Σκοτάδι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ

Ἡ πιὸ ἱερὴ ὥρα τοῦ κόσμου. Ἡ πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἱστορίας του. Ἡ ὥρα ποὺ πέθαινε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός! Ἐγκαταλελειμμένος, ὑβρισμένος, σταυρωμένος. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησε μὲ ἄπειρη ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦλθε νὰ σώσει. Ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Τὸ αἷμα Του πότισε τὴ γῆ καὶ «ἡ γῆ ἐσείσθη». Σεισμὸς στὴ γῆ. Ἔκσταση καὶ στὸν οὐρανό. Τὸ θέαμα τοῦ σταυρωμένου Θεοῦ δὲν τὸ ἄντεχε οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ οὐρανός. «Ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε», ψάλλουν οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι.

Μὲ λιτὲς ἐκφράσεις περιγράφουν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια τὸν συγκλονισμὸ τῆς κτίσεως κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου: «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄ [27] 45). Ἀπὸ τὴ δωδέκατη ὥρα τὸ μεσημέρι μέχρι τὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, δηλαδὴ στὸ διάστημα ποὺ ἦταν κρεμασμένος στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριος, ἔγινε σκοτάδι σ’ ὅλη τὴ γῆ.

Δὲν ἦταν ἐξαιτίας κάποιου φυσικοῦ φαινομένου αὐτὸ τὸ σκοτάδι. Δὲν ἦταν μιὰ ἔκλειψη τοῦ ἡλίου, διότι τὶς μέρες ἐκεῖνες ἦταν πανσέληνος, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἔκλειψη ἡλίου. Τὸ σκοτάδι ἦταν ὑπερφυσικό.

Ζητοῦσαν ἐπίμονα οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρό Του, γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμή Του. Ἐ­κεῖνος ὅμως δὲν κατέβηκε, διότι ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ θυσιασθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία του. Φανέρωσε ὅμως τὴ δύναμή Του, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰω­άννης ὁ Χρυσόστομος, μὲ πολὺ ἐκπληκτικότερο τρόπο. Διότι ἀπὸ τὸ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ εἶναι πολὺ θαυμαστότερο, ἐνῶ εἶναι στὸ Σταυρό, νὰ συγ­κλονίζει ὅλη τὴν κτίση.

Ἐπιπλέον δίνει μιὰ εὐκαιρία στοὺς σταυρωτές Του νὰ καταλάβουν Ποιὸς πράγματι εἶναι καὶ τί ἐκεῖνοι ἐπιχείρησαν νὰ κάνουν. «Ὀργιζομένου γὰρ ἐπὶ τοῖς τολμωμένοις ἦν τὸ σκότος ἐκεῖνο», συμπληρώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο φανέρωνε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅσα τόλμησαν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας τους καὶ σὲ μετάνοια. Καὶ πράγματι, ἀρκετοὶ μετενόησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν πόλη «τύπτοντες ἑαυ­τῶν τὰ στήθη» (Λουκ. κγ΄ [23] 48).

Ἐπαναστάτησε ἡ κτίση γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸν Κτίστη καὶ Δημι­ουργό της. Τὴν ὥρα τὴ φρικτὴ τῆς Σταυρώσεως «τὰ πάντα συνέπασχον τῷ τὰ πάν­τα κτίσαντι». Ὑπέφεραν τὰ πάντα μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔκτισε τὰ πάντα. Καὶ ὁ ἥλιος, ποὺ δὲν ἀντίκρισε ποτὲ τέτοιο φρικτὸ ἔγκλημα πάνω στὴ γῆ, δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἄπλετο καὶ ζωογόνο φῶς του, «μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον». Δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται, νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ πεθαίνει ἐξουθενωμένος πάνω στὸ Σταυρό. Κατέβασε τὸ πρόσωπό του, σκυθρώπασε, ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του καὶ σκοτάδι ἔγινε τὸ καταμεσήμερο σ’ ὅλη τὴ γῆ!

