ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (16/4)

Σήμερα 16/4 εορτάζουν:

  • Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία
  • Άγιος Μιχαήλ ο Βουρλιώτης
  • Άγιοι Φήλιξ ο επίσκοπος, Ιανουάριος ο πρεσβύτερος, Φορτουνάτος και Σεπτεμίνος
  • Άγιος Λεωνίδης και οι Αγίες Χάρισσα, Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα, Νουνεχία, Βασίλισσα και Θεοδώρα
  • Αγία Ειρήνη
  • Άγιος Χριστόφορος ο Οσιομάρτυρας
  • Άγιοι Αγάθων, Ευτυχία, Κασία και Φιλίππα οι Ομολογητές
  • Οσία Θεοδώρα η πριγκίπισσα
  • Άγιος Ιωάννης ο διά Χριστόν σαλός
  • Άγιος Αμβρόσιος ο Ομολογητής Πατριάρχης Γεωργίας
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γεθσημανή εν Ρωσία
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Ταμπώφ εν Ρωσία

Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία

16.-Agapi Eirini Xionia

Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφὲς καὶ πνευματικὰ βλαστάρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ ψυχὲς καὶ τῶν τριῶν παρθένων ἦταν στολισμένες μὲ πολλὰχριστιανικὰ χαρίσματα. Στὸ πρόσωπό τους ἔβρισκε πλήρη ἐφαρμογὴ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὶς γυναῖκες: «Μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἐαυτούς». Νὰ στολίζουν, δηλαδή, τὸν ἑαυτό τους μὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη. Πράγματι, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς ὄχι μόνο ἔτσι στόλιζαν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ πνευματικὰ μαργαριτάρια ποὺ λέγονται χριστιανικὲς ἀρετές. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶνχριστιανῶν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς κατέφυγαν σὲ κάποιο ψηλὸ βουνό. Ἡ κρυψώνα τους, ὅμως, ἀνακαλύφθηκε. Συνελήφθησαν καὶ τὶς ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα Δουλσήτιο. Αὐτὸς μὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τὶς κάνει νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτές, μὲ ὄπλα τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχαν, ὁμολογοῦσαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Τότε, ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Χιονία πέθαναν, ἀφοῦ τὶς ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἐνῷ ἡ Εἰρήνη βρῆκε μαρτυρικὸ τέλος, ἀπὸ τὸ βέλος ποὺ τῆς ἔριξε ἕνας στρατιώτης.

Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ ὁ ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ Πρεσβύτερος, Φορτουνάτος (ἢ Φουρτουνιανός) καὶ Σεπτεμῖνος

Ὅλοι μαρτύρησαν κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ Φήλιξ ἦταν ἐπίσκοπος σὲ κάποια πόλη τῆς Ἰταλίας καὶ ὁ Ἰανουάριος πρεσβύτερος τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ στενὸς συνεργάτης του στὴ διδασκαλία καὶ τὶς κατακτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι δυὸ διακρίνονταν σὰν οἱ πιὸ ἔνθερμοι πιστοί, ἐργαζόμενοι καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν ἁλιεία ψυχῶν ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ καὶ δραστήριο ἐπίσκοπό τους. Ὅμως, ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Φήλικα νὰ τοῦ παραδώσει τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς ἐπισκοπῆς. Ὁ ἐπίσκοπος ἀρνήθηκε, λέγοντάς του, ὅτι τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν χριστιανῶν ἔχουν ὁρισθεῖ νὰ ὑπηρετοῦν στὴν πνευματική τους ζωή. Ἀμέσως τότε τὸν φυλάκισαν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ μὲ τὸ μέσο αὐτὸ δὲν κατόρθωσαν τίποτα, τὸν ἐξόρισαν μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο, τὸν Φορτουνάτο καὶ τὸν Σεπτεμίνο. Μετὰ ἀπὸ ἕνα περιπετειῶδες ταξίδι στὴ θάλασσα, τοὺς ἔφεραν στὴ Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ἀκολούθησαν νέες ἀπειλὲς καὶ βάσανα, ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωση τῶν Ἁγίων πρὸς τὸ Χριστὸ διατηρήθηκε ἡ ἴδια. Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες, θανατώθηκαν μὲ ἀποκεφαλισμό. (Ἡ μνήμη τους ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Αὐγούστου).

Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ
Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα

Μάρ­τυ­ρας τῶν Πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων, ἡ­ρω­ι­κός μα­χη­τής καί ὁ­μο­λο­γη­τής τῆς πί­στε­ως εἶ­ναι ὁ Λε­ω­νί­δης. Ἕλ­­λη­νας στήν κα­τα­γω­γή, εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός στούς Χρι­στια­νούς τῆς Τροι­ζῆ­νος, ὅ­που καί ἡ ἰ­δι­αίτερή του πα­τρί­δα. Ἐ­κεῖ γεν­νή­θη­κε (στή ση­με­ρι­νή πε­ρί­που Νέ­α Ἐ­πί­δαυ­ρο ἤ Πε­διά­δα τῆς Τροι­ζήνας) στίς ἀρ­χές τοῦ 3ου αἰ­ῶ­νος, σέ και­ρούς δι­ωγ­μοῦ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στε­ως.

Χρι­στια­νός πι­στός, ἦ­ταν ἔ­ξαρ­χος πνευ­μα­τι­κοῦ χο­ροῦ στήν ἰ­δι­αι­τέ­ρή του πα­τρί­δα. Κα­τά τούς σκλη­ρούς δη­λα­δή και­ρούς τῶν δι­ωγ­μῶν ὁ Λε­ω­νί­δης αἰ­σθάν­θη­κε τήν ἀ­νάγ­κη νά συγ­κρο­τή­σει κύ­κλο Χρι­στια­νῶν κι ἐ­κεῖ μέ τή με­λέ­τη τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος νά δι­α­φω­τί­ζον­ται γιά τήν πνευ­μα­τι­κή οἰ­κο­δο­μή, ἀλ­λά καί νά ἐ­νι­σχύ­ον­ται, ὥ­στε νά μέ­νουν στα­θε­ροί στή χρι­στι­α­νι­κή τους ὁ­μο­λο­γί­α. Ὁ ζῆ­λος, ἡ ὁ­σι­ό­τη­τα καί τό κύ­ρος τοῦ Λε­ω­νί­δου συγ­κέν­τρω­σε, φαί­νε­ται, γύ­ρω του ση­μαν­τι­κό ἀ­ριθ­μό πι­στῶν, ἀν­δρῶν καί γυ­ναι­κῶν. Ἦ­ταν ἄλ­λω­στε καί ἀ­πο­στο­λι­κή πα­ραγ­γε­λί­α νά μή πα­ρα­με­λοῦν οἱ Χρι­στια­νοί τήν «ἐ­πί τό αὐ­τό» σύ­να­ξη (Ἑβρ. ι΄ 25). Αὐ­τή θά τούς ἔ­κα­νε δυ­να­τούς, ἐ­φό­σον, κα­τά τόν σο­φό Πα­ροι­μια­στή, «ἀ­δελ­φός ὑ­πό ἀ­δελ­φοῦ βο­η­θού­με­νος ὡς πό­λις ὀ­χυ­ρά καί ὑ­ψη­λή» (Πάρ. ἰ­η 19). Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ναγ­καῖ­ο γινόταν αὐ­τό, δι­ό­τι στήν Τροι­ζή­να ἔ­φθα­ναν τα­κτι­κά πλη­ρο­φο­ρί­ες τό­τε γιά συλ­λή­ψεις Χρι­στια­νῶν, βα­σα­νι­στή­ρια καί μαρ­τύ­ρια, γιά τά ὁποῖα ὅ­λοι τους ἔ­πρε­πε νά ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι.

