες αὔξανε τὴ φλόγωση».
Ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ὅλα τὰ δεχόταν μὲ εὐθυμία. Ὅλα τὰ θεωροῦσε «τελετὴ χαρμόσυνη παρὰ συμφορά». Ἡ ἀνεξικακία του καὶ ἡ γενναιότητά του ἐξέπληξαν ὅλους, ἀκόμη καὶ τὸν ὕπαρχο τῆς πόλεως, ποὺ μὲ δική του μεσολάβηση ἔκαμψε τὸν διώκτη Ἰουλιανὸ καὶ ἐλευθέρωσε τὸν μάρτυρα.
Πλῆθος εἰδωλολατρῶν διωκτῶν τότε μετανόησαν καὶ δέχθηκαν τὸ θεῖο κήρυγμα τοῦ Μάρκου καὶ βαπτίσθηκαν στὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δοξάστηκε.
Ὁ ὁμολογητὴς τοῦ Χριστοῦ ἐπίσκοπος Μάρκος ἔζησε τὸν ὑπόλοιπο ὀλίγο χρόνο τῆς ζωῆς του ἐν εἰρήνῃ ἀπολαμβάνοντας τοὺς πνευματικοὺς καρποὺς τῶν κόπων του. Καὶ φέροντας τὰ πολυτίμητα στίγματα τοῦ μαρτυρίου παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο τὸ ἔτος 364.
Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου Μάρκου ἐπισκόπου Ἀρεθουσίων τοῦ Ὁμολογητοῦ, νὰ παραμένουμε πιστοὶ στὸν δρόμο τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας ὁμολογώντας τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας μὲ φλογερὸ λόγο καὶ ἀγάπης ἔργο στὸν σύγχρονο κόσμο.
Ὁ ἅγιος μάρτυς Κύριλλος (ὁ ἐν Φοινίκῃ διάκονος)
καὶ λοιποὶ ἱερωμένοι καὶ παρθένοι
Στὶς 29 Μαρτίου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ὁμολογητὴ ἅγιο Μάρκο, ἐπίσκοπο Ἀρεθουσίων, ποὺ ἔδρασε στὴν ἐποχὴ τοῦ σκληροῦ διώκτη Ἰουλιανοῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία συνεορτάζει μία πολυπληθὴ ὁμάδα ἁγίων Μαρτύρων, ποὺ μαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ τὴν ἴδια ἐποχή (4ος αἰ.).
Πρῶτος εἶναι ὁ ἱεροδιάκονος Κύριλλος ἀπὸ τὴν Ἡλιούπολη τῆς Φοινίκης. Ὑπῆρξε θαρραλέος ὁμολογητὴς τῆς πίστεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολέμησε μὲ πάθος τὴν ψεύτικη λατρεία τῶν εἰδώλων. Οἱ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ ἀπάνθρωπο τρόπο. Τοῦ ἄνοιξαν τὴν κοιλιά. Τοῦ διεσκόρπισαν τὰ σπλάχνα. Καὶ ἔφαγαν ὠμὸ τὸ συκώτι του. Οἱ ἄσπλαχνοι αὐτοὶ ἐχθροί του τιμωρήθηκαν μὲ θεία δίκη. Ἀπὸ ἄλλους ἔπεσαν τὰ δόντια, σὲ ἄλλους σάπισε ἢ κόπηκε ἡ γλώσσα καὶ ἄλλοι τυφλώθηκαν.
Μιὰ ὁμάδα ἀνωνύμων πιστῶν, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἱερωμένους καὶ παρθένες, μαρτύρησαν στὴν περιοχὴ τῆς Γάζας τῆς Μεσοποταμίας, στὸν Ἀσκάλωνα, τὸ 363. Αἰτία τοῦ μαρτυρίου τους ἦταν καὶ πάλι ἡ πίστη ἡ ἀκλόνητη στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό. Ἀπὸ αὐτοὺς ἀφήρεσαν τὰ σπλάχνα καὶ στὴ θέση τους ἔβαλαν κριθάρι καὶ τοὺς πέταξαν στοὺς χοίρους. Τέλος ἀνθρώπινο τόσο μακάβριο. Ἀλλὰ καὶ ἀρχὴ ζωῆς τόσο μακαρίας.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπίσης ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ στὴ Σεβάστεια βεβήλωσαν τὴ Λειψανοθήκη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἔκαψαν τὰ ἱερὰ Λείψανά του καὶ σκόρπισαν στὸν ἀέρα τὶς στάχτες. Σήμερα, ὅπου ὑπάρχουν ἀνὰ τὸν κόσμο ἱερὰ Λείψανα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, εἶναι
ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὴ λαίλαπα ἐκείνου τοῦ διωγμοῦ.
