ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (19/4)

Σήμερα 19/4 εορτάζουν:

  • Άγιος Παφνούτιος ο Ιεροσολυμήτης, Ιερομάρτυρας
  • Άγιος Θεόδωρος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ Φιλίππα, Διόσκορος, Σωκράτης και Διονύσιος
  • Άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης
  • Όσιος Γεώργιος ο Ομολογητής Επίσκοπος Πισιδίας
  • Άγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
  • Όσιος Συμεών ηγούμενος Ιεράς μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ο Μονοχίτων και Ανυπόδητος
  • Αγία Ασινέθ του Γκορίτσκυ
  • Άγιος Alphege
  • Άγιοι Ερμογένης, Εξπέδιτος, Αριστόνικος, Ρούφος και Γαλατάς οι Μάρτυρες
  • Άγιος Βίκτωρ ο Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Γκλαζώφ
  • Όσιος Σεβαστιανός του Καραγκάντα
  • Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Μωυσή του Θαυματουργού

Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱεροσολυμίτης, Ἱερομάρτυρας

19.-Agios-Pafnoutios

Στὶς 25 Σε­πτεμ­βρί­ου γι­ορ­τά­ζουν δύ­ο συ­νώ­νυ­μοι ἅ­γιοι μὲ τὸ ὄ­νο­μα Παφ­νού­τιος. Ὁ ἕ­νας εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας τῆς ἁ­γί­ας Εὐ­φρο­σύ­νης, ὁ ὅ­σιος Παφ­νού­τιος, ποὺ ἐ­κοι­μή­θη εἰρη­νι­κά. Καὶ ὁ ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Παφ­νού­τιος. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ με­γά­λη ὁ­σια­κή, ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὴ καὶ μαρ­τυ­ρι­κὴ μορ­φὴ τῆς Ἄ­νω Αἰ­γύ­πτου, ποὺ ἔ­ζη­σε στὰ χρό­νια τοῦ ἀ­σε­βοῦς δι­ώ­κτου τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, τοῦ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ (303 μ.Χ.).

Τὰ ἀ­σκη­τι­κά του πα­λαί­σμα­τα ὁ Ὅ­σιος τὰ ἀ­σκοῦ­σε μὲ πολ­λὴ ἀ­κρί­βεια στὴν πε­ρι­ο­χὴ τοῦ Νεί­λου κον­τὰ στὸ χω­ριὸ Τέν­τυ­ρα. Τὸν πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρὸ τῆς ἀ­γά­πης του, τὸν Χρι­στό, δὲν Τὸν κρα­τοῦ­σε μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Θε­ω­ροῦ­σε με­γά­λη του τι­μὴ νὰ Τὸν φα­νε­ρώ­νει μὲ δι­δα­χὲς στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χή του. Γι’ αὐ­τὸ ἐ­ξερ­χό­ταν ἀ­πὸ τὸν τό­πο τῆς ἀ­σκή­σε­ώς του καὶ πε­ρι­δι­ά­βαι­νε τὶς πό­λεις καὶ φώ­τι­ζε μὲ τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ τὰ σκο­τά­δια τῶν ψυ­χῶν τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν. Πολ­λοὶ ἄλ­λα­ζαν πο­ρεί­α. Με­τα­νο­οῦ­σαν. Ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὸν δρό­μο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ἐ­με­γα­λύ­νε­το. Στὸ μι­κρό του ἀ­σκη­τή­ριο ἔ­φθα­ναν πολ­λοὶ γιὰ νὰ ζη­τή­σουν κα­θο­δή­γη­ση καὶ ἐ­νί­σχυ­ση. Εἶ­χε γί­νει πλέ­ον ὁ Παφ­νού­τιος μιὰ ἰ­σχυ­ρὴ πνευ­μα­τι­κὴ προ­σω­πι­κό­τη­τα μὲ κύ­ρος σο­φοῦ δι­δα­σκά­λου καὶ κα­θο­δη­γοῦ, μὲ ὄ­νο­μα με­γά­λου ἁ­γί­ου καὶ ὁ­σί­ου.

Τέ­τοι­α βέ­βαι­α ὀ­νό­μα­τα γί­νον­ταν οἱ πρῶ­τοι στό­χοι συλ­λή­ψε­ων ἀ­πὸ τοὺς δι­ῶ­κτες τῆς πί­στε­ως. Ἡ δι­α­τα­γὴ καὶ γιὰ τὸν Παφ­νού­τιο – χω­ρὶς ὁ ἴ­διος νὰ γνω­ρί­ζει κά­τι – εἶ­χε ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἐ­ξου­σια­στὴ τῆς Αἰ­γύ­πτου Ἀρ­ρια­νό. «Ὁ Παφ­νού­τιος θὰ συλ­λη­φθεῖ, θὰ ἀ­να­κρι­θεῖ καὶ θὰ τι­μω­ρη­θεῖ, ἂν συ­νε­χί­σει νὰ πι­στεύ­ει καὶ νὰ δι­δά­σκει τὶς χρι­στι­α­νι­κὲς ἀ­λή­θει­ες».

Ὁ Κύ­ριος ἀ­πε­κά­λυ­ψε στὸν ὅ­σιο δοῦ­λο του μὲ μή­νυ­μα (πα­ρου­σί­α) Ἀγ­γέ­λου τὸ θέ­λη­μά του: «Νὰ ἑ­τοι­μα­σθεῖς, τοῦ εἶ­πε, Παφ­νού­τι­ε, γιὰ νὰ προ­σφέ­ρεις τὸν ἑ­αυ­τό σου ‘‘θυ­σί­α ζῶ­σα­’’ στὸν Κύ­ριο, ἀ­φοῦ φο­ρέ­σεις τὴν ἱ­ε­ρα­τι­κή σου στο­λή». Μιὰ οὐ­ρά­νια χα­ρὰ ἔ­νι­ω­σε βα­θιά του ὁ Ὅ­σιος. Χω­ρὶς νὰ δει­λιά­σει, χω­ρὶς νὰ κρυ­φθεῖ οὔ­τε ἀ­κό­μα νὰ πε­ρι­μέ­νει νὰ τὸν ἀ­να­κα­λύ­ψουν οἱ στρα­τι­ῶ­τες, πο­ρεύ­θη­κε πρὸς τὸν ἔ­παρ­χο Ἀρ­ρια­νό. Καὶ ἐ­κεῖ κά­τω ἀ­πὸ τὸν ὑ­ψω­μέ­νο θρό­νο του, δί­πλα στὸν Νεῖ­λο πο­τα­μό, ὁ τα­πει­νὸς καὶ θαρ­ρα­λέ­ος Παφ­νού­τιος αὐ­τό­κλη­τος πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στὰ στὸν ἔ­παρ­χο λέ­γον­τας: «Μὲ ἀ­να­ζη­τεῖς; Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ Παφ­νού­τιος. Κά­νε με ὅ,τι θέ­λεις».