Καί πράγ­μα­τι δέν ἄρ­γη­σε νά ἔλ­θει καί γιά τόν Λε­ω­νί­δη ἡ ὥ­ρα αὐ­τή. Τήν ἰ­δι­ό­τη­τά του ὡς Χρι­στια­νοῦ καί τό ἔρ­γο του τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν οἱ ἀν­τί­χρι­στοι δι­ῶ­κτες στήν Κό­ριν­θο. Κι ἐ­πει­δή τό­τε ἡ Τροι­ζή­να ἀ­νῆ­κε στή δι­οί­κη­ση τῆς Κο­ρίν­θου, ἦ­ταν Ἐ­πι­σκο­πή τῆς Κο­ρίν­θου, ἔ­σπευ­σαν ἀ­πό ἐ­κεῖ καί τόν συ­νέ­λα­βαν, σέ ἡμέρες μά­λι­στα πού οἱ Χρι­στια­νοί ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νά ἑ­ορ­τά­σουν τό Ἅ­γιο Πά­σχα. Συ­νέ­λα­βαν τόν Λε­ω­νί­δη καί μα­ζί μ’ αὐ­τόν κι ἕ­να ὅ­μι­λο ἑ­πτά χρι­στια­νῶν γυ­ναι­κῶν, πού ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν μέ­ρος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ χο­ροῦ τῆς Τροι­ζῆ­νος (Χα­ρί­εσ­σα, Γα­λή­νη, Νί­κη, Καλ­λί­δα, Νου­νε­χί­α, Βα­σί­λισ­σα καί Θε­ο­δώ­ρα). Τούς ὁ­δή­γη­σαν στόν ἡ­γε­μό­να τῆς Κο­ρίν­θου Βε­νοῦ­στο. Δέν ἄρ­γη­σε καί ὁ Βε­νοῦ­στος νά ἐ­ξα­κρι­βώ­σει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα τῶν ὀ­κτώ δε­σμί­ων του. Ἄλ­λω­στε καί οἱ ἴ­διοι ὅ­λοι ἀ­μέ­σως ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή ὁ­μο­λό­γη­σαν μέ θάρ­ρος: Εἴ­μα­στε καί θά μεί­νου­με μέ­χρι τε­λευ­ταί­α στιγ­μή Χρι­στια­νοί!

Γιά νά πτο­ή­σει τίς χρι­στια­νές γυ­ναῖ­κες καί νά τίς κά­νει εὐ­κο­λό­τε­ρα νά ἀρ­νη­θοῦν τήν πί­στη τους, ὁ πο­νη­ρός ἡ­γε­μό­νας ἔ­δω­σε ἐν­το­λή νά βα­σα­νί­σουν πρῶ­τα τόν προϊ­στά­με­νό τους Λε­ω­νί­δη. Καί ἡ δι­α­τα­γή ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τόν ἔ­δε­σαν, τόν κρέ­μα­σαν ψη­λά καί μέ αἰχ­μη­ρά σι­δε­ρέ­νια ἀν­τι­κεί­με­να ξέ­σχι­ζαν τό σῶ­μα του. Ἀ­πτό­η­τος ὁ Λε­ω­νί­δης, πα­ρά τούς φο­βε­ρούς πό­νους, ὑ­πέ­μει­νε τό μαρ­τύ­ριο καί μά­λι­στα ἐ­πί ὧ­ρες πολ­λές, ἐνῶ ἦ­ταν μπρο­στά πάν­το­τε οἱ ἑ­πτά γυ­ναῖ­κες. Ἕ­ως ὅ­του ὁ Μάρ­τυ­ρας, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­πό τόν πό­νο καί τήν αἱ­μορ­ρα­γί­α, πα­ρέ­δω­σε μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί ὕ­μνους τό πνεῦ­μα του σ’ Ἐ­κεῖ­νον, πού τό­σο πο­λύ τόν ἀ­γά­πη­σε.

Με­τά τόν Λε­ω­νί­δη ἦλ­θε ἡ σει­ρά τῶν γυ­ναι­κῶν. Κι ἐ­πει­δή καί οἱ ἑ­πτά ἔ­με­ναν ἄ­καμ­πτες καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τες, δό­θη­κε ἐν­το­λή, χω­ρίς κα­νέ­να δι­σταγ­μό, νά τίς πνί­ξουν ὅ­λες. Το­πο­θέ­τη­σαν λοι­πόν τό σε­πτό λεί­ψα­νο τοῦ ἡ­ρω­ι­κοῦ Μάρ­τυ­ρος Λε­ω­νί­δου σέ μι­κρό πλοιά­ριο καί μα­ζί του ἀ­νέ­βα­σαν καί τίς ἑ­πτά γυ­ναῖ­κες. Μέ ὕ­μνους καί δο­ξο­λο­γί­ες γύ­ρω ἀ­πό τό ἱ­ε­ρό λεί­ψα­νο, μέ συγ­κί­νη­ση βα­θύ­τα­τη, μέ ἄ­σμα­τα ἐ­πί­και­ρα, πα­σχα­λι­νά καί ἀ­να­στά­σι­μα, δι­έ­σχι­σαν τήν μι­κρή ἀ­πό­στα­ση τῶν τεσ­σά­ρων μι­λίων στόν Κο­ριν­θια­κό κόλ­πο καί ἔ­φθα­σαν στή θέ­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τους. Τό­τε στό σῶ­μα τοῦ Λε­ω­νί­δου ἔ­δε­σαν μί­α βα­ριά πέ­τρα καί τό ἔ­ρι­ξαν στή θά­λασ­σα, γιά νά γί­νει τρο­φή τῶν ψα­ρι­ῶν. Τό ἴ­διο ἔ­κα­ναν καί σέ κά­θε μί­α ἀ­πό τίς ἑ­πτά χρι­στια­νές γυ­ναῖ­κες, τίς ὁ­ποῖ­ες, τήν μί­α με­τά τήν ἄλ­λη, τίς ἔρ­ρι­ξαν ζων­τα­νές στό νε­ρό. Σέ λί­γο καί οἱ ἑ­πτά στόν βυ­θό τῆς θα­λάσ­σης πα­ρέ­δω­σαν τό πνεῦ­μα τούς σ’ Ἐ­κεῖ­νον, πού καί γι’ αὐ­τές σαρ­κώ­θη­κε καί σταυ­ρώ­θη­κε καί ἀ­να­στή­θη­κε, τόν Σω­τή­ρα Χρι­στό. Ἦ­ταν Μέ­γα Σάβ­βα­το τοῦ  250 μ.Χ.

Γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός: «Κόλ­ποις θα­λάσ­σης ἐκ­δο­θείς Λε­ω­νί­δης, κο­λυμ­βῶν Ἀ­βρα­άμ κόλ­πων ἄ­χρι». Φαν­τά­ζε­ται δη­λα­δή τόν ἅ­γιο Μάρ­τυ­ρα ἀ­πό τά βά­θη τῆς θά­λασ­σας νά σπεύ­δει κο­λυμ­πών­τας νά φθά­σει τό γρη­γο­ρώ­τε­ρο στούς κόλ­πους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, στή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ (Λούκ. ἰ­στ 22).

Ναί, δέν πρό­λα­βαν νά ἑ­ορ­τά­σουν οἱ ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες Λε­ω­νί­δης καί οἱ σύν αὐ­τῷ τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου τους στή γῆ. Τήν γι­όρ­τα­σαν ὅ­μως στόν Οὐ­ρα­νό, ὅ­που ὁ θρό­νος τοῦ Κυ­ρί­ου, μα­ζί μέ τούς Ἀγ­γέ­λους καί τούς ἄλ­λους Μάρ­τυ­ρες καί Ἁ­γί­ους. Ἀ­πό τό­τε θε­ω­ρεῖ­ται ὁ Λε­ω­νί­δης ὁ πρό­μα­χος καί προ­στά­της τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου.

