ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (1/4)

Σήμερα 1/4 εορτάζουν:

  • Οσία Μαρία η Αιγυπτία
  • Όσιος Μακάριος ο ομολογητής ηγούμενος ιεράς Μονής Πελεκητής
  • Άγιοι Γερόντιος και Βασιλείδης
  • Δίκαιος Αχάζ
  • Άγιοι Αλέξανδρος, Διονύσιος, Ινγενιανή, Πάκερος, Παρθένιος και Σατουρνίνος
  • Άγιος Πολυνίκης
  • Άγιοι Ερμής και Θεοδώρα οι Μάρτυρες οι αυτάδελφοι
  • Άγιος Αβραάμιος ο Νεομάρτυρας εκ Βουλγαρίας
  • Όσιος Ευθύμιος Σαυζδαλίας
  • Όσιος Γερόντιος ο Κανονάρχης
  • Όσιος Ιωάννης ο Φιλόσοφος εκ Γεωργίας
  • Όσιος Ευλόγιος ο διά Χριστόν σαλός
  • Όσιος Βαρσανούφιος της Όπτινα
  • Άγιος Μακάριος ο Ιερομάρτυρας ο Νέος
  • Άγιος Μιχαήλ ο νεομάρτυς, ο Ρώσος

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια

1.-osia-maria-i-aigiptia

Στό Ἁ­γι­ο­λό­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­να­φέ­ρον­ται ἄν­θρω­ποι, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, οἱ ὁ­ποῖ­οι στή ζω­ή τους ἁ­μάρ­τη­σαν καί μά­λι­στα πο­λύ. Ἦλ­θε ὅ­μως ὁ και­ρός πού δέ­χθη­καν τήν ἐπί­σκε­ψη τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος, με­τάνιω­σαν καί ἐ­πέ­στρε­ψαν στόν Θε­ό. Ἔ­ζη­σαν στό ἑ­ξῆς ζω­ή θε­ά­ρε­στη, ζω­ή ἁ­γνό­τη­τος καί ἁ­γι­ό­τη­τος. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τούς ἀ­να­γνώ­ρι­σε ἁ­γί­ους καί τούς προ­βάλ­λει ὡς πα­ρά­δειγ­μα με­τα­νοί­ας. Κλασ­σι­κή πε­ρί­πτω­ση ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γύ­πτια. Αἰ­γύ­πτια ὀ­νο­μά­ζε­ται, δι­ό­τι γεν­νή­θη­κε στήν Αἴ­γυ­πτο τόν Δ΄ μᾶλ­λον αἰ­ώ­να μ.Χ. (345;). Ὁ Θε­ός τήν προί­κι­σε μέ σπά­νια σω­μα­τι­κά προ­σόν­τα. Αὐ­τά ὅ­μως τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ δέν τά χρη­σι­μο­ποί­η­σε ἡ Μα­ρί­α γιά τή δό­ξα του, ἀλ­λά,  ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­τα, τά κατα­σπα­τά­λη­σε στήν ἀ­σω­τί­α. Ἀ­πό τήν ἡ­λι­κί­α τῶν δώ­δε­κα ἐ­τῶν συν­δέ­θη­κε μέ τήν ἁ­μαρ­τί­α, ἔγινε ἡ περιβόητη ἁμαρτωλή γυναίκα τῆς Αἰγύπτου. Γο­νεῖς καί ἱ­ε­ρεῖς προ­σπά­θη­σαν μέ κά­θε μέ­σο νά πεί­σουν τή νε­α­ρή κό­ρη νά σω­φρο­νι­σθεῖ καί ν’ ἀλ­λά­ξει ζω­ή. Αὐ­τή ὅ­μως ὄ­χι μό­νο δέν κα­τα­νό­η­σε τή ση­μα­σί­α τῶν συμ­βου­λῶν, ἀλ­λά μέ τήν πρό­ο­δο τῆς ἡ­λι­κί­ας κάλ­πα­ζε πρός τήν ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νά ἀ­πο­τε­λεῖ γιά τήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια καί τήν Αἴ­γυ­πτο ἰ­σχυ­ρό­τα­το ἠ­θι­κό πει­ρα­σμό.