Ὁ ἔ­παρ­χος θαύ­μα­σε τὴν τόλ­μη ἑ­νὸς τό­σο ἀ­δύ­να­του, ἥ­συ­χου καὶ σε­βά­σμιου γέ­ρον­τα. Ἀλ­λὰ δὲν τὸν σε­βά­στη­κε. Δι­έ­τα­ξε νὰ τοῦ φο­ρέ­σουν ἁ­λυ­σί­δες καὶ νὰ γί­νει ἀ­νά­κρι­ση. Στὶς ἀ­πει­λὲς τῶν ἀρ­χόν­των ἀ­τά­ρα­χος ὁ Ὅ­σιος ὁ­μο­λο­γοῦ­σε: «Ἀ­πὸ μι­κρὸ παι­δὶ λα­τρεύ­ω καὶ προ­σκυ­νῶ τὸν Θε­ὸ τὸν ζῶν­τα καὶ ἀ­λη­θι­νό. Προ­τι­μῶ τὸν θά­να­το, για­τὶ ἕ­νας τέ­τοι­ος μαρ­τυ­ρι­κὸς θά­να­τος δὲν εἶ­ναι θά­να­τος ἀλ­λὰ ζω­ὴ αἰ­ώ­νιος». Ὁ ἔ­παρ­χος τὸν ἀπείλησε ἐπιδεικνύοντας τὰ βα­σα­νι­στι­κὰ ὄρ­γα­να. Ὁ Ὅ­σιος ἐ­μει­δί­α­σε. Τὰ πε­ρι­φρό­νη­σε ὅ­λα. «Ἡ ζω­ὴ τῶν Χρι­στια­νῶν, τοῦ λέ­γει, εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια, καὶ δὲν τὰ φο­βό­μα­στε».

Ὁ ἔ­παρ­χος ἐ­ξα­γρι­ώ­νε­ται. Δι­α­τά­ζει καὶ τὸν κρε­μοῦν. Τοῦ σχί­ζουν τὶς σάρ­κες. Τὸ ἁ­γνὸ αἷ­μα τοῦ Ὁ­σί­ου κυ­λᾶ. Πο­τί­ζει τὸ χῶ­μα… Ὁ μάρ­τυ­ρας εἶ­ναι ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νος, ὅ­μως προ­σεύ­χε­ται μὲ δυ­να­τὴ πί­στη. Ὁ Κύ­ριος τὸν θε­ρα­πεύ­ει.

Ἔκ­πλη­κτοι οἱ δύ­ο δή­μιοί του στρα­τι­ῶ­τες, ὁ Δι­ο­νύ­σιος καὶ ὁ Καλ­λί­μα­χος, κα­θὼς ἀν­τι­κρί­ζουν τὸ θαῦ­μα, συγ­κλο­νί­ζον­ται. Ὁ­μο­λο­γοῦν πί­στη στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Καὶ ἀ­μέ­σως κα­τα­δι­κά­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν ἔ­παρ­χο. Τι­μω­ροῦν­ται καὶ οἱ δύ­ο μὲ ἀ­πο­κε­φα­λι­σμό.

Ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ φυ­λά­κι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου. Μέ­σα στὸ σκο­τει­νὸ δε­σμω­τή­ριο ὁ Ὅ­σιος προ­σεύ­χε­ται. Με­τα­βάλ­λει τὸν τό­πο αὐ­τὸ σὲ ἀ­σκη­τή­ριο. Οἱ προ­σευ­χές του εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρές. Ἕ­να πα­ρά­δο­ξο φῶς ἐ­ξέρ­χε­ται τὴ νύ­χτα ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κή. Μοιά­ζει μὲ πύ­ρι­νη φλό­γα. Οἱ δε­σμο­φύ­λα­κες φο­βοῦν­ται γιὰ ἐμ­πρη­σμό. Ὅ­μως ὄ­χι! Δὲν εἶ­ναι. Εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιος λου­σμέ­νος στὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι τὸν εἶ­δαν αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες κα­θὼς προ­σευ­χό­ταν μὲ ὑ­ψω­μέ­να χέ­ρια. Ἀ­κό­μη αἰ­σθάν­θη­καν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον καὶ μιὰ ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α. Ση­μεῖ­α ὁ­λο­ζών­τα­να αὐ­τὰ τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος ποὺ τό­σο πλού­σια κα­τοι­κοῦ­σε στὸν ὅ­σιο τοῦ Θε­οῦ Παφ­νού­τιο.

Συγ­κρα­τού­με­νοι μὲ τὸν Ἅ­γιο ἦ­ταν καὶ 40 βου­λευ­τὲς κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι ἐ­κεῖ μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ για­τὶ εἶ­χαν κα­τα­χρα­σθεῖ δη­μό­σια χρή­μα­τα. Ἡ φω­νὴ τοῦ Ὁ­σί­ου τοὺς κα­λοῦ­σε σὲ με­τά­νοι­α: «Πι­στέψ­τε στὸν Χρι­στό, τοὺς ἔ­λε­γε ὁ Παφ­νού­τιος, με­τα­νο­ῆ­στε, καὶ θὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ­τε ἀ­πὸ τὰ δε­σμὰ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας». Καὶ ἐ­κεῖ­νοι τὸν ἄ­κου­σαν. Καὶ πί­στε­ψαν. Καὶ ὁ­μο­λό­γη­σαν στα­θε­ρὰ στὸν ἔ­παρ­χο: «Εἴ­μα­στε κι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τώ­ρα Χρι­στια­νοί. Πε­ρι­φρο­νοῦ­με τὰ ψεύ­τι­κα εἴ­δω­λα. Ἀ­γα­ποῦ­με τὸν Κύ­ριο». Ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νος ὁ ἔ­παρ­χος δι­έ­τα­ξε τὸν μαρ­τυ­ρι­κό τους θά­να­το: «Νὰ ρι­χτοῦν στὴ φω­τιά».

