Νύκτα ὁλόφωτη

Εὐαγγέλιον Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, 16 Ἀπριλίου 2017 (Ἰω. α΄ 1-17)

Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι᾿ αὐ­τοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ­ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκο­τίᾳ φαί­νει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ ­κατέλαβεν. ᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾿ αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ­ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ­­ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέ­κνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ­ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ ­κέκραγε λέγων οὗτος ἦν ὃν εἶ­­­­πον, ὁ ὀπίσω μου ἐρ­χόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος ­αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.

«Τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν»

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς πιὸ φωτεινῆς νύκτας τοῦ χρόνου, ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν ἱερὸ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦταν προαιωνίως τὸ ἀληθινό, τὸ τέλειο Φῶς, τὸ Ὁποῖο μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ἔλαμψε στὴ σκοτισμένη ἀνθρωπότητα. Ὡστόσο οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι δὲν τὸ ἀντιλήφθηκαν, δὲν τὸ ἀποδέχθηκαν, ἀλλὰ καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ κατανικήσουν αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο Φῶς. Ὁ θεόπνευστος ὅμως αὐτὸς λόγος δὲν ἐφαρμόζεται μόνο στὴ δημόσια δράση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀνάστασή Του. Ἂς ἀποτολμήσουμε σήμερα νὰ ψηλαφήσουμε ταπεινὰ τὸ μέγα μυστήριο τῆς νίκης τοῦ Φωτός, νὰ δοῦμε πῶς ὁ Κύριος φώτισε τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδη καὶ τί σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωή μας.

1. Φῶς στὸν κατασκότεινο Ἅδη!

Μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὁ θάνατος βασίλευε στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Ἅδης πα­ρουσιά­ζεται ὡς ὁ πνευματικὸς τό­­πος στὸν ὁποῖο κατέληγαν ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ὡς ἔνοχες ἁμαρτίας. Ἦταν ἡ κατασκότεινη φυλακὴ τῶν ψυχῶν. Αὐτὰ μέχρις ὅτου κατέβηκε σ᾿ αὐτὸν ὁ Κύριος.
Ἀλλὰ πῶς κατέβηκε; Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἀναμάρτητος Θεάνθρωπος, στὸν Ὁ­ποῖο ὁ θάνατος δὲν εἶχε καμία ἐξουσία. Κατέβηκε γιατὶ τὸ θέλησε, οἰκονομώντας τὴ σωτηρία μας. Ἐπάνω στὸ Σταυρὸ ἀναδέχθηκε, πῆρε πάνω Του, ὅλο τὸ σκοτάδι τῆς ἀνθρωπότητος, τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα Του γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψει.

Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἑκούσιο καὶ ζωο­ποιὸ θάνατό Του τὸ μὲν σῶμα Του ἄφθαρτο ἐτάφη, ἡ δὲ ψυχή Του κατέβηκε στὸν Ἅδη. Κατέβηκε ὄχι γιὰ νὰ φυλακισθεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύξει στοὺς νεκροὺς τὴ σωτηρία καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει.

Τὸ κατασκότεινο βασίλειο τοῦ θανά­του πλημμύρισε ἀπὸ τὸ Φῶς τῆς ζωῆς! «Τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» στὸ βασίλειο τοῦ σκότους! Ὁ Κύριος νέκρωσε τὸν Ἅδη «τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος». Κατῆλθε καὶ συνέτριψε «πύλας χαλκᾶς» καὶ «μοχλοὺς αἰωνίους»1. Ἔσπασε τὶς σκληρὲς πύλες τοῦ Ἅδη, ποὺ ἦταν μέχρι τότε ἀπαραβίαστες. Ἡ φυλακὴ τοῦ Ἅδη γκρεμίστηκε, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κρατήσει κανένα στὸ σκοτάδι της, ἐκτὸς ἐὰν κάποιος μόνος του τὸ θελήσει. Ὁ Κύριος «ἐσκύλευσε τὸν θάνατον», δηλαδὴ λαφυραγώγησε τὸν θάνατο· πῆρε ὡς λάφυρα τῆς νίκης Του τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν, ποὺ κρατοῦσε ὁ Ἅδης αἰχμάλωτες. «Ἐσκύλευσε τὸν θάνατον» καὶ «ἀνέστη τριήμερος». Ὁ θάνατος εἶναι πιὰ δεμένος, εἶναι πιὰ νεκρός.