Τελικά, ὁ Χριστὸς θριάμβευσε. Ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ταπεινώθηκε. Καὶ σὲ γιορτὴ ποὺ ἔκανε στὴν Ἀντιόχεια, πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνα, βρέθηκε μόνος του, μόνος μὲ τοὺς αὐλικούς του. Ἀπὸ τὸν κόσμο δέχθηκε κατακραυγὴ καὶ περιφρόνηση.
16 αἰῶνες πέρασαν ἀπὸ τότε. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γνώρισε θριάμβους καὶ νίκες. Συνεχίζει καὶ σήμερα νὰ κατακτᾶ ἀθόρυβα σ’ ὅλο τὸν κόσμο τὶς καλοπροαίρετες ψυχὲς καὶ νὰ τὶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τὶς πλάνες. Οἱ καμπάνες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κτυποῦν χαρμόσυνα καὶ διαλαλοῦν τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, σὲ Βορρὰ καὶ Νότο.
Καὶ κάθε τόσο ξεπροβάλλουν καὶ νέες Ἐπισκοπὲς καὶ Μητροπόλεις στὰ βάθη τῆς Ἀφρικῆς, στὴν καρδιὰ τῆς Ἀσίας καὶ σ’ ὅλο τὸν κόσμο… Χιλιάδες ἄνθρωποι ἀπὸ κάθε λαὸ καὶ φυλὴ βαπτίζονται στὰ ὕδατα τῆς ἁγίας κολυμβήθρας. Φωτίζονται καὶ ὁμολογοῦν μὲ συγκίνηση τὴ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…».
Ὅμως, δυστυχῶς, μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες δόξης τοῦ Χριστιανισμοῦ, παραδόξως ἀναβιώνει στὶς μέρες μας ἡ λατρεία τῶν ψεύτικων εἰδώλων τοῦ Δωδεκαθέου καὶ ἄλλων ἀνυπάρκτων θεοτήτων – δεῖγμα καὶ αὐτὸ τῆς ἐσχάτης ἠθικῆς καταπτώσεως τῆς ἐποχῆς μας.
Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ κῦμα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ ἂς ἐμπνευστοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα ὅλων τῶν ἁγίων Μαρτύρων. Ἂς ἀντισταθοῦμε μὲ γενναιότητα καὶ ἂς ἀπορρίψουμε μὲ βδελυγμία τὸ δαιμονικὸ αὐτὸ ἔκτρωμα τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων μένοντας πιστοὶ στὴν ἀλήθεια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καὶ ἂς ὁμολογοῦμε μὲ ἱερὴ καύχηση τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Ἕνα καὶ Μοναδικὸ Τριαδικὸ Θεό μας. Καὶ ἂν μᾶς καλέσει καὶ στὸ μαρτύριο, μὲ χαρὰ ἂς τὸ ἀποδεχθοῦμε ὡς τὸ ὕψιστο δῶρο Του.
Οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ἰωνᾶς, Βαραχήσιος καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς 9 μάρτυρες
Λίγα χρόνια μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313), ποὺ χάριζε σ’ ὅλους τὴ δυνατότητα νὰ πιστεύουν ἐλεύθερα σὲ ὅποια θρησκεία ἤθελαν, ξέσπασε στὴν Περσία νέος ἄγριος διωγμός (327) ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ σκληρὸς βασιλιὰς τῶν Περσῶν Σαβώριος ὁ Β΄ κήρυξε ἐξόντωση τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ναζωραίου. Διέταξε μάγους νὰ περιέλθουν τὸ βασίλειό του καὶ νὰ βεβηλώσουν καὶ νὰ κάψουν ἱεροὺς Ναοὺς καὶ Μοναστήρια καὶ ὅπου συναντοῦσαν χριστιανοὺς νὰ τοὺς ἀναγκάσουν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα καὶ νὰ προσκυνήσουν τὶς εἰδωλολατρικὲς περσικὲς θεότητες, τὴ φωτιά, τὸν ἥλιο καὶ τὸ νερό. Καὶ ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ θὰ ἀρνοῦνταν νὰ ὑπακούσουν στὶς διαταγὲς τοῦ αὐτοκράτορα. Τοὺς περίμεναν φρικτὰ βασανιστήρια.
