Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης (συνέχεια)

Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος, Ἐπίσκοπος Σεβίλλης τῆς Ἱσπανίας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πολυδιάστατη ποιμαντική του διακονία πρὸς τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ τὴν πλούσια ἀντιαιρετική του δράση ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐν­­διαφέρον καὶ γιὰ τὴ στελέχωση τῆς Ἐκ­κλησίας.

Ὅραμα τοῦ πολυτάλαντου Ἱεράρχη ἦταν ἡ ἵδρυση Σχολῆς ποὺ θὰ ἑτοίμαζε καὶ θὰ κατάρτιζε τοὺς αὐριανοὺς Λειτουργοὺς τοῦ Θυσιαστηρίου, τοὺς ἱερεῖς. Ποὺ θὰ ἐπιμόρφωνε τὰ νέα στελέχη τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἦθος ἁγιοπατερικὸ καὶ ἁγιοπνευματικό. Τὸ ὅραμά του αὐτὸ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἰσχυρῆς του πίστεως τὸ πραγματοποίησε. Ὁ ἴδιος πρωτοστατοῦσε στὴ Σχολὴ αὐτὴ καὶ ἐνέπνεε ὅλους πρῶτα μὲ τὴν ἁγνὴ πολιτεία τῆς ζωῆς του καὶ ἔπειτα μὲ τὰ ἐνθουσιώδη κηρύγματά του. Σὰν ἄλλος Καλὸς Ποιμένας ἔσκυβε πατρικὰ καὶ ἐπεμελεῖτο μὲ ἀπαράμιλλη φροντίδα τὴν κάθε ψυχὴ ξεχωριστά.

Ἡ πηγὴ τῶν ἐμπνεύσεων καὶ τῆς εὐ­φροσύνης τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸν ἤθελε νὰ ἀγαπᾶ «ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας» καὶ νὰ Τὸν λατρεύει ἀπερίσπαστα καὶ δυνατά, κατὰ τὰ πρότυπα τῆς οὐρανίου Λειτουργίας. Καὶ ἔλεγε καὶ πίστευε ὅτι στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἰδιαίτερα στὴ θεία Λειτουργία πρέπει νὰ ἀντανακλᾶται ἡ θεία δόξα τοῦ ὑπερουρανίου Θυσιαστηρίου καὶ νὰ τιμᾶται ὁ Τριαδικὸς Θεὸς μὲ τρόπο ἀντάξιο τοῦ μεγαλείου τῆς οὐράνιας Λατρείας. Γι’ αὐτὸ ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης Ἰσίδωρος ὑπῆρξε καὶ ὁ οὐσιαστικὸς εἰσηγητὴς καὶ θεμελιωτὴς τοῦ λαμπροῦ «Μοζαραβικοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ».

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συμβολή του στὴ θεία Λατρεία ὁ Ἅγιος συνέβαλε καὶ στὴν ἀ­νάπτυξη τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους. Ἐ­πειδὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὴ μοναχικὴ ζωή, ἵδρυσε καὶ πολλὰ Μοναστήρια, τοὺς σωτήριους αὐτοὺς πνεύμονες, γιὰ νὰ ἀσκοῦνται ἐκεῖ ἀπερίσπαστα ὅσοι εἶχαν κληθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴ ζωὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως σ’ Αὐτόν.

Μεγάλη ἀκόμη ὑπῆρξε καὶ ἡ πνευμα­τικὴ προσφορὰ ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ἅγιος αὐτὸς Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης τῆς Δύσε­ως. Περιουσία ὄχι μόνο ἁγιοπνευμα­τι­κῆς ἐμπειρίας καὶ ζωῆς ἀλλὰ καὶ πλούσιας γραφῆς κειμένων. Σπάνιες βαθύπλουτες γνώσεις του βρίσκονται θησαυρισμένες στὸ σπουδαῖο ἔργο του «Ἐ­τυμολογίες ἢ περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν πραγμάτων».

