ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (3/4)

Σήμερα 3/4 εορτάζουν:

  • Όσιος Νικήτας ο Ομολογητής Ηγούμενος Μονής Μηδικίου
  • Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος
  • Άγιος Ελπιδηφόρος
  • Άγιοι Δίος, Βυθόνιος και Γάλυκος
  • Όσιος Ιλλυριός
  • Άγιος Παύλος ο Ρώσος ο Απελεύθερος
  • Όσιος Νεκτάριος του Μπεζέτσκ
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Αμαράντου Ρόδου
  • Αγία Αγάπη η παρθενομάρτυς
  • Σύναξη της Παναγίας της Τσαμπίκας στην Ρόδο

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς Ἡγούμενος Μονῆς Μηδικίου

3.-Osios-Nikitas-Midikiou

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε μεταξὺ 8ου καὶ 9ου μ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας, καὶ βρέφος ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα. Ἡ γιαγιά τους, ὅμως, ἀνέλαβε ἄγρυπνη φροντίδα γιὰ τὸν ἐγγονό της. Ὁ πατέρας του Φιλάρετος φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀρχίσει ἡ ἐκπαίδευσή του. Ὁ δάσκαλός του ἦταν κληρικὸς μὲ μεγάλη παιδαγωγικὴ ἱκανότητα. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Νικήτας προόδευσε γραμματικὰ καὶ πνευματικά. Κατόπιν, πῆγε στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Μηδικίου. Ἐκεῖ, μὲ τὴν πρόθυμη καὶ ἐνάρετη ζωή του κατέκτησε γρήγορα τὴν ἐκτίμηση τῶν ἀδελφῶν του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, Νικηφόρου, σύσσωμη ἡ ἀδελφότητα τὸν ἔκανε ἡγούμενο. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὁ Νικήτας ἔκανε σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Λέων ὁ Ε´ ὁ Ἀρμένιος, στὸν ὁποῖο μάλιστα ἀπηύθυνε τὰ ἑξῆς θαῤῥαλέα λόγια, ὅταν αὐτὸς τὸν ἀπείλησε μὲ θάνατο: «Γνώριζε καὶ σὺ βασιλεῦ ἀρνησίθεε, ὅτι ἐμμένω εἰς τοὺς προτέρους λογισμούς μου καὶ τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων σέβομαι, καὶ εἰς τὸ ἴδικόν σου θέλημα δὲν ὑπακούω… Διὰ τοῦτο καὶ σέ, ὁ ὁποῖος ἐπιμένεις νὰ ἀθετῇς τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ τοὺς ὁμόφρονάς σου ἀναθεματίζω. Κᾶμε δὲ ὅ,τι θέλεις». Ἡ θαῤῥαλέα αὐτὴ στάση τοῦ Νικήτα ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ὑποστεῖ ὁ Ὅσιος πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἐξορίες. Τελικά, ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποιο μετόχι βόρεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς περισσότερο πολύαθλους ὁμολογητές.

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος

Μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με τίς  Πα­ρα­σκευ­ές τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς τόν Ἀ­κά­θι­στο Ὕ­μνο καί μα­ζί μ’ αὐ­τόν καί τόν ἐ­ξαί­ρε­το Κα­νό­να του μέ τά Ἱ­ε­ρά του τρο­πά­ρια. Ποι­ός ὅ­μως εἶ­ναι ὁ ὑ­μνο­γρά­φος τῶν συγ­κι­νη­τι­κῶν αὐ­τῶν καί θαυ­μά­σι­ων τρο­πα­ρί­ων, τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξυ­μνοῦν τό κάλ­λος καί τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου; Εἶ­ναι ὁ ὑ­μνο­γρά­φος Ἰ­ω­σήφ, τό καλ­λι­κέ­λα­δο αὐ­τό ἀ­η­δό­νι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Πο­λυ­γρα­φό­τα­τος ποι­η­τής, λαμ­πρός στή ζω­ή του, ἀ­γω­νι­στής τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, τι­μᾶ­ται ὡς ἅ­γιος ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας στίς 3 Ἀ­πρι­λί­ου.

