ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (2/4)

Σήμερα 2/4 εορτάζουν:

  • Όσιος Τίτος ο Θαυματουργός
  • Άγιοι Αιδέσιος και Αμφιανός οι αυτάδελφοι
  • Άγιος Πολύκαρπος
  • Όσιος Γρηγόριος ο εν Νικομήδεια ασκήσας
  • Αγία Θεοδώρα η Παρθενομάρτυρας
  • Αγία Ebba η Οσιοπαρθενομάρτυρας η Νέα
  • Άγιος Γεώργιος Επίσκοπος Αζκουρίας
  • Άγιος Σάββας Αρχιεπίσκοπος Σουρώζ

Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυματουργός

2.-Agios-Titos-o-Thaumatourgos

Ψυχὴ μὲ θερμὴ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ὅπως ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στοὺς μαθητές του, «ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με», δικό μου, δηλαδή, φαγητὸ εἶναι νὰ πράττω τὸ θέλημα Ἐκείνου (τοῦ Πατέρα Θεοῦ) ποὺ μὲ ἀπέστειλε, ἔτσι συνέβαινε καὶ στὸν ὅσιο Τίτο. Τροφή του ἦταν νὰ πράττει μὲ κάθε τρόπο τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα καὶ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν ζωή του γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν ἀδελφῶν του. Ὅταν ἔγινε μοναχός, ἔλαμψε μὲ τὴν φιλάδελφη συμπεριφορά του, τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐπιείκεια. Ἦταν χαρακτῆρας ποὺ γνώριζε νὰ παραβλέπει, νὰ μακροθυμεῖ, νὰ ἀνέχεται, νὰ συνδιαλέγεται, νὰ διαλύει τὶς παρεξηγήσεις, νὰ κερδίζει γρήγορα τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ κατακτᾷ τὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων. Ἔτσι, ἔγινε πνευματικὸς ἡγέτης μεγάλης ἀποδοχῆς καὶ πλῆθος λαϊκῶν καὶ μοναχῶν ζητοῦσαν νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν συντροφιά του. Μάλιστα, ὁ Θεὸς ἀντάμειψε τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς του μὲ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ. Ἀφοῦ ἔμεινε σταθερὸς στὴν πίστη μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἀποδήμησε στὸν Κύριο, ἀφήνοντας πίσω του πολλοὺς μιμητές.

Οἱ Ἅγιοι Ἀμφιανὸς καὶ Αἰδέσιος

Τρεῖς ὁ­λό­κλη­ρους αἰ­ῶ­νες δι­ήρ­κε­σαν οἱ δι­ωγ­μοί ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Διάφορα μέ­σα, ἀ­πάν­θρω­πα καί θη­ρι­ώ­δη χρη­σι­μο­ποι­οῦσαν οἱ δι­ῶ­κτες αὐ­το­κρά­το­ρες καί τά ὄρ­γα­νά τους γιά νά ἐ­ξα­λεί­ψουν ἀ­πό προ­σώ­που τῆς γῆς τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ καί τούς πιστούς του. Ὁ Θε­ός ὅ­μως στούς τό­τε ἐ­νέ­πνε­ε Χρι­στια­νούς μιά ἐκ­πλη­κτι­κή γεν­ναι­ό­τη­τα, ὑ­πε­ράν­θρω­πο ἡ­ρωϊ­σμό καί πνεῦ­μα οὐ­ράνι­ου ἐν­θου­σια­σμοῦ γιά τήν πί­στη, τήν ὁ­μο­λο­γί­α, τό μαρ­τύ­ριο, ὥ­στε νά ἀ­πο­ροῦν καί οἱ ἴδιοι οἱ δι­ῶ­κτες καί νά ὁ­μο­λο­γοῦν, ὅ­τι βρί­σκον­ται ἐ­νώ­πιον ἑνός πρω­το­φα­νοῦς φαι­νο­μέ­νου. Ἕ­να τέ­τοι­ο ἐν­θου­σι­α­στι­κό πνεῦ­μα πα­ρου­σί­α­ζαν καί οἱ δυ­ό Μάρ­τυ­ρες Ἀπ­φια­νός καί Αἰ­δέ­σιος, ὅ­πως μᾶς τούς πα­ρου­σιά­ζει ὁ ἱ­στο­ρι­κός Εὐσέ­βιος.