Ἀνάμεσα στοὺς γενναίους ὁμολογητὲς τῶν ἡμερῶν ἐκείνων συγκαταριθμοῦνταν καὶ κάποιοι χριστιανοὶ τῆς πόλεως Μαρβιαβώχ. Τὰ ὀνόματά τους ἦταν: Ἄβιβος, Ζανιθά, Ἠλίας, Λάζαρος, Μάρη, Μαρουθᾶ, Ναρσῆς, Σάββας καὶ Σιμιάθης. Καὶ οἱ ἐννέα αὐτοὶ πιστοὶ βρίσκονταν φυλακισμένοι ἀναμένοντας τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τους μὲ μοναδική τους παρηγοριὰ τὴν πίστη, τὴν προσευχή, τὸν Ἰησοῦ Χριστό!
Ἡ εἴδηση αὐτὴ τῆς ὁμαδικῆς φυλακίσεως συγκίνησε δυὸ ἀδέλφια, τὸν Ἰωνᾶ καὶ τὸν Βαραχήσιο, ποὺ ἦταν μοναχοὶ στὸ Μοναστήρι τῆς περιοχῆς στὸ Βέθ-’Αζά. Ἰσχυρὸς πόθος ἀγάπης ἔκαμε καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς μοναχοὺς νὰ ἀφήσουν γιὰ λίγο τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καὶ νὰ ἔλθουν νὰ συμπαρασταθοῦν στοὺς ὑποψήφιους μάρτυρες.
Ἔφθασαν λοιπὸν στὴ φυλακή. Μὲ λαχτάρα ἀντίκρισαν τὰ ἄγνωστα πρόσωπα τῶν ἐννέα αὐτῶν φίλων καὶ τοὺς ἐμψύχωσαν μὲ λόγους παρακλήσεως, ἐλπίδος καί πίστεως. Ἡ ἄφιξη τῶν ἐναρέτων μοναχῶν στὴ φυλακὴ ἔδωσε μεγάλη δύναμη καὶ θάρρος στὶς ψυχὲς τῶν ἐγκλείστων καὶ τοὺς αὔξησε τὴ φλόγα τοῦ μεγάλου πόθου τους νὰ πεθάνουν ὅλοι μαζὶ ἑνωμένοι γιὰ τὸν Χριστό!...Τί ὑπέροχες στιγμές! Τί οὐράνια βιώματα!... Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες οἱ 9 πιστοὶ αὐτοὶ χριστιανοὶ μέσα ἀπὸ σειρὰ βασάνων καὶ δαρμῶν γεύθηκαν τὸν πικρότατο θάνατο, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴ γλυκύτητα τῆς οὐράνιας ζωῆς.
Ἡ εὐεργετικὴ παρουσία τῶν δύο μοναχῶν πρὸς τοὺς ἐννέα αὐτοὺς μάρτυρες δὲν εἶχε μείνει ἀπαρατήρητη ἀπὸ φθονεροὺς ἐχθρούς, ποὺ ὅλα τὰ κατήγγειλαν στοὺς μάγους. Οἱ σκληροὶ αὐτοὶ ἐκτελεστὲς τῶν διαταγῶν τοῦ βασιλιᾶ κάλεσαν ἀμέσως μπροστά τους τοὺς δύο μοναχούς, τὸν Ἰωνᾶ καὶ τὸν Βαραχήσιο, καὶ τοὺς πίεζαν νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς τους. Ἀλλὰ ἦταν δυνατὸν δυὸ τέτοιες ἐκλεκτὲς ἀφιερωμένες στὸ Χριστὸ ὑπάρξεις νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα; Ὄχι! Ποτὲ ὄχι.
Γι’ αὐτὸ φυλάκισαν ἀμέσως τὸν Βαραχήσιο. Καὶ τὸν Ἰωνᾶ τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀνάκριση. Τὰ γλυκόλογα τῶν δικαστῶν δὲν τὸν συγκίνησαν, καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε: «Δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ τὸν Σωτήρα καὶ Κύριό μου, γιατὶ εἶναι ἡ ἐλπίδα κάθε χριστιανοῦ καὶ δική μου! Καὶ ὅποιος τὸν ὁμολογεῖ δὲν θὰ ντροπιαστεῖ ποτέ». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰωνᾶ ἦταν ἀρκετὰ γιὰ νὰ ἐξαγριώσουν τοὺς δημίους.
