Σήμερα 19/4 εορτάζουν:
- Άγιος Παφνούτιος ο Ιεροσολυμήτης, Ιερομάρτυρας
- Άγιος Θεόδωρος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ Φιλίππα, Διόσκορος, Σωκράτης και Διονύσιος
- Άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης
- Όσιος Γεώργιος ο Ομολογητής Επίσκοπος Πισιδίας
- Άγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
- Όσιος Συμεών ηγούμενος Ιεράς μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος
- Αγία Ασινέθ του Γκορίτσκυ
- Άγιος Alphege
- Άγιοι Ερμογένης, Εξπέδιτος, Αριστόνικος, Ρούφος και Γαλατάς οι Μάρτυρες
- Άγιος Βίκτωρ ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Γκλαζώφ
- Όσιος Σεβαστιανός του Καραγκάντα
- Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Μωυσή του Θαυματουργού
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱεροσολυμίτης, Ἱερομάρτυρας
Στὶς 25 Σεπτεμβρίου γιορτάζουν δύο συνώνυμοι ἅγιοι μὲ τὸ ὄνομα Παφνούτιος. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ πατέρας τῆς ἁγίας Εὐφροσύνης, ὁ ὅσιος Παφνούτιος, ποὺ ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Καὶ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ὁσιομάρτυς Παφνούτιος. Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγάλη ὁσιακή, ἱεραποστολικὴ καὶ μαρτυρικὴ μορφὴ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ ἀσεβοῦς διώκτου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Διοκλητιανοῦ (303 μ.Χ.).
Τὰ ἀσκητικά του παλαίσματα ὁ Ὅσιος τὰ ἀσκοῦσε μὲ πολλὴ ἀκρίβεια στὴν περιοχὴ τοῦ Νείλου κοντὰ στὸ χωριὸ Τέντυρα. Τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς ἀγάπης του, τὸν Χριστό, δὲν Τὸν κρατοῦσε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Θεωροῦσε μεγάλη του τιμὴ νὰ Τὸν φανερώνει μὲ διδαχὲς στὴν εὐρύτερη περιοχή του. Γι’ αὐτὸ ἐξερχόταν ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του καὶ περιδιάβαινε τὶς πόλεις καὶ φώτιζε μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ τὰ σκοτάδια τῶν ψυχῶν τῶν εἰδωλολατρῶν. Πολλοὶ ἄλλαζαν πορεία. Μετανοοῦσαν. Ἀκολουθοῦσαν τὸν δρόμο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμεγαλύνετο. Στὸ μικρό του ἀσκητήριο ἔφθαναν πολλοὶ γιὰ νὰ ζητήσουν καθοδήγηση καὶ ἐνίσχυση. Εἶχε γίνει πλέον ὁ Παφνούτιος μιὰ ἰσχυρὴ πνευματικὴ προσωπικότητα μὲ κύρος σοφοῦ διδασκάλου καὶ καθοδηγοῦ, μὲ ὄνομα μεγάλου ἁγίου καὶ ὁσίου.
Τέτοια βέβαια ὀνόματα γίνονταν οἱ πρῶτοι στόχοι συλλήψεων ἀπὸ τοὺς διῶκτες τῆς πίστεως. Ἡ διαταγὴ καὶ γιὰ τὸν Παφνούτιο – χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ γνωρίζει κάτι – εἶχε ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸν ἐξουσιαστὴ τῆς Αἰγύπτου Ἀρριανό. «Ὁ Παφνούτιος θὰ συλληφθεῖ, θὰ ἀνακριθεῖ καὶ θὰ τιμωρηθεῖ, ἂν συνεχίσει νὰ πιστεύει καὶ νὰ διδάσκει τὶς χριστιανικὲς ἀλήθειες».
Ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε στὸν ὅσιο δοῦλο του μὲ μήνυμα (παρουσία) Ἀγγέλου τὸ θέλημά του: «Νὰ ἑτοιμασθεῖς, τοῦ εἶπε, Παφνούτιε, γιὰ νὰ προσφέρεις τὸν ἑαυτό σου ‘‘θυσία ζῶσα’’ στὸν Κύριο, ἀφοῦ φορέσεις τὴν ἱερατική σου στολή». Μιὰ οὐράνια χαρὰ ἔνιωσε βαθιά του ὁ Ὅσιος. Χωρὶς νὰ δειλιάσει, χωρὶς νὰ κρυφθεῖ οὔτε ἀκόμα νὰ περιμένει νὰ τὸν ἀνακαλύψουν οἱ στρατιῶτες, πορεύθηκε πρὸς τὸν ἔπαρχο Ἀρριανό. Καὶ ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὸν ὑψωμένο θρόνο του, δίπλα στὸν Νεῖλο ποταμό, ὁ ταπεινὸς καὶ θαρραλέος Παφνούτιος αὐτόκλητος παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἔπαρχο λέγοντας: «Μὲ ἀναζητεῖς; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Παφνούτιος. Κάνε με ὅ,τι θέλεις».