Ὅταν γεννήθηκε Αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μέσα στὴ νύχτα ἔλαμψε φῶς θεῖο, λαμπρὸ καὶ ὑπερκόσμιο ποὺ περικύκλωσε καὶ φώτισε τοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἀστέρι φωτεινὸ ὁδήγησε τοὺς Μάγους τῆς ἀνατολῆς νὰ ἔλθουν νὰ Τὸν προσκυνήσουν. Τώρα ποὺ πεθαίνει πάνω στὸ Σταυρό, ἐνῶ εἶναι μεσημέρι, σκοτάδι καλύπτει τὴ γῆ! 

Ὥρα φρικτή. Ὥρα μοναδική. Ὁ Χρι­στὸς πεθαίνει. Ἡ κτίση συγκλονίζεται. Ὁ διάβολος συντρίβεται. Ἡ ἁμαρτία νι­κᾶται.

Ὁ Ἐσταυρωμένος τότε ποὺ ἦταν κρεμασμένος πάνω στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔδωσε τὴ μεγαλύτερη μάχη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, τὴ μάχη μὲ τὸ κακό, μὲ τὸν αἴτιο τοῦ κακοῦ, τὸν διάβολο, καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία.

Ναί! Πάνω στὸ Σταυρὸ καταλύεται τὸ κράτος τοῦ διαβόλου, διαλύεται τὸ χειρότερο σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. 

Ὅσοι καταφεύγουν στὸν Ἐσταυρωμένο, ὅσοι Τὸν πιστεύουν καὶ Τὸν ἀκολουθοῦν, ὅσοι προσκυνοῦν τὸν ζωοποιὸ Σταυρό Του, ὁπλίζονται μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη, πολεμοῦν τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν νικοῦν.

Σήμερα βλέπουμε τὴν ἁμαρτία νὰ ἐπικρατεῖ καὶ τὸ σκοτάδι της νὰ ἁπλώνεται «ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Ἡ ἀδικία, ἡ στυγνὴ ἐκμετάλλευση, τὸ ἔγκλημα, ἡ τρομοκρατία, ἡ ἀναρχία καὶ ὁ μηδενισμός, ἡ σαρκολατρία, ἡ διαστροφή, ἡ φρίκη καὶ ὁ θάνατος φαίνεται νὰ κυριαρχοῦν παντοῦ. Ἀκόμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας νομοθετήματα ἀντίθεα ἀγνοοῦν τὶς αἰωνόβιες Παραδόσεις μας καὶ τὴν πατροπαράδοτη Πίστη μας, εἰσάγουν ξενόφερτες τακτικὲς στὴ ζωή μας καὶ ἀλλάζουν τὰ ἤθη μας.

Φόβος μεγάλος καὶ βαθιὰ ἀπορία κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας: Ποῦ πᾶμε; Ποῦ βαδίζουμε; Ποιὸς θὰ ἀνακόψει τὴν πορεία μας στὸ σκοτάδι ποὺ ἀπειλητικὸ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ;

Οἱ ἅγιες μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ζωντανεύουν στὶς ψυχές μας τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου. Μᾶς ὁδηγοῦν νοερὰ στὸ Γολγοθᾶ. Μᾶς θυμίζουν τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο σκοτάδι ποὺ κάλυψε τὴ γῆ κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ ὅλα τὰ σκοτάδια ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ ποὺ κυριαρχοῦν γύρω μας. Γιὰ νὰ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας καὶ στὸν κόσμο μας. Γιὰ νὰ μὴ νικήσει ὁ θάνατος, ἀλλὰ νὰ κυριαρχήσει ἡ ζωή, ἡ αἰώνια καὶ ἀληθινή, τὴν ὁποία μᾶς ἐξασφάλισε ὁ Χριστὸς μὲ τὸν ζωοποιὸ Σταυρὸ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.