Ὁ Ἰ­ω­σήφ γεν­νή­θη­κε καί ἀ­να­τρά­φη­κε στή Σι­κε­λί­α ἀ­πό γο­νεῖς πι­στούς καί ἐ­νά­ρε­τους, οἱ ὁ­ποῖ­οι τοῦ με­τέ­δω­σαν τήν εὐ­σέ­βεια καί τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό. Ὅ­ταν ὅ­μως οἱ Ἄ­ρα­βες κα­τέ­λα­βαν τό νη­σί, αὐ­τός, ὀρ­φα­νός τό­τε ἀ­πό πα­τέ­ρα, μέ τή μη­τέ­ρα του Ἀ­γά­θη καί τίς ἀ­δελ­φές του κα­τέ­φυ­γε στήν Πε­λο­πόν­νη­σο καί ἀ­πό ἐ­κεῖ στή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἐ­κεῖ δό­θη­κε εὐ­και­ρί­α στόν Ἰ­ω­σήφ νά ἐκ­πλή­ρω­σει τόν βα­θύ καί ἱ­ε­ρό πό­θο του, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πό παι­δί τοῦ εἶ­χε βά­λει ὁ Κύ­ριος στήν ψυ­χή του. Νά ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ δη­λα­δή στόν Θε­ό, νά ἀ­φο­σι­ω­θεῖ στό βί­ο τῆς ἀ­σκή­σε­ως. Γι’ αὐ­τό ἐ­κά­ρη μο­να­χός καί ἀρ­γό­τε­ρα χει­ρο­το­νή­θη­κε Ἱ­ε­ρεύς.

Ποί­α ἦ­ταν τώ­ρα ἡ ἀ­πα­σχό­λη­σή του; Ἡ ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς βε­βαί­ως. Σ’ αὐ­τήν ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε μέ πε­ρισ­σό ζῆ­λο, ὥ­στε νά πα­ρου­σι­ά­ζε­ται λαμ­πρός στό ἦ­θος, ἅ­γιος στήν ἀ­να­στρο­φή του, πρά­ος, τα­πει­νός, ἄ­κα­κος. Τό­τε ἐ­πί­σης βρῆ­κε τήν εὐ­και­ρί­α νά ἐγ­κύ­ψει κα­λύ­τε­ρα καί νά με­λε­τή­σει συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρα τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Σ’ αὐ­τήν ἐμ­βά­θυ­νε μέ θαυ­μα­στό τρό­πο καί ἀ­πό αὐ­τήν δι­δά­χθη­κε «χρη­στό­τη­τα καί παι­δεί­α καί γνώ­ση» (Ψάλμ. ρι­η΄ 66). Συγ­χρό­νως ἄρ­χι­σε νά κα­τα­γί­νε­ται μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­πι­μέ­λεια στήν καλ­λι­γρα­φι­κή ἀν­τι­γρα­φή, ἀλ­λά καί τήν συγ­γρα­φή ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ὕ­μνων, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἑλ­κυ­ό­ταν ἡ ψυ­χή του ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α.

Ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­χω­ρεῖ ἀ­πό τή Θεσ­σα­λο­νί­κη καί ἐγ­κα­θί­στα­ται στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ἐ­δῶ συν­δέ­ε­ται μέ τόν λό­­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας Γρη­γό­ριο τόν Δε­κα­πο­λί­τη, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­κό­μι­σε ὁ Ἰ­ω­σήφ πολ­λές ὠ­φέ­λει­ες. Ἡ ἐ­πο­χή ὅ­μως ἐ­κεί­νη ἦ­ταν δύ­σκο­λη. Δι­ό­τι τόν αὐ­το­κρα­το­ρι­κό θρό­νο κα­τεῖ­χε Λέ­ων ὁ Ε΄ ὁ Ἀρ­μέ­νιος (813 – 820), ὁ γνω­στός εἰ­κο­νο­μά­χος, ὁ σφο­δρός δι­ώ­κτης τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Καί ὁ Ἰ­ω­σήφ μα­ζί μέ τούς ἄλ­λους θαρραλέους ἀ­γω­νι­στές ἀν­τι­τά­χθη­κε στά ἀν­τορ­θό­δο­ξα δι­α­τάγ­μα­τα καί τίς  ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Βα­σι­λέ­ως καί ὕ­ψω­σε φω­νή δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας. Ἀ­ναγ­κά­σθη­κε ἀρ­γό­τε­ρα νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί νά ζη­τή­σει κα­τα­φύ­γιο στή Ρώ­μη. Ἀλ­λά στό ταξίδι του τόν συ­νέ­λα­βαν πει­ρα­τές καί τόν ὁ­δή­γη­σαν στήν Κρή­τη. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ δέν μέ­νει ἀρ­γός που­θε­νά. Καί ὁ Ἰ­ω­σήφ, κρα­τού­με­νος ἐ­κεῖ ὑ­πό πε­ρι­ο­ρι­σμό, ἐρ­γά­ζε­ται γιά τή δό­ξα Ἐ­κεί­νου, στόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε. Μέ τίς  ἐμ­πνεύ­σεις καί τόν πλού­σιο φω­τι­σμό τοῦ Θε­οῦ, μέ τό θεῖ­ο χά­ρι­σμα καί τήν θαυ­μα­στή εὐ­χέ­ρεια πού εἶ­χε, συ­νέ­θε­τε ὕ­μνους καί ἔ­γρα­φε τρο­πά­ρια, γιά νά τά χρη­σι­μο­ποι­οῦν οἱ Χρι­στια­νοί στίς ἱ­ε­ρές τους ἀ­κο­λου­θί­ες. Τό ἴ­διο ἔρ­γο ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρα, ὅ­ταν κα­τό­πιν ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­θη­κε καί ἐ­πα­νῆλ­θε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.

Πλῆ­θος εἶ­ναι οἱ ὕ­μνοι καί οἱ κα­νό­νες, τούς ὁ­ποί­ους συ­νέ­γρα­ψε. Ἐ­ξύ­μνη­σε μ’ αὐ­τούς τούς Ἁ­γί­ους, τούς Μάρ­τυ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί ἔ­γρα­ψε τρο­πά­ρια πολ­λά, γιά νά συμ­πλη­ρώ­σει τά κε­νά τῆς Ὀ­κτω­ή­χου. Γι’ αὐ­τό καί θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ὁ πα­τήρ τῆς Πα­ρα­κλη­τι­κῆς. Ὅ­λοι σχε­δόν οἱ κα­νό­νες του φέ­ρουν στήν ἐ­νά­τη ὠ­δή ὡς ἀ­κρο­στι­χί­δα τό ὄ­νο­μά του: ΙΩΣΗΦ. Μέ­σα στούς πολ­λούς ὕ­μνους, τούς ὁ­ποί­ους συ­νέ­θε­σε, εἶ­ναι, ὅ­πως ση­μει­ώ­θη­κε, καί τά ὑ­πέ­ρο­χα τρο­πά­ρια τοῦ Κα­νό­νος τοῦ Ἀ­κα­θί­στου Ὕ­μνου. Ἐ­ξυ­μνεῖ μ’ αὐ­τά τήν Πα­να­γί­α Θε­ο­τό­κο, πα­ρου­σιά­ζει μέ ποι­κί­λες πα­ρο­μοι­ώ­σεις ἀ­πό γε­γο­νό­τα καί πα­ρα­στά­σεις τῆς Ἅ­γιας Γρα­φῆς τήν σω­τή­ρια ἀ­πο­στο­λή της καί τήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει μέ ἀ­μέ­τρη­τα θαυ­μα­στά ἐ­πί­θε­τα. Τήν ὀ­νο­μά­ζει Χρι­στοῦ βί­βλον ἔμ­ψυ­χον, ρό­δον τό ἀ­μά­ραν­τον, ἠ­δύ­πνο­ον κρί­νον, θυ­μί­α­μα εὔ­ο­σμον, μύ­ρον πο­λύ­τι­μον. Ἀ­ξί­ζει τόν κό­πο νά προ­σέ­ξου­με τά ἐ­ξαί­ρε­τα αὐ­τά τρο­πά­ρια, ὅ­ταν ψάλ­λον­ται, ἀλ­λά καί νά τά με­λε­τή­σου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως, γιά νά δοῦ­με τόν πλοῦ­το, νά θαυ­μά­σου­με τήν ἔμ­πνευ­ση, ἀλ­λά κυ­ρί­ως τήν εὐ­λά­βεια καί τό ψυ­χι­κό με­γα­λεῖ­ο τοῦ συν­θέ­τη ἁ­γί­ου ὑ­μνο­γρά­φου Ἰ­ω­σήφ. Τό­τε ἡ ψυ­χή μας θά συγ­κι­νη­θεῖ βα­θύ­τα­τα καί θά βο­η­θη­θεῖ νά κι­νη­θεῖ ζω­η­ρό­τε­ρα σέ μί­μη­ση τῶν ἀ­ρε­τῶν τῆς Θε­ο­τό­κου.