Ὁ ἔπαρχος θαύμασε τὴν τόλμη ἑνὸς τόσο ἀδύνατου, ἥσυχου καὶ σεβάσμιου γέροντα. Ἀλλὰ δὲν τὸν σεβάστηκε. Διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν ἁλυσίδες καὶ νὰ γίνει ἀνάκριση. Στὶς ἀπειλὲς τῶν ἀρχόντων ἀτάραχος ὁ Ὅσιος ὁμολογοῦσε: «Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ λατρεύω καὶ προσκυνῶ τὸν Θεὸ τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινό. Προτιμῶ τὸν θάνατο, γιατὶ ἕνας τέτοιος μαρτυρικὸς θάνατος δὲν εἶναι θάνατος ἀλλὰ ζωὴ αἰώνιος». Ὁ ἔπαρχος τὸν ἀπείλησε ἐπιδεικνύοντας τὰ βασανιστικὰ ὄργανα. Ὁ Ὅσιος ἐμειδίασε. Τὰ περιφρόνησε ὅλα. «Ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, τοῦ λέγει, εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, καὶ δὲν τὰ φοβόμαστε».
Ὁ ἔπαρχος ἐξαγριώνεται. Διατάζει καὶ τὸν κρεμοῦν. Τοῦ σχίζουν τὶς σάρκες. Τὸ ἁγνὸ αἷμα τοῦ Ὁσίου κυλᾶ. Ποτίζει τὸ χῶμα… Ὁ μάρτυρας εἶναι ἐξουθενωμένος, ὅμως προσεύχεται μὲ δυνατὴ πίστη. Ὁ Κύριος τὸν θεραπεύει.
Ἔκπληκτοι οἱ δύο δήμιοί του στρατιῶτες, ὁ Διονύσιος καὶ ὁ Καλλίμαχος, καθὼς ἀντικρίζουν τὸ θαῦμα, συγκλονίζονται. Ὁμολογοῦν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ ἀμέσως καταδικάζονται ἀπὸ τὸν ἔπαρχο. Τιμωροῦνται καὶ οἱ δύο μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἀκολουθεῖ ἡ φυλάκιση τοῦ Ἁγίου. Μέσα στὸ σκοτεινὸ δεσμωτήριο ὁ Ὅσιος προσεύχεται. Μεταβάλλει τὸν τόπο αὐτὸ σὲ ἀσκητήριο. Οἱ προσευχές του εἶναι ἰσχυρές. Ἕνα παράδοξο φῶς ἐξέρχεται τὴ νύχτα ἀπὸ τὴ φυλακή. Μοιάζει μὲ πύρινη φλόγα. Οἱ δεσμοφύλακες φοβοῦνται γιὰ ἐμπρησμό. Ὅμως ὄχι! Δὲν εἶναι. Εἶναι ὁ Ἅγιος λουσμένος στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὸν εἶδαν αὐτόπτες μάρτυρες καθὼς προσευχόταν μὲ ὑψωμένα χέρια. Ἀκόμη αἰσθάνθηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ μιὰ ἄρρητη εὐωδία. Σημεῖα ὁλοζώντανα αὐτὰ τῆς θείας Χάριτος ποὺ τόσο πλούσια κατοικοῦσε στὸν ὅσιο τοῦ Θεοῦ Παφνούτιο.
Συγκρατούμενοι μὲ τὸν Ἅγιο ἦταν καὶ 40 βουλευτὲς καταδικασμένοι ἐκεῖ μέσα στὴ φυλακὴ γιατὶ εἶχαν καταχρασθεῖ δημόσια χρήματα. Ἡ φωνὴ τοῦ Ὁσίου τοὺς καλοῦσε σὲ μετάνοια: «Πιστέψτε στὸν Χριστό, τοὺς ἔλεγε ὁ Παφνούτιος, μετανοῆστε, καὶ θὰ ἐλευθερωθεῖτε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὰ πνευματικὰ τῆς ἁμαρτίας». Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἄκουσαν. Καὶ πίστεψαν. Καὶ ὁμολόγησαν σταθερὰ στὸν ἔπαρχο: «Εἴμαστε κι ἐμεῖς ἀπὸ τώρα Χριστιανοί. Περιφρονοῦμε τὰ ψεύτικα εἴδωλα. Ἀγαποῦμε τὸν Κύριο». Ἐξαγριωμένος ὁ ἔπαρχος διέταξε τὸν μαρτυρικό τους θάνατο: «Νὰ ριχτοῦν στὴ φωτιά».
