Ἀπόστολος: ἡμέρας, Παρασκ. β΄ ἑβδ. Πράξεων (Πραξ. ε΄ 1-11)
Α νὴρ δέ τις Ἀνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ἐπώλησε κτῆμα 2 καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν. 3 εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου; 4 οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ. 5 ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. 6 ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν. 7 Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν. 8 ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου. 9 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε. 10 ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 11 καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ᾿ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Κ άποιος ἄνθρωπος ὅμως πού λεγόταν Ἀνανίας, μαζί μέ τή γυναίκα του Σαπφείρα, πούλησε ἕνα χωράφι πού εἶχε, 2 καί κράτησε γιά τόν ἑαυτό του ἕνα μέρος ἀπό τό ἀντίτιμο πού εἰσέπραξε, κρυφά ἀπ’ τούς ἄλλους Χριστιανούς. Τό γνώριζε αὐτό ὅμως καί ἡ γυναίκα του. Κι ἀφοῦ ἔφερε τό ὑπόλοιπο χρηματικό ποσό, τό ἄφησε καταγῆς μπροστά στά πόδια τῶν ἀποστόλων, προσποιούμενος ὅτι αὐτό ἦταν ὁλόκληρο τό ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ του. 3 Τότε εἶπε ὁ Πέτρος: Ἀνανία, γιατί ἄφησες τόν σατανά νά κυριεύσει τήν καρδιά σου μέ πονηρές σκέψεις, μέχρι τό σημεῖο νά προσπαθήσεις νά ἐξαπατήσεις μέ τό ψέμα σου τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά κατακρατήσεις κρυφά γιά τόν ἑαυτό σου ἕνα μέρος ἀπό τό ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ πού πούλησες; 4 Ὅταν τό χωράφι αὐτό ἦταν ἀπούλητο, δέν παρέμενε δικό σου; Κι ὅταν πουλήθηκε, δέν ἦταν στήν ἐξουσία σου νά διαθέσεις τό ἀντίτιμό του ὅπως ἤθελες; Κανείς δέν σοῦ ἐπέβαλε νά φέρεις ὅλο τό ἀντίτιμό του ἐδῶ. Ἀλλά ἐσύ, γιά νά προσελκύσεις τό θαυμασμό καί τήν ἐκτίμηση τῆς Ἐκκλησίας, προσποιεῖσαι ὅτι προσφέρεις τώρα ὅλα ὅσα εἰσέπραξες. Δέν ἔχεις τήν εἰλικρίνεια νά πεῖς ὅτι κράτησες γιά τόν ἑαυτό σου ἕνα μέρος τοῦ ἀντιτίμου, ὁπότε κανείς δέν θά σέ κατηγοροῦσε. Γιατί δέχθηκες στήν καρδιά σου καί ἀποφάσισες νά κάνεις αὐτή τήν πράξη; Δέν εἶπες ψέματα σέ ἀνθρώπους, ἀλλά στό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶναι Θεός. 5 Δέν πρόφθασε ὅμως νά ἀκούσει τά λόγια αὐτά ὁ Ἀνανίας κι ἔπεσε κάτω στή γῆ καί ξεψύχησε. Καί ὅλοι ὅσοι τά ἄκουγαν αὐτά γέμισαν μέ φόβο πολύ. 6 Στό μεταξύ οἱ νεότεροι στήν ἡλικία σηκώθηκαν κι ἑτοίμασαν τόν Ἀνανία γιά τήν ταφή, ἀφοῦ τόν περιτύλιξαν μέ νεκρικούς ἐπιδέσμους, ὅπως συνήθιζαν τότε. Ἔπειτα τόν μετέφεραν ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τόν ἔθαψαν. 7 Στό μεταξύ ὅμως εἶχε περάσει ἕνα χρονικό διάστημα τριῶν ὡρῶν, καί ἡ γυναίκα τοῦ Ἀνανία, ἡ ὁποία δέν γνώριζε τό γεγονός τῆς τιμωρίας τοῦ συζύγου της, μπῆκε στόν τόπο τῆς συνάξεως. 8 Τότε ὁ Πέτρος τή ρώτησε: Πές μου, τόσα χρήματα πουλήσατε τό χωράφι; Κι αὐτή ἀπάντησε: Ναί, τόσο ποσό εἰσπράξαμε. 9 Τότε ὁ Πέτρος τῆς εἶπε: Γιατί συμφωνήσατε ἐσύ κι ὁ ἄνδρας σου νά προβεῖτε σέ μιά τέτοια πράξη, νά προσπαθήσετε δηλαδή νά δοκιμάσετε τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἄν πράγματι γνωρίζει τά πάντα καί δέν θά ἐξαπατηθεῖ μέ τό ψέμα σας; Νά, τά πόδια ἐκείνων πού ἔθαψαν τόν ἄνδρα σου ἀκούγονται κοντά στήν πόρτα· ἐπιστρέφουν τώρα ἀμέσως καί θά μεταφέρουν καί σένα ἔξω ἀπό τήν πόλη γιά νά σέ θάψουν. 10 Ἀμέσως τότε ἔπεσε κι αὐτή τήν ἴδια στιγμή κοντά στά πόδια τοῦ Πέτρου καί ξεψύχησε. Κι ὅταν μπῆκαν μέσα οἱ νέοι πού ἐπέστρεφαν ἀπό τήν ταφή τοῦ Ἀνανία, τήν βρῆκαν νεκρή· κι ἀφοῦ τήν μετέφεραν ἔξω ἀπό τήν πόλη, τήν ἔθαψαν δίπλα στόν ἄνδρα της. 11 Τότε ἕνας φόβος μεγάλος κυρίευσε ὅλη τήν Ἐκκλησία κι ὅλους ὅσους τά ἄκουγαν αὐτά.