Ποι­ός θά πε­ρί­με­νε μέ­σα στήν ἁ­μαρ­τω­λή αὐ­τή γυ­ναί­κα καί πα­ρά τίς φο­βε­ρές ἠ­θι­κές πα­ρε­κτρο­πές της νά δι­α­τη­ρεῖ­ται κά­ποι­α ἀ­γα­θή δι­ά­θε­ση; Αὐ­τή τήν ἀ­γα­θή δι­ά­θε­ση εἶ­δε ὁ Θε­ός καί, ὡς εὔ­σπλαγ­χνος Πα­τέ­ρας, τήν κά­λε­σε μέ τρό­πο θαυ­μα­στό σέ με­τά­νοι­α καί σω­τη­ρί­α. Μιά μέ­ρα τοῦ 375 εἶ­δε ἡ Μα­ρί­α στήν προ­κυ­μαί­α τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας νά εἶ­ναι συγκεντρωμέ­νος κό­σμος πο­λύς. Κι ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε, ὅ­τι ὅ­λος αὐ­τός ὁ κό­σμος, ἄν­θρω­ποι δι­α­φό­ρων ἡ­λι­κι­ῶν, ἑ­τοι­μά­ζον­ται νά ἐ­πι­βι­βα­σθοῦν σέ πλοῖ­α, γιά νά ἑ­ορ­τά­σουν στά Ἱεροσόλυμα τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἀ­κο­λου­θή­σει κι αὐ­τή. Δέν γνω­ρί­ζου­με τόν σκο­πό καί τό κί­νη­τρο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Μα­ρί­α θέ­λη­σε νά ἀ­κο­λου­θή­σει τούς προ­σκυ­νη­τές. Ἐ­κεῖ­νο πού γνω­ρί­ζου­με, εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη ὁ Θε­ός ὁ­δη­γοῦ­σε τά βή­μα­τά της.

Τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τά πλή­θη τῶν πι­στῶν συ­νω­στί­ζον­ται στόν ἱ­ε­ρό Να­ό. Ἡ Μα­ρί­α φθά­νει ἀρ­γά, τήν ὥ­ρα πού κι ὁ πε­ρί­βο­λος ἀ­κό­μη εἶ­ναι γε­μά­τος. Προ­σπα­θεῖ νά εἰ­σέλ­θει κι αὐ­τή νά προ­σκυ­νή­σει τόν Τί­μιο Σταυ­ρό, ἀλ­λά τῆς εἶ­ναι ἀ­κα­τόρ­θω­το. Μιά ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη κα­θη­λώ­νει τά πό­δια της καί δέν τῆς ἐ­πι­τρέ­πει οὔ­τε βῆ­μα νά προ­χω­ρή­σει. Κι­νεῖ­ται πρός ὅ­λες τίς ἄλ­λες κα­τευ­θύν­σεις ἐ­λεύ­θε­ρα, πρός τόν Τί­μιο Σταυ­ρό ὅ­μως τῆς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον. Εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα τῆς Χά­ρι­τος. Εἶ­ναι ἡ ἀ­ό­ρα­τη ἐ­νέρ­γεια τοῦ Θε­οῦ. Μ’ αὐτά τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά σημεῖ­α ὁ Κα­λός Ποι­μέ­νας Κύ­ριος θά ἐρ­γα­σθεῖ τή σω­τη­ρί­α της. Σ’ αὐτήν ἔ­χει στραμ­μέ­να τά βλέμ­μα­τά του ἰ­δι­αι­τέ­ρως, στό χα­μέ­νο του αὐ­τό πρό­βα­το, τό ὁ­ποῖ­ο χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν· κι ἐ­κεῖ­νος τό ἀ­να­ζη­τεῖ (Ματθ. ι­η΄ 12 – 14).