Καὶ ἔ­τσι ἑ­νω­μέ­νοι μέ­σα στὶς φλό­γες καὶ ἐ­νι­σχύ­ον­τας ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον – ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα θὰ συ­νέ­βαι­νε μὲ τοὺς 40 μάρ­τυ­ρες τῆς Σε­βα­στεί­ας – «πέ­τα­ξαν» ἀ­πὸ τὸ κα­μί­νι τῆς φω­τιᾶς στὴ δρό­σο τοῦ οὐ­ρα­νί­ου Πα­ρα­δεί­σου καὶ οἱ 40 βου­λευ­τές.

Τὰ θαύ­μα­τα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἁ­λι­εί­ας ψυ­χῶν ἀ­πὸ τὸν ὅ­σιο Παφ­νού­τιο συ­νε­χί­ζον­ται. Τὴ νύ­χτα μέ­σα στὴ φυ­λα­κὴ ὁ Ὅ­σιος προ­σεύ­χε­ται «ὑ­πὲρ τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου». Καὶ τὴν ἡ­μέ­ρα ἀ­θέ­α­τος ἀ­πὸ τοὺς φύ­λα­κες ἐ­ξέρ­χε­ται στὴν πό­λη, κα­τη­χεῖ στὴν ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη καὶ «ἐμ­πνέ­ει πό­θο μαρ­τυ­ρί­ου» στοὺς κα­τοί­κους.

Κά­ποι­α μέ­ρα συ­νάν­τη­σε στὸ δρό­μο 16 παι­διὰ ποὺ πή­γαι­ναν στὸ σχο­λεῖ­ο. Ἦ­ταν τὰ παι­διὰ τῶν βου­λευ­τῶν. Τὰ πλη­σιά­ζει. Τοὺς ὁ­μι­λεῖ γιὰ τὸν Χρι­στό, γιὰ τὸ ἔν­δο­ξο τέ­λος τῶν πα­τέ­ρων τους. Ἐ­κεῖ­να ἐν­θου­σι­ά­ζον­ται. Πι­στεύ­ουν ἀ­μέ­σως στὸν Κύ­ριο. Καὶ ὁ ἔ­παρ­χος τὰ ὁ­δη­γεῖ σὲ ἀ­νά­κρι­ση. Ἐκ­φο­βί­ζουν πρῶ­τα τὸ μι­κρό­τε­ρο, ἕ­να 13χρονο παι­δί. Τὸ ἀ­ναγ­κά­ζουν νὰ ρί­ξει θυ­μί­α­μα στὸ βω­μὸ τῶν εἰ­δώ­λων. Ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νο ἀρ­νεῖ­ται καὶ πε­τᾶ πε­ρι­φρο­νη­τι­κὰ μέ­σα στὴ φω­τιὰ τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου τὸ βα­σι­λι­κὸ πρό­σταγ­μα. Ὀρ­γι­σμέ­νος ὁ ἔ­παρ­χος δι­α­τά­ζει νὰ ρί­ξουν τὸν μι­κρὸ ἀν­τι­δρα­στι­κὸ μάρ­τυ­ρα μέ­σα στὴ φω­τιά. Καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα 15 παι­διὰ ποὺ πα­ρα­μέ­νουν πι­στὰ στὸν Χρι­στό, καὶ αὐ­τὰ τὰ τι­μω­ρεῖ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κά. Δί­νει ἐν­το­λὴ καὶ τὰ λογ­χί­ζουν μὲ ἀ­κο­νι­σμέ­να ἀ­κόν­τια.

Ὁ ὅ­σιος Παφ­νού­τιος συ­νε­χί­ζει ἀ­τά­ρα­χος καὶ εἰ­ρη­νι­κὸς μὲ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ νὰ ἐ­πη­ρε­ά­ζει πλή­θη κό­σμου καὶ νὰ τὰ στρέ­φει πρὸς τὸν Χρι­στό. Ὁ πα­ρά­δο­ξος αὐ­τός – γιὰ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες – ἄν­θρω­πος ποὺ τοὺς κα­τα­στρέ­φει τὰ σχέ­δια, πρέ­πει νὰ τι­μω­ρη­θεῖ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κά. Γι’ αὐ­τὸ μὲ με­γά­λη συ­νο­δεί­α στρα­τι­ω­τῶν τὸν ἔ­φε­ραν – ὅ­πως τὸν Κύ­ριο «ὡς πρό­βα­τον ἐ­πὶ σφα­γήν» – στὸ Νεῖ­λο. Ἔ­μοια­ζε ἡ πο­ρεί­α αὐ­τὴ «μὲ πο­ρεί­α θριά­μβου».

Ὁ Ὅ­σιος στὴ νέ­α του ἀ­νά­κρι­ση δή­λω­σε καὶ πά­λι τὴν ἀ­κλό­νη­τη πί­στη του στὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό του.

Ἐ­κεῖ­νες τὶς ἡ­μέ­ρες στὶς ὄ­χθες τοῦ Νεί­λου ὁ Κύ­ριος χά­ρι­σε στὸν Ὅ­σιό του καὶ μιὰ νέ­α δό­ξα. Κα­τή­χη­σε καὶ ὁ­δή­γη­σε στὸν Χρι­στὸ μιὰ ὁ­μά­δα ὀ­γδόν­τα ψα­ρά­δων. Ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοὶ δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ ἐ­ξαι­ρε­θοῦν ἀ­πὸ τὰ μαρ­τύ­ρια, για­τὶ μὲ θάρ­ρος ὁ­μο­λό­γη­σαν τὴν πί­στη τους. Καὶ ὅ­λοι μα­ζὶ θα­να­τώ­θη­καν ἀ­πὸ τὰ ξί­φη τῶν ἀ­γρί­ων δη­μί­ων.