Ἀπ­φια­νός καί Αἰ­δέ­σιος ἦ­ταν κα­τά σάρ­κα ἀ­δελ­φοί, ἀλ­λά καί κα­τά πνεῦ­μα ἀ­δελ­φοί, ζη­λω­τές, ἐν­θου­σι­ώ­δεις γιά τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ καί τήν ἀ­λή­θειά του. Ἔ­ζη­σαν στά χρό­νια τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ (284 – 305) καί ὁ­δη­γή­θη­σαν στήν χρι­στι­α­νι­κή πί­στη ἀ­πό τόν ἅ­γιο μάρ­τυ­ρα Πάμ­φι­λο. Εἶ­χαν ἐν­τυ­πω­σια­σθεῖ ἀ­πό τήν ὁ­σί­α μορ­φή τοῦ δι­δα­σκά­λου τους καί προ­παν­τός ἀ­πό τό ἔν­δο­ξο μαρ­τυ­ρι­κό του τέ­λος.

Καί οἱ δυ­ό, νέ­οι στήν ἡ­λι­κί­α, μέ νε­α­νι­κό σφρί­γος καί ζῆ­λο, δέν μπο­ροῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν για­τί οἱ αὐ­το­κρά­το­ρες κα­τα­δί­ω­καν καί ἐ­ξόν­τω­ναν τούς Χρι­στια­νούς. Για­τί τό­σοι ἄλ­λοι, πολ­λοί, πο­νη­ροί καί δι­ε­στραμ­μέ­νοι εἰ­δω­λο­λά­τρες ἀ­φή­νον­ταν ἀ­σύ­δο­τοι νά δι­α­πράτ­τουν τά ὄρ­γιά τους, καί οἱ Χρι­στια­νοί, πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τά ἐ­κλε­κτό­τε­ρα μέ­λη τῆς κοι­νω­νί­ας, ἦ­ταν πειοθαρχικοί στούς νό­μους τῆς πο­λι­τεί­ας, ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ταν μέ τέ­τοι­α ἐ­χθρό­τη­τα καί μέ σκλη­ρό­τα­τα βα­σα­νι­στή­ρια. Ἀ­κό­μη πῶς αὐτοί οἱ ἄρ­χον­τες μέ θέ­ση καί μόρ­φω­ση θυ­σί­α­ζαν στά ἄ­ψυ­χα εἴ­δω­λα καί τά πί­στευ­αν ὡς θε­ούς!…