Ἡ Μα­ρί­α καθώς βλέπει τόση εὐ­λά­βεια στους χιλιάδες προσκυνητές, καί ἀκούει τέτοιους ἱερούς κα­τα­νυ­κτι­κούς ὕ­μνους, κα­τα­νύσ­σε­ται, συν­τρί­βε­ται βα­θύ­τα­τα. Τώ­ρα, μό­λις δέ­χε­ται τή θεί­α Χά­ρη, θυ­μᾶ­ται τά πρῶ­τα της παι­δι­κά χρό­νια, τούς γο­νεῖς καί τίς συμ­βου­λές τους, τίς πα­ρο­τρύν­σεις τῶν κα­λῶν ἱ­ε­ρέ­ων. Τώ­ρα συ­ναι­σθά­νε­ται τό βά­ρος τῆς με­γά­λης της ἁμαρ­τω­λό­τη­τος. Καί ἡ ἄ­σω­τη αὐ­τή κό­ρη τοῦ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός, «εἰς ἑ­αυ­τήν ἐλ­θοῦ­σα» (Λουκ. ι­ε΄ 17), παίρ­νει τήν με­γά­λη ἀ­πό­φα­ση: Νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τό δρό­μο τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας καί νά ἐ­πι­στρέ­ψει στήν Πα­τρι­κή Στέ­γη. Ἀ­πο­μο­νώ­νε­ται στόν Να­ό καί σέ μί­α γω­νιά, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Τε­λώ­νης, κτυπᾶ τό στῆ­θος της, γιά νά ἐκ­δη­λώ­σει ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ τήν εἰλικρι­νή της με­τά­νοι­α. Ἀ­φή­νει νά χυ­θοῦν ἀ­πό τά μά­τια τῆς χεί­μαρ­ροι δα­κρύ­ων καί ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­διᾶς της νά ἐ­ξέλ­θουν στε­ναγ­μοί με­τα­νοί­ας. Ποι­ά; Αὐ­τή πού μέ­χρι πρίν λί­γο μό­νο ἁ­μαρ­τω­λά γέ­λια καί πονηρά βλέμματα εἶ­χε. Αὐτή τώρα ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς πρε­σβεῖ­ες τῆς Πα­να­γί­ας μας καί ἐ­πι­χει­ρεῖ ξανά, με­τα­νι­ω­μέ­νη ὅμως πλέ­ον καί μέ νέ­ες ἀποφάσεις, νά προ­χω­ρή­σει πιό βα­θειά μέ­σα στό Να­ό· καί βρί­σκει τόν δρό­μο ἐ­λεύ­θε­ρο. Μέ πολύ βαθειά εὐ­λά­βεια ἀ­σπά­ζε­ται τόν Τί­μιο Σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου καί δί­νει ἐ­νώ­πιόν του τή μεγά­λη ὑ­πό­σχε­ση. Στό ἑ­ξῆς θά προ­σφέ­ρει ὅ­λη της τή ζω­ή, τό σῶμα της καί τήν ψυχή της, γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, ὡς θυ­σί­α εὐ­ά­ρε­στη σ’ αὐ­τόν.

Ὁ Θε­ός ὅ­μως τῆς δί­νει κι ἄλ­λη εὐ­και­ρί­α, γιά νά ὁλο­κλη­­ρώσει τήν με­τάνοιά της καί τήν ἱερή της ἀπόφαση. Τήν ὁ­δη­γεῖ ἐ­νώ­πιον πνευ­μα­τι­κοῦ ἱ­ε­ρέ­ως, στόν ὁ­ποῖ­ο μέ βα­θυ­τά­τη συγκί­νη­ση ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα καί ἀ­νο­μή­μα­τα, τά σκάν­δα­λα τῆς πο­λυ­τά­ρα­χης νε­ό­τη­τάς της. Κι ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρεύς δι­α­πι­στώ­νει τήν εἰ­λι­κρί­νεια τῆς με­τανοίας της, τῆς δί­νει τήν ἄ­φε­ση τοῦ πολυευ­σπλάγ­χνου Θε­οῦ.

Ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη ἀρ­χί­ζει μί­α νέ­α ζω­ή γιά τή με­τα­νι­ω­μέ­νη Μα­ρί­α τήν Αἰ­γυ­πτί­α. Δέν ἐ­πι­στρέ­φει πλέ­ον στήν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, ἀλ­λά περ­νᾶ τόν Ἰ­ορ­δά­νη καί ἔρ­χε­ται στήν ἔ­ρη­μο. Ἐδῶ θά μεί­νει στό ἑ­ξῆς τά ὑ­πό­λοι­πα χρό­νια τῆς ζω­ῆς της καί θά προσεύχεται ἀσταμάτητα γιά τόν ἑ­αυ­τό της καί γιά τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους πού ἀ­γω­νί­ζον­ται μέ­σα στούς πειρα­σμούς τῆς κοι­νω­νί­ας. Σα­ράν­τα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ἐ­ξα­γνί­ζε­ται καί ἐ­ξα­γι­ά­ζε­ται στά ἀ­γω­νί­σμα­τα τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς ἀ­σκή­σε­ως.