Καί τό μαρ­τύ­ριο αὐ­τό ἔρ­χε­ται νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­τι ἡ Πα­τρί­δα μας εἶ­ναι χώ­ρα Ἡ­ρώ­ων καί Μαρ­τύ­ρων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄ­φη­σαν πα­ρά­δειγ­μα στα­θε­ρῆς πί­στε­ως καί ὁ­μο­λο­γί­ας, καί μά­λι­στα σέ και­ρούς δύ­σκο­λους, ἀν­τι­δρά­σε­ων καί δι­ωγ­μῶν. Ἄς τούς θυ­μᾶ­ται ἡ νέ­α Ἑλ­λη­νι­κή γε­νιά κι ἄς τούς μι­μεῖ­ται στόν ἡ­ρω­ϊ­σμό καί τή στα­θε­ρό­τη­τα.

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ἡ Ἁγία Εἰρήνη

Ἡ ἁγία αὐτὴ μαρτύρησε τὸν ἴδιο καιρὸ καὶ στὸν ἴδιο τόπο, ποὺ μαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν Ἅγιες Γυναῖκες. Ἡ Εἰρήνη προσπαθοῦσε γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ ἄλλων γυναικῶν, ἀλλὰ προδόθηκε στὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε. Κατόπιν τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τῆς ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπέμενε στὴν πίστη, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν.

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης

Με­λε­τῶν­τας τὸν Συ­να­ξα­ρι­στὴ τοῦ Ἀ­πρι­λί­ου, ἑ­νὸς μη­νὸς ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν λαμ­προ­φό­ρο ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πάσχα, ἀ­να­κα­λύ­πτου­με συγ­κι­νη­τι­κοὺς βί­ους ἁ­γί­ων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ τὴν δύ­να­μη τοῦ ἀ­να­στά­ντος Χρι­στοῦ ­νί­κη­σαν με­γά­λες νῖ­κες κι ἔ­φθα­σαν — τέ­τοι­ες χαρ­μό­συ­νες ἡ­μέ­ρες — μέ­χρι τὸ μαρ­­τύ­ριο.

῞Ε­νας ἀ­π’ αὐ­τοὺς τοὺς ἁ­γί­ους ποὺ ἀ­ναστή­θηκε ἀ­πὸ με­γά­λη πτώ­ση εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ὴλ ὁ Βουρ­λι­ώ­της, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ ἁ­γί­α μας ᾿Εκ­κλη­σί­α ἑ­ορ­τά­ζει στὶς 16 Ἀ­πρι­λί­ου. Ἀ­νή­κει στὴν χο­ρε­ί­α τῶν ἐν­δό­ξων νε­ο­μαρ­τύ­ρων τοῦ 18ου αἰ­ῶ­νος. Γεν­νή­θη­κε στὰ Βουρ­λὰ τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δὶ πο­τί­στη­κε μὲ τὰ νά­μα­τα τῆς ἁ­γί­ας μας ᾿Ορ­θο­δο­ξί­ας καὶ ζοῦ­σε μὲ συ­νέ­πεια τὴ χρι­στι­α­νι­κή του ζω­ὴ ἐρ­γα­ζό­με­νος τὴν τέ­χνη τοῦ χαλ­κουρ­γοῦ στὴ Σμύρ­νη. Κα­τὰ τὸν βι­ο­γρά­φο του ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο τὸν Ἁ­γι­ο­ρε­ί­τη ἦ­ταν «ὡ­ραῖ­ος πολ­λὰ εἰς τὴν ὄ­ψιν» καὶ ἀ­σφα­λῶς καὶ στοὺς τρό­πους. Γε­γο­νὸς ποὺ μαρ­τυ­ροῦ­σε τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κή του κα­θα­ρό­τη­τα καὶ λαμ­πρό­τη­τα.

῏Ηρ­θε ὅ­μως κά­ποι­α ὥ­ρα ποὺ ὁ μι­σό­κα­λος δι­ά­βο­λος τὸν φθό­νη­σε… ῏Η­ταν τό­τε σὲ ἡ­λι­κί­α πε­ρί­που 18 ἐ­τῶν, ὅ­ταν ὁ λε­βέ­ντης καὶ πι­στὸς Μι­χα­ὴλ ἀ­πα­τή­θη­κε ἀ­πὸ ἕ­ναν Τοῦρ­κο κα­φε­πώ­λη καὶ ἀρ­νή­θη­κε τὴν πί­στη του κα­τὰ τὸ Σάββατο τῆς πρώ­της ῾Ε­βδο­μά­δος τῶν Νη­στει­ῶν τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Ἀ­πὸ τό­τε ἔ­μει­νε στὸ κα­φε­νεῖ­ο τοῦ Ἀ­γα­ρη­νοῦ καὶ ­δο­ύ­λευ­ε κον­τά του μὲ μι­σθό.