Καὶ ἔτσι ἑνωμένοι μέσα στὶς φλόγες καὶ ἐνισχύοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον – ὅπως ἀργότερα θὰ συνέβαινε μὲ τοὺς 40 μάρτυρες τῆς Σεβαστείας – «πέταξαν» ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς στὴ δρόσο τοῦ οὐρανίου Παραδείσου καὶ οἱ 40 βουλευτές.
Τὰ θαύματα τῆς πνευματικῆς ἁλιείας ψυχῶν ἀπὸ τὸν ὅσιο Παφνούτιο συνεχίζονται. Τὴ νύχτα μέσα στὴ φυλακὴ ὁ Ὅσιος προσεύχεται «ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου». Καὶ τὴν ἡμέρα ἀθέατος ἀπὸ τοὺς φύλακες ἐξέρχεται στὴν πόλη, κατηχεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ «ἐμπνέει πόθο μαρτυρίου» στοὺς κατοίκους.
Κάποια μέρα συνάντησε στὸ δρόμο 16 παιδιὰ ποὺ πήγαιναν στὸ σχολεῖο. Ἦταν τὰ παιδιὰ τῶν βουλευτῶν. Τὰ πλησιάζει. Τοὺς ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὸ ἔνδοξο τέλος τῶν πατέρων τους. Ἐκεῖνα ἐνθουσιάζονται. Πιστεύουν ἀμέσως στὸν Κύριο. Καὶ ὁ ἔπαρχος τὰ ὁδηγεῖ σὲ ἀνάκριση. Ἐκφοβίζουν πρῶτα τὸ μικρότερο, ἕνα 13χρονο παιδί. Τὸ ἀναγκάζουν νὰ ρίξει θυμίαμα στὸ βωμὸ τῶν εἰδώλων. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἀρνεῖται καὶ πετᾶ περιφρονητικὰ μέσα στὴ φωτιὰ τοῦ θυσιαστηρίου τὸ βασιλικὸ πρόσταγμα. Ὀργισμένος ὁ ἔπαρχος διατάζει νὰ ρίξουν τὸν μικρὸ ἀντιδραστικὸ μάρτυρα μέσα στὴ φωτιά. Καὶ τὰ ὑπόλοιπα 15 παιδιὰ ποὺ παραμένουν πιστὰ στὸν Χριστό, καὶ αὐτὰ τὰ τιμωρεῖ ὑποδειγματικά. Δίνει ἐντολὴ καὶ τὰ λογχίζουν μὲ ἀκονισμένα ἀκόντια.
Ὁ ὅσιος Παφνούτιος συνεχίζει ἀτάραχος καὶ εἰρηνικὸς μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπηρεάζει πλήθη κόσμου καὶ νὰ τὰ στρέφει πρὸς τὸν Χριστό. Ὁ παράδοξος αὐτός – γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες – ἄνθρωπος ποὺ τοὺς καταστρέφει τὰ σχέδια, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ὑποδειγματικά. Γι’ αὐτὸ μὲ μεγάλη συνοδεία στρατιωτῶν τὸν ἔφεραν – ὅπως τὸν Κύριο «ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν» – στὸ Νεῖλο. Ἔμοιαζε ἡ πορεία αὐτὴ «μὲ πορεία θριάμβου».
Ὁ Ὅσιος στὴ νέα του ἀνάκριση δήλωσε καὶ πάλι τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Κύριο καὶ Θεό του.
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου ὁ Κύριος χάρισε στὸν Ὅσιό του καὶ μιὰ νέα δόξα. Κατήχησε καὶ ὁδήγησε στὸν Χριστὸ μιὰ ὁμάδα ὀγδόντα ψαράδων. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐξαιρεθοῦν ἀπὸ τὰ μαρτύρια, γιατὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους. Καὶ ὅλοι μαζὶ θανατώθηκαν ἀπὸ τὰ ξίφη τῶν ἀγρίων δημίων.