Τὸν ἀκινητοποίησαν σὲ πάσσαλο καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τὸν κτυποῦσαν ἀλύπητα μὲ ἀγκαθωτὲς βέργες. Καὶ μετά, ἐξουθενημένο, μὲ ἀνοικτὲς πληγὲς ποὺ αἱμορραγοῦσαν, τὸν ἔσυραν καὶ τὸν ἄφησαν πάνω σὲ παγωμένο ἕλος ὅλη τὴ νύχτα.
Ἀκολούθησε μετὰ ἡ δίκη τοῦ Βαραχησίου. Προσπάθησαν νὰ τὸν κάμψουν ὥστε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό, λέγοντάς του ψέματα ὅτι δῆθεν ὁ ἀδελφός του ὑπέκυψε καὶ προσκύνησε τὰ εἴδωλα. Ἀνεπηρέαστος καὶ ἀτάραχος ὁ Βαραχήσιος ἔδωσε τὴν ἀπάντηση: «Ὅπως ὁ ἀδελφός μου προσκυνοῦσε τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἔτσι καί ’γὼ Τὸν προσκυνῶ καὶ Τὸν δοξάζω!
Δὲν πιστεύω ποτὲ πὼς ὁ ἀδελφός μου τυφλώθηκε τόσο πολὺ στὸ νοῦ, ὥστε νὰ λατρεύσει ‘‘τὴν κτίση παρὰ τὸν κτίσαντα’’». Εἶπε καὶ ἄλλα ὁ Βαραχήσιος πολλά, ποὺ κατέπληξαν καὶ ἔπειθαν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς του. Οἱ δικαστὲς φοβήθηκαν μήπως ἐπηρεάσει θετικὰ πρὸς τὸν χριστιανισμὸ τοὺς παρευρισκομένους. Γι’ αὐτὸ ἄρχισαν βασανισμοὺς σατανικῆς ἐμπνεύσεως. Τοῦ ἔβαλαν κάτω ἀπὸ τὶς μασχάλες πύρινες χάλκινες σφαῖρες ἀπειλώντας τον πὼς ἂν τὶς ἀφήσει νὰ πέσουν, θὰ εἶναι σὰν νὰ ἀρνεῖται τὸν Χριστό. Ὁ πιστὸς Βαραχήσιος γενναῖα ἀποκρινόταν: «Δὲν φοβοῦμαι τίποτα, πιστεύω καὶ λατρεύω τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό! Μὲ τὴ δύναμή του νικῶ καὶ θὰ νικήσω». Τοῦ περιέλουσαν μετὰ τὸ πρόσωπο μὲ λιωμένο μολύβι καὶ τὸν φυλάκισαν κρεμασμένο ἀπὸ τὸ ἕνα πόδι.
Καὶ τὸν ἄφησαν ἐκεῖ μέσα στὴ φυλακὴ μόνο καὶ ἔρημο. Ἐπέστρεψαν μετὰ στὸν Ἰωνᾶ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ μαρτύριό του. Ἔκπληκτοι ὅμως τὸν ἄκουσαν νὰ λέει: «Πέρασα τόσο γλυκιά νύχτα μέσα στὸ ψύχος πάνω στό ἕλος μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐνίσχυση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ!...
Μπορεῖ τώρα νὰ σαπίζω σὰν τὸ σπόρο τοῦ σιταριοῦ. Αὔριο ὅμως, στὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θὰ εἶμαι ἀνακαινισμένος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως». Τὰ λόγια αὐτὰ ἄναψαν περισσότερο μίσος στοὺς ἐχθρούς του. Οἱ δικαστὲς διέταξαν καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴ γλώσσα καὶ τὰ δάχτυλα ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἕνα-ἕνα, καὶ μετὰ τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ καζάνι ποὺ ἔβραζε πίσσα. Ὁ Κύριος διαφύλαξε ἄθικτο τὸν δοῦλο του Ἰωνᾶ. Οἱ δήμιοι ὅμως ἔμειναν ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὸ θαῦμα. Στὴ συνέχεια τοῦ τσάκισαν τὰ ὀστὰ καὶ τὸν πέταξαν νεκρὸ σὲ μιὰ στέρνα.