Οἱ ἑ­βδο­μά­δες ­πέ­ρα­σαν…

Καὶ ἔ­φθα­σε ἡ ἁ­γί­α Ἀ­νά­στα­σις τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ Μι­χα­ὴλ τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­κε­ί­νη ζεῖ μιὰ ξε­χω­ρι­στὴ ἐ­πί­σκε­ψη τῆς Χάριτος τοῦ Θε­οῦ. Μέσα στὸ χά­νι «τοῦ Κιζ­λα­ρα­γᾶ» οἱ συ­νο­μή­λι­κοί του πι­στοὶ νέ­οι μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Χρι­στια­νοὺς συ­νε­ορ­τά­ζουν. Εὐ­φρα­ί­νον­ται καὶ πα­νη­γυ­ρί­ζουν τὸ Πάσχα τους μέ­σα σὲ ἀ­τμό­σφαι­ρα πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξάρ­σε­ως καὶ ψέλ­νουν «τὸ κο­σμο­πό­θη­τον τρο­πά­ριον “Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη”…».

᾿Ε­κε­ί­νη τὴν ὥ­ρα ὁ Μι­χα­ὴλ εὑ­ρι­σκό­με­νος ἀ­νά­με­σά τους συγ­κλο­νί­ζε­ται. «῏Ηλ­θε σέ συναίσθηση τοῦ κα­κοῦ πού ἔ­πα­θε, καὶ ἀφοῦ μετανόησε» ἄ­φη­σε τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α «τοῦ κα­φε­νὲ» καὶ ἄρ­χι­σε μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ νὰ συμ­ψάλ­λει μὲ ὅ­λους τὸ «Χρι­στὸς ἀ­νέ­στη ἐκ νε­κρῶν…». Ἀ­κο­ύγ­ον­τάς τον ὅ­μως οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ τὸν ἐμ­πό­δι­σαν καὶ τοῦ εἶ­παν· «Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται σὲ ἕ­ναν Τοῦρ­κο (ἐ­ξω­μό­τη Χρι­στια­νό) νὰ προ­φέ­ρει αὐ­τὰ τὰ λό­για… Λόγια ποὺ εἶ­ναι ἄ­ξιοι νὰ προ­φέ­ρουν μό­νον ὅ­σοι εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ…». Καὶ ὁ Μι­χα­ὴλ μὲ στα­θε­ρό­τη­τα ἀ­πά­ντη­σε· «Αὔ­ριο θὰ δεῖ­τε ποῖ­ος ἤ­μουν, καὶ ποῖ­ος θέ­λω νά γίνω».