Ἦρθε καὶ ἡ σειρὰ τοῦ Ὁσίου. Τὸν ἔδεσαν σὲ τροχό. Καὶ τὸν περιέστρεφαν μὲ μανία. Τὸ ἀσκητικό του σῶμα ἐξαρθρώθηκε καὶ διαμελίστηκε. Μὲ θαῦμα ὅμως μεγάλο ὁ Κύριος τὸν θεράπευσε καὶ τὸν ἀνέστησε! Παρουσιάζεται καὶ πάλι ὁ Ὅσιος μπροστὰ στὸν Ἀρριανό. Μὲ νέα τόλμη προσπαθεῖ νὰ τὸν συνταράξει μὲ ἀφυπνιστικοὺς λόγους. Ὁ ἐγωιστὴς ὅμως ἔπαρχος σκληρύνεται περισσότερο. Ἀντίθετα ὁ Εὐσέβιος ὁ πραιπόσιτος (=ἀξιωματοῦχος) μὲ τοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες του ποὺ παρακολουθοῦν μαζὶ ἔκθαμβοι τὰ μεγαλεῖα τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, συγκλονίζονται καὶ ὁμολογοῦν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀμέσως τιμωροῦνται παραδειγματικὰ καὶ αὐτοί. Παραδίδονται στὶς φλόγες καὶ πεθαίνουν μαρτυρικά. Ἄλλα 400 ἔνδοξα στεφάνια φέρνουν οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ στεφανώσουν τοὺς νέους ἀθλητὲς τῆς πίστεως…
Ἔφθασε ὅμως καὶ τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου. Ὁ Παφνούτιος θὰ σταυρωθεῖ ὅπως ὁ «Ἀρχηγός του», ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γαλήνιος καὶ ἀτάραχος, μὲ εὐχαριστία πρὸς τὸν πανάγιο Θεό, πλησίασε τὸν σταυρὸ τοῦ μαρτυρίου του. Ἦταν ἕνας ξερὸς φοίνικας. Ἐκεῖ ἐπάνω ἅπλωσαν καὶ κάρφωσαν τὰ χέρια τοῦ γενναίου αὐτοῦ ὁμολογητοῦ. Ἐκεῖ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔδειξε σὲ ὅλους μὲ τὸ παράδειγμά του «πῶς ἕνας ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν παρακινούμενος ἀπὸ φλογερὸ ζῆλο νὰ μπορεῖ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπηρεάζει στὸ καλὸ καὶ νὰ μεταμορφώνει μιὰ ὁλόκληρη κοινότητα».
Ἡ Παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκπνοὴ τοῦ μάρτυρα βλάστησαν ἀπὸ τὸ ἄκαρπο δένδρο δώδεκα κλῶνοι γεμάτοι καρπούς. Οἱ σταυρωτές του ἔγιναν καὶ αὐτοὶ Χριστιανοί. Ἡ ψυχὴ τοῦ ὁσιομάρτυρος Παφνουτίου εἶχε πλέον πετάξει στὸν οὐρανό. Ἐμπρός του ἀντίκριζε πανευτυχὴς τὸ πρόσωπο τοῦ λατρευτοῦ του Κυρίου, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ καὶ τῶν 546 συνολικὰ Μαρτύρων ποὺ ὁ ἴδιος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου εἶχε ὁδηγήσει ἐκεῖ.
Ὁσιότητα, Ἱεραποστολή, Μαρτύριο. Εἶναι τὸ τρίπτυχο τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Παφνουτίου. Αὐτὸ ἂς εἶναι τὸ σύνθημα καὶ τῆς δικῆς μας ζωῆς. Τὸ νέο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ἄνοιξε καὶ πάλι μπροστά μας. Ἂς τὸ βαδίσουμε σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου μας. Μὲ ἀγώνα γιὰ ὁσιότητα καὶ ἐξαγνισμό, μὲ δράση γιὰ ἱεραποστολὴ καὶ γνωριμία τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Σωτήρα Κύριο καὶ μὲ διάθεση νὰ μαρτυροῦμε γιὰ τὸν Χριστό, δεχόμενοι εἰρωνεῖες ἢ χλευασμὸ ἢ περιφρόνηση τοῦ κόσμου. Ὅλα μὲ χαρὰ καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ οἱ Ἅγιοι Σωκράτης καὶ Διονύσιος οἱ στρατιῶτες
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-161) καὶ ἡγεμόνα Θεοδότου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Ἀπὸ τὸ ζῆλο του γιὰ τὴν εὐσέβεια, κατέστρεφε εἴδωλα, ξόανα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Συνελήφθη ὅμως καὶ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια. Τὸν ἅπλωσαν σὲ πυρακτωμένη σχάρα καὶ ἔπειτα τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὅποια τὸν ἔσυραν σὲ μεγάλη ἀνώμαλη ἐδαφικὴ ἀπόσταση. Κατόπιν τὸν ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, μαζὶ μὲ δυὸ στρατιῶτες ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστό, τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Διονύσιο. Στὴ συνέχεια τὸν φυλάκισαν καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν τρύπησαν μὲ βέλη. Καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀγωνιωδῶν βασανιστηρίων ἐπάνω στὸ σταυρὸ παρέδωσε τὴν μακαρία ψυχή του.