Στήν ἔ­ρη­μο αὐ­τή τήν συ­νάν­τη­σε ὁ Ἀβ­βᾶς Ζω­σι­μᾶς, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν Με­γά­λη Πέμ­πτη ἦλ­θε ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι του καί τήν κοι­νώ­νη­σε. Ὅ­ταν ὅ­μως τήν ἴ­δια μέ­ρα τοῦ ἑπο­μέ­νου ἔ­τους πῆ­γε πά­λι μέ τά Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια νά τήν κοι­νω­νή­σει, τήν βρῆ­κε νε­κρή. Μέ εὐ­λά­βεια πολ­λή ὁ ὅ­σιος ἱ­ε­ρεύς ἐν­τα­φί­α­σε τό ἐ­ξα­γνι­σμέ­νο πλέ­ον σῶ­μα τῆς Ὁ­σί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ψυχή ἀ­να­παύ­θη­κε κον­τά στόν φί­λο τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, τόν Σω­τή­ρα Χρι­στό.

Ἡ ἁ­γί­α μας Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α τι­μᾶ τή μνή­μη τῆς Ὁ­σί­ας τήν 1η Ἀ­πρι­λί­ου καί τήν Ε΄ Κυ­ρια­κή τῶν Νη­στει­ῶν. Καί τήν προ­βάλ­λει στό τέ­λος τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ὡς πρό­τυ­πο με­τα­νοί­ας. Γιά νά δι­α­σαλ­πί­σει μέ τό πα­ρά­δειγ­μά της, ὅ­τι ὁ Θε­ός δί­νει εὐ­και­ρί­ες με­τανοίας καί δέ­χε­ται τόν ἁ­μαρ­τω­λό πού ἐ­πι­στρέ­φει σ’ Αὐ­τόν, σέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κατάστα­ση κι ἄν βρί­σκε­ται. Δέ­χε­ται καί συγ­χω­ρεῖ. Κι ὄ­χι μό­νον συγ­χω­ρεῖ, ἀλ­λά καί ἐ­ξα­γνί­ζει καί ἐ­ξα­γιά­ζει. Ὅ­πως τήν ἁ­γί­α Μα­ρί­α τήν Αἰ­γυ­πτί­α.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ὁμολογητὴς ἡγούμενος ἱερᾶς Μονῆς Πελεκητῆς

Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 8ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὀνομαζόταν Χριστοφόρος. Μικρὸς ἀκόμα, ἔχασε τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του. Τὸν ἀνέθρεψε ἕνας θεῖος του, μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ στοργή. Ἡ προκοπή του στὰ γράμματα ὑπῆρξε θαυμάσια, καὶ ἡ ζωή του ἦταν γεμάτη σωφροσύνη καὶ χρηστότητα, ὑπόδειγμα σὲ πολλοὺς συνομηλίκους του. Ὅταν ὡρίμασε στὴν ἡλικία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τῆς Πελεκητῆς, ποὺ βρίσκεται στὴν Τρίγλεια τῆς Προῦσας. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε Μακάριος. Ἡ παιδεία του, καὶ οἱ ὑπέροχες προσωπικὲς καὶ διοικητικὲς ἀρετές του, δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀναδείξουν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, μετὰ ἀπὸ θερμὴ παράκληση τῶν μοναχῶν. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ταράσιος, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Μακάριος θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του ἀσθενεῖς, τὸν προσκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου θεράπευσε ἕνα πατρίκιο, τὸν Παῦλο. Ἐκτιμῶντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Μακαρίου ὁ Ταράσιος, τὸν χειροτόνησε ὁ ἴδιος Ἱερέα. Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου καὶ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε ποικιλοτρόπως. Τελικὰ πέθανε ἐξορισμένος στὸ νησὶ Ἀφουσία, ὑπέρμαχος τοῦ ὀρθοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ Ἅγιοι Γερόντιος καὶ Βασιλείδης

(ἢ κατ΄ ἄλλους Βασιλειάδης). Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Δίκαιος Ἄχαζ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Πολυνίκης

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του.

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος Σαυζδαλίας

Ὁ θαυματουργός, Ῥῶσος.

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ νεομάρτυς, ὁ Ῥῶσος

Διὰ Χριστὸν σαλός.

Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή. Πάκερος (ἢ Πάνταινος), Παρθένιος καὶ Σατουρνῖνος

Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη, πιθανότατα κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.