Λοι­πὸν τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται εὐ­θυ­τε­νὴς μπρο­στὰ στὸν Κρι­τὴ καὶ τοῦ ὑ­πο­βάλ­λει μί­α ἔ­ξυ­πνη ἐ­ρώ­τη­σι· «᾿Ε­ὰν κά­ποι­ος “γε­λα­σθεῖ” (ἐ­ξα­πα­τη­θεῖ) καὶ δώ­σει σὲ κά­ποι­ον χρυ­σά­φι καὶ πά­ρει μο­λύ­βι, δὲν εἶ­ναι δί­και­ο νὰ δώ­σει πί­σω τὸ μο­λύ­βι καὶ νὰ πά­ρει πί­σω ξα­νὰ τὸ χρυ­σά­φι ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε· ἀ­φοῦ ἡ “ἀλ­λα­ξιά” (ἀν­ταλ­λα­γή) δὲν ἔ­γι­νε δι­κα­ί­α ἀλ­λὰ “κα­τὰ ἀ­πά­την καὶ ἀ­γνω­σί­αν”;». Καὶ ὁ Κρι­τὴς τοῦ ἀ­πά­ντη­σε· «Ναί!». Καὶ τό­τε ὁ γεν­ναῖ­ος ὁ­μο­λο­γη­τὴς Μι­χα­ὴλ τοῦ λέ­γει· «Πάρε λοι­πὸν πί­σω τὸ μο­λύ­βι αὐ­τὸ ποὺ μοῦ ἔ­δω­σες (δη­λα­δὴ τὴ δι­κή σου θρη­σκε­ί­α) καὶ πα­ίρ­νω ξα­νὰ ἐ­γὼ πί­σω τὸ χρυ­σά­φι ποὺ σοῦ ἔ­δω­σα, τὴν πί­στη τῶν γο­νέ­ων μου». Καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ μπρο­στὰ στὸν Κρι­τή, τὸν μου­σε­λί­μη (=ὑ­πο­δι­οι­κη­τή) καὶ τοὺς συγ­κα­θη­μέ­νους ὁ­μο­λό­γη­σε ὅ­τι «ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Θε­ὸς παν­το­δύ­να­μος καὶ κρι­τὴς τῶν ἁ­πά­ντων».

῞Ο­λοι ­θα­ύ­μα­σαν μὲ τὴν τόλ­μη τοῦ νέ­ου καὶ ἔ­τρε­ξαν γύ­ρω του νὰ τὸν ἐ­ξα­πα­τή­σουν καὶ πά­λι μὲ κο­λα­κεῖ­ες κα­τη­γο­ρῶν­τας τὴν ᾿Ορ­θό­δο­ξη χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη του καὶ προ­βάλ­λον­τας «τὸν Μω­ά­μεθ ὡς μέ­γαν ἀ­λη­θι­νὸν προ­φή­την».

Ὁ μάρ­τυς ὅ­μως πα­ρέ­με­νε ἀ­κλό­νη­τος στὴν πί­στη του… Τὸν ἔ­ρι­ξαν στὴ φυ­λα­κὴ γιὰ δύ­ο ἡ­μέ­ρες μή­πως ἀλ­λά­ξει γνώ­μη. Ἀλ­λὰ καὶ πά­λι μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­τα­λά­ντευ­τη παρ­ρη­σί­α ὁ­μο­λό­γη­σε μπρο­στὰ στὸν Κρι­τὴ «ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Θε­ὸς ἀ­λη­θι­νός».

῾Η ἀ­πό­φα­ση πλέ­ον δό­θηκε· νὰ κα­τα­δι­κα­σθεῖ σὲ θά­να­το.

Καὶ ὁ βι­ο­γρά­φος του ση­μει­ώ­νει ἐκ­φρα­στι­κά·

«Ἀ­περ­χό­με­νος εἰς τὴν σφα­γὴν ὁ μα­κά­ριος ὅ­λος ἐ­φα­ί­νε­το χα­ί­ρων καὶ ἀ­γαλ­λό­με­νος». Ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση «καὶ μὲ τὸ σχῆ­μα καὶ μὲ τὸ λό­γο» ἀ­πὸ τοὺς ἐ­κεῖ συ­να­θροι­σμέ­νους Χρι­στι­α­νο­ύς. Κι ἀ­φοῦ ἔ­κλι­νε τὴν κε­φα­λή του στὸν Δε­σπό­τη Χρι­στό, «ἐ­τε­λει­ώ­θη διὰ ξί­φους» στὴν πό­λη τῆς Σμύρ­νης τὸ ἔ­τος 1772.

Γιὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες τὸ ἱ­ε­ρό του λε­ί­ψα­νο φαινόταν λευ­κὸ «ὡς χι­ών». Με­τὰ οἱ Ἀ­γα­ρη­νοὶ τὸ ἔρι­ξαν στὴ θά­λασ­σα. Καὶ ἡ θά­λασ­σα τὸ ἔ­δω­σε πά­λι στὴν ξη­ρὰ με­τὰ ἀ­πὸ μέ­ρες στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Φοι­νι­κιᾶς.