Ἡ Ἁγία Φιλίππα μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Πισιδίας
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων καὶ ἦταν ἀπὸ παιδὶ ἀφιερωμένος στὸν Θεό. Λόγω τῆς ὑπερβολικῆς του ἀρετῆς, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πισιδίας. Ἐπειδὴ δὲ δὲν δέχτηκε νὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἰκονομάχους καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, ἐξορίστηκε καὶ ὑπέστη διάφορες κακοπάθειες. Ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ὅλη τὴν ζωή του, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ, παίρνοντας τὸ στεφάνι τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Στεφάνου τοῦ Β´, διάδοχός του ἐκλέχθηκε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 928 ὁ μοναχὸς Τρύφων. Ὁ Τρύφωνας μόναζε σὲ κάποια μονὴ τῆς Μικρὸς Ἀσίας καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἡ Ἐκκλησία τὸν προτίμησε, γιατί εἶχε μεγάλα ἠθικὰ πλεονεκτήματα. Ἀλλ᾿ ὁ αὐτοκράτορας Ῥωμανὸς ὁ Λεκαπηνός, τάχθηκε καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τῆς ἐκλογῆς του, μὲ κάποια σκοπιμότητα ὅμως. Σκεφτόταν δηλ. ὅτι θὰ τοῦ ἦταν εὔκολο μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο, νὰ πείσει τὸν Τρύφωνα σὲ παραίτηση, γιὰ νὰ ἀναδείξει ἀντ᾿ αὐτοῦ Πατριάρχη τὸ γιό του Θεοφύλακτο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βοήθησε τὸν Τρύφωνα στὸ ἔργο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μὲ πολλὲς ἐλεημοσύνες καὶ δωρεὲς σὲ μοναστήρια καὶ πτωχοκομεῖα. Ἀνυπόμονος ὅμως καθὼς ἦταν ὁ Ῥωμανός, τὸ 931 ποὺ ὁ γιός του ἦταν μόλις 15 ἐτῶν, εἶπε στὸν Πατριάρχη νὰ παραιτηθεῖ, γιὰ ν᾿ ἀναλάβει τὸ θρόνο ὁ γιός του. Ὁ Τρύφωνας φυσικὰ δὲν συμφώνησε, διότι τὸ βασιλοπαῖδι ἦταν ἀνήλικο καὶ θὰ δημιουργοῦσε φοβερὸ σκάνδαλο καὶ κηλῖδα στὴν Ἐκκλησία. Τότε ὁ Ῥωμανὸς ἔβαλε τὸν τότε μητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη, ποὺ ὁ λαὸς γιὰ τὴν ἀναισχυντία του τὸν φώναζε «χοιρινό», καὶ μὲ δόλιο τρόπο ἀπέσπασε τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀνυποψίαστου Τρύφωνα σὲ λευκὸ χαρτί. Ἀπὸ πάνω συνέταξαν τὴν παραίτησή του, καὶ ἔτσι κατόρθωσαν νὰ τὸν διώξουν καὶ νὰ βάλουν στὴ θέση τοῦ τὸν 16ετή Θεοφύλακτο, ποὺ ἄφησε ἐπαίσχυντη μνήμη μὲ τὴν σκανδαλώδη διαγωγή του.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους
Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Θεσσαλίας καὶ ὑπῆρξε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλόθεου κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε στὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τοῦ Εὐρίπου, τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Λάρισας, ὅπου δίδασκε τὸν λαό. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος τῆς Ζαγορᾶς, ποὺ ὀνομαζόταν Φλαμούριον, ἔκτισε μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μόνασε ἐκεῖ μὲ μερικοὺς μοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ κάποιες ὑποθέσεις καὶ πέθανε ἐκεῖ.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης
Στὴν ἔνδοξη χορεία τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων τοῦ 18ου αἰῶνος ἀνήκει καὶ ὁ 19χρονος ἔφηβος Ἀγαθάγγελος. Γεννήθηκε στὴν Αἶνο τῆς Θράκης ἀπὸ πτωχοὺς γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Κρυσταλλία. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Ἀθανάσιος. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του ὁ μικρὸς Ἀθανάσιος ἀναγκάστηκε νὰ ἐργασθεῖ ὡς ναύτης. Ὁ πλοίαρχος τοῦ καραβιοῦ, Τοῦρκος, πολὺ συμπαθοῦσε τὸν μικρὸ αὐτὸ χριστιανό. Θαύμαζε τὴν εὐστροφία του, τὴν προθυμία του καὶ τὸ ἄδολο τοῦ χαρακτήρα του. Δὲν ἔχανε βέβαια καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ μιλᾶ γιὰ τὸν Μωάμεθ καὶ τὴ δύναμη τῆς θρησκείας του.