Ἦ­ταν τό­τε τό 3ο ἔ­τος τοῦ δι­ωγ­μοῦ τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νου, ὅ­ταν ὁ βα­σι­λεύς ἔ­στει­λε στούς ἄρ­χον­τες τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἐν­το­λή καί τούς δι­έ­τα­ζε νά ὑ­πο­χρε­ώ­σουν ὅ­λους ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τούς πο­λί­τες νά συγ­κεν­τρω­θοῦν καί νά θυ­σιά­σουν στούς θε­ούς μέ σπου­δή καί ἐ­πι­μέ­λεια. Καί συγ­κέν­τρω­σε τό­τε ὁ ἄρχοντας τῆς Πα­λαι­στί­νης Οὐρ­βα­νός τά πλή­θη τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν καί ἦ­ταν ἕ­τοι­μος μπρο­στά τους νά θυ­σιά­σει. Τό­τε ὁ Ἀπ­φια­νός ἐ­πα­να­στά­τη­σε μέσα του γιά τή μω­ρί­α, ἀλ­λά καί γιά τήν ὀ­λέ­θρια πλά­νη τοῦ ἄρ­χον­τα καί τοῦ λα­οῦ. Καί ἀ­πο­φά­σι­σε μέ ἐν­θου­σια­σμό νά ἀν­τί­δρα­σει. Ἀ­θό­ρυ­βος καί ἀ­θέ­α­τος πλη­σί­α­σε τόν Οὐρ­βα­νό τήν ὥ­ρα πού ἐ­πρό­κει­το νά τε­λέ­σει τήν θυ­σί­α, τόν στα­μά­τη­σε μέ τρό­πο δυ­να­μι­κό καί μέ φω­νή ἰ­σχυ­ρή, ὥ­στε νά ἀ­κου­σθεῖ ἀ­πό ὅ­λους, τοῦ συ­νέ­στη­σε νά μή προ­βεῖ στήν πο­τα­πή αὐ­τή πρά­ξη, καί ἀ­νά­ξι­α τῆς θέ­σε­ώς του. Δέν εἶ­ναι κα­λό, τοῦ εἶ­πε, νά πε­ρι­φρο­νοῦ­με τόν ἕ­ναν καί ἀ­λη­θι­νό Θε­ό καί νά θυ­σι­ά­ζου­με στά εἴ­δω­λα καί τούς δαί­μο­νες.

Τό ἐκ­πλη­κτι­κό αὐ­τό θάρ­ρος τοῦ Ἀπ­φια­νοῦ ἐ­ρέ­θι­σε τόν ἡ­γε­μό­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος, θυ­μω­μέ­νος, ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά πε­ρά­σουν τόν Χρι­στια­νό νέ­ο ἀ­πό ὅ­λα τά φρι­κτά μαρ­τύ­ρια, Τόν ἔ­δει­ραν, τόν κλώ­τση­σαν, τοῦ ἔ­ξυ­σαν μέ σί­δε­ρα τίς πλη­γές του, τοῦ ἔ­δε­σαν τά πό­δια μέ σχοι­νιά ἀ­λειμ­μέ­να μέ λά­δι καί ἄ­να­ψαν φω­τιά. Τέ­λος τόν ἔ­ρι­ξαν στά βά­θη τῆς θά­λασ­σας καί τόν ἔ­πνι­ξαν.