Ἦρ­θε καὶ ἡ σει­ρὰ τοῦ Ὁ­σί­ου. Τὸν ἔ­δε­σαν σὲ τρο­χό. Καὶ τὸν πε­ρι­έ­στρε­φαν μὲ μα­νί­α. Τὸ ἀ­σκη­τι­κό του σῶ­μα ἐ­ξαρ­θρώ­θη­κε καὶ δι­α­με­λί­στη­κε. Μὲ θαῦ­μα ὅ­μως με­γά­λο ὁ Κύ­ριος τὸν θε­ρά­πευ­σε καὶ τὸν ἀ­νέ­στη­σε! Πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καὶ πά­λι ὁ Ὅ­σιος μπρο­στὰ στὸν Ἀρ­ρια­νό. Μὲ νέ­α τόλ­μη προ­σπα­θεῖ νὰ τὸν συν­τα­ρά­ξει μὲ ἀ­φυ­πνι­στι­κοὺς λό­γους. Ὁ ἐ­γω­ι­στὴς ὅ­μως ἔ­παρ­χος σκλη­ρύ­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἀν­τί­θε­τα ὁ Εὐ­σέ­βιος ὁ πραι­πό­σι­τος (=ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος) μὲ τοὺς τε­τρα­κό­σιους στρα­τι­ῶ­τες του ποὺ πα­ρα­κο­λου­θοῦν μα­ζὶ ἔκ­θαμ­βοι τὰ με­γα­λεῖ­α τοῦ παν­το­δυ­νά­μου Θε­οῦ, συγ­κλο­νί­ζον­ται καὶ ὁ­μο­λο­γοῦν πί­στη στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Ἀ­μέ­σως τι­μω­ροῦν­ται πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὰ καὶ αὐ­τοί. Πα­ρα­δί­δον­ται στὶς φλό­γες καὶ πε­θαί­νουν μαρ­τυ­ρι­κά. Ἄλ­λα 400 ἔν­δο­ξα στε­φά­νια φέρ­νουν οἱ ἄγ­γε­λοι ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ γιὰ νὰ στε­φα­νώ­σουν τοὺς νέ­ους ἀ­θλη­τὲς τῆς πί­στε­ως…

Ἔ­φθα­σε ὅ­μως καὶ τὸ τέ­λος τοῦ Ὁ­σί­ου. Ὁ Παφ­νού­τιος θὰ σταυ­ρω­θεῖ ὅ­πως ὁ «Ἀρ­χη­γός του», ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Γα­λή­νιος καὶ ἀ­τά­ρα­χος, μὲ εὐ­χα­ρι­στί­α πρὸς τὸν πα­νά­γιο Θε­ό, πλη­σί­α­σε τὸν σταυ­ρὸ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου του. Ἦ­ταν ἕ­νας ξε­ρὸς φοί­νι­κας. Ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω ἅ­πλω­σαν καὶ κάρ­φω­σαν τὰ χέ­ρια τοῦ γεν­ναί­ου αὐ­τοῦ ὁ­μο­λο­γη­τοῦ. Ἐ­κεῖ πα­ρέ­δω­σε τὸ πνεῦ­μα του. Καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἔ­δει­ξε σὲ ὅ­λους μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μά του «πῶς ἕ­νας ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δυ­να­τὸν πα­ρα­κι­νού­με­νος ἀ­πὸ φλο­γε­ρὸ ζῆ­λο νὰ μπο­ρεῖ μὲ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ νὰ ἐ­πη­ρε­ά­ζει στὸ κα­λὸ καὶ νὰ με­τα­μορ­φώ­νει μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη κοι­νό­τη­τα».

Ἡ Πα­ρά­δο­ση ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἐκ­πνο­ὴ τοῦ μάρ­τυ­ρα βλά­στη­σαν ἀ­πὸ τὸ ἄ­καρ­πο δέν­δρο δώ­δε­κα κλῶ­νοι γε­μά­τοι καρ­πούς. Οἱ σταυ­ρω­τές του ἔ­γι­ναν καὶ αὐ­τοὶ Χρι­στια­νοί. Ἡ ψυ­χὴ τοῦ ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Παφ­νου­τί­ου εἶ­χε πλέ­ον πε­τά­ξει στὸν οὐ­ρα­νό. Ἐμ­πρός του ἀν­τί­κρι­ζε πα­νευ­τυ­χὴς τὸ πρό­σω­πο τοῦ λα­τρευ­τοῦ του Κυ­ρί­ου, τῆς Πα­να­γί­ας, τῶν Ἁ­γί­ων, ἀλ­λὰ καὶ τῶν 546 συ­νο­λι­κὰ Μαρ­τύ­ρων ποὺ ὁ ἴ­διος μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει ἐ­κεῖ.

Ὁ­σι­ό­τη­τα, Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, Μαρ­τύ­ριο. Εἶ­ναι τὸ τρί­πτυ­χο τῆς ζω­ῆς τοῦ ἁ­γί­ου Παφ­νου­τί­ου. Αὐ­τὸ ἂς εἶ­ναι τὸ σύν­θη­μα καὶ τῆς δι­κῆς μας ζω­ῆς. Τὸ νέ­ο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ ἔ­τος ἄ­νοι­ξε καὶ πά­λι μπρο­στά μας. Ἂς τὸ βα­δί­σου­με σύμ­φω­να μὲ τὸ πρό­τυ­πο τῆς ζω­ῆς τοῦ Ἁ­γί­ου μας. Μὲ ἀ­γώ­να γιὰ ὁ­σι­ό­τη­τα καὶ ἐ­ξα­γνι­σμό, μὲ δρά­ση γιὰ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λὴ καὶ γνω­ρι­μί­α τῶν ἀν­θρώ­πων μὲ τὸν Σω­τή­ρα Κύ­ριο καὶ μὲ δι­ά­θε­ση νὰ μαρ­τυ­ροῦ­με γιὰ τὸν Χρι­στό, δε­χό­με­νοι εἰ­ρω­νεῖ­ες ἢ χλευα­σμὸ ἢ πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ κό­σμου. Ὅ­λα μὲ χα­ρὰ καὶ γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ!

Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ οἱ Ἅγιοι Σωκράτης καὶ Διονύσιος οἱ στρατιῶτες

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-161) καὶ ἡγεμόνα Θεοδότου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Ἀπὸ τὸ ζῆλο του γιὰ τὴν εὐσέβεια, κατέστρεφε εἴδωλα, ξόανα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Συνελήφθη ὅμως καὶ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια. Τὸν ἅπλωσαν σὲ πυρακτωμένη σχάρα καὶ ἔπειτα τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὅποια τὸν ἔσυραν σὲ μεγάλη ἀνώμαλη ἐδαφικὴ ἀπόσταση. Κατόπιν τὸν ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, μαζὶ μὲ δυὸ στρατιῶτες ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστό, τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Διονύσιο. Στὴ συνέχεια τὸν φυλάκισαν καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν τρύπησαν μὲ βέλη. Καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀγωνιωδῶν βασανιστηρίων ἐπάνω στὸ σταυρὸ παρέδωσε τὴν μακαρία ψυχή του.