Τὸν Βαραχήσιο τὸν ἔσυραν πάνω σὲ ἀγκάθια τρυπώντας τὸ σῶμα του μὲ μυτερὰ καλάμια. Τοῦ ξέσχισαν τὶς σάρκες καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ πιεῖ βρασμένη πίσσα.
Καὶ τέλος τοῦ τσάκισαν καὶ αὐτοῦ τὰ ὀστά. Καὶ ὁ γενναῖος μάρτυρας παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεὸ μὲ δοξολογία στὰ χείλη καὶ μὲ ὁμολογία: «Τὸ σῶμα μου τὸ δημιούργησε ὁ Θεός. Περιμένω τώρα τὴ νέα του μορφὴ στὴν ἀνάσταση».
Δύο μοναχοὶ καὶ ἐννέα λαϊκοί! Ἕντεκα συνολικὰ μάρτυρες ποὺ γνωρίστηκαν καὶ ἀλληλοενισχύθηκαν ἐν Κυρίῳ σὲ ὧρες διωγμῶν καὶ στεφανώ θηκαν μὲ τὸ ἴδιο ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Δεηθεῖτε, ἅγιοι ἔνδοξοι μάρτυρες, καὶ γιὰ μᾶς ποὺ ζοῦμε σὲ ἐποχὴ μὲ προανακρούσματα διωγμῶν, νὰ παραμείνουμε πιστοὶ στὸ Χριστὸ στηρίζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. «‘‘Δριμὺς ὁ χειμὼν’’ τῆς ἀποστασίας, ὅμως ‘‘γλυκὺς ὁ παράδεισος’’ ποὺ μᾶς περιμένει…».
«Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Χίου Βιθυνίας
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ μακροῦ καὶ πολυθόρυβου ἀγῶνα τῆς εἰκονομαχίας. Ἀπὸ νέος βάδισε τὸ δρόμο τῆς εὐσέβειας, στολισμένος μὲ βαθειὰ καὶ ἔνθερμη πίστη. Ἦταν συγχρόνως καὶ ἀκριβὴς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν, τὶς ὁποῖες δὲν γνώριζε μόνο ἀλλὰ καὶ ἐφάρμοζε. Τὴ ζωντανὴ αὐτὴ εὐσέβειά του καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο, ὅταν ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ὕστερα Ἱερέας. Ἡ κοινὴ ἀναγνώριση τῶν προτερημάτων αὐτῶν, τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Κίου στὴ Βιθυνία. Στὴ νέα του αὐτὴ διακονία, ἔδειξε περισσότερα ποιμαντικὰ χαρίσματα καὶ ἐργάστηκε μὲ μεγαλύτερη ἀφοσίωση στὴ φιλανθρωπικὴ ἀποστολή του. Ἀπέναντι στοὺς εἰκονομάχους, ὁ εἰρηνικὸς ποιμενάρχης φάνηκε δυναμικὸς καὶ ἀκοίμητος φρουρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Οὔτε πτοήθηκε, ὅταν εἶδε μπροστὰ τοῦ τὸν ἄγριο διωγμό. Φυλακίστηκε καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε. Ἀλλ᾿ ἀπὸ παντοῦ συμμετεῖχε στὴν ἄμυνα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπέμεινε δὲ ἀπερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυμνότητας καὶ ἄλλων κακουχιῶν. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα τοῦ στὸ Θεό, τοῦ ὁποίου ἔλαμψε πιστὸς καὶ γνήσιος ὑπηρέτης, ποὺ προτίμησε τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὴν ἐγωϊστικὴ διατήρηση τοῦ ἀξιώματός
του.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς
Δὲν τὸν ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 34 φ. 68α, μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Μᾶρκο τὸν μεγάλο ἀσκητὴ (+5 Μαρτίου), ὅπου ὑπάρχει καὶ κοινὸς Κανόνας τῶν δυὸ μὴ ὁλοκληρωμένος. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου, ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας, ἀλλὰ καὶ τῆς συναρπαστικῆς συγγραφῆς. Τὰ 100 γνωστικὰ ἀσκητικὰ κεφάλαια ποὺ ἔγραψε, διαβάζονταν μὲ ἀπληστία ἀπὸ τοὺς μοναχούς. Ἐπίσης ἔγραψε καὶ ἄλλα, ὅπως τὴν «Ὅραση» καὶ λόγο στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου.