Σήμερα 16/4 εορτάζουν:
- Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία
- Άγιος Μιχαήλ ο Βουρλιώτης
- Άγιοι Φήλιξ ο επίσκοπος, Ιανουάριος ο πρεσβύτερος, Φορτουνάτος και Σεπτεμίνος
- Άγιος Λεωνίδης και οι Αγίες Χάρισσα, Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα, Νουνεχία, Βασίλισσα και Θεοδώρα
- Αγία Ειρήνη
- Άγιος Χριστόφορος ο Οσιομάρτυρας
- Άγιοι Αγάθων, Ευτυχία, Κασία και Φιλίππα οι Ομολογητές
- Οσία Θεοδώρα η πριγκίπισσα
- Άγιος Ιωάννης ο διά Χριστόν σαλός
- Άγιος Αμβρόσιος ο Ομολογητής Πατριάρχης Γεωργίας
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γεθσημανή εν Ρωσία
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ταμπώφ εν Ρωσία
Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία
Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφὲς καὶ πνευματικὰ βλαστάρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ ψυχὲς καὶ τῶν τριῶν παρθένων ἦταν στολισμένες μὲ πολλὰχριστιανικὰ χαρίσματα. Στὸ πρόσωπό τους ἔβρισκε πλήρη ἐφαρμογὴ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὶς γυναῖκες: «Μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἐαυτούς». Νὰ στολίζουν, δηλαδή, τὸν ἑαυτό τους μὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη. Πράγματι, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς ὄχι μόνο ἔτσι στόλιζαν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ πνευματικὰ μαργαριτάρια ποὺ λέγονται χριστιανικὲς ἀρετές. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶνχριστιανῶν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς κατέφυγαν σὲ κάποιο ψηλὸ βουνό. Ἡ κρυψώνα τους, ὅμως, ἀνακαλύφθηκε. Συνελήφθησαν καὶ τὶς ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα Δουλσήτιο. Αὐτὸς μὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τὶς κάνει νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτές, μὲ ὄπλα τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχαν, ὁμολογοῦσαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Τότε, ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Χιονία πέθαναν, ἀφοῦ τὶς ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἐνῷ ἡ Εἰρήνη βρῆκε μαρτυρικὸ τέλος, ἀπὸ τὸ βέλος ποὺ τῆς ἔριξε ἕνας στρατιώτης.
Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ ὁ ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ Πρεσβύτερος, Φορτουνάτος (ἢ Φουρτουνιανός) καὶ Σεπτεμῖνος
Ὅλοι μαρτύρησαν κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ Φήλιξ ἦταν ἐπίσκοπος σὲ κάποια πόλη τῆς Ἰταλίας καὶ ὁ Ἰανουάριος πρεσβύτερος τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ στενὸς συνεργάτης του στὴ διδασκαλία καὶ τὶς κατακτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι δυὸ διακρίνονταν σὰν οἱ πιὸ ἔνθερμοι πιστοί, ἐργαζόμενοι καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν ἁλιεία ψυχῶν ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ καὶ δραστήριο ἐπίσκοπό τους. Ὅμως, ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Φήλικα νὰ τοῦ παραδώσει τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς ἐπισκοπῆς. Ὁ ἐπίσκοπος ἀρνήθηκε, λέγοντάς του, ὅτι τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν χριστιανῶν ἔχουν ὁρισθεῖ νὰ ὑπηρετοῦν στὴν πνευματική τους ζωή. Ἀμέσως τότε τὸν φυλάκισαν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ μὲ τὸ μέσο αὐτὸ δὲν κατόρθωσαν τίποτα, τὸν ἐξόρισαν μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο, τὸν Φορτουνάτο καὶ τὸν Σεπτεμίνο. Μετὰ ἀπὸ ἕνα περιπετειῶδες ταξίδι στὴ θάλασσα, τοὺς ἔφεραν στὴ Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ἀκολούθησαν νέες ἀπειλὲς καὶ βάσανα, ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωση τῶν Ἁγίων πρὸς τὸ Χριστὸ διατηρήθηκε ἡ ἴδια. Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες, θανατώθηκαν μὲ ἀποκεφαλισμό. (Ἡ μνήμη τους ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Αὐγούστου).
Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ
Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα
Μάρτυρας τῶν Πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, ἡρωικός μαχητής καί ὁμολογητής τῆς πίστεως εἶναι ὁ Λεωνίδης. Ἕλληνας στήν καταγωγή, εἶναι περισσότερο γνωστός στούς Χριστιανούς τῆς Τροιζῆνος, ὅπου καί ἡ ἰδιαίτερή του πατρίδα. Ἐκεῖ γεννήθηκε (στή σημερινή περίπου Νέα Ἐπίδαυρο ἤ Πεδιάδα τῆς Τροιζήνας) στίς ἀρχές τοῦ 3ου αἰῶνος, σέ καιρούς διωγμοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Χριστιανός πιστός, ἦταν ἔξαρχος πνευματικοῦ χοροῦ στήν ἰδιαιτέρή του πατρίδα. Κατά τούς σκληρούς δηλαδή καιρούς τῶν διωγμῶν ὁ Λεωνίδης αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά συγκροτήσει κύκλο Χριστιανῶν κι ἐκεῖ μέ τή μελέτη τοῦ θείου θελήματος νά διαφωτίζονται γιά τήν πνευματική οἰκοδομή, ἀλλά καί νά ἐνισχύονται, ὥστε νά μένουν σταθεροί στή χριστιανική τους ὁμολογία. Ὁ ζῆλος, ἡ ὁσιότητα καί τό κύρος τοῦ Λεωνίδου συγκέντρωσε, φαίνεται, γύρω του σημαντικό ἀριθμό πιστῶν, ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Ἦταν ἄλλωστε καί ἀποστολική παραγγελία νά μή παραμελοῦν οἱ Χριστιανοί τήν «ἐπί τό αὐτό» σύναξη (Ἑβρ. ι΄ 25). Αὐτή θά τούς ἔκανε δυνατούς, ἐφόσον, κατά τόν σοφό Παροιμιαστή, «ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά καί ὑψηλή» (Πάρ. ἰη 19). Περισσότερο ἀναγκαῖο γινόταν αὐτό, διότι στήν Τροιζήνα ἔφθαναν τακτικά πληροφορίες τότε γιά συλλήψεις Χριστιανῶν, βασανιστήρια καί μαρτύρια, γιά τά ὁποῖα ὅλοι τους ἔπρεπε νά ἦταν ἕτοιμοι.
Καί πράγματι δέν ἄργησε νά ἔλθει καί γιά τόν Λεωνίδη ἡ ὥρα αὐτή. Τήν ἰδιότητά του ὡς Χριστιανοῦ καί τό ἔργο του τό πληροφορήθηκαν οἱ ἀντίχριστοι διῶκτες στήν Κόρινθο. Κι ἐπειδή τότε ἡ Τροιζήνα ἀνῆκε στή διοίκηση τῆς Κορίνθου, ἦταν Ἐπισκοπή τῆς Κορίνθου, ἔσπευσαν ἀπό ἐκεῖ καί τόν συνέλαβαν, σέ ἡμέρες μάλιστα πού οἱ Χριστιανοί ἑτοιμάζονταν νά ἑορτάσουν τό Ἅγιο Πάσχα. Συνέλαβαν τόν Λεωνίδη καί μαζί μ’ αὐτόν κι ἕνα ὅμιλο ἑπτά χριστιανῶν γυναικῶν, πού ἀποτελοῦσαν μέρος τοῦ πνευματικοῦ χοροῦ τῆς Τροιζῆνος (Χαρίεσσα, Γαλήνη, Νίκη, Καλλίδα, Νουνεχία, Βασίλισσα καί Θεοδώρα). Τούς ὁδήγησαν στόν ἡγεμόνα τῆς Κορίνθου Βενοῦστο. Δέν ἄργησε καί ὁ Βενοῦστος νά ἐξακριβώσει τήν ἰδιότητα τῶν ὀκτώ δεσμίων του. Ἄλλωστε καί οἱ ἴδιοι ὅλοι ἀμέσως ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὁμολόγησαν μέ θάρρος: Εἴμαστε καί θά μείνουμε μέχρι τελευταία στιγμή Χριστιανοί!
Γιά νά πτοήσει τίς χριστιανές γυναῖκες καί νά τίς κάνει εὐκολότερα νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, ὁ πονηρός ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά βασανίσουν πρῶτα τόν προϊστάμενό τους Λεωνίδη. Καί ἡ διαταγή ἔγινε ἀμέσως πραγματικότητα. Τόν ἔδεσαν, τόν κρέμασαν ψηλά καί μέ αἰχμηρά σιδερένια ἀντικείμενα ξέσχιζαν τό σῶμα του. Ἀπτόητος ὁ Λεωνίδης, παρά τούς φοβερούς πόνους, ὑπέμεινε τό μαρτύριο καί μάλιστα ἐπί ὧρες πολλές, ἐνῶ ἦταν μπροστά πάντοτε οἱ ἑπτά γυναῖκες. Ἕως ὅτου ὁ Μάρτυρας, ἐξαντλημένος ἀπό τόν πόνο καί τήν αἱμορραγία, παρέδωσε μέ εὐγνωμοσύνη καί ὕμνους τό πνεῦμα του σ’ Ἐκεῖνον, πού τόσο πολύ τόν ἀγάπησε.
Μετά τόν Λεωνίδη ἦλθε ἡ σειρά τῶν γυναικῶν. Κι ἐπειδή καί οἱ ἑπτά ἔμεναν ἄκαμπτες καί ἀνυποχώρητες, δόθηκε ἐντολή, χωρίς κανένα δισταγμό, νά τίς πνίξουν ὅλες. Τοποθέτησαν λοιπόν τό σεπτό λείψανο τοῦ ἡρωικοῦ Μάρτυρος Λεωνίδου σέ μικρό πλοιάριο καί μαζί του ἀνέβασαν καί τίς ἑπτά γυναῖκες. Μέ ὕμνους καί δοξολογίες γύρω ἀπό τό ἱερό λείψανο, μέ συγκίνηση βαθύτατη, μέ ἄσματα ἐπίκαιρα, πασχαλινά καί ἀναστάσιμα, διέσχισαν τήν μικρή ἀπόσταση τῶν τεσσάρων μιλίων στόν Κορινθιακό κόλπο καί ἔφθασαν στή θέση τοῦ μαρτυρίου τους. Τότε στό σῶμα τοῦ Λεωνίδου ἔδεσαν μία βαριά πέτρα καί τό ἔριξαν στή θάλασσα, γιά νά γίνει τροφή τῶν ψαριῶν. Τό ἴδιο ἔκαναν καί σέ κάθε μία ἀπό τίς ἑπτά χριστιανές γυναῖκες, τίς ὁποῖες, τήν μία μετά τήν ἄλλη, τίς ἔρριξαν ζωντανές στό νερό. Σέ λίγο καί οἱ ἑπτά στόν βυθό τῆς θαλάσσης παρέδωσαν τό πνεῦμα τούς σ’ Ἐκεῖνον, πού καί γι’ αὐτές σαρκώθηκε καί σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, τόν Σωτήρα Χριστό. Ἦταν Μέγα Σάββατο τοῦ 250 μ.Χ.
Γράφει ὁ ἱερός ὑμνωδός: «Κόλποις θαλάσσης ἐκδοθείς Λεωνίδης, κολυμβῶν Ἀβραάμ κόλπων ἄχρι». Φαντάζεται δηλαδή τόν ἅγιο Μάρτυρα ἀπό τά βάθη τῆς θάλασσας νά σπεύδει κολυμπώντας νά φθάσει τό γρηγορώτερο στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Λούκ. ἰστ 22).
Ναί, δέν πρόλαβαν νά ἑορτάσουν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες Λεωνίδης καί οἱ σύν αὐτῷ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου τους στή γῆ. Τήν γιόρτασαν ὅμως στόν Οὐρανό, ὅπου ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου, μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς ἄλλους Μάρτυρες καί Ἁγίους. Ἀπό τότε θεωρεῖται ὁ Λεωνίδης ὁ πρόμαχος καί προστάτης τῆς Ἐπιδαύρου.
Καί τό μαρτύριο αὐτό ἔρχεται νά ἐπιβεβαιώσει τήν ἀλήθεια, ὅτι ἡ Πατρίδα μας εἶναι χώρα Ἡρώων καί Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἄφησαν παράδειγμα σταθερῆς πίστεως καί ὁμολογίας, καί μάλιστα σέ καιρούς δύσκολους, ἀντιδράσεων καί διωγμῶν. Ἄς τούς θυμᾶται ἡ νέα Ἑλληνική γενιά κι ἄς τούς μιμεῖται στόν ἡρωϊσμό καί τή σταθερότητα.
Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη
Ἡ ἁγία αὐτὴ μαρτύρησε τὸν ἴδιο καιρὸ καὶ στὸν ἴδιο τόπο, ποὺ μαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν Ἅγιες Γυναῖκες. Ἡ Εἰρήνη προσπαθοῦσε γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ ἄλλων γυναικῶν, ἀλλὰ προδόθηκε στὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε. Κατόπιν τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τῆς ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν πίστη, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης
Μελετῶντας τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἀπριλίου, ἑνὸς μηνὸς ποὺ συνδέεται μὲ τὴν λαμπροφόρο ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἀνακαλύπτουμε συγκινητικοὺς βίους ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ νίκησαν μεγάλες νῖκες κι ἔφθασαν — τέτοιες χαρμόσυνες ἡμέρες — μέχρι τὸ μαρτύριο.
῞Ενας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ μεγάλη πτώση εἶναι ὁ ἅγιος νεομάρτυς Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης, τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία μας ᾿Εκκλησία ἑορτάζει στὶς 16 Ἀπριλίου. Ἀνήκει στὴν χορεία τῶν ἐνδόξων νεομαρτύρων τοῦ 18ου αἰῶνος. Γεννήθηκε στὰ Βουρλὰ τῆς Μ. Ἀσίας. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ποτίστηκε μὲ τὰ νάματα τῆς ἁγίας μας ᾿Ορθοδοξίας καὶ ζοῦσε μὲ συνέπεια τὴ χριστιανική του ζωὴ ἐργαζόμενος τὴν τέχνη τοῦ χαλκουργοῦ στὴ Σμύρνη. Κατὰ τὸν βιογράφο του ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη ἦταν «ὡραῖος πολλὰ εἰς τὴν ὄψιν» καὶ ἀσφαλῶς καὶ στοὺς τρόπους. Γεγονὸς ποὺ μαρτυροῦσε τὴν ἐσωτερική του καθαρότητα καὶ λαμπρότητα.
῏Ηρθε ὅμως κάποια ὥρα ποὺ ὁ μισόκαλος διάβολος τὸν φθόνησε… ῏Ηταν τότε σὲ ἡλικία περίπου 18 ἐτῶν, ὅταν ὁ λεβέντης καὶ πιστὸς Μιχαὴλ ἀπατήθηκε ἀπὸ ἕναν Τοῦρκο καφεπώλη καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του κατὰ τὸ Σάββατο τῆς πρώτης ῾Εβδομάδος τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ἀπὸ τότε ἔμεινε στὸ καφενεῖο τοῦ Ἀγαρηνοῦ καὶ δούλευε κοντά του μὲ μισθό.
Οἱ ἑβδομάδες πέρασαν…
Καὶ ἔφθασε ἡ ἁγία Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου. Ὁ Μιχαὴλ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ζεῖ μιὰ ξεχωριστὴ ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὸ χάνι «τοῦ Κιζλαραγᾶ» οἱ συνομήλικοί του πιστοὶ νέοι μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς συνεορτάζουν. Εὐφραίνονται καὶ πανηγυρίζουν τὸ Πάσχα τους μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πνευματικῆς ἐξάρσεως καὶ ψέλνουν «τὸ κοσμοπόθητον τροπάριον “Χριστὸς Ἀνέστη”…».
᾿Εκείνη τὴν ὥρα ὁ Μιχαὴλ εὑρισκόμενος ἀνάμεσά τους συγκλονίζεται. «῏Ηλθε σέ συναίσθηση τοῦ κακοῦ πού ἔπαθε, καὶ ἀφοῦ μετανόησε» ἄφησε τὴν ὑπηρεσία «τοῦ καφενὲ» καὶ ἄρχισε μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ συμψάλλει μὲ ὅλους τὸ «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…». Ἀκούγοντάς τον ὅμως οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ τὸν ἐμπόδισαν καὶ τοῦ εἶπαν· «Δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ἕναν Τοῦρκο (ἐξωμότη Χριστιανό) νὰ προφέρει αὐτὰ τὰ λόγια… Λόγια ποὺ εἶναι ἄξιοι νὰ προφέρουν μόνον ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ…». Καὶ ὁ Μιχαὴλ μὲ σταθερότητα ἀπάντησε· «Αὔριο θὰ δεῖτε ποῖος ἤμουν, καὶ ποῖος θέλω νά γίνω».
Λοιπὸν τὴν ἑπομένη ἡμέρα παρουσιάζεται εὐθυτενὴς μπροστὰ στὸν Κριτὴ καὶ τοῦ ὑποβάλλει μία ἔξυπνη ἐρώτησι· «᾿Εὰν κάποιος “γελασθεῖ” (ἐξαπατηθεῖ) καὶ δώσει σὲ κάποιον χρυσάφι καὶ πάρει μολύβι, δὲν εἶναι δίκαιο νὰ δώσει πίσω τὸ μολύβι καὶ νὰ πάρει πίσω ξανὰ τὸ χρυσάφι ποὺ τοῦ ἔδωσε· ἀφοῦ ἡ “ἀλλαξιά” (ἀνταλλαγή) δὲν ἔγινε δικαία ἀλλὰ “κατὰ ἀπάτην καὶ ἀγνωσίαν”;». Καὶ ὁ Κριτὴς τοῦ ἀπάντησε· «Ναί!». Καὶ τότε ὁ γενναῖος ὁμολογητὴς Μιχαὴλ τοῦ λέγει· «Πάρε λοιπὸν πίσω τὸ μολύβι αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔδωσες (δηλαδὴ τὴ δική σου θρησκεία) καὶ παίρνω ξανὰ ἐγὼ πίσω τὸ χρυσάφι ποὺ σοῦ ἔδωσα, τὴν πίστη τῶν γονέων μου». Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μπροστὰ στὸν Κριτή, τὸν μουσελίμη (=ὑποδιοικητή) καὶ τοὺς συγκαθημένους ὁμολόγησε ὅτι «ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς παντοδύναμος καὶ κριτὴς τῶν ἁπάντων».
῞Ολοι θαύμασαν μὲ τὴν τόλμη τοῦ νέου καὶ ἔτρεξαν γύρω του νὰ τὸν ἐξαπατήσουν καὶ πάλι μὲ κολακεῖες κατηγορῶντας τὴν ᾿Ορθόδοξη χριστιανικὴ πίστη του καὶ προβάλλοντας «τὸν Μωάμεθ ὡς μέγαν ἀληθινὸν προφήτην».
Ὁ μάρτυς ὅμως παρέμενε ἀκλόνητος στὴν πίστη του… Τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ γιὰ δύο ἡμέρες μήπως ἀλλάξει γνώμη. Ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ τὴν ἴδια ἀταλάντευτη παρρησία ὁμολόγησε μπροστὰ στὸν Κριτὴ «ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός».
῾Η ἀπόφαση πλέον δόθηκε· νὰ καταδικασθεῖ σὲ θάνατο.
Καὶ ὁ βιογράφος του σημειώνει ἐκφραστικά·
«Ἀπερχόμενος εἰς τὴν σφαγὴν ὁ μακάριος ὅλος ἐφαίνετο χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος». Ζήτησε συγχώρηση «καὶ μὲ τὸ σχῆμα καὶ μὲ τὸ λόγο» ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ συναθροισμένους Χριστιανούς. Κι ἀφοῦ ἔκλινε τὴν κεφαλή του στὸν Δεσπότη Χριστό, «ἐτελειώθη διὰ ξίφους» στὴν πόλη τῆς Σμύρνης τὸ ἔτος 1772.
Γιὰ τρεῖς ἡμέρες τὸ ἱερό του λείψανο φαινόταν λευκὸ «ὡς χιών». Μετὰ οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Καὶ ἡ θάλασσα τὸ ἔδωσε πάλι στὴν ξηρὰ μετὰ ἀπὸ μέρες στὴν περιοχὴ τῆς Φοινικιᾶς.
᾿Εκεῖ τὸ βρῆκαν εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ βαφεῖς. Μὲ ἱερὸ δέος τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἔφεραν στὸν ἱερὸ Ναὸ τῆς ἁγίας Φωτεινῆς Σμύρνης, ὅπου «ἐνεταφιάσθη ἐκτίμως». Μὲ τιμὲς καὶ δόξα πολλή.
Γιὰ τὸ χρυσάφι τῶν 24 καρατίων τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως ποὺ κρατοῦμε σήμερα στὰ χέρια μας ὁ νεομάρτυς Μιχαὴλ ἔδωσε τὸ αἷμα του, τὴν ζωή του. Μαζὶ βεβαίως καὶ μὲ πλῆθος ἄλλων μαρτύρων καὶ ἁγίων…
Ἔχουμε λοιπὸν μεγάλο χρέος τὸν χρυσὸ θησαυρὸ ποὺ λέγεται Χριστὸς καὶ πίστη ἀληθινὴ νὰ τὸν κρατοῦμε ὅλοι μας σφικτά. Οὔτε νὰ τὸν ἀλλοιώσουμε. Οὔτε νὰ τὸν ἀνταλλάξουμε. ᾿Εφόσον θέλουμε ἡ ῾Ελλάδα μας νὰ ζήσει ἀναστημένη. ᾿Εφόσον ποθοῦμε τὴ σωτηρία μας, τὸν Παράδεισο…
«Βαφείς, Μιχαήλ, τῷ λύθρῳ σῶν αἱμάτων
λευκὸς δέδειξαι ὡς χιών, ἀθληφόρε».
Ἀφοῦ βάφτηκες μὲ τὸ πηχτὸ καὶ ἀλειμμένο μὲ λάσπες αἷμα σου, μάρτυς Μιχαήλ, φάνηκες λευκὸς σὰν τὸ χιόνι, νικητή.
Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ὁ Ὁσιομάρτυς Χριστοφόρος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Ἀν. Θρᾴκης καὶ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Χριστόδουλος. Ὅταν ἦταν νέος με δόλιο τρόπο ἐξισλαμίστηκε ἀπὸ ἕναν ἐξωμότη Ἀρμένιο. Συναισθάνθηκε ὅμως τὸ σφάλμα του, μετανόησε καὶ ἐξομολογήθηκε. Σὲ ἡλικία 19 χρονῶν ἦλθε στὴ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου γιὰ τέσσερα χρόνια ἔζησε μὲ ὑποταγὴ καὶ κατάνυξη. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐπέστρεψε στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου μπροστὰ στὸν κριτὴ ἀποκήρυξε τὸν Μωαμεθανισμὸ καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν Χριστιανική του πίστη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1818, ἡμέρα Τρίτη Διακαινησίμου καὶ ὥρα 08:00 ἀποκεφαλίστηκε ψάλλοντας τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ὅλοι ὁμολόγησαν εὐθαρσῶς τὴν πίστη τοὺς μπροστὰ στὸν ἀστυνόμο Θεσσαλονίκης τὸ 304 καὶ κλείστηκαν στὴ φυλακή. Ἄλλα στοιχεῖα τους δὲν βρίσκουμε.