Σήμερα 12/4 εορτάζουν:
- Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής Επίσκοπος Παρίου
- Οσία Ανθούσα, θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου
- Άγιος Αρτέμων ο Ιερομάρτυρας
- Όσιος Ακάκιος ο Νέος, ο Καυσοκαλυβίτης
- Μεταφορά της Τιμίας Ζώνης της Θεοτοόκου στην Κωνσταντινούπολη
- Άγιοι Δήμης και Πρωτίων
- Άγιοι Μηνάς, Δαβίδ και Ιωάννης οι Οσιομάρτυρες
- Άγιος Σέργιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
- Όσιος Νεόφυτος ο έγκλειστος που ασκήτευσε στην Κύπρο
- Άγιος Σάββας ο Μάρτυρας εν Μπουζάου Ρουμανίας
- Άγιος Δαμιανός Επίσκοπος Παβίας
- Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μούρωμ Ρωσίας
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μπελινίτς της Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Παρίου
Ἀπτόητος πρόμαχος τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων ὁ Βασίλειος, ἀποδοκίμασε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις τοὺς ἐπιζήμιους – γιὰ τὴν Ἐκκλησία – εἰκονομάχους αὐτοκράτορες. Ἡ μεγάλη θεολογική του κατάρτιση σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή του τὸν ἀνέδειξαν ἐπίσκοπο τῆς πόλης Παρίου στὶς ἀκτὲς τῆς Προποντίδας. Ἡ στάση του ὅμως αὐτὴ ἔναντι τῶν εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων ἔγινε αἰτία νὰ διωχθεῖ σκληρά. Ὑπέστη πολλὰ δεινὰ καὶ πέρασε «ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι», δηλαδή, μὲ πείνα καὶ δίψα, μὲ νηστεῖες πολλὲς φορές, μὲ κρύο καὶ γυμνότητα. Ἀλλὰ ὁ Βασίλειος, ὅπου καὶ ἂν τὸν ἐξόριζαν οἱ αὐτοκράτορες, ποτὲ δὲν ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπερασπίζει τὴν Ὀρθοδοξία. Τέλος, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δεῖ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως τὸ ναυάγιο τῆς εἰκονομαχίας. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἐπισκοπή του, τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ ἐκεῖ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Μεταφορὰ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου
Ἡ μετακόμιση ἔγινε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ Ζήλα (στὴν Καππαδοκία) στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 942, ὅταν βασιλεῖς ἦταν οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ῥωμανὸς οἱ Προφυρογέννητοι. Κατόπιν ἐναποτέθηκε στὴν ἁγία σορὸ τῶν Χαλκοπρατείων στὶς 12 Ἀπριλίου.
Οἱ Ἅγιοι Δήμης καὶ Πρωτίων
Στοὺς συναξαριστὲς ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται χωρὶς ὑπόμνημα. Στὸ Λαυριωτικὸ ὅμως Κώδικα 70 ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται στὶς 19 Μαρτίου, καὶ ὑπάρχουν κάποια βιογραφικὰ στοιχεῖα, ὄχι ὅμως ὁλοκληρωμένα. Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ λοιπόν, ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ (286-305) καὶ παρουσιάστηκαν αὐθόρμητα στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας τους καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε τοὺς γύμνωσε καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδεσε μὲ ἁλυσίδες, τοὺς μαστίγωσε ἀνελέητα μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ τοὺς χτύπησε μὲ ἀκανθωτὰ ῥαβδιὰ τόσο, ποὺ πετάχτηκαν τὰ σπλάχνα τους ἀπὸ τὴν κοιλιά. Ἔτσι μισοπεθαμένους τους ἔριξε γιὰ 30 μέρες μέσα στὴ φυλακή, χωρὶς νερὸ καὶ ψωμί. Ἀλλὰ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἐπισκέφθηκε, ἴασε τὶς πληγές τους καὶ τοὺς ἔδωσε μπόλικο νερὸ καὶ φαγητό. Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τοὺς κάλεσε μπροστά του καὶ τοὺς εἶδε ὑγιεῖς, ἀντὶ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὸ θαῦμα, ῥώτησε τοὺς μάρτυρες μὲ ὀργὴ ἂν ἐπιμένουν στὴ χριστιανική τους πίστη. Αὐτοὶ μὲ μία φωνὴ ἀπάντησαν: «Χριστιανοί ἐσμεν». Τότε αὐτὸς διέταξε καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων Ἱερομάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα θυγατέρα Κων/νου τοῦ Κοπρωνύμου
Ἅγιοι καί στά βασιλικά ἀνάκτορα. Κι αὐτό, διότι ὁ Χριστιανισμός ἀπό πολύ νωρίς ἀκόμη εἰσχώρησε σέ ὅλα τά κοινωνικά στρώματα, ἀνεγέννησε ἀνθρώπους σέ ὅλα τά περιβάλλοντα καί τούς ἀνέδειξε ἁγίους. Καί στήν οἰκία τοῦ Καίσαρος ὑπῆρξαν πιστοί καί μάλιστα ἀναγεννημένοι, ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. δ 22), στήν ἀρχή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ἡ Ἀνθοῦσα, ὡς κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου (741 – 745 μ.Χ.), στά βασιλικά ἀνάκτορα ἔζησε, μέσα σέ περιβάλλον πλούτου καί δόξας. Ὅμως οὔτε ἀπό τόν πλοῦτο σαγηνεύθηκε οὔτε ἀπό τήν δόξα δελεάσθηκε. Γνώριζε πολύ καλά, ὅτι πραγματική δόξα καί πλοῦτος, ἀνάπαυση ψυχῆς καί εἰρήνη, χαρά καί εὐτυχία γιά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι τά ὑλικά καί ἐφήμερα, ἀλλά ὁ Χριστός καί ὅ,τι συνδέεται μέ τόν Χριστό καί τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ.