Ἡ Ἁγία Φιλίππα μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Πισιδίας

Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων καὶ ἦταν ἀπὸ παιδὶ ἀφιερωμένος στὸν Θεό. Λόγω τῆς ὑπερβολικῆς του ἀρετῆς, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πισιδίας. Ἐπειδὴ δὲ δὲν δέχτηκε νὰ συμφωνήσει μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἰκονομάχους καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, ἐξορίστηκε καὶ ὑπέστη διάφορες κακοπάθειες. Ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ὅλη τὴν ζωή του, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ, παίρνοντας τὸ στεφάνι τῆς ὁμολογίας.

Ὁ Ἅγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Στεφάνου τοῦ Β´, διάδοχός του ἐκλέχθηκε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 928 ὁ μοναχὸς Τρύφων. Ὁ Τρύφωνας μόναζε σὲ κάποια μονὴ τῆς Μικρὸς Ἀσίας καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἡ Ἐκκλησία τὸν προτίμησε, γιατί εἶχε μεγάλα ἠθικὰ πλεονεκτήματα. Ἀλλ᾿ ὁ αὐτοκράτορας Ῥωμανὸς ὁ Λεκαπηνός, τάχθηκε καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τῆς ἐκλογῆς του, μὲ κάποια σκοπιμότητα ὅμως. Σκεφτόταν δηλ. ὅτι θὰ τοῦ ἦταν εὔκολο μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο, νὰ πείσει τὸν Τρύφωνα σὲ παραίτηση, γιὰ νὰ ἀναδείξει ἀντ᾿ αὐτοῦ Πατριάρχη τὸ γιό του Θεοφύλακτο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βοήθησε τὸν Τρύφωνα στὸ ἔργο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μὲ πολλὲς ἐλεημοσύνες καὶ δωρεὲς σὲ μοναστήρια καὶ πτωχοκομεῖα. Ἀνυπόμονος ὅμως καθὼς ἦταν ὁ Ῥωμανός, τὸ 931 ποὺ ὁ γιός του ἦταν μόλις 15 ἐτῶν, εἶπε στὸν Πατριάρχη νὰ παραιτηθεῖ, γιὰ ν᾿ ἀναλάβει τὸ θρόνο ὁ γιός του. Ὁ Τρύφωνας φυσικὰ δὲν συμφώνησε, διότι τὸ βασιλοπαῖδι ἦταν ἀνήλικο καὶ θὰ δημιουργοῦσε φοβερὸ σκάνδαλο καὶ κηλῖδα στὴν Ἐκκλησία. Τότε ὁ Ῥωμανὸς ἔβαλε τὸν τότε μητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη, ποὺ ὁ λαὸς γιὰ τὴν ἀναισχυντία του τὸν φώναζε «χοιρινό», καὶ μὲ δόλιο τρόπο ἀπέσπασε τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀνυποψίαστου Τρύφωνα σὲ λευκὸ χαρτί. Ἀπὸ πάνω συνέταξαν τὴν παραίτησή του, καὶ ἔτσι κατόρθωσαν νὰ τὸν διώξουν καὶ νὰ βάλουν στὴ θέση τοῦ τὸν 16ετή Θεοφύλακτο, ποὺ ἄφησε ἐπαίσχυντη μνήμη μὲ τὴν σκανδαλώδη διαγωγή του.

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους

Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Θεσσαλίας καὶ ὑπῆρξε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλόθεου κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε στὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τοῦ Εὐρίπου, τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Λάρισας, ὅπου δίδασκε τὸν λαό. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος τῆς Ζαγορᾶς, ποὺ ὀνομαζόταν Φλαμούριον, ἔκτισε μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μόνασε ἐκεῖ μὲ μερικοὺς μοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ κάποιες ὑποθέσεις καὶ πέθανε ἐκεῖ.

Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης

Στὴν ἔν­δο­ξη χο­ρεί­α τῶν ἁ­γί­ων Νε­ο­μαρ­τύ­ρων τοῦ 18ου αἰ­ῶ­νος ἀ­νή­κει καὶ ὁ 19χρονος ἔ­φη­βος Ἀ­γα­θάγ­γε­λος. Γεν­νή­θη­κε στὴν Αἶ­νο τῆς Θρά­κης ἀ­πὸ πτω­χοὺς γο­νεῖς, τὸν Κων­σταν­τῖ­νο καὶ τὴν Κρυ­σταλ­λί­α. Τὸ βα­πτι­στι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἀ­θα­νά­σιος. Με­τὰ τὸ θά­να­το τοῦ πα­τέ­ρα του ὁ μι­κρὸς Ἀ­θα­νά­σιος ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἐρ­γα­σθεῖ ὡς ναύ­της. Ὁ πλοί­αρ­χος τοῦ κα­ρα­βιοῦ, Τοῦρ­κος, πο­λὺ συμ­πα­θοῦ­σε τὸν μι­κρὸ αὐ­τὸ χρι­στια­νό. Θαύ­μα­ζε τὴν εὐ­στρο­φί­α του, τὴν προ­θυ­μί­α του καὶ τὸ ἄ­δο­λο τοῦ χα­ρα­κτή­ρα του. Δὲν ἔ­χα­νε βέ­βαι­α καὶ τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ τοῦ μι­λᾶ γιὰ τὸν Μω­ά­μεθ καὶ τὴ δύ­να­μη τῆς θρη­σκεί­ας του.

Κά­πο­τε καὶ τὸν πί­ε­ζε νὰ ἀ­σπα­σθεῖ τὸν μου­σουλ­μα­νι­σμό. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἀν­τι­στε­κό­ταν καὶ μὲ σο­βα­ρό­τη­τα ὥ­ρι­μου ἀν­θρώ­που ἀ­πέ­κρου­ε κά­θε πρό­τα­ση γιὰ νὰ ἀλ­λα­ξο­πι­στή­σει.

Κά­ποι­α μέ­ρα καὶ ἐ­νῶ εἶ­χαν μπαρ­κά­ρει στὴν πα­ρα­λί­α τῆς Σμύρ­νης, ὁ κα­πε­τά­νιος ὁ­δή­γη­σε βί­αι­α στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο τὸν νε­α­ρὸ χρι­στια­νὸ ναύ­τη του καὶ ἀ­φοῦ τὸν πλή­γω­σε μὲ μα­χαί­ρι τὸν ἀ­νάγ­κα­σε νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν πί­στη του καὶ νὰ γί­νει μου­σουλ­μά­νος.