Ἦλ­θε τώ­ρα καί ἡ σει­ρά τοῦ Αἰ­δε­σί­ου. Ὁ Αἰ­δέ­σιος ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­θλη­τι­κός νέ­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πί χρό­νια ἐρ­γα­ζό­ταν στά με­ταλ­λεῖ­α τῆς Πα­λαι­στί­νης καί γι’ αὐ­τό ἦ­ταν σκλη­ρα­γω­γη­μέ­νος, ἀλ­λά καί ἐν­θου­σι­ώ­δης, ὅ­πως καί ὁ ἀ­δελ­φός του Ἀπ­φια­νός. Τόν πέ­ρα­σαν λοι­πόν κι αὐ­τόν ἀ­πό δί­κη καί, ὅ­ταν τόν ἄκου­σαν νά ὁ­μο­λο­γεῖ ἀ­πε­ρί­φρα­στα τήν πί­στη του στόν Χρι­στό, τόν ἐ­ξό­ρι­σαν στήν Αἴ­γυ­πτο καί τόν κα­τα­δί­κα­σαν σέ κα­τα­ναγ­κα­στι­κά ἔρ­γα μα­ζί μέ ἄλ­λους κα­τα­δι­κα­σμέ­νους γιά ἄλ­λες αἰ­τί­ες. Ὁ ἄρχοντας τῆς πε­ρι­ο­χῆς Ἱ­ε­ρο­κλῆς, ἐ­πει­δή γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ὁ Αἰ­δέ­σιος ἦ­ταν Χρι­στια­νός, τόν πε­ρι­φρο­νοῦ­σε ἐ­πι­δει­κτι­κά καί πολ­λές φο­ρές τόν τι­μώ­ρη­σε χω­ρίς καμ­μί­α αἰ­τί­α καί μά­λι­στα αὐ­στη­ρά. Καί γιά μέν τήν τι­μω­ρί­α ὁ Αἰ­δέ­σιος δέν ἀν­τέ­δρα­σε, κα­θώς θυ­μό­ταν τό λό­γο τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «ὑ­μῖν ἐ­χα­ρί­σθη τό ὑ­πέρ Χρι­στοῦ, οὐ μό­νον τό εἰς αὐ­τόν πι­στεύ­ειν, ἀλ­λά καί τό ὑ­πέρ αὐ­τοῦ πά­σχειν» (Φι­λιπ. α΄ 29). Δυ­σα­να­σχε­τοῦ­σε ὅ­μως, δι­ό­τι ὡς Χρι­στια­νός αὐ­τός καί τό­σοι ἄλ­λοι δι­ώ­κον­ταν ἄ­δι­κα. Γι’ αὐ­τό καί πε­ρί­με­νε τήν εὐ­και­ρί­α. Κι ὅ­ταν κά­πο­τε ὁ Ἱ­ε­ρο­κλῆς περ­νοῦ­σε ἀ­πό μπρο­στά του, ση­κώ­θη­κε καί μέ σε­βα­σμό βέ­βαι­α πρός τό ἀ­ξί­ω­μά του, μέ τό θάρ­ρος ὅ­μως τοῦ δι­καί­ου, τόν ἔ­λεγ­ξε τό­σο γιά τήν ψεύ­τι­κη θρη­σκεί­α του, ὅ­σο καί γιά τήν ἀ­δι­κί­α πού δι­α­πράτ­τουν αὐ­τός καί οἱ ὅ­μοι­οί του ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν. Τόν συμ­βού­λευ­σε νά στα­μα­τή­σει πλέ­ον τήν τα­κτι­κή αὐ­τή, δι­ό­τι κά­πο­τε θά τι­μω­ρη­θεῖ κι αὐ­τός μέ αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη ἀ­πό τόν δι­και­ο­κρί­τη Θε­ό. Κι αὐ­τή τή συμ­βου­λή μέ δι­α­φό­ρους τρό­πους τήν ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α. Σέ μί­α μά­λι­στα πε­ρί­πτω­ση, γιά νά τοῦ το­νί­σει τήν ἀ­δι­κί­α καί νά τοῦ ὑ­πεν­θυ­μί­σει τήν αἰ­ώ­νια τι­μω­ρί­α, ἀν­τέ­δρα­σε δυ­να­μι­κά καί ἡ­ρω­ι­κά. Ὅ­μως, δυ­στυ­χῶς μά­ται­α. Ὁ Ἱ­ε­ρο­κλῆς, πω­ρω­μέ­νος, ὄ­χι μό­νο δέν συ­νε­τί­σθη­κε, ἀλ­λά, ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νος, ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά προ­χω­ρή­σουν σέ βα­σα­νι­σμούς.

Ἀ­μέ­σως τό­τε ἄρ­χι­σαν καί γιά τόν Αἰ­δέ­σιο τά βα­σα­νι­στή­ρια. Πολ­λά καί συ­νε­χή καί ἀ­πάν­θρω­πα, μέ­χρις ὅ­του τόν ἔ­ρι­ξαν κι αὐ­τόν στή θά­λασ­σα καί τόν ἔπνιξαν, ὅ­πως καί τόν ἀ­δελ­φό του Ἀπ­φια­νό.