2. Ὁ Κύριος μᾶς χάρισε ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ νέκρωσε τὸν θάνατο

Μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου θεραπεύθηκε τὸ μεγαλύτερο κακό, ἡ ἁμαρτία, ἡ ρίζα ὅλων τῶν ἄλλων κακῶν. Τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως διέλυσε τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας, τὸ σκοτάδι τῆς ἐνοχῆς μας. Διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ δέχθηκε τὴ σταυρικὴ Θυσία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ Του καὶ χάρισε στὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Τὸ ἀκούσαμε στὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε». Κανεὶς νὰ μὴ θρηνεῖ ἀπελπισμένος γιὰ τὶς ἀμαρτίες του· διότι ἀνέτειλε συγχώρηση ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Ἀναστάντος.

Ἀλλ᾿ ἂν νικήθηκε ἡ ἁμαρτία, νικήθηκε καὶ ὁ θάνατος· διότι ὁ θάνατος βασίλευε στοὺς ἀνθρώπους ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα ἀναφωνοῦμε θριαμβευτικά: «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέν­τρον;». Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεν­τρί σου; (δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία). Δὲν ἔχεις πιὰ καμιὰ ἐξουσία ἐπάνω μας. Εἶσαι ἕνα ἁπλὸ ἐπεισόδιο. Διότι ὅταν πεθαίνουμε, οἱ ψυχές μας μεταβαίνουν σὲ μιὰ ἄλλη κατάσταση, προσμένοντας τὴν ὥρα τῆς Παγκοσμίου Κρίσεως. Τότε θὰ ἀ­δειάσουν ὅλοι οἱ τάφοι· θὰ ἀναστηθοῦν τὰ σώματά μας ἄφθαρτα καὶ ἀθάνατα, γιὰ νὰ ζήσουμε πλέον τὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα τῆς οὐράνιας Βασιλείας. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον».

***

Χριστὸς ἀνέστη, ἀδελφοί! «Νῦν πάν­τα πεπλήρωται φωτός…». Τώρα πιὰ ὅλα ἔχουν γεμίσει μὲ φῶς: ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια. Ὅλα ἔχουν πλημμυρίσει ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὅλα ἔχουν εὐωδιάσει ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ· παντοῦ Χάρις, παντοῦ χαρά, παν­τοῦ ζωή, παντοῦ Ἀνάσταση. Καὶ τὸ ἀκόμη πιὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι δὲν κουραστήκαμε καθόλου γι᾿ αὐτό· «ἀπονητὶ τὸ κατόρθωμα»2, ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ πανάγαθος Θεὸς τὰ ἐργάσθηκε ὅλα. Σ᾿ ἐμᾶς μόνο ἀπομένει νὰ ἀποστραφοῦμε τὴν ἁμαρτία, νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας στὸν Ἀναστάντα, νὰ Τοῦ ἁπλώσουμε τὸ χέρι. Κι Ἐκεῖνος θὰ τὸ ἁρπάξει καὶ θὰ μᾶς ἀναστήσει ἀπὸ τὸ μνῆμα τῶν παθῶν καὶ τῶν θλίψεων στὴ ζωὴ τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ἀναφαίρετης εἰρήνης, στὴν ὁλόφωτη Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

1. Ψαλ. ρϚ´ [106] 16, Κανὼν Ἀναστάσεως, εἱρμὸς Ϛ´ ᾠδῆς.

2. PG 49, 396.

Γιὰ τὶς ἁγιογραφικὲς περικοπὲς τῆς Κυριακῆς 23 Ἀπριλίου βλέπε τὴν ­ἑνότητα «Κηρύγματα» στὴν ἱστοσελίδα μας (www.osotir.gr).