Κάποτε καὶ τὸν πίεζε νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μουσουλμανισμό. Ὁ Ἀθανάσιος ἀντιστεκόταν καὶ μὲ σοβαρότητα ὥριμου ἀνθρώπου ἀπέκρουε κάθε πρόταση γιὰ νὰ ἀλλαξοπιστήσει.
Κάποια μέρα καὶ ἐνῶ εἶχαν μπαρκάρει στὴν παραλία τῆς Σμύρνης, ὁ καπετάνιος ὁδήγησε βίαια στὸ νεκροταφεῖο τὸν νεαρὸ χριστιανὸ ναύτη του καὶ ἀφοῦ τὸν πλήγωσε μὲ μαχαίρι τὸν ἀνάγκασε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ γίνει μουσουλμάνος.
Ὅμως ἡ λεπτὴ συνείδηση τοῦ εὐγενικοῦ αὐτοῦ ἐφήβου ἄρχισε ἀμέσως νὰ διαμαρτύρεται. Ὁ Ἀθανάσιος ζοῦσε μιὰ ἔντονη ἀνησυχία καὶ ταραχή. Ἕνας βαθὺς πόνος ἔσχιζε τὴν ψυχή του γιὰ τὸ βαρύ του ἁμάρτημα. Καὶ ἕνας ἰσχυρὸς πόθος μετανοίας τὸν κατέκλυζε.
Κάποια στιγμὴ ἔφυγε. Ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ πλοῖο παίρνοντας μαζί του τὰ χριστιανικά του ἐνδύματα. Καὶ ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀποζητώντας λύτρωση. Ὁ Κύριος ὁδήγησε τὰ βήματα τοῦ ταραγμένου αὐτοῦ νέου στὴν Ἱερὰ Μο νὴ Ἐσφιγμένου. Καὶ ἐδῶ παραδόθηκε στὴν πατρικὴ καθοδήγηση τοῦ ἔμπειρου καὶ στοργικοῦ ἡγουμένου Εὐθυμίου. Τὰ πρῶτα λόγια τοῦ σοφοῦ Καθηγουμένου γαλήνεψαν τὴν ταραγμένη του ψυχή. Μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ Μοναστηριοῦ ὡρίμαζε πλέον ἡ μετάνοιά του, καί ἡ πανάγαθη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν προετοίμαζε γιὰ τὸ μεγάλο Μαρτύριο.
Τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνέθεσαν ἦταν τοῦ τραπεζάρη. Μὲ προθυμία καὶ χαρὰ ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπόλυτη τάξη καὶ σιωπὴ διακονοῦσε στὶς ἀνάγκες τῆς τραπεζαρίας τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος εὐφραινόταν ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν ἄσκηση, τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πάλευε πολὺ καὶ μὲ τοὺς λογισμούς του. Ὁ πονηρὸς δαίμονας προσπάθησε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Σὲ ὥρα δύσκολη, ποὺ τὸν ἔπνιγαν λογισμοὶ ἀπογνώσεως, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ἔφορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα καὶ τὸν ἐνίσχυσε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ἀθανάσιε! Σύντομα θὰ ἐπιστρέψεις στὴ Σμύρνη. Ὁ Χριστὸς θὰ σὲ δοξάσει μὲ τὸ μαρτύριο, ὅπως καὶ τὸ ἐπιθυμεῖς».
Πολὺ ἐνισχύθηκε ὁ Ἀθανάσιος καὶ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο τὸν Ε΄, ποὺ βρισκόταν ἐξόριστος τὴν περίοδο ἐκείνη στὸ Ἁγιώνυμο Ὄρος. Τὸν συμβούλευσε νὰ ἔχει ὑπομονὴ καὶ νὰ ἑτοιμάζεται ἰδίως τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ποὺ ἔφθανε.