Ὅ­μως ἡ λε­πτὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ εὐ­γε­νι­κοῦ αὐ­τοῦ ἐ­φή­βου ἄρ­χι­σε ἀ­μέ­σως νὰ δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ζοῦ­σε μιὰ ἔν­το­νη ἀ­νη­συ­χί­α καὶ τα­ρα­χή. Ἕ­νας βα­θὺς πό­νος ἔ­σχι­ζε τὴν ψυ­χή του γιὰ τὸ βα­ρύ του ἁ­μάρ­τη­μα. Καὶ ἕ­νας ἰ­σχυ­ρὸς πό­θος με­τα­νοί­ας τὸν κα­τέ­κλυ­ζε.

Κά­ποι­α στιγ­μὴ ἔ­φυ­γε. Ἔ­φυ­γε κρυ­φὰ ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο παίρ­νον­τας μα­ζί του τὰ χρι­στι­α­νι­κά του ἐν­δύ­μα­τα. Καὶ ἔ­φθα­σε στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἀ­πο­ζη­τών­τας λύ­τρω­ση. Ὁ Κύ­ριος ὁ­δή­γη­σε τὰ βή­μα­τα τοῦ τα­ραγ­μέ­νου αὐ­τοῦ νέ­ου στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο νὴ Ἐ­σφιγ­μέ­νου. Καὶ ἐ­δῶ πα­ρα­δό­θη­κε στὴν πα­τρι­κὴ κα­θο­δή­γη­ση τοῦ ἔμ­πει­ρου καὶ στορ­γι­κοῦ ἡ­γου­μέ­νου Εὐ­θυ­μί­ου. Τὰ πρῶ­τα λό­για τοῦ σο­φοῦ Κα­θη­γου­μέ­νου γα­λή­νε­ψαν τὴν τα­ραγ­μέ­νη του ψυ­χή. Μέ­σα στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ ὡ­ρί­μα­ζε πλέ­ον ἡ με­τά­νοι­ά του, καί ἡ πα­νά­γα­θη Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ τὸν προ­ε­τοί­μα­ζε γιὰ τὸ με­γά­λο Μαρ­τύ­ριο.

Τὸ δι­α­κό­νη­μα ποὺ τοῦ ἀ­νέ­θε­σαν ἦ­ταν τοῦ τρα­πε­ζά­ρη. Μὲ προ­θυ­μί­α καὶ χα­ρὰ ἀλ­λὰ καὶ μὲ ἀ­πό­λυ­τη τά­ξη καὶ σι­ω­πὴ δι­α­κο­νοῦ­σε στὶς ἀ­νάγ­κες τῆς τρα­πε­ζα­ρί­ας τῆς Μο­νῆς. Ὁ ἴ­διος εὐ­φραι­νό­ταν ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τῆς μο­να­χι­κῆς πο­λι­τεί­ας. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λὺ τὴν ἄ­σκη­ση, τὴ νη­στεί­α καὶ τὴν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή. Πά­λευ­ε πο­λὺ καὶ μὲ τοὺς λο­γι­σμούς του. Ὁ πο­νη­ρὸς δαί­μο­νας προ­σπά­θη­σε νὰ τὸν ἀ­πο­σπά­σει ἀ­πὸ τὴν ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας.

Σὲ ὥ­ρα δύ­σκο­λη, ποὺ τὸν ἔ­πνι­γαν λο­γι­σμοὶ ἀ­πο­γνώ­σε­ως, ἡ Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος, ἡ ἔ­φο­ρος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, τοῦ ἐμ­φα­νί­σθη­κε σὲ ὅ­ρα­μα καὶ τὸν ἐ­νί­σχυ­σε: «Μὴ φο­βᾶ­σαι, Ἀ­θα­νά­σι­ε! Σύν­το­μα θὰ ἐ­πι­στρέ­ψεις στὴ Σμύρ­νη. Ὁ Χρι­στὸς θὰ σὲ δο­ξά­σει μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο, ὅ­πως καὶ τὸ ἐ­πι­θυ­μεῖς».

Πο­λὺ ἐ­νι­σχύ­θη­κε ὁ Ἀ­θα­νά­σιος καὶ ἀ­πὸ τὸν Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Γρη­γό­ριο τὸν Ε΄, ποὺ βρι­σκό­ταν ἐ­ξό­ρι­στος τὴν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη στὸ Ἁ­γι­ώ­νυ­μο Ὄ­ρος. Τὸν συμ­βού­λευ­σε νὰ ἔ­χει ὑ­πο­μο­νὴ καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­ζε­ται ἰ­δί­ως τὴ Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στὴ ποὺ ἔ­φθα­νε.

Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος συ­νέ­χι­ζε τοὺς ἀ­σκη­τι­κούς του ἀ­γῶ­νες. Ἡ με­τά­νοι­ά του πλέ­ον εἶ­χε ὡ­ρι­μά­σει. Μὲ τὶς συγ­χω­ρη­τι­κὲς Εὐ­χὲς καὶ τὴν ἀ­να­μύ­ρω­ση μὲ τὸ Μυ­στή­ριο τοῦ ἱ­ε­ροῦ Χρί­σμα­τος ἐ­πα­νῆλ­θε στὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ.

Σύν­το­μα ἔ­λα­βε τὸ Ἀγ­γε­λι­κὸ Σχῆ­μα, ὅ­πως ἰ­σχυ­ρὰ τὸ πο­θοῦ­σε. Καὶ μὲ τὸ νέ­ο, μο­να­χι­κὸ ὄ­νο­μα «Ἀ­γα­θάγ­γε­λος» ἀ­γω­νι­ζό­ταν σκλη­ρό­τε­ρα. Ἔγ­κλει­στος πα­ρα­μέ­νει σὲ κά­ποι­ον πύρ­γο τῆς Μο­νῆς. Φο­ρᾶ βα­ριὰ ἁ­λυ­σί­δα. Τρέ­φε­ται λι­τά. Με­λε­τᾶ ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νος τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὰ Συ­να­ξά­ρια τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων. Κά­θε μέ­ρα κά­νει πά­ρα πολ­λὲς ἐ­δα­φια­ῖες με­τά­νοι­ες μὲ συν­τρι­βή. Ὅ­λα τὰ προ­σφέ­ρει στὸν Θε­ὸ «τοῦ ἐ­λέ­ους, τῶν οἰ­κτιρ­μῶν καὶ τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας» ὡς γνή­σια στοι­χεῖ­α ἐ­ξι­λε­ω­τι­κὰ τῆς ἀρ­νή­σε­ώς του. Καὶ ὁ Κύ­ριος τὰ δέ­χε­ται ὡς καρ­ποὺς μιᾶς εὐ­γε­νι­κῆς νε­α­νι­κῆς ψυ­χῆς ποὺ πο­θεῖ ἐ­ξα­γνι­σμό – κα­τὰ τὸ δυ­να­τόν – ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο.

