Εὐαγγέλιον Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, 30 Ἀπριλίου 2017 (Μάρκ. ιε΄ 43 – ιϛ΄ 8)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς μὴ ἐκθαμβεῖσθε ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ.
«Λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον»
Τὴ σημερινὴ Κυριακή, Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, πλημμυρίζει τοὺς Ναούς μας μιὰ θαυμάσια εὐωδία. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ὁλάνθιστη ἄνοιξη ποὺ μεθάει τὸν ἀέρα. Δὲν εἶναι οὔτε τὰ μύρα, τὰ φυσικὰ ἀρώματα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Περισσότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ ἄρωμα τῶν ψυχῶν τους, ἡ ἀρετή τους. Εἶναι ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸν νεκρὸ Διδάσκαλο. Ἀγάπη μοναδική, ποὺ θὰ διαλαλοῦν οἱ αἰῶνες… Ἂς δοῦμε πολὺ σύντομα πῶς οἱ ἅγιες ἐκεῖνες Μυροφόρες ἐκδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Κύριο καὶ πῶς θὰ κατορθώσουμε κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε.
1. Πῶς ἐκδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους οἱ ἅγιες Μυροφόρες
Ὁ ἅγιος Νικόδημος εἶχε ἀγοράσει μύρα γιὰ τὴν κηδεία τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ γιὰ τὶς ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες δὲν ἦταν αὐτὸ ἀρκετό. Θέλησαν νὰ περιποιηθοῦν ἀκόμη περισσότερο τὸ ἐνταφιασμένο πλέον Σῶμα τοῦ λατρευτοῦ Διδασκάλου. Γι᾿ αὐτὸ πῆγαν καὶ ἀγόρασαν κι ἐκεῖνες μύρα, τὰ ὁποῖα ἦταν πολὺ ἀκριβά. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους δηλαδὴ πρὸς τὸν Κύριο δὲν λυπήθηκαν τὰ χρήματα. Τοῦ προσέφεραν ὅ,τι καλύτερο μποροῦσαν νὰ προμηθευθοῦν· Τὸν ἐτίμησαν χωρὶς νὰ περιμένουν καμία ἀνταπόδοση – δὲν θυμοῦνταν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι θὰ ἀνασταινόταν. Ἡ ἀγάπη τους δὲν ἦταν τόσο φωτισμένη μὲ τὴν πίστη, ἦταν ὅμως εἰλικρινής, ἀνιδιοτελής!
Οὔτε περίμεναν νὰ ξημερώσει. Ὁ πόθος τους νὰ φροντίσουν τὸ νεκρὸ Σῶμα ἔδιωξε τὸν ὕπνο καὶ τὴν κούραση, ποὺ ἀσφαλῶς ἦταν πολὺ μεγάλη λόγῳ τῶν δραματικῶν γεγονότων ποὺ εἶχαν ζήσει ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Ἔτσι, πῆγαν στὸ Μνῆμα ἀξημέρωτα: «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων». Ἐκδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους μὲ μιὰ πολὺ τολμηρὴ πράξη. Στὴν πραγματικότητα ἔβαλαν σὲ κίνδυνο τὴν ἴδια τὴ ζωή τους. Διότι κινήθηκαν μόνες τους, ἀδύναμες γυναῖκες, στὴν πόλη ποὺ μόλις προχθὲς ἀντηχοῦσε ἀπὸ τὰ ἄγρια «σταυρωθήτω»· κινήθηκαν μέσα στὴ νύχτα, ἐκτεθειμένες σὲ κακοποιοὺς ποὺ δροῦν τέτοιες ὧρες. Ἐπιπλέον πῆγαν, ἂν καὶ γνώριζαν ὅτι τὴν εἴσοδο τοῦ Μνήματος σκέπαζε μεγάλη πέτρα, τὴν ὁποία ἐκεῖνες δὲν θὰ μποροῦσαν μόνες τους νὰ μετακινήσουν. Πόσο δυνατὴ ἦταν ἡ ἀγάπη τους, ἡ ἀφοσίωσή τους πρὸς τὸν Κύριο, ὥστε νὰ τὰ ἀψηφήσουν ὅλα αὐτά!
2. Πῶς θὰ κατορθώσουμε νὰ ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο
Πῶς θὰ ἀνάψει καὶ στὴ δική μας καρδιὰ ἡ ζωογόνα φλόγα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο; Θὰ τὸ κατορθώσουμε, ἂν μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά τους.
Δὲν συναντοῦμε αὐτὲς τὶς μορφὲς γιὰ πρώτη φορὰ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρει (βλ. Λουκ. η´ 1-3) ὅτι κατὰ τὶς περιοδεῖες τοῦ Κυρίου Τὸν ἀκολουθοῦσαν ὄχι μόνο οἱ δώδεκα Μαθητές Του ἀλλὰ καὶ κάποιες γυναῖκες τὶς ὁποῖες ὁ Κύριος εἶχε θεραπεύσει ἀπὸ ἀσθένειες, ἢ τὶς εἶχε ἐλευθερώσει ἀπὸ δαιμόνια ποὺ τὶς ταλαιπωροῦσαν, ὅπως ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Κύριος εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια. Αὐτὲς οἱ γυναῖκες λοιπόν, βαθιὰ εὐγνώμονες πρὸς τὸν Κύριο, «διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς». Εἰσέφεραν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Μαθητῶν Του.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν: ἡ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη. Ἂν θέλουμε νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Κύριο, πρέπει νὰ ἐκτιμοῦμε τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες Του. Καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας· πῶς; Νὰ Τὸν δοξάζουμε καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε· ἀκόμη, νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Τὸ εἶπε καὶ ὁ Κύριος: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ´ [14] 15). Διότι ἔτσι κυρίως δείχνουμε τὴν ἀγάπη μας σ᾿ Ἐκεῖνον, ὅταν ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές Του.
Ὅμως ὅσο πιὸ πολὺ τὶς ἐφαρμόζουμε, τόσο περισσότερο καθαριζόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἁγιαζόμαστε, γνωρίζουμε τὸν Θεό· καὶ τόσο πιὸ πολὺ Τὸν ἀγαποῦμε! Ἑπομένως θὰ ἀγαπήσουμε τὸν Κύριο καλλιεργώντας τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ ἀσκώντας τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν. Ἂς τὰ ζητοῦμε αὐτὰ μὲ θερμὴ προσευχή.
***
Ἡ ἐποχή μας μοιάζει πολὺ μ᾿ ἐκείνη τὴ σκοτεινὴ νύχτα κατὰ τὴν ὁποία κίνησαν οἱ ἅγιες Μυροφόρες γιὰ τὸ Μνῆμα. Καὶ σήμερα ἁπλώνεται σκοτάδι πολλῆς ἁμαρτίας, ἀκόμη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας: Αὐξάνεται τὸ μίσος ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Διώκεται ἡ πίστη μας ὅλο καὶ πιὸ φανερά. Δὲν ξέρουμε αὔριο τί μᾶς περιμένει. Ἴσως κληθοῦμε νὰ δώσουμε καὶ τὴ ζωή μας. Ἀλίμονο ἂν δὲν ἀντέξουμε καὶ ἀρνηθοῦμε τὸν Κύριό μας! Εἶναι ἀνάγκη νὰ συνδεθοῦμε στενότερα μαζί Του· νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε ὁλοκάρδια. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ νικήσουμε τὸν κόσμο, θὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ γίνουμε, ὅπως οἱ Μυροφόρες, κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως στὴ νεκρωμένη κοινωνία μας.