Ὁ Ἀθανάσιος συνέχιζε τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Ἡ μετάνοιά του πλέον εἶχε ὡριμάσει. Μὲ τὶς συγχωρητικὲς Εὐχὲς καὶ τὴν ἀναμύρωση μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος ἐπανῆλθε στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Σύντομα ἔλαβε τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα, ὅπως ἰσχυρὰ τὸ ποθοῦσε. Καὶ μὲ τὸ νέο, μοναχικὸ ὄνομα «Ἀγαθάγγελος» ἀγωνιζόταν σκληρότερα. Ἔγκλειστος παραμένει σὲ κάποιον πύργο τῆς Μονῆς. Φορᾶ βαριὰ ἁλυσίδα. Τρέφεται λιτά. Μελετᾶ ἀπορροφημένος τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ Συναξάρια τῶν Νεομαρτύρων. Κάθε μέρα κάνει πάρα πολλὲς ἐδαφιαῖες μετάνοιες μὲ συντριβή. Ὅλα τὰ προσφέρει στὸν Θεὸ «τοῦ ἐλέους, τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας» ὡς γνήσια στοιχεῖα ἐξιλεωτικὰ τῆς ἀρνήσεώς του. Καὶ ὁ Κύριος τὰ δέχεται ὡς καρποὺς μιᾶς εὐγενικῆς νεανικῆς ψυχῆς ποὺ ποθεῖ ἐξαγνισμό – κατὰ τὸ δυνατόν – ὁλοκληρωμένο.
Ἔτσι πέρασε ὁ ὑποψήφιος μάρτυς Ἀγαθάγγελος ὅλη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ ἔτους 1819 μὲ τὶς εὐλογίες τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς του καὶ τῶν ὁσίων νεομαρτύρων Εὐθυμίου, Ἰγνατίου, Ἀκακίου καὶ Ὀνουφρίου, τῶν ὁποίων ἀφοῦ προσκύνησε τὰ ἱερὰ λείψανα, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Σμύρνη τὴ Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Ὅλα ἦταν λαμπρὰ μέσα του καὶ γύρω του, ὅλα λουσμένα στὸ φῶς τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.
Μὲ μετάνοια βαθιὰ καὶ εἰλικρινὴ γιὰ τὸ βαρύ του ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καὶ ποθώντας ἰσχυρὰ τὸ μαρτύριο ὁ Ἀγαθάγγελος ἔφθασε στὴ Σμύρνη τὴν Πέμπτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ τοῦ ἔτους 1819. Αὐτόκλητος παρουσιάστηκε στὸ δικαστήριο τῆς πόλεως καὶ μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα ὁμολόγησε: «Τὸ ἀφεντικό μου μὲ ξεγέλασε καὶ μὲ ἀνάγκασε νὰ γίνω μουσουλμάνος. Τώρα ἐπιστρέφω πίσω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου, τὴν Ὀρθόδοξη ἀληθινὴ πίστη». Καὶ ἀμέσως ἔβγαλε ἀπὸ τὸ στῆθος του τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ μιὰ χάρτινη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τοὺς τὰ πρόβαλε ὡς σημεῖα τῆς νίκης του καὶ τῆς μεταστροφῆς του.
Ὁ δικαστὴς καὶ οἱ παρευρισκόμενοι θεώρησαν τὴν πράξη αὐτὴ ἀστεία. Δὲν ἔδωσαν σημασία. Πίστεψαν ὅτι ἦταν ἐνέργεια κάποιου τρελοῦ. Ὅμως ὁ Ἀγαθάγγελος ἐπέμενε στὴ μεγάλη ἀλήθεια: «Εἶμαι χριστιανός!». Προσπάθησαν νὰ τὸν κολακέψουν. Νὰ τοῦ τάξουν δῶρα, τιμὲς καὶ χαρὲς ἁμαρτωλές. Ὅμως ὁ ἴδιος ἀντιστεκόταν μὲ θαυμαστὴ ὡριμότητα καὶ ἀνδρεία.
Ἀκολούθησε φυλάκιση. Καὶ πάλι νέα ἀνάκριση. Καὶ πάλι προσπάθησαν μὲ γλυκόλογα καὶ μὲ ταξίματα νὰ τὸν δελεάσουν. Ὁ Ἀγαθάγγελος προτίμησε τώρα τὴ σιωπή, τὴν τέλεια σιωπή. Ἔκανε μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐνδόμυχα πρόφερε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Κατὰ τὴ δεύτερη φυλάκισή του, ἐνθυμούμενος τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, ἔγραψε ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Σμύρνης: «Μὴν τολμήσετε νὰ φροντίσετε γιὰ νὰ μὲ ἐλευθερώσετε»!
Πέρασε καὶ τὴν Παρασκευὴ ἔγκλειστος καὶ μὲ πολλὴ προσευχή. Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν ὁδήγησαν γιὰ τὸ μαρτύριο στὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Σμύρνης. Φεύγοντας ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἔλεγε στοὺς συγκρατουμένους του: «Εἶμαι ὁ ἁμαρτωλότερος τῶν ἀνθρώπων. Προσευχηθεῖτε νὰ μὲ ἐλεήσει ὁ Θεός».