Ἔ­τσι πέ­ρα­σε ὁ ὑ­πο­ψή­φιος μάρ­τυς Ἀ­γα­θάγ­γε­λος ὅ­λη τὴ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στὴ τοῦ ἔ­τους 1819 μὲ τὶς εὐ­λο­γί­ες τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Μο­νῆς του καὶ τῶν ὁ­σί­ων νε­ο­μαρ­τύ­ρων Εὐ­θυ­μί­ου, Ἰ­γνα­τί­ου, Ἀ­κα­κί­ου καὶ Ὀ­νου­φρί­ου, τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­φοῦ προ­σκύ­νη­σε τὰ ἱ­ε­ρὰ λεί­ψα­να, ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὴ Σμύρ­νη τὴ Δευ­τέ­ρα τοῦ Πά­σχα. Ὅ­λα ἦ­ταν λαμ­πρὰ μέ­σα του καὶ γύ­ρω του, ὅ­λα λου­σμέ­να στὸ φῶς τοῦ ἀ­να­στάν­τος Χρι­στοῦ.

Μὲ με­τά­νοι­α βα­θιὰ καὶ εἰ­λι­κρι­νὴ γιὰ τὸ βα­ρύ του ἁ­μάρ­τη­μα τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας καὶ πο­θών­τας ἰ­σχυ­ρὰ τὸ μαρ­τύ­ριο ὁ Ἀ­γα­θάγ­γε­λος ἔ­φθα­σε στὴ Σμύρ­νη τὴν Πέμ­πτη με­τὰ τὴν Κυ­ρια­κὴ τοῦ Θω­μᾶ τοῦ ἔ­τους 1819. Αὐ­τό­κλη­τος πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὸ δι­κα­στή­ριο τῆς πό­λε­ως καὶ μὲ θάρ­ρος καὶ γεν­ναι­ό­τη­τα ὁ­μο­λό­γη­σε: «Τὸ ἀ­φεν­τι­κό μου μὲ ξε­γέ­λα­σε καὶ μὲ ἀ­νάγ­κα­σε νὰ γί­νω μου­σουλ­μά­νος. Τώ­ρα ἐ­πι­στρέ­φω πί­σω στὴν πί­στη τῶν πατέρων μου, τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη». Καὶ ἀ­μέ­σως ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὸ στῆ­θος του τὸν Τί­μιο Σταυ­ρὸ καὶ μιὰ χάρ­τι­νη εἰ­κό­να τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καὶ τοὺς τὰ πρό­βα­λε ὡς ση­μεῖ­α τῆς νί­κης του καὶ τῆς με­τα­στρο­φῆς του.

Ὁ δι­κα­στὴς καὶ οἱ πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι θε­ώ­ρη­σαν τὴν πρά­ξη αὐ­τὴ ἀ­στεί­α. Δὲν ἔ­δω­σαν ση­μα­σί­α. Πί­στε­ψαν ὅ­τι ἦ­ταν ἐ­νέρ­γεια κά­ποι­ου τρε­λοῦ. Ὅ­μως ὁ Ἀ­γα­θάγ­γε­λος ἐ­πέ­με­νε στὴ με­γά­λη ἀ­λή­θεια: «Εἶ­μαι χρι­στια­νός!­». Προ­σπά­θη­σαν νὰ τὸν κο­λα­κέ­ψουν. Νὰ τοῦ τά­ξουν δῶ­ρα, τι­μὲς καὶ χα­ρὲς ἁ­μαρ­τω­λές. Ὅ­μως ὁ ἴ­διος ἀν­τι­στε­κό­ταν μὲ θαυ­μα­στὴ ὡ­ρι­μό­τη­τα καὶ ἀν­δρεί­α.

Ἀ­κο­λού­θη­σε φυ­λά­κι­ση. Καὶ πά­λι νέ­α ἀ­νά­κρι­ση. Καὶ πά­λι προ­σπά­θη­σαν μὲ γλυ­κό­λο­γα καὶ μὲ τα­ξί­μα­τα νὰ τὸν δε­λε­ά­σουν. Ὁ Ἀ­γα­θάγ­γε­λος προ­τί­μη­σε τώ­ρα τὴ σι­ω­πή, τὴν τέ­λεια σι­ω­πή. Ἔ­κα­νε μὲ εὐ­λά­βεια τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καὶ ἐν­δό­μυ­χα πρό­φε­ρε τὴν εὐ­χὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κα­τὰ τὴ δεύ­τε­ρη φυ­λά­κι­σή του, ἐν­θυ­μού­με­νος τὸν ἅ­γιο Ἰ­γνά­τιο τὸν Θε­ο­φό­ρο, ἔ­γρα­ψε ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς Σμύρ­νης: «Μὴν τολ­μή­σε­τε νὰ φρον­τί­σε­τε γιὰ νὰ μὲ ἐ­λευ­θε­ρώ­σε­τε»!

Πέ­ρα­σε καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ ἔγ­κλει­στος καὶ μὲ πολ­λὴ προ­σευ­χή. Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα τὸν ὁ­δή­γη­σαν γιὰ τὸ μαρ­τύ­ριο στὴν κεν­τρι­κὴ πλα­τεί­α τῆς Σμύρ­νης. Φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κὴ ἔ­λε­γε στοὺς συγ­κρα­του­μέ­νους του: «Εἶ­μαι ὁ ἁ­μαρ­τω­λό­τε­ρος τῶν ἀν­θρώ­πων. Προ­σευ­χη­θεῖ­τε νὰ μὲ ἐ­λε­ή­σει ὁ Θε­ός».