Δέν δελεάσθηκε ἀπό αὐτά. Ἀλλά οὔτε ἐπηρεάσθηκε ἀπό τό πνεῦμα τοῦ αἱρετικοῦ περιβάλλοντος, στό ὁποῖο ζοῦσε. Ὁ πατέρας της, ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος, ἦταν εἰκονομάχος, ὑποστηρικτής τῶν εἰκονοκλαστῶν καί διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων. Καί περιβαλλόταν, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπό αὐλικούς πού εἶχαν τίς ἴδιες πεποιθήσεις. Παρόλα αὐτά ἡ Ἀνθοῦσα ἔμεινε Ὀρθόδοξη στό φρόνημα καί στή ζωή, χωρίς νά παύει νά ὁμολογεῖ τήν ὀρθή πίστη της καί νά φροντίζει γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας.
Ἡ πίστη της στόν Θεό καί ἡ ἐνάρετη ζωή της, τῆς ἔδινε καί σύνεση. Ὅταν δηλαδή ὁ αὐτοκράτωρ πατέρας τῆς θέλησε νά τήν παντρεύσει καί τῆς παρουσίασε ἕναν προσοντοῦχο νέο ἐκλεκτῆς καταγωγῆς, ἄνθρωπο μέ μόρφωση καί ἀξιώματα καί πλοῦτο, ἡ Ἀνθοῦσα ἀρνήθηκε μέ σταθερότητα. Κι αὐτό, ὄχι διότι ἀποστρεφόταν τόν γάμο, ἀλλά διότι ὁ ὑποψήφιος σύζυγος ἦταν πλανεμένος θρησκευτικά, διώκτης τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑποστηρικτής τῆς πλάνης. Ὄχι, δέν εἶναι ντροπή, σκέφθηκε, νά μείνει μία κόρη, ἔστω καί βασιλοπούλα, ἄγαμη, ἐφόσον δέν βρίσκεται ὁ κατάλληλος, πιστός καί ἐνάρετος σύζυγος, γιά μία ἑνωμένη καί εὐσεβῆ οἰκογένεια.
Κι ἔμεινε ἡ Ἀνθοῦσα τιμημένη ἄγαμος κι ἀφωσιώθηκε «σώματι καί ψυχῆ» στά ἔργα τῆς ἀγάπης καί φιλανθρωπίας. Ἄγγελος χαρᾶς καί παρηγοριᾶς, τονώσεως καί ἐνισχύσεως μεταξύ τῶν ἀσθενῶν, πτωχῶν καί ὀρφανῶν, μέσα στά φιλανθρωπικά ἱδρύματα, τά ὁποῖα ἀγάπησε πολύ καί τά ὅποια ἦταν γι’ αὐτήν τό δεύτερο σπίτι της. Μέ τό χάρισμα τῆς διακονίας, τό ὁποῖο τήν διέκρινε, ὑπηρετοῦσε μέ αὐταπάρνηση τούς ἀδελφούς του Χριστοῦ.
Ὅταν μέ τό θάνατό του ἀναχώρησε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ὁ πατέρας της, ἀποχώρησε καί ἡ Ἀνθοῦσα ἀπό τά βασιλικά ἀνάκτορα, γιά νά μείνει σέ ἕνα ἄλλο, πολύτιμο γι’ αὐτήν, ἀνάκτορο, μεταξύ ἀφιερωμένων γυναικῶν. Χάρισε τήν περιουσία της στά ἀγαπημένα τῆς ἱδρύματα καί στούς πτωχούς καί προσχώρησε στό Κοινόβιο τῆς Ὁμονοίας κάτω ἀπό τήν ἔμπνευση καί τήν καθοδήγηση τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου.