Ἔφθασε ὅμως κάποτε καὶ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἅγιου Ἱεράρχη. Σὲ ἡλικία ἀρκετὰ προχωρημένη ἀρρώστησε ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια. Σὲ λίγο ὅπως ὅλοι οἱ θνητοὶ θὰ παρέδιδε τὸ σῶμα του στὸν προσωρινὸ ὕπνο τοῦ θανάτου καὶ τὴν ψυχή του τὴν ἀθάνατη στὰ χέρια τοῦ αἰώνιου Πλάστη μας. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, γιὰ τὴν αἰωνιότητα, τὴ Βασιλεία τοῦ Φωτός. Ἀφοῦ μοίρασε πρῶτα ὅλα τὰ προσωπικά του ὑπάρχοντα σὲ ἀναγκεμένους πτωχούς, ἀποσύρθηκε ἔπειτα σὲ ἁγία μόνωση καὶ περισυλλογή. Τότε ἔκανε τὸν τελευταῖο ἱερὸ ἀπολογισμὸ τῆς ζωῆς του. Εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του ποὺ ἀνάξια εἶχε δεχθεῖ στὴ ζωή του καὶ προσ­ευχήθηκε νὰ τὸν συγχωρήσει γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐλλείψεών του καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ στὴ Βασιλεία Του ὡς τὸν τελευταῖο δοῦλο του.

Μὲ τὸ διορατικό του βλέμμα προεῖδε τὴ θλιβερὴ πορεία καὶ τὰ φοβερὰ δεινὰ ποὺ θὰ ἔπλητταν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἱσπανίας. Καὶ τὰ ἀνεκοίνωσε μὲ βαθιὰ θλίψη στοὺς γύρω του παρισταμένους.
Τέσσερις μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος του παρακάλεσε τοὺς ἱερεῖς του καὶ τὸν μετέφεραν στὸν καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Σεβίλλης. Ἐκεῖ μέσα στὸ κέντρο τοῦ Ναοῦ παρέμεινε ξαπλωμένος πάνω σὲ στάχτη καὶ χῶμα φορώντας ὄχι τὰ ἀρχιερατικά του ἄμφια ἀλλὰ τὸν ταπεινὸ τρίχινο χιτώνα τῶν μοναχῶν. Καὶ τότε, ἐκεῖ δυνατὰ ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Θεὸ τοῦ ἐλέους, τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας τὴν τελευταία του μεγαλειώδη ἐξομολογητικὴ προσευχή. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ποὺ εἶπε ἦταν καὶ τὰ ἑξῆς: «Γιὰ μένα, Κύριε, τὸν ἁμαρτωλό, καὶ ὄχι γιὰ τοὺς δικαίους, καθιέρωσες μέσα στὴν Ἁγία Σου Ἐκκλησία τὸ σωτηριῶδες λουτρὸ τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας…».

Ἐκεῖ, ἔπειτα, μέσα στὴν Ἐκκλησία σὲ ἀτμόσφαιρα βαθιᾶς συγκινήσεως ἔλαβε τὴ συγχώρεση ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους. Ἀσπάσθηκε στὴ συνέχεια μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη τοὺς ἱερεῖς του καὶ παρακάλεσε ὅλους τοὺς παρευρισκομένους νὰ τὸν συγχωρήσουν καὶ νὰ τὸν βοηθήσουν λέγοντάς τους μὲ ταπείνω­ση: «Συγχωρέστε με, ἀδελφοί μου, γιὰ τὶς παραλείψεις καὶ τὶς παραβάσεις μου. Μὴ μὲ ἀφήνετε μόνο καὶ ­ἀβοήθητο αὐτὲς τὶς ὧρες. Προσεύχεσθε γιὰ τὶς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς μου. Ἐκεῖ ποὺ θὰ βρεθῶ σὲ λίγο στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ νὰ εὕρω ἔλεος ἀπὸ τὸν παντοκράτορα Κύριο».

Καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μετὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἐπέστρεψε στὸ ταπεινὸ κελλί του. Ἐκεῖ μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἀπόλυτης σιγῆς καὶ εἰρήνης παρέδωσε ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος τὴν ψυχή του στὸν Κύριο τῆς δόξης. Ἦταν 4 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 636.

Τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχη τῆς Σεβίλλης Ἰσιδώρου τὸ κήδευσαν καὶ τὸ τίμησαν πλήθη λαοῦ. Καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ λάρνακα μέσα στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Σεβίλλης, δίπλα στὸ ἱερὸ Λείψανο τοῦ ἁγίου Λεάνδρου. Μετὰ τὸ θλιβερὸ Σχίσμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, τὰ ἱε­ρὰ Λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου τὰ μετέφεραν στὴν πόλη Λεόν.

Εἴθε διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις πα­τρὸς ἡμῶν ἁγίου Ἰσιδώρου, Ἐπισκόπου Σεβίλλης, νὰ ἐνισχυόμαστε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ νὰ κρατοῦμε ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ ζωῆς στὰ σκοτάδια τῆς φοβερῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς συγχύσεως τῆς ἐποχῆς μας.