Ἀπ­φια­νός καί Αἰ­δέ­σιος, θερ­μοί καί ζη­λω­τές! Νέ­οι στήν ἡ­λι­κί­α, ἡ­ρω­ϊκοί στό φρό­νη­μα, γεν­ναῖ­οι στήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας τοῦ Χρι­στοῦ στήν ἐ­πο­χή τους, ἐ­πο­χή δι­ωγ­μοῦ τῆς πί­στε­ως καί μαρ­τυ­ρί­ου. Ὅμως, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ὑ­πάρ­χουν καί σή­με­ρα τέ­τοι­οι χρι­στια­νοί νέ­οι μέ δυ­να­μι­κό­τη­τα καί ἡ­ρω­ϊ­σμό, ἀν­τά­ξιοι τῶν Ἁ­γί­ων καί Μαρ­τύ­ρων. Ἀ­κο­λου­θοῦν τά ἴ­χνη τους, ἐκ­προ­σω­ποῦν τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ, καί τήν ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ται, ὅ­σες φο­ρές καί ὅ­που χρεια­σθεῖ. Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς, ὁ Ἀρ­χη­γός τῆς πί­στε­ώς μας, ἄς ἐ­νι­σχύ­ει τή χρι­στι­α­νι­κή αὐ­τή σύγ­χρο­νη νε­ό­τη­τα καί ἄς τήν πλη­θαί­νει. Εἶ­ναι ἡ ἐλ­πί­δα μας καί ἡ χα­ρά μας. Τό κα­λύ­τε­ρο αὔ­ριο!

 Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθοι τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενομάρτυς

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ δεκαεπτὰ χρονῶν παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα τῆς Παλαιστίνης Οὐρβανό, ὁ ὁποῖος τὴν ῥώτησε ἂν πράγματι πιστεύει στὸν Χριστό. Ἡ Θεοδώρα μὲ ἐκπληκτικὸ θάῤῥος ὁμολόγησε ὅτι πράγματι πιστεύει. Τότε τὴν ἔδειραν σκληρὰ στὰ πλευρὰ καὶ τοὺς μαστούς. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Πολὺ πιθανὸ ἡ Ἁγία αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ ἴδια, μὲ τὴν ἁγία Θεοδοσία τῆς 29ης Μαΐου. Διότι τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι, σχεδόν, ὅμοια.

Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἄσκησε στὸν κόλπο τῆς Νικομήδειας (1240 μ.Χ.)

Ἔζησε τὸν 13ο αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη Βιθυνίας. Ὁ Γρηγόριος, ἀπὸ παιδὶ ἔζησε ζωὴ σύμφωνα μὲ τὰ παραγγέλματα τοῦ Εὐαγγελίου. Στὶς σπουδές του ἀναδείχτηκε εὐφυέστατος καὶ ἐπιμελέστατος. Τὴ μάθησή του αὐτὴ χρησιμοποίησε γιὰτὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ πλησίον. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Γρηγόριος ἀποσύρθηκε σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα μοναστήρια τῆς ἐποχῆς του. Ἐκεῖ ἔλαμψε μὲ τὴν ἀρετή του. Ἀλλὰ μερικοὶ φθονεροὶ μοναχοὶ τὸν συκοφάντησαν, ὅτι δῆθεν ἔκλεψε ἱερὰ σκεύη τῆς Μονῆς. Ἡ ἀθῳότητά του ἀποδείχτηκε, ἀλλ΄ ὁ Γρηγόριος ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο καὶ πῆγε σ΄ ἄλλο, ὅπου μόναζε καὶ ὁ ἀδελφός του. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος ἀνέπτυξε ἀκόμα περισσότερο τὶς γνώσεις καὶ τὶς ἀρετές του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν κάνουν ἱερέα. Κατόπιν πῆγε σ΄ ἕνα διπλανὸ χωριό, ὅπου μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὴν μεγάλη του πνευματικότητα, βοηθοῦσε τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ σατανάς, μέσῳ τῶν ὀργάνων του, τοῦ ἔστησε πολλὲς παγίδες. Ἀλλ΄ ὁ Γρηγόριος, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὶς ξεπέρασε ἄθικτος. Πέθανε σὲ ἡλικία 50 χρονῶν τὴν 2α Ἀπριλίου 1240, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε μὲ τὶς γνώσεις του γιὰ τὸν πλησίον μέχρι τελευταίας του πνοῆς.

Ἡ Ἁγία Ebba (Ἀγγλίδα)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.