Μὲ φω­νὲς μί­σους καὶ ἀ­λα­λαγ­μοὺς ὑ­πο­δέ­χθη­καν πλή­θη λα­οῦ τὸν ὑ­πο­ψή­φιο Μάρ­τυ­ρα στὸν τό­πο τῆς κα­τα­δί­κης του. Μιὰ ὑ­περ­κό­σμια εἰ­ρή­νη καὶ χα­ρὰ εἶ­χε πλημ­μυ­ρί­σει τὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­γα­θαγ­γέ­λου. Χα­μη­λό­φω­να καὶ ἱ­κε­τευ­τι­κὰ ψέλ­λι­ζε τὴν εὐ­χή: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, Υἱ­ὲ τοῦ Θε­οῦ, ἐ­λέ­η­σόν με τὸν ἁ­μαρ­τω­λόν».

Ὁ δήμιός του τὸν συμ­πά­θη­σε. Θέ­λη­σε νὰ τὸν ἐ­λευ­θε­ρώ­σει. Ἔ­σκυ­ψε καὶ τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε τρό­πο μυ­στι­κῆς φυ­γῆς γιὰ νὰ σω­θεῖ, ἀλ­λὰ ὁ πι­στὸς νέ­ος μο­να­χὸς ἀρ­νή­θη­κε ἤ­ρε­μα. Ἅ­πλω­σε με­τὰ μὲ προ­θυ­μί­α τὸν αὐ­χέ­να του στὸν θύ­τη του καὶ εἶ­πε: «Χτυ­πᾶ­τε!­».

Ἦ­ταν Σάβ­βα­το 19 Ἀ­πρι­λί­ου 1819.

Ἡ καρ­διὰ τοῦ Ἀ­γα­θαγ­γέ­λου ἔ­παυ­σε νὰ χτυ­πᾶ ἐ­πὶ τῆς γῆς. Ἡ ψυ­χή του πέ­τα­ξε ἐ­λεύ­θε­ρη κον­τὰ στὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό του με­τὰ ἀ­πὸ ἀ­γώ­να με­τα­νοί­ας ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νης καὶ αὐ­θεν­τι­κῆς.

Οἱ χρι­στια­νοὶ μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια ἔ­τρε­ξαν νὰ σφουγ­γί­σουν τὰ μαρ­τυ­ρι­κά του αἵ­μα­τα σὲ ὑ­φά­σμα­τα, γιὰ νὰ τὰ κρα­τή­σουν ὡς πο­λύ­τι­μη εὐ­λο­γί­α. Ὅ­λοι ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ θυ­σια­σθοῦν γιὰ τὸν Χρι­στὸ τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη.

Μιὰ μυ­στι­κὴ ἀλ­λα­γὴ εἶ­χε συν­τε­λε­σθεῖ στὶς ψυ­χὲς ὅ­λων.

Ἦ­ταν τὸ πιὸ πει­στι­κὸ κή­ρυγ­μα, ποὺ ὁ­δή­γη­σε πολ­λοὺς στὴ με­τά­νοι­α. Ὅ­ποι­οι ζοῦ­σαν χα­λα­ρὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κή τους ζω­ή, σο­βα­ρεύ­τη­καν καὶ ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ ζή­σουν ἀ­γω­νι­στι­κὰ καὶ μὲ συ­νέ­πεια τὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ!­.­..

Οἱ Ἀ­γα­ρη­νοὶ ἔ­γι­ναν αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες θαυ­μα­στῶν ση­μεί­ων. Εἶ­δαν τὸ σῶ­μα τοῦ Μάρ­τυ­ρος ὄρ­θιο καὶ ζων­τα­νό, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο στὸ φῶς, καὶ δι­α­πί­στω­σαν ὅ­τι ἀ­να­δί­δει ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α.

Ἀλ­λὰ καὶ ἡ τι­μί­α του κε­φα­λή, ποὺ τὴ βε­βή­λω­σαν μέ­σα σὲ ἀ­κα­θαρ­σί­ες, καὶ αὐ­τὴ εὐ­ω­δί­α­σε ἐ­ξα­φα­νί­ζον­τας κά­θε ἴ­χνος δυ­σω­δί­ας.­..

Οἱ χρι­στια­νοὶ ἀ­γό­ρα­σαν τὸ ἱ­ε­ρὸ λεί­ψα­νο τοῦ Μάρ­τυ­ρος καὶ τὸ ἐν­τα­φί­α­σαν στὸν Ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, στὸν τά­φο τοῦ ἁ­γί­ου νε­ο­μάρ­τυ­ρος Δή­μου, ποὺ εἶ­χε μαρ­τυ­ρή­σει τὸ 1763 στὴ Σμύρ­νη.

Ἡ τι­μί­α κά­ρα, τὸ δε­ξιὸ χέ­ρι καὶ μιὰ πλευ­ρὰ τοῦ ἁ­γί­ου ἐν­δό­ξου ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Ἀ­γα­θαγ­γέ­λου ἔ­χουν θη­σαυ­ρι­σθεῖ ἀ­πὸ τὸ 1844 στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Ἐ­σφιγ­μέ­νου τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους.

Ἀ­γα­θάγ­γε­λος, ὅ­σιος καὶ νε­ο­μάρ­τυς!

Μιὰ σπά­νια νε­α­νι­κὴ μορ­φή, ἁ­γί­α καὶ ἔν­δο­ξη τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Ἂς μὴ λη­σμο­νοῦ­με πο­τὲ τὸ δυ­να­τὸ σύν­θη­μα ποὺ μᾶς ἀ­φή­νει μὲ τὴ ζω­ή του. «Ὁ δρό­μος ποὺ μᾶς ἐ­πα­να­συν­δέ­ει μὲ τὸν Χρι­στὸ με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε πτώ­ση εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῆς με­τά­νοι­ας».

Ἂς ἀ­γα­πή­σου­με καὶ μεῖς αὐ­τὸν τὸν δρό­μο.­.. Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων. Ἡ ἀ­ρε­τὴ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴ σω­τη­ρί­α καὶ τὴ δό­ξα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.

Ὅ­σι­ε νε­ο­μάρ­τυς Ἀ­γα­θάγ­γε­λε, πρέ­σβευ­ε καὶ ὑ­πὲρ ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Διόσκορος

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν Ἱερέας τῶν εἰδώλων στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-160). Ἦλθε στὴ χριστιανικὴ πίστη διὰ τῶν θαυμάτων Θεοδώρου τοῦ ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας καὶ μαρτύρησε διὰ πυρός.

Ἡ Ἁγία Ἀσινὲθ τοῦ Γκορίτσκυ (Ῥωσίδα)

Διὰ Χριστὸν σαλή.