᾿Ε­κεῖ τὸ β­ρῆ­καν εὐ­σε­βεῖς Χρι­στια­νοὶ βα­φεῖς. Μὲ ἱ­ε­ρὸ δέ­ος τὸ πε­ρι­συ­νέ­λε­ξαν καὶ τὸ ἔ­φε­ραν στὸν ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ τῆς ἁ­γί­ας Φω­τει­νῆς Σμύρ­νης, ὅ­που «ἐ­νε­τα­φι­ά­σθη ἐ­κτί­μως». Μὲ τι­μὲς καὶ δό­ξα πολ­λή.

Γιὰ τὸ χρυ­σά­φι τῶν 24 κα­ρα­τί­ων τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς μας πί­στε­ως ποὺ κρα­τοῦ­με σή­με­ρα στὰ χέ­ρια μας ὁ νε­ο­μάρ­τυς Μι­χα­ὴλ ἔ­δω­σε τὸ αἷ­μα του, τὴν ζωή του. Μα­ζὶ βε­βα­ί­ως καὶ μὲ πλῆ­θος ἄλ­λων μαρ­τύ­ρων καὶ ἁ­γί­ων…

Ἔ­χου­με λοι­πὸν με­γά­λο χρέ­ος τὸν χρυ­σὸ θη­σαυ­ρὸ ποὺ λέ­γε­ται Χρι­στὸς καὶ πί­στη ἀ­λη­θι­νὴ νὰ τὸν κρα­τοῦ­με ὅ­λοι μας σφι­κτά. Οὔ­τε νὰ τὸν ἀλ­λοι­ώ­σου­με. Οὔ­τε νὰ τὸν ἀν­ταλ­λά­ξου­με. ᾿Εφό­σον θέ­λου­με ἡ ῾Ελ­λά­δα μας νὰ ζή­σει ἀ­να­στη­μέ­νη. ᾿Εφόσον πο­θοῦ­με τὴ σω­τη­ρί­α μας, τὸν Πα­ρά­δει­σο…

«Βα­φε­ίς, Μι­χα­ήλ, τῷ λύ­θρῳ σῶν αἱ­μά­των

λευ­κὸς δέ­δει­ξαι ὡς χι­ών, ἀ­θλη­φό­ρε».

Ἀ­φοῦ βά­φτηκες μὲ τὸ πη­χτὸ καὶ ἀ­λειμ­μέ­νο μὲ λά­σπες αἷ­μα σου, μάρ­τυς Μι­χα­ήλ, φάνηκες λευ­κὸς σὰν τὸ χι­ό­νι, νι­κη­τή.

Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Ὁσιομάρτυς Χριστοφόρος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Ἀν. Θρᾴκης καὶ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Χριστόδουλος. Ὅταν ἦταν νέος με δόλιο τρόπο ἐξισλαμίστηκε ἀπὸ ἕναν ἐξωμότη Ἀρμένιο. Συναισθάνθηκε ὅμως τὸ σφάλμα του, μετανόησε καὶ ἐξομολογήθηκε. Σὲ ἡλικία 19 χρονῶν ἦλθε στὴ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου γιὰ τέσσερα χρόνια ἔζησε μὲ ὑποταγὴ καὶ κατάνυξη. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐπέστρεψε στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου μπροστὰ στὸν κριτὴ ἀποκήρυξε τὸν Μωαμεθανισμὸ καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὴν Χριστιανική του πίστη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1818, ἡμέρα Τρίτη Διακαινησίμου καὶ ὥρα 08:00 ἀποκεφαλίστηκε ψάλλοντας τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». 

Οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ

Ὅλοι ὁμολόγησαν εὐθαρσῶς τὴν πίστη τοὺς μπροστὰ στὸν ἀστυνόμο Θεσσαλονίκης τὸ 304 καὶ κλείστηκαν στὴ φυλακή. Ἄλλα στοιχεῖα τους δὲν βρίσκουμε.