Ὁ Ἰ­ω­σήφ ὅ­μως δέν ἦ­ταν μό­νο ὑ­μνο­γρά­φος. Ἦ­ταν καί ἀ­γω­νι­στής τῆς πί­στε­ως. Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί ἐρ­γα­ζό­ταν γιά τή δό­ξα της. Οἱ Πα­τριά­ρχες Γεν­νά­διος καί Φώ­τιος ἐ­κτί­μη­σαν βα­θύ­τα­τα τίς  ἀ­ρε­τές του καί τόν τί­μη­σαν ἐ­πά­ξια. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Ἰ­ω­σήφ ἀ­γω­νι­ζό­ταν γιά νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πό τίς κο­σμι­κές ἐ­πιρ­ρο­ές καί ἀν­τι­τά­χθη­κε στίς ἐ­νερ­γεῖ­ες τοῦ Βάρ­δα, ἀ­δελ­φοῦ της βα­σί­λισ­σας Θε­ο­δώ­ρας, δυ­ό φο­ρές ἐ­ξο­ρί­σθη­κε ἀ­π’­ αὐ­τόν, τήν δεύ­τε­ρη φο­ρά μά­λι­στα στήν Χερ­σώ­να. Με­τά τήν ἐ­πά­νο­δό του ἐρ­γά­σθη­κε καί πά­λι μέ ὅ­λες του τίς  δυ­νά­μεις καί πέ­θα­νε σέ βα­θύ γῆ­ρας.

Ἄς δο­ξά­σου­με τόν Θε­όν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νέ­δει­ξε τέ­τοι­ους ἁ­γί­ους καί ἐμ­πνευ­σμέ­νους ὑ­μνο­γρά­φους, γιά νά καλ­λύ­νουν τίς  ἱ­ε­ρές ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί νά μᾶς συγ­κι­νοῦν μέ τά ὑ­ψη­λά καί πνευ­μα­τι­κά νο­ή­μα­τα. Σέ μᾶς ἀ­πο­μέ­νει νά ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σου­με τούς ὕ­μνους αὐ­τούς. Μέ εὐ­λά­βεια πολ­λή νά τούς με­λε­τοῦ­με, μέ προ­σο­χή νά τούς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με, ὥ­στε καί νά εὐ­φραι­νό­μα­στε καί νά ὠ­φε­λού­μα­στε.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Ἐλπιδηφόρος (ἢ Ἐλπιδοφόρος)

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Οἱ Ἅγιοι Δίος, Βυθόνιος (ἢ Βιθυνίας) καὶ Γάλυκος

Τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι συγκεχυμένα. Στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα 70 ἡ μνήμη τοὺς συνοδεύεται μὲ αὐτὴ τοῦ Μάρτυρα Ἰλαρίωνα, ὁ ὁποῖος ἀλλοῦ δὲν μνημονεύεται. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸν Κώδικα αὐτό, οἱ Ἅγιοι αὐτοί, αὐθόρμητα παρουσιάστηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης τους καὶ τοῦ ἔκαναν δριμύτατη παρατήρηση, διότι θὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Καὶ συγχρόνως ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Ὁ δὲ πονηρὸς ἄρχοντας τοὺς εἶπε νὰ ἔλθουν στὴ γιορτὴ τῶν εἰδώλων καὶ ἀφοῦ θυσιάσουν σ᾿ αὐτά, θὰ ἔκανε ὅ,τι αὐτοὶ τοῦ ἔλεγαν. Οἱ Ἅγιοι προσποιήθηκαν ὅτι θὰ πήγαιναν. Ὅταν ὅμως ἄρχισε ἡ γιορτὴ καὶ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θυσιάσουν, οἱ Ἅγιοι ἔριξαν κάτω τὰ εἰδωλόθυτα καὶ συνέτριψαν τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμούς. Τότε οἱ φτωχοί της πόλης, ἔτρεξαν καὶ ἅρπαξαν τὸ χρυσάφι ἀπὸ τοὺς κατεστραμμένους βωμοὺς καὶ ἔφαγαν ὅλα τὰ εἰδωλόθυτα. Διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν πόλη αὐτή, ὑπῆρχε πολλὴ πεῖνα. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ ἄρχοντας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, τὸ θεώρησαν μεγάλη προσβολή. Τοὺς ἔδεσαν λοιπὸν μὲ σχοινιὰ καὶ γιὰ τρία 24άωρα τοὺς ἔσερναν μέσα στοὺς δρόμους τῆς πόλης, καὶ τοὺς χτυποῦσαν ἀλύπητα μὲ πέτρες, ξύλα, καὶ τοὺς ἔκοβαν μὲ τὰ δόντια τὶς σάρκες τους. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν μὲ ὀγκόλιθους, τοὺς ἔριξαν μέσα στὴ θάλασσα. Ἀλλ᾿ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἀνέσυρε σώους καὶ ἀβλαβεῖς. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα, πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν χριστιανοί. Κατόπιν ὅμως, οἱ πιὸ πωρωμένοι ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου. Ἄλλοι Συναξαριστὲς ὅμως γράφουν, ὅτι ὁ μὲν Βιθύνιος μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὁ δὲ Γάλυκος ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὰ θηρία, καὶ ὁ Δίος μαρτύρησε ἀφοῦ δέχτηκε μία κεραμίδα στὸ κεφάλι.

Ὁ Ὅσιος Ἰλλύριος

Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ῥῶσος ὁ Ἀπελεύθερος

Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν Ῥῶσος στὴν καταγωγὴ καὶ σὲ παιδικὴ ἡλικία αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε. Στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Παῦλος παντρεύτηκε Ῥωσίδα γυναῖκα, πρώην αἰχμάλωτη, μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ζωὴ εὐσεβή. Κάποτε ὅμως τὸν κατέλαβε ἐπιληψία καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν Ναὸ τῆς Θεομήτορος, τῆς ἐπονομαζόμενης τοῦ Μογλουνίου. Στὸ δρόμο συνάντησε Τούρκους καὶ ἄρχισε νὰ ζητάει ἀπ᾿ αὐτοὺς βοήθεια, φωνάζοντας «Ἀγαρηνὸς εἶμαι». Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ ἀνέφεραν τὸ γεγονὸς στὸν Βεζίρη, ποὺ πρόσταξε τὴν σύλληψη τῶν ἱερέων τοῦ προαναφερθέντος Ναοῦ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ μάρτυρα. Ὅταν ὁ Παῦλος, κατὰ τὴν παραμονή του στὸν Ναό, ἔγινε καλά, παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητοῦσε νὰ ὁμολογήσει ἐπίσημα τὸν μουσουλμανισμὸ καὶ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε δόξες καὶ τιμές. Ἐνῷ στὴν ἀντίθετη περίπτωση, τὸν ἀπειλοῦσε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο. Ὁ Παῦλος, ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ποὺ τὸν συνόδευε, ὁμολογοῦσε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁπότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέμεινε μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Ὅταν καὶ πάλι ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸ Βεζίρη, ὁδηγήθηκε δέσμιος στὸν Ἱππόδρομο Ἂτ μεϊντάν, ὅπου ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 3 Ἀπριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, τὸ ἔτος 1683. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.