Μὲ φωνὲς μίσους καὶ ἀλαλαγμοὺς ὑποδέχθηκαν πλήθη λαοῦ τὸν ὑποψήφιο Μάρτυρα στὸν τόπο τῆς καταδίκης του. Μιὰ ὑπερκόσμια εἰρήνη καὶ χαρὰ εἶχε πλημμυρίσει τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀγαθαγγέλου. Χαμηλόφωνα καὶ ἱκετευτικὰ ψέλλιζε τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Ὁ δήμιός του τὸν συμπάθησε. Θέλησε νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἔσκυψε καὶ τοῦ ὑπέδειξε τρόπο μυστικῆς φυγῆς γιὰ νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ ὁ πιστὸς νέος μοναχὸς ἀρνήθηκε ἤρεμα. Ἅπλωσε μετὰ μὲ προθυμία τὸν αὐχένα του στὸν θύτη του καὶ εἶπε: «Χτυπᾶτε!».
Ἦταν Σάββατο 19 Ἀπριλίου 1819.
Ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀγαθαγγέλου ἔπαυσε νὰ χτυπᾶ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ ψυχή του πέταξε ἐλεύθερη κοντὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό του μετὰ ἀπὸ ἀγώνα μετανοίας ὁλοκληρωμένης καὶ αὐθεντικῆς.
Οἱ χριστιανοὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔτρεξαν νὰ σφουγγίσουν τὰ μαρτυρικά του αἵματα σὲ ὑφάσματα, γιὰ νὰ τὰ κρατήσουν ὡς πολύτιμη εὐλογία. Ὅλοι ἦταν ἕτοιμοι νὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὸν Χριστὸ τὴν ὥρα ἐκείνη.
Μιὰ μυστικὴ ἀλλαγὴ εἶχε συντελεσθεῖ στὶς ψυχὲς ὅλων.
Ἦταν τὸ πιὸ πειστικὸ κήρυγμα, ποὺ ὁδήγησε πολλοὺς στὴ μετάνοια. Ὅποιοι ζοῦσαν χαλαρὰ τὴ χριστιανική τους ζωή, σοβαρεύτηκαν καὶ ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν ἀγωνιστικὰ καὶ μὲ συνέπεια τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ!...
Οἱ Ἀγαρηνοὶ ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες θαυμαστῶν σημείων. Εἶδαν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος ὄρθιο καὶ ζωντανό, πλημμυρισμένο στὸ φῶς, καὶ διαπίστωσαν ὅτι ἀναδίδει ἄρρητη εὐωδία.
Ἀλλὰ καὶ ἡ τιμία του κεφαλή, ποὺ τὴ βεβήλωσαν μέσα σὲ ἀκαθαρσίες, καὶ αὐτὴ εὐωδίασε ἐξαφανίζοντας κάθε ἴχνος δυσωδίας...
Οἱ χριστιανοὶ ἀγόρασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸν τάφο τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Δήμου, ποὺ εἶχε μαρτυρήσει τὸ 1763 στὴ Σμύρνη.
Ἡ τιμία κάρα, τὸ δεξιὸ χέρι καὶ μιὰ πλευρὰ τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ὁσιομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου ἔχουν θησαυρισθεῖ ἀπὸ τὸ 1844 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἀγαθάγγελος, ὅσιος καὶ νεομάρτυς!
Μιὰ σπάνια νεανικὴ μορφή, ἁγία καὶ ἔνδοξη τῆς Τουρκοκρατίας. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτὲ τὸ δυνατὸ σύνθημα ποὺ μᾶς ἀφήνει μὲ τὴ ζωή του. «Ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ἐπανασυνδέει μὲ τὸν Χριστὸ μετὰ ἀπὸ κάθε πτώση εἶναι ὁ δρόμος τῆς μετάνοιας».
Ἂς ἀγαπήσουμε καὶ μεῖς αὐτὸν τὸν δρόμο... Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀρετὴ τῶν Ἁγίων. Ἡ ἀρετὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅσιε νεομάρτυς Ἀγαθάγγελε, πρέσβευε καὶ ὑπὲρ ἡμῶν.
Ὁ Ἅγιος Διόσκορος
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν Ἱερέας τῶν εἰδώλων στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-160). Ἦλθε στὴ χριστιανικὴ πίστη διὰ τῶν θαυμάτων Θεοδώρου τοῦ ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας καὶ μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ἡ Ἁγία Ἀσινὲθ τοῦ Γκορίτσκυ (Ῥωσίδα)
Διὰ Χριστὸν σαλή.