Ὅταν ἡ προϊσταμένη καί οἱ ἀδελφές του Κοινοβίου εἶδαν τήν βασιλοπούλα Ἀνθοῦσα ἀνάμεσά τους, ἔσπευσαν νά τῆς προσφέρουν βασιλικές τιμές καί περιποιήσεις. Ταπεινή ὅμως ἐκείνη, καθόρισε ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τή θέση της. Ἐάν, εἶπε, μέ θεωρεῖτε ἀνώτερή σας, ἀφῆστε μέ νά εἶμαι πράγματι ἀνώτερή σας, μέ τό νά σᾶς διακονῶ καί νά σᾶς προσφέρω τίς ὑπηρεσίες μου, ὅπως τό ὅρισε ὁ Κύριος: «ὅς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἐσται ὑμῶν διάκονος, καί ὅς ἐάν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» (Μάρκ. γ΄ 43 – 44).
Καί διακονοῦσε πάντοτε πρόθυμα στίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κοινοβίου, στίς πιό ἁπλές καί ταπεινωτικές ἐργασίες. Καί ἔδινε σέ ὅλα παράδειγμα ταπεινοῦ καί ἐνάρετου ἀνθρώπου. Ἦταν ὅλων ἡ χαρά καί ἡ ἀνακούφιση. Μέχρι τή μέρα πού σχετικά νέα ἐκλήθη ἀπό τόν Θεό νά πάρει τό στεφάνι τῆς ἀμοιβῆς της. Στεφάνι ἀμοιβῆς γιά τή σταθερότητά της στήν Ὀρθόδοξη πίστη, γιά τήν ταπείνωσή της, τήν ἀγάπη της, τή διακονία, τήν ἀφοσίωσή της στόν Νυμφίο της Κύριο Ἰησοῦ. Σέ ἡλικία 52 ἐτῶν ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο.
Ἔδωσε ἡ ἁγία Ἀνθοῦσα παράδειγμα ἀρχόντισσας, ἡ ὁποία ὡς πολύτιμο στολισμό της εἶχε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὁποία ἐκδηλωνόταν μέ τήν ἀγάπη καί τήν διακονία. Ἄν ἤθελαν καί οἱ σημερινές γυναῖκες τῆς «ἀνώτερης» λεγομένης κοινωνίας νά μιμηθοῦν τήν Ἁγία στά μεγάλα ἔργα της! Πόσο εὐεργετικές θά ἦταν, πόσο θά ἔλαμπαν στήν κοινωνία, πόσο θά γέμιζαν τή ζωή τους μέ τήν πραγματική χαρά, πού δίνει ἡ ὀρθή πίστη καί ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη!
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Δαβὶδ καὶ Ἰωάννης Ἀββᾶδες καὶ Ὁσιομάρτυρες
Μαρτύρησαν ἀφοῦ ἐκτελέστηκαν τοξευόμενοι.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Γεδεὼν στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο σελ. 91 καὶ τὸ ἔχει πάρει ἀπὸ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο (τοῦ Ἁγιοταφίτικου μετοχίου 426), ὅπου καὶ μόνο ἐκεῖ σημειώνεται. Ὅπως φαίνεται, γινόταν τὸ μνημόσυνό του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποίας ἔκανε ἡγούμενος, διότι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς ἡ μνήμη του. Ὁ Σέργιος λοιπόν, καταγόταν ἀπὸ ἐπίσημη οἰκογένεια. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Πατριάρχη Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ μορφωμένος. Τὸ 999 καὶ σὲ ἡλικία σχετικῶς μεγάλη, κλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Β΄ (976-1025) στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, σὲ διαδοχὴ τοῦ Σισινίου τοῦ Β΄. Κυβέρνησε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο θεοφιλῶς γιὰ 20 χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1019.
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ ἔγκλειστος ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Κύπρο
Ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς ἀγνοεῖται ἡ μνήμη του. Αὐτὸς ἦταν Κύπριος, ποὺ γεννήθηκε στὰ Λεύκαρα (ἐπαρχία Ἀμαθοῦντος) τὸ 1134. Λόγω τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ του ἀγῶνα, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε τὴν διάσημη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, ὅπου πέρασε ὅλη του τὴν ζωὴ μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ μελέτη. Ἐπίσης ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ πέθανε εἰρηνικά. Τὸν ἔθαψαν μέσα στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας. (Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, ὡς μάρτυρας καὶ τὴν 28η Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος, ὁ Καυσοκαλυβίτης
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου (Ἀγράφων) στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα. Προσῆλθε πρῶτα στὴ μονὴ τῆς Σουρβίας (κοντὰ στὴ Μακρινίτσα Βόλου), ὅπου ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεὶς σὲ Ἀκάκιο ἀπὸ Ἀναστάσιο ποὺ ἦταν τὸ κοσμικό του ὄνομα. Ἀσκήτευσε στὴ σκήτη τοῦ Καυσοκαλυβίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἀναφέρεται στὴ βιογραφία του, ποὺ συνέγραψε ὁ μαθητής του παπα-Ἰωνᾶς. Διέπρεψε στὶς ἀρετὲς καὶ ἔγινε σύμβουλος καὶ διδάσκαλος πολλῶν μαρτύρων τῆς πίστης μας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 12 Ἀπριλίου 1730.